Σε πρόσφατη μεγάλη «εκκαθάριση» στο πατρικό, που ανάμεσα στα άλλα καθαρίζει λίγο το μυαλό και τα συναισθήματα ―θα συνέβη σε πολλούς φαντάζομαι― βρήκα ένα γράμμα, γραμμένο πενήντα οκτώ χρόνια πριν. Η χρονολόγηση από την ταχυδρομική σφραγίδα με γραμματόσημο δύο δραχμών, αφιερωμένο στα χίλια χρόνια του Αγίου Όρους. Πέντε σελίδες πυκνογραμμένες με ελαφρά κεκλιμένα μπλε γράμματα, μάλλον από μπικ· σε λεπτό γαλάζιο διαφανές χαρτί. Το είχε γράψει ένας λίγο μεγαλύτερος νέος ποιητής ―πολύ γνωστός και αγαπημένος σήμερα, όχι μόνο για την ποίησή του― σε συνομήλικό μου φίλο, τον Χιώτη Φραγκίσκο, σχεδόν αυτοκόλλητοι τότε (αλλά και με σοβαρούς ανταγωνισμούς μεταξύ μας...). Είχε τότε αρχίσει να γράφει ποιήματα, και εγώ έχοντας ακουστά από άλλους φίλους για έναν ανερχόμενο λίγο μεγαλύτερο σπουδαίο ποιητή «της γενιάς μας», παρότρυνα τον Φράνκι να του στείλει τα πρωτόλειά του για μια γνώμη... Δεν θυμάμαι με καθαρότητα την αντίδρασή του από την πεντασέλιδη πυκνογραμμένη απάντηση που έλαβε. Είχα ήδη ξεχάσει μετά από μισό αιώνα plus ότι μου έδωσε την επιστολή να την φυλάξω. Ίσως επειδή με απασχολούσε τότε περισσότερο, από την ποίηση των συνομηλίκων ―ιδιαίτερα του Φρα, όπως επίσης τον έλεγα― να μη χάσω τις παραστάσεις στο Υπόγειο, σε μόνιμη φαντασίωση με το «παράλογο» των έργων που ανέβαζε τότε ο Κουν: τον Κραπ, τον Αρχηγό ή το Πικ νικ στο μέτωπο και άλλα· όπως και με τα έργα των μεγάλων του σινεμά και όσων έφερνε τις Κυριακές η Λέσχη εκείνη την εποχή.
Τη γαλάζια επιστολή ο Φράνκι μού τη διάβασε μόνο μια φορά και μου την έδωσε την ίδια μέρα που τη διάβασε, μέσα στον φάκελο της αποστολής. Αυτό το θυμάμαι καλά. Δεν μου την ξαναζήτησε ποτέ από τότε κι εγώ ούτε που την ξανασυνάντησα στα επιπόλαια ψαξίματα στο πατρικό, στις δεκαετίες των σύντομων επισκέψεών μου εκεί, μέχρι την πρόσφατη καθαρτήρια εκκαθάριση, μισό αιώνα plus μετά... Μετά χαθήκαμε οι δυο μας. Με τις σπουδές, τα εξωτερικά, τις δουλειές, τις οικογένειες, τις ζωές μας, τα ενδιαφέροντα που άλλαξαν και τα πολλά άλλα σχετικά, γνωστά από τις ζωές όλων μας. Και ξέρω ότι εκείνος, μετά μια-δυο απόπειρες με την ποίηση, έτσι στα πεταχτά και στα σκόρπια (ακόμα και με μια-δυο επαφές με τον Χριστιανόπουλο ― πέτρα που κυλάει μαλλί δε βγάζει του έλεγε) τα παράτησε. Δεν τον ξανάκουσα, δεν το επεδίωξε ― ούτε κι εγώ. Δεν έψαξα ούτε να γκουγκλάρω να δω αν υπάρχει. Μόνο τώρα που ξαναβρήκα το γράμμα, μισό αιώνα plus μετά, κάτι μίλησε μέσα μου. Από αυτά τα ξεχασμένα που κάτι σου λένε για τα περασμένα, όταν προκύψει εκείνο το κάτι που θα σου πει. Και τότε, με εκείνες τις μυστήριες φλασιές που έρχονται από το πουθενά, κατάλαβα γιατί ίσως ο τότε στενός μου φίλος δεν θέλησε να κρατήσει το γράμμα, περνώντας από τους διάφορους θαλάμους φυσικής και νοητικής αποσυμπίεσης των ποιητικών ενεργειακών δυναμικών πεδίων της νεότητας.
