Όλα τα παραπάνω μπορεί να δημιουργούν την αίσθηση μίας κάπως έκκεντρης εισαγωγής στην ποίηση του Λούντζη. Για την αποσαφήνιση της εικόνας, ας επιστρέψουμε στο ποίημα στο οποίο πρώτα αναφερθήκαμε στο παρόν σημείωμα. Είναι το δεύτερο ποίημα της πρώτης ενότητας Οι και ένα από τα πυκνότερα και πιο κρυπτικά του βιβλίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα είναι ευπροσπέλαστα ― όχι, όμως, εξαιτίας της εμπρόθετης απόφασης του ποιητή να αποκρύψει, αλλά ακριβώς επειδή το υφάδι του βιβλίου είναι «σάρκα μαζί με κάθε ράμμα», όπως αλλού λέει, και τίποτε δεν διαβάζεται χωρίς το ένα το άλλο, χωρίς το προηγούμενο και το επόμενο. Στην ίδια ποιητική αφήγηση συναντούμε τον βάταλο ρήτορα Δημοσθένη, την αχρονολόγητη θεά Δήμητρα που θρηνεί τη θυγατέρα της καθισμένη στην αγέλαστο πέτρα, σκόνη πια της εκβιομηχανισμένης Ελευσίνας, αλλά και συγκαιρινούς μας: τον σκηνοθέτη Φίλιππο Κουτσαφτή ― ευθεία η παραπομπή στο ομότιτλο ντοκιμαντέρ του (2000), τον τραγουδοποιό Διονύση Σαββόπουλο και, αντιστοίχως, το τραγούδι του «Δημοσθένους λέξις» από το Βρώμικο Ψωμί (1972). Το Βρώμικο ψωμί θα το συναντήσουμε ραμμένο και παρακάτω: στο ποίημα «Εξάγγελος» της τρίτης ενότητας εμείς. Θα αναρωτιόμαστε, ενδεχομένως, τι σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους αυτά τα μυθικά, ιστορικά, μυθοπλαστικά, υπαρκτά(;) πρόσωπα σε αυτήν της απόλυτης έντασης και πύκνωσης ποιητική στιγμή του βιβλίου, ποιος δεσμός τα συνδέει, αν υπάρχει κοινή καταγωγή ή κάποια γραμμή αίματος που αγνοούμε ή μας διαφεύγει, και τελικά τι σόι γενεαλογία είναι αυτή, γιατί φαίνεται ότι δεν πρόκειται περί τυχαιότητας. Όπως, επίσης, υποθέτω πως αναρωτιόμαστε αν υπομνηματίζουν κάτι τα πρόσωπα ως προς την επιλογή του τίτλου του βιβλίου:
Οι επόμενοι εμείς
Αντί να βιαστούμε να δώσουμε μία απάντηση, ας αντιμετωπίσουμε τις τρεις αυτές λέξεις χωριστά, έκαστη ως αυτόνομη, τη μία μακριά από την άλλη. Κι έπειτα ξανά, τη μία δίπλα στην άλλη με διαφορετική κάθε φορά σειρά και με όσες αντιμεταθέσεις μάς επιτρέπει το πλήθος τους. Αναρωτιέμαι πόσους δυνατούς συνδυασμούς μπορούμε να πάρουμε παίζοντας αυτό το παιχνίδι και κυρίως αναρωτιέμαι τι αλλαγές στο νόημα θα φέρει η αλλαγή θέσης έστω και μίας από αυτές, τι θα αλλάξει στη δομή ενός ενδεχομενικά τέως αρραγούς συνόλου. Μήπως, όμως «κανενός η τύχη δεν έχει την αθωότητα μιας ζαριάς;» Κι έπειτα, τι θα γίνει αν σπάσουμε την τριάδα και επιλέξουμε να αφήσουμε κάθε φορά μία λέξη από έξω. Ενδεχομένως η μέχρι πρότινος φαινομενικά αδιατάρρακτη ενότητα αποσταθεροποιείται, η μονάδα πρέπει να επιβιώσει ή να επιλέξει να ζήσει χρήζοντας κάποιον άλλον παράγοντα σταθεροποιητικό, ακόμα κι αν ο παράγοντας αυτός είναι απλώς ένα ερώτημα που δεν απαντιέται. Μπορεί όλα τα παραπάνω να είναι απλώς στοιχειώδη ποιητικά μαθηματικά, ένα ποιητικό ανάλογο της μαθηματικής μεθόδου των τριών, κάτι τόσο στοιχειώδες που καθίσταται απολύτως πυρηνικό, θέτει όρους κατεπείγοντος, όχι τόσο στο να απαντηθεί αλλά στο να υπάρξει και να σταθεί;
Η παραδοχή της μη οριστικότητας είναι μία πρωτογενής χειρονομία συμφιλίωσης. Δεν πειράζει που μας διαφεύγει το αν οι επόμενοι εμείς είμαστε, τι θα πει τελικά οι, μα κυρίως τι θα πει διαρκώς να ετοιμάζεσαι και γιατί είναι άλλο από το να είσαι.
Συμβαίνει, επίσης, στο δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Λούντζη, το εξής παράδοξο: πρόκειται για μία από τις όχι συχνά παρατηρημένες περιπτώσεις ποιητικών βιβλίων που ο χρόνος είναι εν-τοπισμένος, αλλά το υποκείμενο υπολείπεται, γίνεται άλλες φορές πορτρέτο, παραπομπή, υποσημείωση που ακολουθεί την ανάγνωση και στο οποίο ίσως ο αναγνώστης ποτέ να μην ανατρέξει· γίνεται διακείμενο, αρχικά γράμματα: διαφεύγει, διαρρέει μέσα σε τόπους και χρόνους, σημασιοδοτείται από αυτούς αλλά όταν παραμένει μόνο του διαλύεται, αποσταθεροποιείται. Γνωρίζω, ότι η προσέγγιση αυτή ίσως ακούγεται κάπως παρακινδυνευμένη και σας φέρνω ως παράδειγμα το ποίημα «Ανοχύρωτοι Κόσμοι» από την τρίτη ενότητα του βιβλίου Εμείς: