( Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ )
Τα 2.448 μίλια της τέχνης
It winds from Chicago to L.A.
More than two thousand miles all the way.
Get your kicks on Route 66…
Το «Route 66» ήταν ένα δημοφιλές τραγούδι του Αμερικανού συνθέτη και τραγουδιστή Μπόμπι Τρουπ, με τους στίχους να ακολουθούν τη διαδρομή τoυ ιστορικού US 66: του μεγαλύτερου αυτοκινητόδρομου που διέσχιζε τις ΗΠΑ από βορειοανατολικά μέχρι νοτιοδυτικά. Με αφετηρία το Σικάγο, ο 66 περνούσε από διάφορες πολιτείες, πριν τερματίσει στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας. Συνολικά, 2.448 μίλια διαδρομής. Στα καθ’ ημάς, 3.940 χιλιόμετρα. Δεν έχει υπάρξει άλλος αμερικανικός δρόμος τόσο εμβληματικός όσο αυτός, ακόμα και μετά την κατάργησή του από το σύστημα εθνικών οδών των Ηνωμένων Πολιτειών. Μόνο αυτός έχει εμπνεύσει τόσους συγγραφείς, ποιητές, σκηνοθέτες, συνθέτες, τραγουδιστές, ζωγράφους, φωτογράφους και πολλούς ακόμα (Αμερικανούς κατά κύριο λόγο) καλλιτέχνες που στοιχίζονται στα χιλιόμετρά του. Ο Γούντι Γκάθρι τον ύμνησε με τα κάντρι τραγούδια του. Η Ντοροθέα Λανγκ τον απαθανάτισε φωτογραφικά, ακολουθώντας τις στρατιές των ανέργων που πήραν αυτό το δρόμο στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στα δυτικά. Ο Έντουαρντ Χόπερ συμβόλισε μοναδικά τα μοναχικά και ατέλειωτα χιλιόμετρά του στον πίνακα «Βενζινάδικο» (Gas, 1940). Ο τιμημένος με βραβείο Πούλιτζερ, Λούις Σίμπσον, του αφιέρωσε ένα ποίημα: «Αυτοκινητόδρομος 66. / Παλλόμενη καρδιά / ενός επιταχυνόμενου έθνους. / Μια αδιάκοπη φαντασμαγορία / σε ανήσυχη συλλογική συνείδηση». Πολλοί και διαφορετικής προέλευσης καλλιτέχνες απέτισαν, διαχρονικά, ένα φόρο τιμής στον 66. Ίσως το μεγαλύτερο που έχει δοθεί ποτέ σε δρόμο.
Η ονομασία «US 66» δόθηκε στην οδική αρτηρία Σικάγο - Λος Άντζελες, το 1926. Έξι χρόνια αργότερα, η Ένωση Αυτοκινητοδρόμων των ΗΠΑ δημοσίευσε την πρώτη διαφήμιση στις εφημερίδες, με την οποία καλούσε τους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν τον αυτοκινητόδρομο 66 για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της χρονιάς εκείνης, στο Λος Άντζελες. Δεν ήταν μόνο τουρίστες εκείνοι που ταξίδεψαν σε αυτό το δρόμο. Ο 66 έγινε η κύρια οδός σωτηρίας για χιλιάδες άλλους, κάθε άλλο παρά ανέμελους ταξιδιώτες. Η μεγάλη οικονομική ύφεση του ’30, σε συνδυασμό με μια μακρά περίοδο ξηρασίας και σφοδρές θύελλες σκόνης που κατέστρεψαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ανάγκασε χιλιάδες αγρότες, κυρίως από την Οκλαχόμα, το Αρκάνσας, το Κάνσας και το Τέξας, να κατευθυνθούν με τις οικογένειές τους προς την εύφορη Καλιφόρνια, ακολουθώντας τον 66. Αν υπάρχει ένα βιβλίο που περιγράφει μοναδικά εκείνη την περίοδο, αλλά και τον ίδιο το δρόμο, είναι Τα σταφύλια της οργής (1939). Το μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ, που χαρακτηρίστηκε αριστούργημα κοινωνικής διαμαρτυρίας, ιστορεί τον ξεριζωμό μιας οικογένειας φτωχών αγροτών από την Οκλαχόμα και το μακρύ, βασανιστικό ταξίδι της, μαζί με χιλιάδες άλλους εκδιωγμένους για την Καλιφόρνια, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Χάρη στον Στάινμπεκ, ο 66 απέκτησε οντότητα και χαρακτήρα, που αναδύεται στη διαδρομή και στους ενδιάμεσους σταθμούς του φορτηγού της οικογένειας Τζόουντ: «Ο 66 είναι ο δρόμος των κυνηγημένων, των προσφύγων απ’ τη σκόνη και τη συρρίκνωση της γης, απ’ τη βροντή των τρακτέρ και τη συρρίκνωση της ιδιοκτησίας, από την αργή εισβολή της ερήμου προς το βορρά, από τους στροβιλιζόμενους αγέρηδες που ’ρχονται ουρλιάζοντας από το Τέξας, από τις πλημμύρες που δεν φέρνουν καμία ευφορία στη γη αλλ’ απεναντίας κλέβουν κι όση λίγη ευφορία υπάρχει. Κυνηγημένοι απ’ όλα αυτά οι άνθρωποι βγαίνουν στον 66 από παράδρομους, από καρόδρομους, από αυλακωμένους επαρχιακούς δρόμους. Ο 66 είναι η μάνα οδός, ο δρόμος της φυγής» (Τα σταφύλια της οργής, Παπαδόπουλος, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος).
Ο Τζον Στάινμπεκ δεν πρόσφερε στον 66 μόνο το πιο διάσημο λογοτεχνικό παρατσούκλι του, με τη «Μάνα Οδό». Συνέβαλε επίσης στη διατήρηση ενός ουσιαστικού μέρους της ιστορίας του δρόμου, πριν καταλήξει να προσδιορίζεται από τις πολύχρωμες πινακίδες νέον, τα μοτέλ, τα diners και τις τουριστικές ατραξιόν κατά μήκος της διαδρομής του: «Τα αμάξια των μεταναστών έβγαιναν από τους παράδρομους στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο που διέσχιζε τη χώρα, κι έπαιρναν τον δυτικό δρόμο του ξενιτεμού. Τη μέρα έτρεχαν σαν μαμούνια προς τη Δύση, κι όταν νύχτωνε μαζεύονταν σαν μαμούνια κει που υπήρχε καταφύγιο και νερό. Και επειδή ήταν μοναχικοί και μπερδεμένοι, επειδή έρχονταν όλοι από ’να μέρος θλίψης, στεναχώριας και ήττας, κι επειδή όλοι πήγαιναν σ’ έναν μυστηριώδη καινούργιο τόπο, μαζεύονταν πλάι πλάι, κουβέντιαζαν, μοιράζονταν με τους άλλους τη ζωή τους, το φαΐ τους και τις ελπίδες τους για τον καινούριο τόπο» (ό.π.).
Ένα άλλο, εξίσου διάσημο λογοτεχνικό παράδειγμα με σημείο αναφοράς τον ιστορικό αυτοκινητόδρομο, είναι το μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ Στο δρόμο. Θα ήταν δύσκολο να βρούμε μια πιο χαρακτηριστική αναφορά στη γενιά μπιτ της δεκαετίας του 1950, αλλά και μια σαφέστερη αναγνώριση της απόλυτης ελευθερίας που πρόσφεραν οι αυτοκινητόδρομοι της Αμερικής –και ιδιαίτερα η διαδρομή του 66- σε εκατομμύρια ταξιδιώτες: «Τον Ιούλιο του 1947, αφού είχα τελειώσει τουλάχιστον το μισό μου μυθιστόρημα κι είχα μαζέψει κάπου πενήντα δολάρια από το παλιό μου επίδομα του στρατού, ετοιμάστηκα να πάω στη Δυτική Ακτή […] Το πρώτο αυτοκίνητο που με πήρε ήταν ένα φορτηγό με μια κόκκινη σημαία που μετέφερε δυναμίτη και με πήγε για πενήντα σχεδόν χιλιόμετρα στο μεγάλο καταπράσινο Ιλινόι, ο οδηγός μου έδειξε το σημείο όπου η Εθνική 6, στην οποία βρισκόμασταν, συναντούσε την Εθνική 66 πριν ξεχυθούν κι οι δύο προς τη Δύση, καλύπτοντας απίστευτες αποστάσεις» (Στο δρόμο, Πλέθρον, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης)
Ο Τζακ Κέρουακ θεωρούσε αυτό το μυθιστόρημα ως το πιο αντιπροσωπευτικό έργο του. Ένα μανιφέστο γενιάς στο οποίο επινόησε τον όρο «beat generation». Ο Κέρουακ αφηγείται το ταξίδι του από τη Νέα Υόρκη στη Δυτική Ακτή, παρέα με μερικούς άλλους εμβληματικούς μπίτνικ, συμπεριλαμβανομένων των Άλεν Γκίνσμπεργκ, Νιλ Κάσαντι και Oυίλιαμ Μπάροουζ, αν και στο μυθιστόρημα δεν αναφέρονται ονομαστικά — ο Κέρουακ προτιμούσε τα ψευδώνυμα. Τα τοπωνύμια, ωστόσο, στο ταξίδι του στο θρυλικό αυτοκινητόδρομο, ήταν απολύτως αληθή, θυμίζοντας, ενίοτε, την ανάγνωση χάρτη: «Το χάραμα το λεωφορείο μου διέσχιζε με ταχύτητα την έρημο της Αριζόνας – Ίντιο, Μπλάιθ, Σαλώμη (εκεί που είχε χορέψει)· τις μεγάλες άνυδρες εκτάσεις που οδηγούν στα βουνά του Μεξικού στο Νότο. Ύστερα στρίψαμε βόρεια προς τα βουνά της Αριζόνας, Φλαγκσταφ, Κλιφτάουν. Είχα μαζί μου ένα βιβλίο που είχα βουτήξει από ένα πάγκο στο Χόλιγουντ, τον Μεγάλο Μολν του Αλέν Φουρνιέ, αλλά προτιμούσα να διαβάζω το αμερικανικό τοπίο καθώς προχωρούσαμε. Κάθε λακκούβα, ανήφορος και ίσιωμα έκανε πιο μυστηριώδη την αδημονία μου. Βυθισμένοι στη μελανή νύχτα διασχίσαμε το Νέο Μεξικό· την γκρίζα αυγή ήταν το Ντάλχαρτ του Τέξας· το μελαγχολικό κυριακάτικο απόγευμα περνούσαμε τη μια πόλη μετά την άλλη στις επίπεδες εκτάσεις της Οκλαχόμας· το σούρουπο ήμασταν στο Κάνσας. Το λεωφορείο συνέχισε μουγκρίζοντας. Γυρνούσα σπίτι τον Οκτώβρη. Όλοι γυρίζουν σπίτι τον Οκτώβρη» (ό.π.)
Στο μυθιστόρημα του Κέρουακ ο αντ’ αυτού αφηγητής, Σαλ Παραντάιζ, ξεκινά ως νεοφώτιστος σε αυτό τον «αιρετικό» τρόπο ζωής, τον ασπάζεται ολόψυχα και του παραδίδεται χωρίς όρια. Στην πραγματικότητα, η ιδέα να βιώνει κανείς τη ζωή με κάθε τρόπο, αντί να την παρακολουθεί από το πεζοδρόμιο, αποτέλεσε μπούσουλα για τον Κέρουακ, συνθέτοντας το νόημα του έργου του. Το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1951, σε τρεις εβδομάδες, πάνω σε ένα ρολό μήκους 36 μέτρων φτιαγμένο από φύλλα χαρτιού που ήταν κολλημένα με ταινία. Αξιοζήλευτο επίτευγμα, αν σκεφτεί κανείς ότι σε αυτά τα 36 μέτρα του χειρόγραφου «χώρεσαν» τα 3.940 χιλιόμετρα του 66. Για την ακρίβεια 4.050 χιλιόμετρα, όσο και η απόσταση από τη Νέα Υόρκη — αφετηρία και τερματισμός του ταξιδιού του συγγραφέα. Αντισυμβατικό και σίγουρα ανατρεπτικό, το χειρόγραφο δεν έπεισε τους εκδότες και ο Κέρουακ το ξαναδούλεψε για τα επόμενα έξι χρόνια πριν