Επειδή (πιστεύω ακόμα) τον ήξερα πολύ καλά τον Φρα, τότε στο πρώτο μισό των sixties, δεν πιστεύω ότι τον επηρέασαν οι τρεις αρχές περί τέχνης, που ο λίγο μεγαλύτερός μας άγνωστος τότε, τουλάχιστον σε εμάς, νέος ποιητής έγραφε:
«Τρία κύρια σημεία δέχομαι προσωπικά στην τέχνη, κυρίως στην ποίηση: α) ότι ο άνθρωπος γράφει όχι για το καλό των ‘άλλων’, ούτε για κάποιες ανόητες μεταφυσικές έννοιες μα πρώτα για να βρει την ομορφιά, αφού αυτή είναι ότι έχουμε ανάγκη και ότι μπορεί να μας λυτρώσει. β) ότι ποτέ δεν μπορούμε να πούμε κάτι καινούργιο, αφού από δημιουργίας κόσμου ζούμε, νιώθουμε, αισθανόμαστε τα ίδια πράγματα, βλέπουμε και ακούμε τα ίδια πράγματα, κινούμαστε στα ίδια πλαίσια. Ποτέ δε θα φέρουμε τίποτε το καινούργιο, παρά μόνο ένα προσωπικό τόνο που να εκφράζει το ήδη χιλιοειπωμένο. Δεν υπάρχει δηλ. ουσιαστικά ‘καινούργιο’ παρά μόνο θέσει ‘καινούργιο’. γ) αρνούμαι να δεχτώ το άγχος της εποχής που τόσο εύκολα καπηλεύεται σήμερα από τους ανίδεους περισσότερο σαν όρος παρά σαν νόημα. Πιστεύω πως κάθε εποχή κρύβει τις δικές της ανησυχίες και πως από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα ο κόσμος αγωνιά και προβληματίζεται στον ίδιο βαθμό. Όλα τα άλλα είναι λόγια».
Εκείνο που ―ας πούμε― κλόνισε τον Φράνκι ήταν ότι μετά τον σχολιασμό των ποιημάτων που του είχε στείλει (εύστοχο για όλα, γιατί μου τα είχε δώσει κι εμένα να τα διαβάσω) ο αποστολέας της επιστολής τον «συμπίεσε» με μια απίστευτη ανατροπή ― ακόμη και για τις συνθήκες των μετά μισό αιώνα plus. Σχολιάζοντας ένα μόνο από τα πολλά ποιήματα που είχε διαβάσει, του έγραφε:
«Άφησα τελευταίο το ποίημα ‘κυνικ...ς’ [δυσανάγνωστο] από τα ‘λουλούδια’ γιατί προσωπικά το θεωρώ σαν το καλύτερο και άρτιο από κάθε μεριά. Τί να του πρωτοθαυμάσεις. Μορφή, έμπνευση, μήνυμα... Το κατατάσσω στα πρώτα, από κείνα που φέρνουν τον μεγάλο μεταφυσικό άνεμο. Μαζί με δύο άλλα. Το ‘Μια μέρα’ του Μίλτου Σαχτούρη, του πιο προικισμένου σήμερα ποιητή και μιας νέας ποιήτριας ‘Το άλογο’. Λέγεται Μαριανίνα Κριεζή. Η συλλογή της ‘Τα παλιά ονόματα, τα παλιά δέντρα’. Σε συμβουλεύω να την αγοράσεις».
