Αν ο Σολωμός εισάγει τη μορφή της Ελένης ως «αγνώριστης», προωθώντας τοιουτοτρόπως την ταύτιση της αισθητικής με το «ωραίο», στο πλαίσιο μια ιδεαλιστικής εξιδανικευμένης θηλυκότητας, τότε Λάγιος και Κούρση εμπνέουν το κριτικό σχήμα του Βούλγαρη και διαποτίζουν ολόκληρο το συνθετικό σχήμα του βιβλίου. Η ποίηση είναι ο τρόπος να διασχίζεις και να διαβάζεις τον κόσμο, είναι οι μετασχηματισμοί θεωρίας και πράξης, καθώς και μια τοποθέτηση με ιδεολογικούς άξονες της αριστερής διανόησης, που ξεφεύγει από το λυρικό μεγαλείο του εθνικολαϊκισμού, ο οποίος διαποτίζει την κυρίαρχη αριστερή αφήγηση στην τέχνη και την πολιτική. Είναι επιπλέον η διατύπωση μιας δέσμευσης «για όσους, λόγιους και διανοούμενους, επιστήμονες αλλά και πολιτικούς, θέλουν να υπάρχουν και να δρουν μέσα στην εποχή τους» (σ. 29). Σε αυτό το πλαίσιο, η τέχνη δεν είναι αναζωογονητική ψυχαγωγία μιας ανέμελης μετανεωτερικότητας, με την οποία ο καθένας μπορεί να πειραματιστεί, αλλά «διά της μορφής», τής κατά Βούλγαρη μορφής, γίνεται ανοιχτό καταφύγιο «για να ζούμε το ιστορικό παρόν μας [….] και όχι σε κάποια άλλη, παρωχημένη ή φαντασιακή» εποχή (σ. 29). Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο συγγραφέας αναγνωρίζει την εμβληματική θέση του Σολωμού, είναι επειδή διαβάζει στη Γυναίκα της Ζάκυθος την ατελεύτητη γλωσσική της δύναμη, που με όρους μορφής παραμένει «αινιγματική, δηλαδή δραστική και ανοιχτή», και την ίδια στιγμή επειδή εξαρχής παρουσιάζει το νεοελληνικό έθνος, ήδη στη γέννησή του, ως αντιφατικό και διασπασμένο.
Ωστόσο, η αναζήτηση της Ελένης δεν έχει οριστικές εισόδους και εξόδους. Στις επιτελεστικές αναζητήσεις της Ελένης, διαχρονικά, οι ονοματοθεσίες δεν είναι οριστικές. Η ποίηση ανθίσταται στις πιο μεγάλες βεβαιότητες και πάντα κάτι διαφεύγει. Εκεί λοιπόν που στους ποιητικούς εμφυλίους ή στις διεκδικητικές επιθυμίες αναζήτησης/εύρεσης της Ελένης φαίνεται ότι τα ταυτοτικά όρια είναι διακριτά, εκείνη αντιδρά σε κάθε τύπου οντολογίες. Δεν είναι. Ονομάζεται.
Στο σημείο αυτό τα πράγματα περιπλέκονται κι άλλο, αφού οι οικειοποιήσεις με τη χρήση προσωπικών αντωνυμιών δεν έχουν τελειωμό, και δημιουργούν νέα διλήμματα και ακροβασίες. Ποια τελικά μπορεί να είναι η δικιά μας Ελένη; Και ποια τα όρια ανάμεσα σε αυτό το «μας» και το «μου» του Κώστα Βούλγαρη; Εδώ είναι που κατασκευάζονται οι πιο ενδιαφέρουσες αντιστίξεις. Αν όλοι όσοι γράφουν, διαβάζουν ή κριτικογραφούν για την ποίηση διεκδικούν όχι μόνο τη συνομιλία μαζί της, αλλά και τη διαμόρφωση μιας συλλογικής κοινότητας που θα περιλαμβάνει «εννοιολογήσεις» της «δικιάς μας Ελένης», η αναζήτηση του Βούλγαρη διαφοροποιείται, τόσο από αυτούς/ές που βρίσκουν «τη δικιά μας Ελένη» στο τρίπτυχο Σεφέρης, Ελύτης, Παλαμάς, και αντίστοιχα στο μακρυγιαννικό πρόταγμα και τη γενιά του 1930, όσο και από εκείνους/ες που χρησιμοποιούν την ποίηση ως κοινωνική/προσωπική ταυτότητα, διεκδικώντας την ένταξή τους στις κάθε λογής λογοτεχνικές συντεχνίες που «ασελγούν» πάνω στο ποιητικό σώμα.
Αποποιούμενος την όποια κενή ανιστορική και απολιτική γενεαλογία, ο συγγραφέας διατυπώνει και υποστηρίζει μια άλλου τύπου γενεαλογία, που εγγράφεται στην ιστορικότητα του ποιητικού σώματος με όρους λογοτεχνικότητας. Στις ιστορικές μεταβολές ορίζει την παρακάτω αντιστοίχηση: Σολωμός, Καβάφης, Εγγονόπουλος και Λάγιος. Άξιοι συνεχιστές τους οι: Πολυλάς, Ροΐδης, Βάρναλης, Καρυωτάκης, Κάλας, Μπλάνας, Κούρση, Αρανίτσης (σ. 31) και πολλοί άλλοι/ες που αναφέρονται στο βιβλίο. Εμφατικά σημειώνει πως είναι μονόδρομος κάθε κριτικός να κάνει χρήση ενός κριτικού σχήματος, και κάθε ποιητής μιας ποιητικής. Ο συγγραφέας διασαφηνίζει όμως πως η κατασκευή ενός αποστασιοποιημένου αποτιμητή ή η οριστικότητα των κειμένων συνδέονται με μια μεταφυσική φαντασιωσική αντίληψη της ιστορίας, μακριά από τη διαδρομή του ίδιου. Επομένως, στο βιβλίο εφαρμόζεται το κριτικό του σχήμα, χωρίς καμία πρόθεση να ενταχθεί αυτό σε μια μονοδιάστατη «ολοποιητική» διαδικασία.
Αξιοποιώντας τα κριτικά του κείμενα εικοσιπέντε χρόνων, και αντλώντας από αυτά, ο Βούλγαρης τα συνδέει με νέους τρόπους συνομιλίας, ενώ εισάγει επίσης μερικά κείμενα άλλων, καθώς και μυθοπλαστικούς διαλόγους με πρόσωπα από τον ακαδημαϊκό χώρο της φιλολογίας, μεταμυθοπλαστικά κείμενά του (βλ. για παράδειγμα την ξένη, σ. 428, ένα «σκηνικό διήγημα» που γράφεται με στίχους της Κούρση, του Μπλάνα και άλλων), ποιήματα νεότερων και παλιότερων ποιητών και ποιηματογράφων. Εκθέτει σε κριτική επεξεργασία με αυτόν τον τρόπο το κριτικό του σχήμα, ανοίγοντας τα όρια και τους περιορισμούς της μεταμυθοπλασίας, και επεκτείνει την ποιητική του αρχείου,[3] όπως ήδη έχει επισημάνει η Τζίνα Πολίτη στο κριτικό της κείμενο για το πολυφωνική μεταμυθοπλασία του Βούλγαρη, Το εμφύλιο σώμα.[4] Το αρχειακό υλικό των κειμένων του Βούλγαρη λειτουργεί και ως ευέλικτος διαρκής κριτικός αναστοχασμός, ωθώντας τα κείμενα να λειτουργήσουν σε μια διαχρονική συνθήκη, που θα κινητοποιεί τη μνήμη και τη λήθη, ανάλογα με τις εκάστοτε αναγνωστικές προσλήψεις και τις ιδεολογικές συνέπειές τους. Αυτή η δημοκρατική κριτική «ταξινόμηση» του αρχείου περιλαμβάνει πάντα το ερώτημα, «ποια Αρχή διαχειρίζεται, διαμορφώνει και επιβάλλει τελικά την “επίσημη” μνήμη και λήθη» και ποιες ζυμώσεις επιτελούνται, εφόσον αποδεχτούμε πως «τίποτα δεν παραπέμπει απ’ ευθείας σε μια παρελθούσα, ιστορική πραγματικότητα. Εκτός κειμένου, υπάρχει μόνο ο σωρός άλλων κειμένων»[5].
Καθώς καταγράφει αυτό που ορίζει ως πεδίο της ιδεολογικής ηγεμονίας, ο Βούλγαρης τεκμηριώνει διεξοδικά τις διαμάχες για το ποιος ποιητής θα γίνει σύμβολο της μετάβασης στη μοντέρνα εποχή και τα παιχνίδια εξουσίας που συνδέονταν με αυτές. Οι Θεοτοκάς, Σεφέρης, Καραντώνης, Λορεντζάτος απαξιώνουν «την ήδη συντελεσμένη μοντερνιστική τομή, διεκδικώντας, για λογαριασμό της ιδεολογίας τους και του πολιτικού τους χώρου, τη διαχείριση της αστικής εποχής» (σ. 48). Έτσι ο Καβάφης περιθωριοποιείται και επιλέγονται οι ποιητικές του Σικελιανού και Παλαμά. Στο μεταξύ, ο Βάρναλης και ο Καρυωτάκης με τα γραπτά τους αμφισβητούν την Μεγάλη Ιδέα και τους υποστηρικτές της, υπονομεύοντας τη μεταφυσική τής ιστορίας και την εξιδανίκευση του αρχαιοελληνικού κλέους. Ο Βούλγαρης επισημαίνει ότι αυτή η καθεστωτική αφήγηση στην ιστορία του μοντερνισμού δεν είναι μια παρελθοντική στιγμή της ιστορίας, αλλά διαθέτει ακόμα υποστηρικτές, και συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι η ποιητική του Βάρναλη και του Καρυωτάκη ήδη συνιστούν κριτική στις αφηγήσεις του εθνολαϊκισμού που αρχίζουν να εδραιώνονται. Ως προς την «εξέλιξη» των αποκλεισμών, ο συγγραφέας συνεχώς επισημαίνει την αγνόηση του Βιζυηνού και του Ροΐδη, καθώς και την παράλληλη πρόταξη του Παπαδιαμάντη (με έμφαση, ας ειπωθεί εδώ, στη σύνδεση του έργου του με τη θεολογία) αλλά και του Μακρυγιάννη. Ό,τι λοιπόν εγκαθιδρύθηκε με αυτούς τους ηγεμονικούς τρόπους, συνεχίζει να «στοιχειώνει» όχι μόνο το χθες, αλλά προφανώς και το ποιητικό τοπίο τού σήμερα και του αύριο.
Στην παγίωση αυτού που χαρακτηρίζεται από τον Βούλγαρη ως «συντηρητικός μοντερνισμός», το σχήμα Ελύτης, Σεφέρης, Εμπειρίκος παίρνει τη σκυτάλη από τους παλαιότερους, ενώ η παλαμική αντίληψη της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους συνεχίζεται ισχυροποιημένη, ακόμα και στις αφηγήσεις της αριστεράς στην Κατοχή και τον Εμφύλιο. Εδώ ο συγγραφέας προκρίνει τη διαφορετική πρόταση του Νίκου Εγγονόπουλου, ο οποίος αρθρώνει στην ποιητική του (με εμβληματική στιγμή τον Μπολιβάρ) μια διαφορετική αφήγηση της νεοελληνικής ιστορίας, η οποία είναι χειραφετητική και σύγχρονα μοντερνιστική, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και προσωπικά.
Στο βιβλίο καταδεικνύεται η «απολίτικη συμφιλιωτική» και μαρτυρολογική αντιμετώπιση, από την πλειονότητα των αριστερών ποιητών, του Δεκέμβρη του 1944 και του Εμφύλιου, οδηγώντας σε αυτό που όρισε ο Βύρωνας Λεοντάρης ως «ποιητική της ήττας» (1940-1960). Ο Τέος Σαλαπασίδης και ο Τάκης Σινόπουλος (με τον Νεκρόδειπνο) διαφοροποιούνται από την «αναπαραγωγή του μαρτυρολογικού θρήνου και τη σεφερική αποστασιοποίηση» (σ. 117).
Στη συνέχεια ο Βούλγαρης, καθώς περνά στην ανάλυση των ποιητών της «ομάδας του 1970» με πολυπληθείς κριτικές και πολιτικές επισημάνσεις για το έργο τους, παρατηρεί πως η πολιτικότητά τους δεν εγγράφεται σε κάποιον κομματικό χώρο, αλλά κατασκευάζεται ως «δεδομένη, ήδη με την επιλογή τους να είναι ποιητές». Κοινό χαρακτηριστικό τους, που απαντάται συχνά, είναι «η ποίηση του καθημερινού, ατομικού στιγμιοτύπου» (σ. 198), καθώς και οι επιδράσεις της σεφερικής υπεκφυγής. Ο Βούλγαρης άρτια στοιχειοθετεί τον καιροσκοπισμό του Σεφέρη και τις επιδράσεις του.
Σε αυτούς που ανακατασκευάζουν και διαχέουν ποικιλοτρόπως τις φωνές της ιστορίας, εντάσσονται ο Γιάννης Δάλλας, οι ποιητές της ομάδας των Σημειώσεων και άλλοι. Στα κείμενά τους, η κριτική τους φωνή συνομιλεί με την ποιητική, αναγνωρίζοντας τελικά «την ήττα της αντίληψης της αναπόφευκτης προόδου» και ολόκληρου του νεοτερικού σχήματος (σ. 237). Γιατί «δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει» (Βύρωνας Λεοντάρης). Στις συνεχείς ζυμώσεις, ρήξεις και διλήμματα, η ποίηση, η πολιτική, το δημόσιο και ιδιωτικό συμπλέκονται με προσεγγίσεις και απομακρύνσεις, που συνδέονται «με την αγωνία του ποιητικού χρόνου» (σ. 250).