εκδοθεί τελικά το 1957, όταν εκείνος ήταν 35 ετών. Χάρη (και) σε αυτό το βιβλίο, ο αυτοκινητόδρομος απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Για τον ίδιο τον συγγραφέα αποτέλεσε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Ανατολή της νιότης του και τη Δύση του μέλλοντός του, όπως γράφει σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος. Σε μια συγκριτική μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν μερικά χρόνια στο λογοτεχνικό περιοδικό Harvard Review και αφορούσε τα δύο μυθιστορήματα των Στάινμπεκ και Κέρουακ, με κοινό στοιχείο τον ιστορικό δρόμο, ορίστηκε η ειδοποιός διαφορά τους: Ενώ το μυθιστόρημα του Στάινμπεκ απεικονίζει τον 66 με ευλαβείς, σχεδόν βιβλικούς τόνους που ταίριαζαν στις βαθιές προτεσταντικές ρίζες της οικογένειας Τζόουντ, η οπτική του Κέρουακ είναι πολύ πιο σύγχρονη και εγγενώς κοσμική. Η αντίθεση μεταξύ των δύο στιλ παρουσίασης είναι, σύμφωνα με τη μελέτη, μια εξαιρετική μικρογραφία των εντάσεων και των αντιφάσεων της αμερικανικής κουλτούρας.
Μια τόσο πλούσια πηγή έμπνευσης, όπως ο 66, δεν ήταν δυνατό να αφήσει αδιάφορους τους εκπροσώπους μιας άλλης αφηγηματικής τέχνης, του κινηματογράφου, με σεναριογράφους και σκηνοθέτες να τον έχουν χρησιμοποιήσει ως φυσικό ντεκόρ (και όχι μόνο) στις ταινίες τους. Ο αυτοκινητόδρομος έγινε το κατάλληλο πλαίσιο για ιστορίες περιπέτειας, περιπλάνησης και ενδοσκόπησης. Ταινίες που γιορτάζουν, αλλά και καταγγέλλουν το Αμερικάνικο Όνειρο. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει μια ταινία, που πρώτη άνοιξε δρόμο… στο δρόμο, για το πέρασμα στη μεγάλη οθόνη. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ, η κλασική ταινία του Τζον Φορντ «Τα σταφύλια της οργής» βγήκε στις αίθουσες το 1940, μόλις ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου. Παρόλο που ένα μεγάλο μέρος γυρίστηκε στα στούντιο της Twentieth Century Fox, τα εξωτερικά γυρίσματα ακολούθησαν τα χνάρια που άφησε η οικογένεια Τζόουντ κινούμενη στον 66: Οκλαχόμα, Αριζόνα, Τέξας, Νέο Μεξικό. Η στενή συγγένεια βιβλίου και ταινίας πιστοποιείται (και) από μια λεπτομέρεια: Το φορτηγό που οδηγεί ο πρωταγωνιστής, Χένρι Φόντα, ένα Hudson «Super Six» μοντέλο 1926, είναι ίδιο με εκείνο που αναφέρεται στο μυθιστόρημα. Η επιδίωξη της πιστότητας, πάντως, είχε και ένα δυσάρεστο εύρημα. Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο παραγωγός Ντάριλ Φ. Ζάνουκ έστειλε μεταμφιεσμένους υπαλλήλους του στους καταυλισμούς των ανέργων που περιγράφονται στο βιβλίο, για να ελέγξουν αν ο Τζον Στάινμπεκ είχε υπερβάλλει σχετικά με την εξαθλίωση και την άδικη μεταχείριση που επικρατούσε εκεί. Τρόμαξε όταν πληροφορήθηκε ότι ο Στάινμπεκ είχε υποβαθμίσει στο μυθιστόρημά του αυτό που πραγματικά συνέβαινε στους καταυλισμούς.
Από τις ταινίες που ακολούθησαν, κινούμενες και αυτές στα χιλιόμετρα του 66, ξεχωρίζει κάποια που σηματοδότησε την αρχή μιας επανάστασης στο Χόλιγουντ. Αντιμετωπίζοντας θέματα όπως η σεξουαλικότητα, η πολιτική και τα ναρκωτικά, με πρωτοφανή για την εποχή ειλικρίνεια, ο «Ξένοιαστος καβαλάρης» (1969) του Ντένις Χόπερ δημιούργησε ένα νέο κινηματογραφικό κύμα. Γυρισμένη κατά μήκος του 66, κυρίως στην Αριζόνα, τη Λουιζιάνα, το Νέο Μεξικό και την Καλιφόρνια, η ταινία ακολουθεί το ταξίδι δύο μηχανόβιων χίπις (Πίτερ Φόντα – Ντένις Χόπερ) που κατευθύνονται στη Νέα Ορλεάνη, διασχίζοντας τις δυτικές και νότιες πολιτείες. Ένας διακριτικός όσο και ιδιαίτερος χαιρετισμός γίνεται εδώ για την «πρώτη διδάξασα» ταινία. Τα «Σταφύλια της οργής» επανήλθαν, μέσω ενός τοπόσημου, στην αρχή του «Ξένοιαστου καβαλάρη»: Η γέφυρα Old Trails Arch Bridge στο Τοπόκ της Αριζόνας, που εικονίζεται στους τίτλους έναρξης, είναι η ίδια στην οποία ο πατέρας του Πίτερ Φόντα, Χένρι, ως Τομ Τζόουντ στα «Σταφύλια της οργής», διέσχισε με το φορτηγό του πηγαίνοντας στην Καλιφόρνια,
Εκτός από τα Σταφύλια της οργής που εγκαινίασαν τις (πολλαπλές έκτοτε) κινηματογραφικές εμφανίσεις του ιστορικού δρόμου, ο δεύτερος μεγάλος πυλώνας της λογοτεχνίας που οδηγεί στην καρδιά του 66 ήταν ο Τζακ Κέρουακ και το Στο δρόμο. Η συνάφεια της γραφής του μυθιστορήματος με την κινηματογραφική γλώσσα οδήγησε σε αρκετές, πλην ατελέσφορες προσπάθειες μεταφοράς στη μεγάλη οθόνη, ήδη από τη δεκαετία του ’50. Μάλιστα, ο ίδιος ο Κέρουακ επιδίωξε να παίξει το ρόλο του Σαλ Παραντάιζ, με τον Μάρλον Μπράντο στο πλευρό του, ως Ντιν Μοριάρτι. Η ιδέα δεν πραγματώθηκε και έτσι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία σύζευξης λογοτεχνίας και κινηματογράφου, στο πρόσωπο του Κέρουακ. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η προσπάθεια που έκανε, το 1990, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, έχοντας κατά νου τον Ίθαν Χοκ για το ρόλο του Σαλ και τον Μπραντ Πιτ ως Ντιν. Οι σκηνοθέτες Τζόελ Σουμάχερ και Γκας Βαν Σαντ προστέθηκαν στη λίστα των υποψηφίων, ξανά χωρίς αποτέλεσμα. Το αρνητικό σερί σταμάτησε εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη, άκαρπη απόπειρα. Το 2012 ο σκηνοθέτης Γουόλτερ Σάλες και ο σεναριογράφος Χοσέ Ριβέρα, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή γνησιότητα για την ταινία που ετοίμαζαν, βασίστηκαν στο αρχικό χειρόγραφο του Κέρουακ σε ρολό χαρτιού, και όχι στην κατοπινή έκδοση του βιβλίου. Στο σενάριο προστέθηκαν μερικές πινελιές από γράμματα που αντάλλαξαν ο Τζακ Κέρουακ με τον Νιλ Κάσαντι, ηχογραφήσεις, άρθρα και σημειωματάρια του Κέρουακ, το ποίημα «Denver Doldrums» του Άλεν Γκίνσμπεργκ κ.ά. Η ταινία, με πρωταγωνιστή τον Σαμ Ράιλι, παρέμεινε αρκετά πιστή στο πνεύμα (αν όχι και στο γράμμα) του βιβλίου. Ως μέρος της προετοιμασίας , μάλιστα, ο Γουόλτερ Σάλες γύρισε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Αναζητώντας το “Στο Δρόμο”» στο οποίο ακολούθησε τη διαδρομή που είχε κάνει ο Τζακ Κέρουακ χρόνια νωρίτερα.
