Το κάθε ποίημα του Κώστα Καναβούρη στην τελευταία του συλλογή (Αμνός. Ένα ποίημα στον καθρέφτη, εκδ. Πόλις 2021), έχει αυτή τη μοναδική ποιότητα: φαίνεται βγαλμένο από ένα φυτώριο αποσπασματικών προγραμμάτων που λάμπουν, ίσως, από μια φευγαλέα στιγμή στο μυαλό του ποιητή, προγράμματα αγνά όπου δεν έμεινε τίποτε άλλο από μια κυμαινόμενη αντήχηση που περνά μέσα από μια αφήγηση που θέλησε να γραφτεί από έμπνευση ή τύχη. Έτσι, κάθε στίχος-φράση φέρει μαζί του εκείνα τα ίχνη ενός λανθάνοντος συνόλου, σαν να βρίσκεται αιωρούμενος ανάμεσα σε άλλα ίχνη που θα μπορούσαν να προηγηθούν ή να ακολουθήσουν. Και ακριβώς γι’ αυτό φαίνεται να ξεριζώνεται, αν και ολοκληρωμένος, από εκείνο το χώρο, ακόμη «εμβρυακό» της λογοτεχνίας, που συνορεύει με το ανέκφραστο. Σε κάθε στίχο-φράση ο κόσμος είναι όλα εκείνα που συμβαίνουν, σφαιρικά, όχι μόνο εκείνα που συμβαίνουν εκεί∙ όχι μόνο σε μια ζωή αλλά σε όλες τις ζωές, ταυτόχρονα. Διαβάζουμε ένα συγκεκριμένο ποίημα και, ποιος ξέρει γιατί, αισθανόμαστε ότι άλλα ακαθόριστα δυνατά ποιήματα βρίσκονται ήδη σε κίνηση γύρω του. Με άλλα λόγια ο κόσμος είναι ακριβώς «όλα εκείνα που συμβαίνουν», όχι μόνο εκείνα που περιγράφει ο ποιητής.
Έγραψα παραπάνω ότι κάθε ποίημα φαίνεται να ξεριζώνεται από τον ακόμη «εμβρυακό» χώρο της λογοτεχνίας, όπου το κάθε τι είναι αδιευκρίνιστο κι όμως υπάρχει. Αλλά πρέπει να προσθέσω ότι εκείνο το «εμβρυακό» στοιχείο είναι επίσης η ενέργεια που διατρέχει κάθε ποίημα, είναι η καλή μαγιά που το κάνει να φουσκώνει∙ που καθιστά δυνατό εκείνο το θαύμα μιας (φαινομενικής) αδιαφορίας για την οποία λέξεις και φράσεις μιας συγκλονιστικής απλότητας που συνορεύουν με το ανέκφραστο, καταφέρνουν μετά να αιωρούνται σαν ένα χημικό στοιχείο για να παράγουν εκείνο το σφαιρικό και μοναδικό συναίσθημα στην ψυχή του αναγνώστη. Και σ’ αυτό το σημείο έχουμε την αίσθηση ότι ο ποιητής με μια κίνηση ακριβείας και φυγής συνάμα, καταστρέφει τα ποιήματά του και τα ανοίγει ξανά όταν φαινόταν ότι ήταν πια ολοκληρωμένα. Και όποιος τα διαβάζει αναρωτιέται γιατί και για ποιο μυστηριώδη λόγο εκείνα τα ποιήματα δεν γράφτηκαν για να μιλήσουν για κάτι αλλά για να κάνουν να συμβεί κάτι μέσα του∙ και γιατί το συναίσθημα που γεννιέται στον αναγνώστη είναι ακριβώς εκείνο που επιθυμούσε να προκαλέσει ο ποιητής, χωρίς ποτέ να το κατονομάσει. Και γιατί φαίνεται ότι αυτό το συναίσθημα δεν βρίσκεται στον ποιητή αλλά σ’ αυτόν που διαβάζει, έτσι όπως ένα συναίσθημα δεν βρίσκεται στη φύση ή σ’ ένα τοπίο αλλά μόνο σ’ εκείνον που το βλέπει. Και γιατί, τελικά, σ’ εκείνο το συναίσθημα μας συντροφεύει, όπως μια σκιά, η μελαγχολία να το διαισθανθούμε. Εδώ δεν θα μιλούσα ούτε καν για «ποίηση». Δεν θα απαντούσα: «Γιατί αυτή, αγαπητέ αναγνώστη, είναι η ποίηση του Καναβούρη». Θα μιλούσα καλύτερα για ένα είδος «ραβδοσκοπικής» που είναι το αληθινό μυστικό του ποιητή-καλλιτέχνη Καναβούρη.
Εκείνο το «εμβρυακό» στοιχείο που προσδίδει την ενέργεια και τον κυματισμό σε κάθε ένα από αυτά τα ποιήματα, εκείνο το στοιχείο της ύπαρξης που θα μπορούσε και να μην υπάρχει, εκείνο το τυχαίο που τα σταμάτησε στο σφυγμό του χρόνου, όλα αυτά δεν τα εξανεμίζουν. Αντίθετα είναι περιεκτικά και ακριβή, μιας απόλυτης και αμήχανης συγκρότησης γιατί σε κάθε ανάγνωση των ποιημάτων εκείνος που τα διαβάζει αισθάνεται εμβαπτισμένος σε μια κατάσταση που είναι σε πλήρη εξέλιξη και γιατί σε λίγες συλλαβές, σε λίγους στίχους, σε λίγες φράσεις, προσφέρονται όλα τα πιο σημαντικά και αλλόκοτα (ποιητική αδεία) δεδομένα. Και ξαφνικά η «κατάσταση» χοροπηδά στα μάτια μας πεντακάθαρη σαν την προσοχή ενός μικρού παιδιού που ανακαλύπτει σε μια μικρή λακκούβα με νερό ανάμεσα στα βράχια την ταραχώδη και φοβερή ζωή των μικρών θαλάσσιων κατοίκων: και ολόκληρο το σύμπαν φαίνεται να αντανακλάται σ’ εκείνο τον μικρόκοσμο.
Θα ήθελα να σταματήσω για μια στιγμή στην απλότητα των στίχων-φράσεων, κατασκευασμένων με λέξεις κοινές, κι αυτές απλές σχεδόν ταπεινές, κι όμως γεμάτες με μια συναισθηματική φόρτιση, μ’ εκείνη την μυστική διάρθρωση που τους προσδίδει τόση χάρη. Είναι μια «φανταστική» απλότητα που υπονοεί ότι πάντα υπήρχε κάτι μια φορά, δηλαδή σε έναν χρόνο της επινόησης, από όπου ξεπηδούν «ένας» πατέρας, «μια» μητέρα, που περιγράφονται με ένα ελάχιστο στοιχείο, αλλά γύρω τους υπάρχει ένα πέπλο που τους περιβάλλει σαν ένας κώνος φωτός και τους ακολουθεί στην εφήμερη παρουσία τους στην πασαρέλα της ζωής. Είναι μια απλότητα φτιαγμένη από το τίποτε, όπως πολλές φορές είναι φτιαγμένη η ποίηση. Βέβαια από κάθε έναν από τους απλούς αυτούς στίχους-φράσεις απελευθερώνονται όλα τα ποιήματα.
Θέλω να σημειώσω επίσης κι εκείνο το είδος «συντακτικής έκπληξης» που ασκεί επάνω μου η ανάγνωση των ποιημάτων. Όχι για λόγους ψυχολογικούς, πόσο μάλλον ψυχαναλυτικούς, αλλά για λόγους καθαρά αισθητικούς. Μιλώ για εκείνη την έμπνευση που προκάλεσε η πνοή των ποιημάτων που καθρεφτίζεται σε κάθε στίχο-φράση. Έτσι, το σπάραγμα, το μέρος, πάντα αντανακλά με ακρίβεια το όλον, και είναι σαν να το φωτίζει.
Αυτό που μας δείχνει η ποίηση του Καναβούρη είναι η αίσθηση της ζωής που φεύγει, και η δομή των στίχων-φράσεων διακρίνεται από την τέχνη της φυγής∙ αυτό βρίσκεται κάτω από τη μουσικότητα της σύνταξης, αυτή η «τοκάτα και φούγκα» της ζωής.