XXΧV. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 26: Οι προσκλητικές
——————
Η Kay ήταν μια σπάνια περίπτωση. Την συνάντησα σε μία και μόνο ταινία, χωρίς να μάθω τι απέγινε μετά και χωρίς να την ξαναβρώ σε κάποιο άλλο φιλμ, όπως συμβαίνει μια γυναίκα που μας γοητεύει σε κάποια μας περιπλάνηση, είμαστε βέβαιοι πως θα την δούμε σε κάποιον άλλον δρόμο της πεπερασμένης πόλης αλλά τελικά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ήταν μελαχρινή μακρυμάλλα, το είδος της κάπως ψηλής και αδύνατης γυναίκας που κάποιοι πάντα αποκαλούν άχαρη, επειδή αδυνατούν να διακρίνουν τις χάρες που δεν φωνάζουν. Εργαζόμασταν σ’ ένα εργοστάσιο μιας βαρετής αυστραλιανής κωμόπολης και οι άλλες κοπέλες την αντιμετώπιζαν συγκαταβατικά, έτσι όπως έμοιαζε πάντα αφηρημένη, απορροφημένη «στον κόσμο της». Ήμουν ένας χαμηλών τόνων νέος και είχα αρραβωνιαστεί μια από αυτές.
Η Κέι ήταν μια αλαφροΐσκιωτη των προαστίων, που έδινε προσοχή στους οιωνούς των φύλλων του τσαγιού, όπως τους αποκρυπτογραφούσε μια εξειδικευμένη αναγνώστριά τους. Ένας εξ αυτών ήταν απόλυτος: ο μέλλων αγαπημένος της θα αναγνωριστεί από ένα ερωτηματικό σημάδι στο πρόσωπό του. Όταν την άλλη μέρα το είδε σε μια δική μου τούφα μου δήλωσε απερίφραστα πως εμείς οι δυο έμελλε να είμαστε μαζί. Επισφραγίσαμε άμεσα την ακαριαία συμφωνία πλαγιάζοντας στο δάπεδο του κλειστού πάρκινγκ των αυτοκινήτων, ενώ σε απόσταση αναπνοής με αναζητούσε η μόλις πρώην μνηστή μου.
Όλα έδειχναν πως μας περίμενε μια ζευγαρωτή ρομαντική ζωή. Όμως η Κέι έμοιαζε αμήχανη και αδυνατούσε να συνδεθεί μαζί μου, λες κι ένα μεγάλο κενό έχασκε ανάμεσά μας. Εκδήλωσε μάλιστα και μια παράξενη ανησυχία: επέμενε να μην φυτέψω ένα μικρό δέντρο για να ομορφύνει η μικρή τσιμεντένια αυλή, επειδή, έλεγε, τα δέντρα απλώνουν ρίζες κάτω από τα σπίτια και δημιουργούν ζημιές. Την καθησύχασα και υποχώρησε, μέχρι που κάποια στιγμή το βρήκα ξεριζωμένο, κρυμμένο κάτω απ’ το κρεβάτι μας.
Δεκατρείς μήνες μετά κι ενώ η Κέι εξακολουθούσε να προσαρμοστεί σε μια μοιρασμένη «κανονική» ζωή, ήρθε απροειδοποίητα η αδελφή της Dawn, η Sweetie του τίτλου: το κορίτσι που πάντα τρομοκρατούσε την οικογένεια, πιστωμένη από τον μπαμπά της ως μια αδιαφιλονίκητη βασίλισσα, που μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Η κακομαθημένη «Γλυκούλα» πάντα απαιτούσε να είναι το κέντρο όλης της οικογένειας και τιμωρούσε όσους δεν της έδιναν σημασία. Με δεδομένη πια διανοητική διαταραχή μπαινόβγαινε σε ιδρύματα. Αυτή την φορά ήρθε με τον «μάνατζέρ» της, έναν μουσικό που παρέπαιε, εμφανώς «φτιαγμένος».
Ο μπαμπάς της ήταν ο δεύτερος απρόσκλητος, καθώς η μητέρα τον εγκατέλειψε για να ζήσει σε ράντσο με καουμπόις (γιατί ποτέ δεν είναι αργά να κυνηγήσουμε το όνειρό μας, ή έστω να αποδράσουμε από τον εφιάλτη μας), αφού πρώτα φρόντισε να του αφήσει μια σειρά γευμάτων σε πιάτα καλυμμένα με σελοφάν. Ο μπαμπάς εξακολουθούσε να την βλέπει ως ταλαντούχο παιδί που τώρα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας ψυχαγωγός, ακόμα κι όταν ο μάνατζερ της όχι απλώς δεν του γέμιζε το μάτι αλλά και αποκοιμήθηκε πάνω στην κουβέντα κι έγειρε πάνω στο πιάτο του. Κάποια στιγμή μας επισκέφτηκε η μητέρα και η τετραμελής οικογένεια βρέθηκε ξανά ενωμένη στην συναισθηματική της σιωπή.
Παρατηρούσα την Κέι και την Σουίτι, ένα δίπολο συνεχών αντιθέσεων. Η εύθραυστη, χαμηλότονη και μοναχική, η θορυβώδης, ασυγκράτητη και καταστροφική. Σώμα καλαμοειδές και πληθωρικό αντίστοιχα. Απουσία που κρύβεται, παρουσία που επιβάλλεται. Η ντροπαλή και η επιδεικτική, η «βαρετή» και η «άγρια». Ένας ερμητικός οικογενειακός κόσμος άνοιγε μπροστά στα μάτια μου. Η Κέι βρισκόταν πάντα στο ημίφως, παραμελημένη, ενώ η Σουίτι είχε όλη την προσοχή των γονέων· ακόμα και ο τίτλος της ταινίας φαίνεται παραπλανητικός, αφού κεντρική ηρωίδα είναι η Κέι· μέχρι κι αυτόν της έκλεψαν. Αυτό λοιπόν βασάνιζε την αγαπημένη μου; Ο συνεχής παραμερισμός από μια ασυγκράτητη κυρίαρχο; Η υπόκωφη ζήλεια επειδή ποτέ δεν γευόταν την απεριόριστη ελευθερία που χαρίστηκε στην αδελφή της; Και τι ζητούσε τώρα η Σουίτι από μας; Να την προωθήσουμε στην λαμπρή καριέρα που της υποσχέθηκαν από μικρή και που ακόμα περίμενε με τα μάτια της πάντα βαμμένα; Να μας αναστατώσει και να με αποπλανήσει, όπως επιχείρησε; Να την υποδεχτούμε ως αυτό που ήμασταν, μια οικογένεια τρελή και ασυνάρτητη όπως όλες;
Φαίνεται πως κανείς τους δεν τα κατάφερνε με τις λέξεις και ο μόνος τρόπος να της πουν να φύγει ήταν να φύγουν οι ίδιοι. Μπήκαμε σ’ ένα αυτοκίνητο και βγήκαμε στον αυτοκινητόδρομο, προς άγνωστη κατεύθυνση. Σταματήσαμε βράδυ σ’ ένα ράντσο· από τα μεγάφωνα ακουγόταν μια γλυκερή cowboy μουσική κι οι άντρες χόρευαν στο χωμάτινο αίθριο. Ήταν τόσο σουρεαλιστική εκείνη η σκηνή, που έμοιαζε με όνειρο κάποιου από μας. Μήπως τελικά αυτό ήταν το όνειρό τους, να φύγουν μακριά της; Η Σουίτι ενσάρκωσε όλα τους τα προβλήματα; Ποιος της άφησε ελεύθερο τον δρόμο για την παράνοια; Η Κέι και οι γονείς της αντιμετώπιζαν καλύτερα τα δικά τους; Η πνευματική διαταραχή πάει πάντα μόνη της ή έχει πηγές και συνοδοιπόρους;
Η κάμερα ακολουθούσε την Κέι παντού, αλλά εκείνη παρέμενε ένας γρίφος. Ίσως ο φακός αποτύπωνε το δικό της βλέμμα κι όχι ενός αντικειμενικού παρατηρητή. Συχνά το περιβάλλον έμοιαζε να ξεγλιστράει από την πραγματικότητα και να γίνεται παράξενο, ονειρικό. Θραύσματα μνημών, ριπές ονείρων, ένα α-καπέλα ρεφρέν του «Love will never let you fall down», γκόσπελ φωνητικά, μαυρόασπρα ιντερλούδια και οπτικές γωνίες κάτω από αμάξια, τραπέζια κουζίνας και κρεβάτια, σαν επιστροφές των υπόγειων φόβων της, όλα ανάδευαν εντός της. Τα φλάσπμπακ που εδώ δεν είναι παρά η μνήμη της, υπενθυμίζουν τα πάντα. Η ολιγογράφος νεοζηλανδή σκηνοθέτιδα Jane Campion βάσισε την πρώτη της αυτή ταινία σε προσωπικές εμπειρίες και την αφιέρωσε στην αδελφή της. Φαίνεται πως το πρώτο έργο τέχνης ενός δημιουργού πάντα θα αναζητά την αλήθεια της ζωής του.
Προς το τέλος της ιστορίας η Σουίτι ανέβηκε ξανά στο δεντρόσπιτο όπου πάντα έπαιζε μόνη της, προνομιούχος και αποκλειστική ιδιοκτήτρια, αλλά τώρα δεν είχε πια χειροκροτητές στις ακροβασίες της. Ίσως τότε διέκρινα τον βαθύτερο φόβος της Κέι: δεν είναι τα δέντρα που έχουν κρυμμένες δυνάμεις, αλλά η άγνωστη, άλογη αδελφή της. Ήταν ένας φόβος που αδυνατούσε να παραδεχτεί, όπως άλλωστε κάθε συναίσθημα απέναντί της. Έτσι μεγάλωσαν: ανέκφραστες και ανειλικρινείς, χωρίς επικοινωνία. Ίσως οι βαθιές ρίζες που τόσο έτρεμε η Κέι να ήταν η οικογένεια από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Αλλά σε αντίθεση με τους γονείς που αδυνατούσαν ακόμα και τώρα να συνειδητοποιήσουν πως άφησαν τα παιδιά τους να πλέουν ακοινώνητα, η Κέι είδε την πραγματικότητα κατάματα. Οι ιδιοσυγκρασίες είναι για να συγχωρούνται, οι οριακές καταστάσεις για να βιώνονται, οι πόνοι για να εκδηλώνονται. Το ξέσπασμά της με λέξεις που επιτέλους αναδύθηκαν και κυκλοφόρησαν ήταν καθυστερημένο αλλά ζωτικό.