Πώς ήταν δυνατόν να λες σε ένα δεκαεξάχρονο πρωτόλειων, που ψάχνεται παραπατώντας, ότι ένα ποίημά του στέκεται δίπλα στον Σαχτούρη ή στην (άγνωστη μεν, αλλά ήδη με συλλογή) Μαριανίνα;
Τώρα που ξαναδιάβασα το γράμμα ώριμος πλέον, καταλαβαίνω πόσο θα ξεθώριασε και βάρυνε να πέσει του φίλου μου το όλο μέσα του! Ένα ποίημά του δίπλα στον Σαχτούρη και τη Μαριανίνα; Μάλλον ο επιστολογράφος ποιητής κρεμούσε στα μανταλάκια τις ποιητικές του αναμονές. Και πιο θα ήταν άραγε το επόμενο βήμα που θα έπρεπε να κάνει μετά από αυτό; Ο Φρα πρέπει να κλονίστηκε (δεν μου το είπε, αλλά τον έβλεπα) και άρχισε αργά (αλλά σταθερά) να απομακρύνεται από τα ανελέητα μονοπάτια της ποίησης. Ήταν που ήταν συναισθηματικά «ευάλωτος», επιρρεπής στην ασθένεια των «αποχωρήσεων» λόγω απογοητεύσεων, για την οποία η Pfizer ακόμη πασχίζει να βρει το φάρμακο (μάλλον το πήγε πίσω λόγω Covid), όπως με διαβεβαίωσε ο παιδικός μου φίλος Ιωσήφ στην Αθήνα ― που, δες τώρα σύμπτωση, γνωρίζει και τον επιστολογράφο εκείνης της εποχής και άλλα μυστικά.
Δεν τον ξαναείδα να μου πει. Να μου επιβεβαιώσει ή διαψεύσει τις σκέψεις μου, μισό αιώνα plus μετά. Δεν ξέρω καν πού βρίσκεται κι αν υπάρχει ο Φρα. Το γράμμα πάντως που ξαναδιάβασα πρόσφατα με έκανε να ξανασυναντήσω τον Σαχτούρη ―τον οποίο άλλωστε μισό αιώνα plus πριν έβλεπα, με τον Φράνκι, στο βιβλιοπωλείο στη γειτονιά μου, όταν έφερνε τις συλλογές του να πουληθούν εκεί― όπως και τη Μαριανίνα.
Όλη αυτή πάντως η τελικά ωραία ιστορία, αποτέλεσμα του επικού ξεκαθαρίσματος στο πατρικό, με έκανε (στιγμιαία όμως) να θέλω να ξαναψάξω τον χαμένο Φρα, αλλά και να επιβεβαιώσω στον εαυτό μου ότι, αντίθετα από τις περιπέτειες της ποίησής του, οι δικές μου περιπέτειες με τους χάρτες ―και όλα τα σχετικά με αυτούς― μου πρόσφεραν μόνο χαρές, δημιουργικότητα και αγάπη για τον κόσμο και την ιστορία του, που βλέπω μέσα από αυτούς.
Πόση άγρια χαρά θα ένιωθα αν επιβεβαιωνόταν μια φήμη που μου μεταφέρθηκε πρόσφατα ότι ο Φραγκίσκος ζει ακόμη στο νησί Ναβαρίνο της Χιλής, νοτίως της Αργεντινής. Άλλαξε το όνομά του σε Albo (ίσως για να ταιριάζει με το Φραγκίσκος), πουλάει τουριστικούς χάρτες στους επισκέπτες και τους λέει ιστορίες για το Ναβαρίνο της Ελλάδας. Δεν έμαθα αν ασχολείται με ποιήματα ή αν διάβασε ποτέ τον Μπόρχες. Αν αληθεύουν όμως οι φήμες θα ήθελα πολύ να του στείλω μέσω των ισπανόφωνων φιλολογικών αντιπροσώπων του Καλοκύρη έναν χάρτη 1:1, όπως τον περιέγραψε με λόγια ο ποιητής.