Ο ιστορικός και συγγραφέας Μάικλ Γουάλις είδε τον 66 ως ένα «γραμμικό τόπο», ο άξονας του οποίου έχει χαραχτεί από τις βιωματικές ιστορίες ανθρώπων που κινήθηκαν σε αυτόν ή έκτισαν τις ζωές τους στις παρυφές του. Σε τέτοιου είδους βιωματικές ιστορίες βασίστηκαν τα σενάρια αρκετών ταινιών που διακρίθηκαν: «Παρίσι, Τέξας», «Ο άνθρωπος της βροχής», «Γεννημένοι δολοφόνοι», «Θέλμα και Λουίζ», «Φόβος και παράνοια στο Λος Άντζελες», «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους», «Ο πράσινος οδηγός» κ.ά. Ωστόσο, στο πέρασμα του χρόνου η λάμψη του 66 ξέφτισε, ως επακόλουθο της παρακμής του. Την υποβάθμιση του ιστορικού δρόμου υπογράμμισε μια ταινία κινουμένων σχεδίων: Το 2006, η Disney/Pixar παρουσίασε τα «Αυτοκίνητα», με τα τετράτροχα του τίτλου σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ταινία διατρέχει τον 66 με εικονογραφικά κάδρα εμπνευσμένα από πραγματικές τοποθεσίες. Όχι τυχαία, ο αρχικός τίτλος ήταν «Route 66», αλλά τον άλλαξαν για να μη συγχέεται με μια ομότιτλη σειρά που προβαλλόταν στην αμερικανική τηλεόραση. Όταν κυκλοφόρησε η ταινία, ο αυτοκινητόδρομος αυτός είχε ήδη αντικατασταθεί από πιο σύγχρονα οδικά δίκτυα, κάτι που επισημαίνει η ταινία: Το (φανταστικό) Ραντιέιτορ Σπρινγκς παρουσιάζεται ως πόλη-φάντασμα και τα πραγματικά αίτια βρίσκονται εκτός οθόνης. Η παράκαμψη του 66 από το Διαπολιτειακό 40 υπήρξε καθοριστική για δεκάδες χωριά και κωμοπόλεις κατά μήκος του, που «ξέπεσαν» ακολουθώντας την τύχη του ιστορικού δρόμου. Το 1985, ο 66 καταργήθηκε επίσημα από το σύστημα εθνικών οδών των Ηνωμένων Πολιτειών και αντικαταστάθηκε στο σύνολό του από τμήματα του δικτύου διαπολιτειακών αυτοκινητοδρόμων. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και animator Τζιν Λάσιτερ, που έκανε τα «Αυτοκίνητα», συνόψισε την ιδιαίτερη σημασία αυτού του δρόμου: «Το πνεύμα του 66 βρίσκεται στις λεπτομέρειες: σε κάθε γρατσουνιά προφυλακτήρα, σε κάθε ίχνος μπογιάς στις ξεθωριασμένες διαφημιστικές πινακίδες, σε κάθε αγριόχορτο που μεγαλώνει στην άκρη του ραγισμένου δρόμου». Παρά το ξεθώριασμα και τα ραγίσματα του χρόνου, ο μύθος του 66 καλά κρατεί. Πρόσφατο παράδειγμα, ένα βίντεο της Google Doodle που αναρτήθηκε στο You Tube στις 30 Απριλίου. Με αυτό εορτάστηκε η ημέρα που το όνομα «US 66» προτάθηκε για αυτή την οδική αρτηρία, το μακρινό 1926. Το βίντεο, συνδυασμός «ζωντανής» κίνησης, κολάζ και κινουμένων σχεδίων, ακολουθεί την ιστορική διαδρομή του 66, τηρώντας… κατά γράμμα τους στίχους του τραγουδιού του Μπόμπι Τρουπ «Route 66» (εδώ σε μια εκτέλεση που ταιριάζει με την αισθητική των σκίτσων:
Η εικονογράφηση προέρχεται από παλαιές ταχυδρομικές κάρτες με αξιοθέατα της διαδρομής του 66 - Αρχείο Α. Μαλανδράκη