Ηλικιωμένος υπάλληλος που εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία, μαθαίνει ότι έχει καρκίνο στο στομάχι και πως του απομένουν περίπου έξι μήνες ζωής. Μετά το αρχικό σοκ και τον τρόμο που τον γεμίζει αυτή η ανακάλυψη, αποφασίζει να εγκαταλείψει το γραφείο στο οποίο πέρασε τριάντα χρόνια χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα, και να προσπαθήσει να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτή η ζωή που σπατάλησε χωρίς να αναρωτηθεί ποτέ για τη βαθύτερη σημασία της.
Παρά το γεγονός ότι η δυτική μεταφυσική, θρησκεία και φιλοσοφία, επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους, εδώ και χιλιάδες χρόνια, ότι η ζωή γίνεται σημαντική μόνο αν την κοιτάξεις απ’ τη σκοπιά του θανάτου, η πλειονότητα των ανθρώπων μοιάζει ανεπίδεκτη μαθήσεως σ’ ό,τι αφορά αυτή την πανάρχαια διδαχή. Πολύ απλά οι ζωντανοί, για όσον καιρό χαίρουν άκρας υγείας, κατά βάθος αδυνατούν (θα ήταν πολύ απλοϊκό να πούμε ότι δεν θέλουν) να πιστέψουν πως είναι θνητοί. Συνεπώς ξοδεύουν τον λίγο χρόνο που τους δόθηκε σ’ αυτή τη γη, λες κι αυτός ο χρόνος είναι ατέλειωτος. Ξέρουν πως θα πεθάνουν «κάποια μέρα» αλλά αυτή η αφηρημένη μέρα είναι τόσο απομακρυσμένη στον ορίζοντα που δεν φαίνεται καν. Ο καθένας γνωρίζει απ’ την εμπειρία του πώς λειτουργεί αυτή η ψευδαίσθηση της αθανασίας. Σχέδια που αναβάλλονται επ’ αόριστον, στόχοι που δεν επιτυγχάνονται ποτέ (γιατί δεν επιδιώχθηκαν με το αρμόζον πάθος), όνειρα που παραμένουν όνειρα, χιλιάδες δικαιολογίες και προφάσεις που προβάλλονται ανά πάσα ώρα και στιγμή προκειμένου να μεταθέσουν σ’ ένα απροσδιόριστο επέκεινα τη στιγμή που θα έπρεπε να ξεκινήσει η αληθινή ζωή. Αλλά αν οι άνθρωποι φέρονται έτσι απερίσκεπτα, δεν το κάνουν μόνο επειδή είναι κοντόφθαλμοι: οι κακόμοιροι όντως νομίζουν ότι διαθέτουν όλο τον χρόνο του κόσμου για να κάνουν αύριο ό,τι θα μπορούσε να γίνει σήμερα, πιστεύουν ότι θα ζήσουν για πάντα.
Ακριβώς επειδή είναι ίδιον του ανθρώπου να υπεκφεύγει τεχνηέντως απ’ την πλήρη συνειδητοποίηση της ίδιας του της θνητότητας (καίτοι είναι το μόνο ον στη φύση που, έχοντας λάβει αυτή τη γνώση, καθίσταται ικανό τόσο για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο), ο σπουδαιότερος φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ο Χάιντεγκερ, επέμεινε ιδιαίτερα στο σημείο αυτό: για να κατακτήσει κανείς την αυθεντική ύπαρξη, θα πρέπει να θυμάται, ανά πάσα ώρα και στιγμή, ότι οδεύει προς τον θάνατο, ότι το περιβόητο Dasein «είναι-προς-θάνατον» (Sein-Zum-Tode). Όποιος δεν συλλαμβάνει στην πληρότητά του, με όλες τις συνέπειες και τις προεκτάσεις του, τι σημαίνει να είσαι θνητός, δεν μπορεί να ζήσει πραγματικά, ούτε να ενεργοποιήσει τη βασική του δυνατότητα. Αναπόφευκτα θα περάσει τη ζωή του βυθισμένος στην «αναυθεντικότητα», παγιδευμένος σ’ έναν κάλπικο και ρηχό κόσμο, καθορισμένος από ευτελείς επιθυμίες, ασήμαντες έγνοιες και γελοία εγχειρήματα, κυνηγώντας χίμαιρες, στήνοντας κάστρα στην άμμο. Όπως ο ήρωας του «Ikuru», ένας δημόσιος υπάλληλος που για τριάντα χρόνια «ήταν διαρκώς απασχολημένος» ακόμα κι όταν έπληττε, μια φίλεργη «μούμια» (όπως τον πληροφορεί κάποια στιγμή μια πολύ νεότερη συνάδελφός του ότι τον φώναζαν πίσω απ’ την πλάτη του στο γραφείο), νεκρή και ταριχευμένη ενώ βρισκόταν ακόμα εν ζωή —τυπικά τουλάχιστον. Το ότι αυτός ο άνθρωπος θα χρειαστεί να «ξυπνήσει» απ’ τον λήθαργο μιας κενής περιεχομένου ζωής, τη στιγμή που πληροφορείται ότι θα πεθάνει, είναι ταυτόχρονα τραγικό και γελοίο. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό στις αρχικές του αντιδράσεις. Το να καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει η ζωή, εξετάζοντάς την υπό την προοπτική του επερχόμενου τέλους της, όταν είναι πια «πολύ αργά», είναι μάλλον ο -θλιβερός- κανόνας (γι’ αυτό οι θρησκείες εμμένουν σ’ ένα άρρητο “memento mori”, προσπαθώντας να πείσουν τους ανθρώπους να μην είναι καθάρματα). Αυτό που καθιστά μεγαλειώδη την ταινία του Κurosawa, του μείζονος αυτού φιλοσόφου και ποιητή του παγκόσμιου σινεμά, είναι ότι πάνω στις αντιδράσεις του ήρωά του, σκιαγραφεί ένα συγκλονιστικό πορτραίτο του ανθρώπου εν γένει, μελλοθάνατου ή μη (και πόσο αστείο είναι τελικά αυτό το «μη», αφού όλοι μας είμαστε μελλοθάνατοι).
Το «Ikiru» (生きる, 1952), που βασίζεται χαλαρά στη νουβέλα του Τολστόι Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς είναι, κατά κυριολεξία, ένα κινηματογραφικό μάθημα ζωής. Σε αντίθεση, όμως, με πολλά παρόμοια «μαθήματα ζωής» που μας έχει δώσει κατά καιρούς το εμπορικό αμερικανικό σινεμά, δεν αρκείται στο να διατυπώνει γλυκερές κοινοτοπίες περί ανάγκης πραγματοποίησης των ονείρων μας εδώ και τώρα, γιατί «η ζωή είναι μικρή». Ο Κurosawa συντάσσει με τα κάδρα του μια φιλοσοφική πραγματεία η οποία, βαδίζοντας στα χνάρια του Χάιντεγκερ, δείχνει ποια θα μπορούσε να είναι η πορεία ενός ανθρώπου που έχει αποδεχτεί πραγματικά τη θνητότητα, που το κεντρί του θανάτου τον έχει αφυπνίσει στη ζώσα ζωή. Αρχικά ο Watanabe πέφτει με τα μούτρα στην κραιπάλη. Συνοδεία ενός μποέμ συγγραφέα που γνωρίζει τυχαία (ο οποίος τον αντιμετωπίζει σαν σπουδαίο άνθρωπο, σαν έναν «Χριστό» που κουβαλάει τον δικό του σταυρό), απολαμβάνει όλα εκείνα που η μετρημένη, εγκρατής, μικροαστική του καθημερινότητα τού απαγόρευε επί χρόνια: ποτό, γυναίκες, χορούς, τραγούδια, διασκεδάσεις. Πρώτα οφείλει να ποτίσει την άνυδρη σάρκα του που διψούσε για καιρό. Ύστερα έρχεται η δίψα της ψυχής. Έχοντας χάσει νωρίς τη σύζυγό του, αφοσιώθηκε στην ανατροφή του γιου του μόνος του και τώρα στα γεράματα, καταλαβαίνει πόσο του έχει λείψει να αγαπάει μια γυναίκα. Έτσι καταλήγει να ερωτευτεί μια πιτσιρίκα, πρώην συνάδελφό του στη δημόσια υπηρεσία, που του δείχνει λίγη στοργή. Αυτός ο «γεροντοέρωτας», όμως, στον οποίο επενδύει πιστεύοντας ότι θα γλυκάνει τους λίγους μήνες ζωής που του απομένουν, τον απογοητεύει σύντομα — διότι απλούστατα τα αισθήματα δεν είναι αμοιβαία. Η νεαρή γυναίκα, το χαριτωμένο αγρίμι που ξέρει να δαγκώνει το ψαχνό της ζωής αλλά όχι και πολλά παραπάνω, δεν έχει τίποτα να τον διδάξει («μάθε μου να ζω, να είμαι τόσο ζωντανός όσο εσύ», της λέει κάποια στιγμή ο Watanabe, και εισπράττει την αποστομωτική απάντηση «εγώ ξέρω μόνο να δουλεύω και να τρώω»). Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι δεν μπορεί να τον αγαπήσει και «ελλείψει αγάπης, τίποτα δεν καθαγιάζεται», όπως λέει ο Μισέλ Ουελμπέκ. Τι του απομένει, λοιπόν, ώστε να αποκτήσει κάποιο νόημα, έστω και στο τέλος, η τόσο άδοξα ξοδεμένη ζωή του;