1980 με 1987. Παντρεύομαι, στην Αγίας Ζώνης, 10 Σεπτεμβρίου. Στρατηγοί, υπουργοί, αστοί από τη μία. Ακροαριστεροί & αναρχικοί & μποέμ, από την άλλη. Πρώτη νύχτα γάμου στην λεγόμενη κόκκινη ιταλική πολυκατοικία, Καλλισπέρη 11, Σύνταγμα Μακρυγιάννη, στο υπόγειο ατελιέ του Πύρρου Αλεξόπουλου, μας το έχει παραχωρήσει, ζει στη Φλωρεντία. Τρίμηνο του μέλιτος: Μπολώνια & Φλωρεντία. Όλγα Μάρκου, η σύζυγος, γοητευτική, 9 χρόνια μεγαλύτερή μου, ψυχοπαθής με πτυχίο (πρώτα με σύστησε στην ψυχίατρό της, Ερασμία Παναγιωτάτου, μετά στη μαμά της, Νινέτα Μάρκου). Στον ενάμιση χρόνο του γάμου αλλάζουμε 4 κατοικίες (λόγω ψυχοπάθειας): Ηρακλείτου, Πλατεία Παπαδιαμάντη, Καλομοίρη, Νάξου. Γράφω στον Ήχο, κάνω εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα, σπουδάζω κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, παίζω με αμοιβή σε μία ταινία και σε ένα σήριαλ, μεταφράζω Nabokov, παίρνω διαζύγιο, μένω στο Λυκαβηττό, Κοσμά Μελωδού, πάω να δω για διαδικαστικά θέματα την Όλγα, είναι του Αγίου Νικολάου, 6 Δεκεμβρίου, τηλεφωνώ στο πατρικό για να ευχηθώ στον Νίκο, τον αδελφό μου, ο Νίκος μου λέει, «Είναι και η Αλίκη η ξαδελφούλα μας εδώ». Ε, τσακίζομαι και πάω, σε τρία τέταρτα παίρνω την Αλίκη από το χέρι, φεύγουμε, ζούμε μια ασύλληπτη περιπέτεια για δύο χρόνια, και την ξαναζούμε έκτοτε, σταδιακά, για δύο δεκαετίες. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.
Από το 1985, και έως το 1986, ζω στα Εξάρχεια, στην οδό Τσαμαδού με την Φιόνα Νικολοπούλου. Φτυστή η Ζυλιέτ Μπινός (την οποία δεν ήξερα τότε). Την είχα δει, επίσης, σε ταινία μικρού μήκους του συμφοιτητή μου στη Σταυράκου, Έκτορα Νικολάου. Τον είχα ρωτήσει γι ̓ αυτήν, εκφράζοντας ευγενικά τον θαυμασμό μου για το κάλλος της, νομίζοντας ότι είναι κάποια νεαρά ηθοποιός. 1982: Εκράν & Φασμπίντερ. Πετυχαίνω τον Έκτορα, με συστήνει στη Φιόνα λέγοντας μισoάξεστα, «Να, αυτός είναι ο Οδυσσέας που σε καψουρεύτηκε από την ταινία». Γίνομαι κόκκινος σαν εσπαντρίγια της δεκάρας. Στήνω μηχανισμούς και δίκτυα. Τρία χρόνια μετά, αποσπώ τη Φιόνα από τον Έκτορα, και μένουμε μαζί. Το Τέλειο Ζευγάρι, μας λένε. Ναι, οκέι, αλλά για δεκαπέντε μήνες. Γνωρίζω τη Χίλντα Μπέρνχαρντ. Αποφασίζουμε να ζήσουμε μαζί. Ψάχνω για σπίτι. Βρίσκω πού; Στην λεγόμενη μπλα-μπλα-μπλα, Καλλισπέρη 11. Δεύτερη πρώτη νύχτα γάμου στο ίδιο κτίσμα. Παντρευτήκαμε, με χαρά & εσπευσμένα για να μην υποχρεώνεται, ως αλλοδαπή, να φεύγει & να επιστρέφει ανά τρίμηνο. Εντωμεταξύ, από το 1984, έχω συνάψει συγκλονιστική φιλία με τον Νίκο Καρούζο. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.
1988 με 1990. Γερμανία, 15 κιλά συν απ' το διάβασμα, μετά 15 κιλά μείον από ποδήλατο & βάδισμα, κόβω για ένα χρόνο τσιγάρο/ποτό/κρέας, αλληλογραφώ με τον Νάνο Βαλαωρίτη (που γνωρίζω από το 1980) & με τον Θάνο Σταθόπουλο (αείζωο φίλο και μπράδερ), έχω ήδη εκδώσει μία ποιητική συλλογή (Σκοτεινά Τοπία) και ένα τομίδιο με διηγήματα (Κόκκινες Νύχτες), έχω κάνει παρέα με Αρανίτση & Παπαγιώργη & Βακαλόπουλο & Κακουλίδη, έχω μάθει να μαγειρεύω κορεάτικα, έχω μαζέψει τρομερό (για την εποχή, προ κομπιούτερ) υλικό σχετικά με τους situationnistes, & ιδίως για τον Debord, έχω διαλυθεί και ανασυντεθεί καμιά δεκαριά φορές, έχω απορρίψει πλειστάκις την ιδέα να κάνω παιδιά («Το Παιδί Είμαι Εγώ!» βροντοφώναζα στα Κατώφλια τ ̓ Ουρανού), έχω ταρακουνηθεί από τα όσα έκανε ο Duchamp, έχω ταρακουνηθεί από τα όσα έκανε ο Beuys, έχω ταρακουνηθεί από τα όσα έκανε η Sontag, έχω ταρακουνηθεί από τη φράση «Είμαστε αυθεντίες στη μετριότητά μας» που ξεστόμισα ένα μεθυσμένο μεσημέρι, έχω ταρακουνηθεί από την αποδοχή ότι είμαστε μετριότητες, έχω καταφύγει άπειρες φορές στα blues, στον Dylan, στον Waits, στον Cave, έχω ευλογήσει την στιγμή που ανακάλυψα την πραϋντική, καίτοι απογειωτική, δύναμη της τζαζ, και αφήνω τη Γερμανία, και επιστρέφω στην Ελλάδα, και λατρεύω αλλιώς την Κυψέλη, και κάνω την στρατιωτική μου θητεία, και παίρνω το δεύτερο διαζύγιο, και κλαίω όταν μαθαίνω για τον καρκίνο του Καρούζου, και πάμε και τον βλέπουμε τακτικά, και τον βγάζουμε στο Au Revoir, και επινοούμε τρόπους να τον αγαπάμε αλλιώς, βαθιά, και πεθαίνει τέλη Σεπτεμβρίου του 90, και είμαι συντρίμμι, και με παρηγορεί η Σόνια Γαρυφαλή, που είμαστε ήδη μαζί από τον Ιούλιο του 90, μας σύστησε ο Πάρις Χαβιάρας στο Οβάλ, 3 το μεσημέρι, & 5 το απόγευμα ήμασταν ζευγάρι, για δύο χρόνια. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.
1990 με 2002. Εξάρχεια, Στουρνάρη 9, Σόνια, μεταφράσεις, κτηνώδης εργασία, Ρόδον & Αν για συναυλίες, κάθε μέρα σινεμά, καβγάδες δύο φορές την εβδομάδα, Λονδίνο & Παρίσι & Βρυξέλλες & Άμστερνταμ για αγορές βιβλίων & γλεντοκόπι, το σπίτι γίνεται ένα εργαστήριο ιλιγγιώδους παραγωγικότητας, γράφω το Βορειοδυτικό Πέρασμα, ζούμε καταστάσεις Σιντ & Νάνσυ, χωρίζουμε κακήν κακώς, εγκαθίσταμαι στην Κυψέλη και πάλι, Αγίου Μελετίου 24, εν συνεχεία Σύρου 46, κάθε βράδυ είμαι στον Ένοικο, Καλλιδρομίου, με Αρανίτση / Βακαλόπουλο / Λάγιο / Παπαγιώργη / Σταθόπουλο, η Σόνια βάζει μια φίλη της δικηγόρο, τη Βασιλική Σταματίου να με ζορίσει, αισθάνεται ότι απειλείται, μπούρδες, η δικηγόρος μ ̓ ερωτεύεται, δύο μήνες μαζί, πεθαίνει ο Χρήστος Βακαλόπουλος, απαρηγόρητοι οι Λάγιος κι εγώ συγκατοικούμε, δύο φορές την εβδομάδα ανεβαίνουμε στο Νεκροταφείο Ζωγράφου, ο Λάγιος πέφτει στο μνήμα του Χρήστου & το ποτίζει δάκρυα, τον πείθω να το σταματήσουμε & να περάσουμε στη δημιουργικότητα εν ονόματι του Χρήστου, εκδίδω την ποιητική συλλογή Έγγραφος Ίλιγγος, γράφω το Βιβλίο Συμβάντων και Αναφορών, ο Λάγιος ξαναδουλεύει την Έρημη Γη και εκδίδει το Βιβλίο της Μαριάννας, πάω ένα βραδάκι με την Βασιλική σε μια εκδήλωση στο Πολυτεχνείο, μου λέει «Κοίτα αυτή την ψηλή που κάνει την καμπόση», υπακούω, οφκόρς, κοιτάω, και η ψηλή δεν είναι άλλη από την Αλίκη της ντισκοτέκ Ανναμπέλα που έχω να τη δω (την Αλίκη, αλλά και την ντισκοτέκ) από το 1973, και αφήνω τη Βασιλική & πάω στην Αλίκη και της λέω «Αλίκη;» και μου λέει «Οδυσσέα;», και αφήνω το σπίτι στη Σύρου με συνοπτικές διαδικασίες & μένουμε μαζί 5 χρόνια στην οδό Ουίλιαμ Κινγκ & είμαστε κάθε βράδυ στο Au Revoir, & εκδίδω την Propaganda — Εξαμηνιαία Επιθεώρηση για την Πραγμάτωση της Τέχνης & της Φιλοσοφίας, & αρχίζω να γράφω το μυθιστόρημα Au Revoir, & μένουμε κατά διαστήματα στην Αίγινα, & πεθαίνει ο μπαμπάς, & κάνουμε ένα λυτρωτικό ταξίδι στο Βόλο (ιδέα της Αλίκης, για παρηγορία), & μετά η Αλίκη μένει έγκυος & μετά αποβάλλει & μετά η αγάπη μας ταράζεται & χωρίζουμε, & μένω στο σπίτι του πατέρα μου, & αναδομώ όλο το φορτίο της μνήμης μου, & εργάζομαι 10 ώρες την ημέρα, & το γυρίζω από το ουίσκι στη βότκα, & συνάπτω την πιο άθλια σχέση στη ζωή μου, με μια δημοσιογράφο, & πασχίζω να γίνω εχέφρων & νουνεχής & συνετός, πλησιάζω τα σαράντα, να λογικευτώ με άλλον τρόπο, με νουθετούν φίλοι που εντέλει γέρασαν πριν την ώρα τους, & μεθυσμένος ένα απομεσήμερο στην Τήνο αγοράζω ένα σπίτι ενώ είμαι σχεδόν άφραγκος, & παίρνουμε δάνειο, & περνάω έναν χειμώνα στην Τήνο, & γράφω το βιβλίο Guy Debord – Ποίηση & Εξέγερση, ενώ ολοκληρώνω το μυθιστόρημα Au Revoir, & γράφω στην Ελευθεροτυπία, & ένα μεσημέρι πηγαίνω στο Πανελλήνιον, το σκακιστικό καφενείο, πιάνει βροχή, πίνω απανωτά κονιάκ, σκέφτομαι «Δεν ξαναγυρίζω σπίτι», όπερ και εγένετο. Ενδιαμέσως διάβαζα, πολύ.
[Συνεχίζεται]