Απ' τον Ελ Γκρέκο στον Μπαλτίς

Απ' τον Ελ Γκρέκο στον Μπαλτίς

Είχαμε στο πατρικό, στον τοίχο πίσω από τον καναπέ, μία ρεπροντυξιόν της Πεντηκοστής του Γκρέκο που μου δημιουργούσε δυσφορία με τα μπλαβά, δυσοίωνα κι εκστατικά της πρόσωπα. Σύντομα όμως, και μετά από παραίνεση σίγουρα, διάβασα για το θαύμα της Πεντηκοστής κι άλλαξα γνώμη. Όχι ότι άρχισε να μου αρέσει η ζωγραφιά, αλλά τη συνήθισα καθώς την παρατηρούσα όλο και πιο συχνά προσπαθώντας να κατανοήσω τον μηχανισμό του θαύματος: Ώστε ήταν το πνεύμα αυτές οι λευκές πινελιές πάνω από τα κεφάλια τους! Και ήταν μόνοι τους, χωρίς τον δάσκαλό τους - μια λεπτομέρεια στην οποία στεκόμουν, αν και δεν καταλάβαινα ακριβώς τη σημασία της. Και ήταν το πνεύμα που μεταμόρφωσε αυτούς τους αμόρφωτους, ξυπόλυτους ψαράδες σε ευφραδείς και σοφολογιότατους!

Ήθελα οπωσδήποτε να το πάθω κι εγώ αυτό, απ’ όλα τα θαύματα που αφορούσαν σε δύναμη και ομορφιά, αυτό μου είχε γυαλίσει, να μιλήσω αίφνης μια γλώσσα τόσο όμορφη και ανεμπόδιστη που οι άνθρωποι γύρω δεν θα προλάβαιναν να μαζεύουν τα ρόδα της. Έφταιγε βέβαια το ότι από εκείνη κιόλας την ηλικία έβαζα δύσκολα στον εαυτό μου, συγκρινόμενη, αυτολογοκρινόμενη και αυτομαστιγωνόμενη.

Εχτές λοιπόν που τα θυμήθηκα αυτά, δεν μ' άφησε να κοιμηθώ όλο το βράδυ η ανάμνηση του παιδικού μου σώματος που τριγυρνούσε στο σαλόνι του πατρικού. Καθόλου δεν σκεφτόμουν το άγιο πνεύμα και τις χάρες του, είχα κατακλυστεί από τη σωματική μνήμη. Ήμουν δέκα χρονών περίπου όταν αλλάξαμε τα άσπλαχνα και σκυθρωπά έπιπλα του σαλονιού — με τις σούστες και το δέρμα, τα σκληρά ξύλινα μπράτσα και τα λεοντοπόδαρα. Το καινούργιο βελούδινο σαλόνι ήρθε ανταυγάζον και γεμάτο καμπύλες για να με βυθίσει σε ονειροπόληση — το ξύλο είχε εξοριστεί απ' τον παράδεισο, όλα τα μέρη του ήταν μαλακά και ταπετσαρισμένα. Χάιδευα το βελούδο και σκεφτόμουν τη ζωή να γλιστράει ή έκανα με το νύχι σχέδια απ' την αντίθετη φορά και στη συνέχεια τα έσβηνα με την παλάμη, θάβοντας το μυστικό για πάντα μέσα στο πέλος.

Όμως δεν ήταν μόνο το χέρι. Ήταν με ολόκληρο το σώμα που απολάμβανα, επινοώντας στάσεις, παίζοντας με μία πολυθρόνα. Κουλουριαζόμουν μέσα της ή αναρριχόμουν στην πλάτη της ή καθόμουν πλάγια με τα δυο πόδια αναιδώς ανεβασμένα στο ένα μπράτσο. Ή πατούσα στα μπράτσα της ένθεν και ένθεν σαν Κολοσσός. Ή καβαλούσα το ένα και πάνω του ξέφρενη κάλπαζα. Ή γονάτιζα πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ εφαρμόζοντας την κοιλιά μου στην πλάτη του και τρίβοντάς την απαλά, σαν το ζωάκι στη γούνα της μαμάς του, προσπαθώντας να φτάσω όσο πιο κοντά γινόταν στο καδράκι της Πεντηκοστής για να δω από τι διάολο ήταν φτιαγμένες αυτές οι πύρινες γλώσσες. Ήταν το σώμα που εντρυφούσε στο πνεύμα.

Και κάπως έτσι έφτασα το πρωί να με ονειρευτώ σαν κοριτσάκι του Μπαλτίς χορτάτο από παιχνίδι ανάμεσα στα έπιπλα του σαλονιού, που τώρα είναι και πάλι ακίνητο, μουντό και μακρινό πολύ.



 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: