——————
M N H M H M A N O Y E Λ E Y Θ E Ρ I O Y
——————
Στην Λιλή,
μυροφόρου ἀναλαβοῦσαν τάξιν
Ι – Ο Μάνος Ελευθερίου δεν ήταν θιασώτης ούτε του απολαυστικού ούτε του πρακτικού βίου παρά του θεωρητικού, και ως εκ τούτου επεδίωκε τη μοναξιά, που του επέτρεπε να συνέρχεται από την τύρβη του κόσμου, να μελετά, να συγγράφει και να φροντίζει τις συλλογές που είχε καταρτίσει με πράγματα αμφισβητούμενης χρησιμότητας. Εξαφανιζόταν λοιπόν κατά διαστήματα από προσώπου γης, προφασιζόταν ασθένειες αδιάγνωστες και αναχωρούσε συχνά με συντροφιά την οξυμμένη φαντασία του σε πολυήμερα προσκυνηματικά ταξίδια σε τόπους αλαργινούς. Όλα αυτά τα μηχανευόταν για να αποτραβηχθεί σε μια γωνιά του ερημητηρίου του με ένα βιβλίο ανοιχτό στο χέρι. Έτσι στάθηκε εφ’ όρου ζωής ο τυπικός μονώτης και ιδιαστής.
Από την άλλη οι επαγγελματικές και κοινωνικές υποχρεώσεις (επιμελητής εκδόσεων χαλκέντερος, συγγραφέας πολυγραφότατος και οργανικός διανοούμενος του ευρύτερου χώρου) τον ανάγκαζαν και να συναγελάζεται και να συνεργάζεται με ανθρώπους απαιτητικούς και αγχωμένους, όπως είναι κατά κανόνα οι συγγραφείς, οι εκδότες, οι καλλιτέχνες και οι δημοσιολόγοι et hoc genus omne. Σε αυτό το αγωνιστικό πεδίο ακολουθούσε κατά γράμμα τη συμβουλή που είχε δώσει στον εαυτό του ο στωϊκός φιλόσοφος και για κακή του τύχη αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (1, 6): εὐόμιλος καὶ εὔχαρις οὐ κατακόρως.
Πάντως η πιο καλή και η πιο γλυκιά του ώρα ήταν τα λιτά δείπνα που παρέθετε από καιρού εις καιρόν σε απόμερα παραδοσιακά κουτουκάκια. Οι καλεσμένοι του, φίλοι και ομότεχνοι, ήσαν πάντοτε κατά τη σωτήρια σύσταση του φιλοσόφου της Κενιξβέργης πλείονες των Χαρίτων και ελάσσονες των Μουσών, σε απλά ελληνικά: πέντε με εφτά άτομα. Σε αυτά λοιπόν τα ήδιστα λογόδειπνα ο ποιητής επέτρεπε στον εαυτό του να είναι πια κατακόρως ευόμιλος και εύχαρις, τουτέστιν κοινωνικός, γλυκύθυμος, ευτράπελος, αν θεωρήσουμε την ευτραπελία ως πεπαιδευμένη ύβρη. Η βραδιά άρχιζε με τη βροντώδη προσταγή του Μάνου «Κεφάλια μέτρα, κάπελα, και φέρνε μαστραπάδες!». Ο κάπελας, που είχε δει και είχε δει πότες και συμπότες, καταλάβαινε με μια εταστική ματιά ότι ένας και μοναδικός μαστραπάς υπεραρκούσε. Φυσικά ημερήσια διάταξη δεν υπήρχε. Τα θέματα συζητήσεων τα πρόσφερε απλόχερα η καυτή επικαιρότητα.
Στο τέλος όμως, τη μερίδα του λέοντος την κέρδιζε επαξίως η ποίηση, και μάλιστα στην πιο ευφρόσυνη μορφή της, την άνευ ορίων άνευ όρων παρωδία. Εμείς συνεισφέραμε τα ελάχιστα, δηλαδή όσα είχαμε απομνημονεύσει από τυχαία ακούσματα και διαβάσματα: «Άξιον εστί το αφίλητο στόμα», «Θεά μεγάλη τον τρελό η Τρέλα προστατεύει», «Στην κουφάλα μιας ελιάς είδα μιαν κουφάλα κτλ». Ο οικοδεσπότης αντιθέτως κάρφωνε το ιοβόλο του κεντρί πρώτα στα δικά του δημιουργήματα: πόσες φορές δεν άλλαξε την ώρα αναχώρησης του τραίνου για την Κατερίνη! Πόσες φορές η Επιστολή από τον κύκλο Τραγούδια του αγώνα δεν άλλαξε το ψευδολόγο προοίμιό της!
Μετά βέβαια ακολουθούσαν οι οβιδιακές μεταμορφώσεις της σεμνολόγου ποιήσεως. Ύμνοι μεταμορφώνονταν σε παρακλαυσίθυρα, σπαραξικάρδια ελεγεία σε κωμικοτραγικά ειδύλλια, άσματα υψιπέτη σε ληρήματα. Ο Μάνος Ελευθερίου, ο αριστοτέχνης του à la manière de…, και γενικά της λεγόμενης «Δεύτερης γραφής», ήταν σε θέση εκεί επί τόπου, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, να πραγματευθεί ταπεινά θέματα σε γλώσσα υψηλή και αντιστρόφως, να συρράψει κέντρωνες, να εκτυπώσει επακριβώς το ήθος και το ύφος οποιουδήποτε προτύπου, να μεταποιήσει σε εβδομηνταδυό τύπους σαν τον Σώπατρο από την Πάφο περιπόρφυρα χωρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κεχηνότες μέναμε και από τις δεξιότητές του στη στιχουργική, στις ομοιοκαταληξίες, και στα στιχουργικά πάρεργα (Αλφαβητάρια, ακροστιχίδες, καλλιγραφήματα).
Καμιά φορά ωστόσο η συζήτηση λοξοδρομούσε προς την επικράτεια της απόλυτης αναρχίας, στην ερμηνεία ποιημάτων. Σε αυτήν την δυστοπία όλοι μας λογάδες και επαρίστερα γράμματα μαθόντες έχουμε γνώμη που την υπερασπιζόμαστε σθεναρά, ενώ νόμοι καταγεγραμμένοι και εψηφισμένοι δεν υπάρχουν. Έτσι αυτού του είδους οι αναζητήσεις γεννοβολούν έριδες και αντιπαραθέσεις, που θέτουν σε δεινή δοκιμασία φιλίες πολύχρονες, ιδεολογικές ταυτίσεις ή ακόμη και συζυγικές σχέσεις. Τη βραδιά λοιπόν εκείνη, σε καιρούς ζοφερούς, κάποιος απερίσκεπτος, έμπλεως εαυτού και οίνου απαίτησε από την ομήγυρη επαναξιολόγηση ενός από τα εμβληματικά ποιήματα της λογοτεχνίας μας το οποίον παραθέτω.
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Ο αρχαιόπληκτος της συντροφιάς έσπευσε να υποστηρίξει ότι, μολονότι ο ποιητής κάπου είχε γράψει ότι οι κουρούνες χτυπούσαν τα τζάμια της κάμαράς του, η εισαγωγή με τις κάργιες, τις κουρούνες δηλαδή, ήταν και μια κρυπνομνησία του σπηλαίου της Καλυψούς στην ε΄ ραψωδία της Οδύσσειας. Εκ πρώτης όψεως, τόνισε, η ερωτική φωλιά της νύμφης, που όπως δηλώνει το όνομά της καλύπτει, φαίνεται ειδυλλιακή: κληματίδα φορτωμένη σταφύλια, τέσσερεις αείρροες κρήνες, λειμώνες με μενεξέδες και σέλινα. Από την άλλη όμως υπάρχει το πυκνό αλσύλιο με τα θεόρατα υδρόφιλα σκλήθρα, τα κυπαρίσσια και τις μαύρες λεύκες (οι αίγειροι), όπου κουρνιάζουν κουκουβάγιες, γεράκια και κουρούνες με τις μακριές φτερούγες (ή μήπως γλώσσες; – τανύγλωσσοι). Ποιος εραστής λοιπόν, αναρωτήθηκε ο αρχαιόπληκτος, θα άντεχε να ακούει μέρα και νύχτα πάνω από το κεφάλι του τους δυσηχεστάτους κρωγμούς των ορνέων; Αλλά και επί πλέον πώς ήταν δυνατόν ο κοινωνικότατος των ηρώων, ο πολύτροπος Οδυσσεύς, να υποκύψει στην απαίτηση της Καλυψούς να ζήσουν σ’ αυτήν την ερημιά εις τους αιώνες των αιώνων «τα δυο τους»;
Η ευειδής κυρία, που σπούδαζε τον καιρό εκείνο κοινωνική ανθρωπολογία (ή κάτι παρόμοιο) στο Παρίσι, αφού πρώτα επισήμανε την παρουσία του Gérard de Nerval (El Desdichado… le soleil noir de la Mélancolie), στο στίχο «ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους») έθεσε το πρόβλημα σε μια νέα βάση. Ολόκληρη η Θεσπρωτία και η ευρύτερη περιοχή ήταν πεισιθάνατος σαν τη διδασκαλία του φιλοσόφου Ηγησία. Εκεί δεν κυλούσε τα μελάντερα ζόφου νερά του ο Αχέρων, από εκεί δεν πήγαζαν ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθων, εκεί δεν ήταν η λίμνη Αχερουσία με τους καλαμώνες της; Μήπως λοιπόν το Πνεύμα του τόπου (Genius Loci) σε αγαστή συνεργασία με τα προφανή αίτια παρώθησε στην αυτοκτονία τον Κλεόμβροτο τον Αμβρακιώτη, τη Δέσπω Μπότσαρη με τα γυναικόπαιδα της οικογένειάς της, τις Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο και τον Κώστα Καρυωτάκη; Μήπως το Πνεύμα, αυτό καταδίωξε μετά την Ναυμαχία στο Άκτιο το περιώνυμο ζεύγος των «Συναποθανουμένων» στην Αίγυπτο;
Σε κάθε συντροφιά διανοουμένων καί γενικά λεπτῶς μεριμνόντων αναφύεται πάντα και κάποιος Ηπειρώτης την καταγωγή. Ο ημέτερος, που έτυχε να έχει ιστοριοδιφικά ενδιαφέροντα διεκτραγώδησε τα όσα δεινά υπέστησαν οι Πρεβεζιάνοι κατά την Τουρκοκρατία και ιδίως κατά την περίοδο της σατραπείας του Αλή Πασά και αναρωτήθηκε μήπως όλα αυτά (Βάσις, φρουρά, Εξηκονταρχία, μπάντα, Σημαία, Νομάρχης) που εκφαυλίζει ο Κ. Καρυωτάκης ήταν στην πραγματικότητα τα απτά δείγματα της ελευθερίας, νοουμένης ως κρατικής παρουσίας, την οποία ονειρευόταν κατά τους αιώνες της δουλείας οι κάτοικοι της πόλης; Όσο για την πλήξη, ναι πράγματι, όπως μαρτυρούν επίσημα έγγραφα και ντοκουμέντα, και επί ενετοκρατίας κυριαρχούσε αυτή η επικατάρατη διάθεση, η οποία προέρχεται εκ της απραξίας. Φαίνεται ότι ο ιστοριοδίφης είχε δίκιο, γιατί έστω και μετά από τόσες δεκαετίες ερευνώντας στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού (λ. Πρέβεζα) ανέσυρα το ακόλουθο αποκαλυπτικό χωρίο: «Το ενετικόν κράτος παρακμάζον οσημέραι καθ’ όλην την διάρκειαν του ΙΗ΄ αιώνος […] μετά πολλής δυσκολίας συνετήρει και αυτό το κέντρον, την πόλιν Βενετίαν. Παρήκμασε δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστε αι διάφοροι αυτού κτήσεις υφίσταντο πλέον σχεδόν καθ’ εαυτάς. Έφθασαν δε τα πράγματα εις τοιούτον σημείον εξευτελισμού ώστε εις την Πρέβεζαν επί παραδείγματι αι διάφοροι αρχαί υφίσταντο μόνον κατά τύπους. Εις την περίοδον ταύτην αναφέρεται και η κωμική παράδοσις ότι ο αξιωματικός της υπηρεσίας παρουσιαζόμενος ενώπιον του διοικητού απήντα εις της ερώτησιν: «εάν υπήρχε τι ανακοινώσιμον εκ της υπηρεσίας» στερεοτύπως: «niente, eccelente (ουδέν, εξοχώτατε) si grassan i caponi per la sua eccelenza» (παχύνομεν τα καπόνια διά την αυτού εξοχότητα).
Η αποκρυπτογράφηση του αινιγματικού ποιήματος βάδιζε μια οδό ανάντη και σκολιά με παλινωδίες και στρεπτοδικίες και προσθήκες. Η ευθύνη για την χρονοτριβή βάρυνε βέβαια και τον οικοδεσπότη-συντονιστή, γιατί λόγω των ακραίων δημοκρατικών του πεποιθήσεων μοίραζε τον χρόνο απροσωπολήπτως. Έτσι τα ερωτήματα και οι απορίες συσσωρεύονταν: Τι σημαίνει Εξηκονταρχία; Πλανώνται ανάμεσα στους στίχους τα φαντάσματα της Madame Bovary και του Άμλετ; Μήπως ο νεoλατινισμός Taediun vitae πρέπει να θεωρηθεί σημασιολογικό ισοδύναμο της λέξης «αηδία»; Ποια εφημερίδα διάβαζε ο δασκαλάκος; Είναι αξιόπιστο το Δοκίμιον Ιστορικόν του μητροπολίτου Άρτης και Πρεβέζης Σεραφείμ Ξενοπούλου του Βυζαντίου; Η ώρα όμως περνούσε, και αίφνης: Μεσάνυχτα. Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε στην είσοδο το όργανον της τάξεως, προχώρησε στα ενδότερα με τον κάπελα για μερικά λεπτά και αποχώρησε. Την ανησυχία της ομήγυρης, γιατί βέβαια ο καθένας κάτι είχε (ή κολακευόταν να πιστεύει ότι είχε) να κρύψει, διασκέδασε ένα γέλιο νευρικό, επειδή ο οικοδεσπότης προφανώς για να μας εμψυχώσει, εκσφενδόνισε τον ακόλουθο δεκαπεντασύλλαβο: «Ο αστυνόμος έφυγε με τη λειψή μερίδα». Αποχωρήσαμε στιφηδόν, τα φώτα έσβηναν, ο λογαριασμός είχε πληρωθεί συν το φιλοδώρημα.
Σε αυτήν τη σύναξη το μόνο σχόλιο που ο οικοδεσπότης πρόλαβε να κάνει για την περίπτωση Καρυωτάκη ήταν η φράση «χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε», που όπως εξακρίβωσα αργότερα προερχόταν από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο μαθητή του Βούδα». Τα επόμενα χρόνια το θέμα «Πρέβεζα και τα συνεπακόλουθα», εμφανίζεται με διάφορες αφορμές και στα ποιήματα και στα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου.