Το ζαχαρωμένο βότσαλο της ποίησης του Α. Χιόνη και τα ποιήματά του σε πεζό

O Aργύρης Χιόνης (Φωτ. Χρίστος Ρουμελιωτάκης, 2007. Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
O Aργύρης Χιόνης (Φωτ. Χρίστος Ρουμελιωτάκης, 2007. Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)

«Η ποί­η­ση πρέ­πει να ΄ναι/ Ένα ζα­χα­ρω­μέ­νο βό­τσα­λο/ Πά­νω που θα χεις γλυ­κα­θεί/ Να σπας τα δό­ντια σου»[1], υπο­στη­ρί­ζει σχε­τι­κά νω­ρίς σ΄ ένα από τα ποι­ή­μα­τα ποι­η­τι­κής του ο Α. Χιό­νης, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας το διτ­τό, φαι­νο­με­νι­κά αντι­φα­τι­κό, πρό­σω­πο της ποί­η­σης, τό­σο ως λυ­τρω­τι­κής διε­ξό­δου και αι­σθη­τι­κής από­λαυ­σης που μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει την ερω­τι­κή πλή­ρω­ση της δη­μιουρ­γί­ας, όσο και ως επώ­δυ­νης, ου­σια­στι­κής ανα­μέ­τρη­σης με το άρ­ρη­το και τη διεκ­δί­κη­ση του ανέκ­φρα­στου που μπο­ρεί να πα­ρα­πέ­μπει στο «φθο­νε­ρό κα­τα­φύ­γιο»[2] της υπαρ­ξια­κής αν­θρώ­πι­νης πε­ρι­πέ­τειας, όπως θα την χα­ρα­κτη­ρί­σει ο Κώ­στας Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου ανα­κα­λώ­ντας τον γνω­στό κα­ρυω­τα­κι­κό στί­χο σε μιαν επα­να­νά­γνω­ση που εμ­βα­θύ­νει στην επώ­δυ­νη εμπει­ρία της γρα­φής. Ο Α. Χιό­νης θα συ­να­ντη­θεί μα­ζί του στο κοι­νό βί­ω­μα της γε­νιάς τους όσον αφο­ρά στην ου­σια­στι­κή σχέ­ση τους με τον Κα­ρυω­τά­κη και με τον καί­ριο, λι­τό, δι­φω­νι­κό, με ρευ­στά τα όρια Πλά­γιου και Ελεύ­θε­ρου Πλά­γιου λό­γου, πε­ζό στί­χο του: «Εί­χε πά­ντα μια πέ­τρα στην τσέ­πη του, για τη μνή­μη του Σί­συ­φου, έλε­γε».[3] Στον αμ­φί­θυ­μο χα­ρα­κτή­ρα της ποί­η­σης, κα­θο­ρι­στι­κό για τη σχέ­ση της με αυ­τόν που την υπη­ρε­τεί, αλ­λά και για την πρό­σλη­ψή της από τον ανα­γνώ­στη-προ­νο­μια­κό συ­νο­μι­λη­τή του ποι­η­τή στην κα­τε­ξο­χήν επι­κοι­νω­νια­κή ποί­η­σή του, ο Α. Χιό­νης θα επα­νέλ­θει συ­χνά, επι­βε­βαιώ­νο­ντας τη δια­λε­κτι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή συ­νέ­πεια του έρ­γου του. Ήδη από την πρώ­τη του συλ­λο­γή, τις Από­πει­ρες Φω­τός(1966), εν­δια­φέ­ρου­σα για­τί χτί­ζε­ται πά­νω στους θε­μα­τι­κούς και ιδε­ο­λο­γι­κούς άξο­νες που θα στε­ριώ­σει την ποί­η­σή του και τη λο­γο­τε­χνι­κή γρα­φή του γε­νι­κό­τε­ρα –στη βά­ση της οποί­ας, πέ­ρα από εί­δη και μορ­φές, να ση­μειώ­σου­με βρί­σκε­ται πά­ντα η Ποί­η­ση– υπο­γρά­φο­ντας ως Ποι­η­τής το εναρ­κτή­ριο μό­το της θα απο­φαν­θεί, σχε­δόν προ­φη­τι­κά, για το αβέ­βαιο τα­ξί­δι των ποι­η­τι­κών προσ­δο­κιών και τις εν­δε­χό­με­νες δια­ψεύ­σεις τους: «Κά­θε λέ­ξη εί­ναι μια αχτί­δα/Κά­θε ποί­η­μα μια από­πει­ρα φω­τός».[4] Στα Σχή­μα­τα Απου­σί­ας[5] που θα ακο­λου­θή­σουν θα απο­τυ­πώ­σει ει­κο­νο­πλα­στι­κά, στον λι­τό με­τα­φο­ρι­κό του λό­γο την οδυ­νη­ρή, σω­μα­τι­κά βιω­μέ­νη, εμπει­ρία της γρα­φής, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας εμ­φα­τι­κά και εξ ονό­μα­τος όλων των ποι­η­τών με τη χρή­ση του α΄ πλη­θυ­ντι­κού προ­σώ­που πως « Η ποί­η­ση εί­ναι ένα πο­τή­ρι αδεια­νό/ που το γε­μί­ζου­με με το αί­μα μας» κι η δια­δι­κα­σία της γρα­φής μια συ­νε­χής, επι­θυ­μη­τή αι­μορ­ρα­γία.[6] Εξι­σώ­νο­ντας μά­λι­στα το αί­μα του αι­μορ­ρα­γού­ντος ποι­η­τή και τα μα­γι­κά έρ­γα της ποι­η­τι­κής του τέ­χνης με ατί­μη­το χρυ­σά­φι θα απο­κα­λύ­ψει ότι «ο ποι­η­τής ανα­μει­γνύ­ο­ντας βο­τά­νια μα­γι­κά/ευ­χές, ξόρ­κια και δη­λη­τή­ρια/φτιά­χνει το ατί­μη­το χρυ­σά­φι».[7] Στο τέ­λος της δι­κής του εκ­δρο­μής στην ποί­η­ση και στη συλ­λο­γή Ό,τι πε­ρι­γρά­φω με πε­ρι­γρά­φει (2010) θα κλεί­σει τον κύ­κλο των ποι­η­μά­των ποι­η­τι­κής ανα­γνω­ρί­ζο­ντας τον πο­λύ­τι­μο ρό­λο που κρά­τη­σε η ποί­η­ση στη ζωή του: « ήταν /ό,τι για τον Περ­σέα ο κα­θρέ­φτης∙ /μό­νο μέσ΄ απ΄αυ­τήν μπο­ρού­σε να κοι­τά­ζει /τη φρι­κτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».[8] Επι­ση­μαί­νει ωστό­σο ότι δεν έπα­ψε πο­τέ να τον παι­δεύ­ει σ΄ένα αγώ­να για την κα­τά­κτη­ση της ομορ­φιάς και της πα­ρη­γο­ρη­τι­κής αλή­θειάς της, κρα­τώ­ντας τον αέ­ναα δο­σμέ­νο στην πά­λη για την έκ­φρα­ση του ανέκ­φρα­στου, στο καρ­τέ­ρι του ποι­ή­μα­τος «όπως ο κυ­νη­γός /καρ­τέ­ρι στή­νει/στον λα­γό»,[9] αφή­νο­ντάς τον με το βί­ω­μα του ανεκ­πλή­ρω­του, απο­τυ­πω­μέ­νο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τό­σο στο ποί­η­μα που αφιε­ρώ­νει, σε μια λαν­θα­νό­ντως αυ­το­α­να­φο­ρι­κή και συλ­λο­γι­κή απο­στρο­φή τω αγνώ­στω ποι­η­τή: «Πέ­ρα­σε τη ζωή του,/γρά­φο­ντας ποι­ή­μα­τα/με τη γο­μο­λά­στι­χα»,[10] όσο και στο τε­λευ­ταίο ποί­η­μα της συλ­λο­γής, που όχι τυ­χαία θα κρα­τή­σει για την μού­σα του, ένα πε­ρι­παι­κτι­κό παί­γνιο που επι­διώ­κει να απο­φορ­τί­σει την ποι­η­τι­κή αγω­νία την οποία οι­κειο­ποιεί­ται με την πρω­το­πρό­σω­πη εκ­φο­ρά:« Είσ΄ ένα τέ­ρας, Ερα­τώ,/π΄ανά­θε­μά σε∙/έπα­ψες πια να με θυ­μά­σαι/ και μ΄ άνη­βα μει­ρά­κια κοι­μά­σαι».[11]

Εί­ναι γε­γο­νός ότι η συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη των ποι­η­μά­των ποι­η­τι­κής του Α. Χιό­νη στο σύ­νο­λο του ποι­η­τι­κού του έρ­γου του (και στη δια­λε­κτι­κή του με το πε­ζο­γρα­φι­κό που να ση­μειώ­σου­με λει­τουρ­γεί ως ερ­μη­νευ­τι­κό κλει­δί της ποί­η­σής του)εί­ναι εν­δια­φέ­ρου­σα υπό­θε­ση ερ­γα­σί­ας δε­δο­μέ­νου ότι σε κά­θε ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, με κά­ποιον τρό­πο, άμε­σα ή έμ­με­σα, με συ­γκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα ή ευ­ρύ­τε­ρες ποι­η­τι­κές ενό­τη­τες γί­νε­ται λό­γος για την ποί­η­ση, τον ποι­η­τή και το ποί­η­μα, τις πο­λύ­τι­μες λέ­ξεις και την ου­σιώ­δη σχέ­ση τους με τη σιω­πή, άλ­λω­στε « Έρω­τας, ποί­η­ση/ και μου­σι­κή∙ η αγία/ τριά­δα του ύψους»[12] για τον ποι­η­τή Κα­μι­μού­ρα Γιου­τά­κα και βέ­βαια τον δη­μιουρ­γό του Α. Χιό­νη. Η δια­χεί­ρι­ση του θέ­μα­τος ωστό­σο στα ποι­ή­μα­τά του σε πε­ζό, ει­δο­λο­γι­κή επι­λο­γή που κυ­ριαρ­χεί στη γρα­φή του ήδη από το 1983 και τα Λε­κτι­κά το­πία και απο­τε­λεί ταυ­το­τι­κό στοι­χείο της ποι­η­τι­κής του πλέ­ον, πα­ρου­σιά­ζει ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον διό­τι τό­σο σε επί­πε­δο πε­ριε­χο­μέ­νου, όσο και μορ­φής, στο πνεύ­μα της αρ­χής του ισο­μορ­φι­σμού, τα ποι­ή­μα­τά του σε πε­ζό διεκ­δι­κούν το αντί­στοι­χο πε­ριέ­χον, λει­τουρ­γώ­ντας ως το ανά­λο­γο αι­σθη­τι­κό σύ­στοι­χο για το πε­ριε­χό­με­νο. Απο­δει­κνύ­ουν και με αυ­τό τον τρό­πο ότι εί­ναι όντως ζα­χα­ρω­μέ­να βό­τσα­λα που προ­σκα­λούν σε βα­θύ, συ­χνά ανα­τρε­πτι­κό ανα­στο­χα­σμό για τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της αν­θρώ­πι­νης αλή­θειας, απο­τε­λώ­ντας μέ­σο και μή­νυ­μα της γρα­φής του. Ωστό­σο, με δε­δο­μέ­νο ότι από τη φύ­ση του το ποί­η­μα σε πε­ζό απο­τε­λεί ένα εί­δος «αναρ­χι­κό» και «πο­λύ­μορ­φο», με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό την «αντιει­δο­λο­γι­κή» του διά­στα­ση και την αντί­στα­ση «σε αμι­γείς τα­ξι­νο­μή­σεις» λό­γω της «αμ­φί­ση­μης υπό­στα­σής» του, αλ­λά και «από­λυ­τα επιρ­ρε­πές στην υπο­κει­με­νι­κή διά­θε­ση του δη­μιουρ­γού του»,[13] η με­λέ­τη της ποι­η­τι­κής τους ανα­δει­κνύ­ει τα σύν­θε­τα ζη­τή­μα­τα που ανα­κύ­πτουν όσον αφο­ρά τη δια­μόρ­φω­ση μιας τυ­πο­λο­γί­ας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της που αφο­ρούν και τη σχέ­ση verset « ή όπως εύ­στο­χα χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, του «πε­ζού στί­χου» »[14] και ποι­ή­μα­τος σε πε­ζό, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας τη ρε­α­λι­στι­κή εκτί­μη­ση σύμ­φω­να με την οποία «κα­νέ­να κεί­με­νο, πλην σπα­νί­ων εξαι­ρέ­σε­ων, δεν επα­να­λαμ­βά­νει απο­λύ­τως τις πα­ρα­δειγ­μα­τι­κές προ­δια­γρα­φές του εί­δους στο οποίο εντάσ­σε­ται, αλ­λά δια­μορ­φώ­νει δυ­να­μι­κά το δι­κό του στίγ­μα, δη­μιουρ­γώ­ντας δη­λα­δή το δι­κό του εί­δος».[15]

Πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τα στην εξε­λι­κτι­κή τους ανά­πτυ­ξη στο ποι­η­τι­κό του σώ­μα θα πρέ­πει να τα δού­με σε συ­σχε­τι­σμό με το στα­δια­κό άπλω­μα της έκτα­σης του στί­χου που ευ­νο­εί την αφη­γη­μα­τι­κή από­δο­ση και την ει­κα­στι­κή σύλ­λη­ψη της ποι­η­τι­κής ιδέ­ας. Με­τά τα σχε­τι­κά σύ­ντο­μα ποι­ή­μα­τα ολι­γο­σύλ­λα­βων στί­χων στις Από­πει­ρες φω­τός (1966), ο στί­χος αρ­χί­ζει να πλα­ταί­νει, σχε­δόν να δι­πλα­σιά­ζε­ται στις δυο επό­με­νες συλ­λο­γές, Σχή­μα­τα απου­σί­ας (1973) και Με­τα­μορ­φώ­σεις(1974), εί­ναι μορ­φο­συ­ντα­κτι­κά πλου­σιό­τε­ρος και για αυ­τό πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νος, με το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ισο­με­τρί­ας συ­χνό σε ποι­ή­μα­τα πλέ­ον εκτε­νέ­στε­ρα. Με τα Λε­κτι­κά το­πία (1983) εγκαι­νιά­ζε­ται μια νέα πε­ρί­ο­δος ποι­η­τι­κής με τη συ­νύ­παρ­ξη στρο­φι­κής διά­τα­ξης ποι­η­μά­των, πε­ζών στί­χων/verset και ποι­η­μά­των σε πε­ζό τα οποία αφο­μοιώ­νουν δη­μιουρ­γι­κά πε­ζό­μορ­φους στί­χους ενώ συ­χνά δια­τη­ρούν δια­κρι­τές τις το­μές της κα­τα­γω­γι­κής τους αφε­τη­ρί­ας από τη στρο­φι­κή ορ­γά­νω­ση στο ρυθ­μό που τα συ­νέ­χει. Κι εδώ ανα­δει­κνύ­ε­ται πο­λύ­τι­μη η συμ­βο­λή του αρ­χεί­ου του Α. Χιό­νη, το οποίο φυ­λάσ­σε­ται στο ΕΑΤΤ του Τμή­μα­τος Φι­λο­λο­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πα­τρών,[16] η έρευ­να στο οποίο επι­βε­βαιώ­νει ότι κά­ποια απ΄τα ποι­ή­μα­τά του σε πε­ζό ξε­κί­νη­σαν ως ποι­ή­μα­τα στρο­φι­κής διά­τα­ξης, τα οποία δού­λε­ψε στη συ­νέ­χεια –χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό άλ­λω­στε του ποι­η­τι­κού του ερ­γα­στη­ρί­ου δη­λω­μέ­νο από τον ίδιο σε αρ­κε­τές συ­νε­ντεύ­ξεις του– με τους δι­κούς του όρους ανά­πτυ­ξης του ποι­ή­μα­τος σε πε­ζό. Η συ­γκρι­τι­κή αντι­πα­ρα­βο­λή τους φα­νε­ρώ­νει την επι­θυ­μία του να μην υπο­τα­χθεί/αλ­λοιω­θεί το ποι­η­τι­κό νό­η­μα στο κυ­νή­γι κα­θο­ρι­σμέ­νων μορ­φι­κών επι­τα­γών. Με ανά­λο­γο τρό­πο θα συν­θέ­σει και την επό­με­νη συλ­λο­γή Σαν τον τυ­φλό μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη (1986) στην οποία συ­νυ­πάρ­χουν ενό­τη­τες που πε­ρι­λαμ­βά­νουν ποι­ή­μα­τα σε πε­ζό και ποι­ή­μα­τα στρο­φι­κής ορ­γά­νω­σης, αλ­λά και αυ­τό­νο­μη ενό­τη­τα ποι­η­μά­των σε πε­ζό. Στο εξής η ποί­η­σή του θα πε­ρι­λαμ­βά­νει στα­θε­ρά ποι­ή­μα­τα σε πε­ζό στις συλ­λο­γές που ακο­λου­θούν, Εσω­τι­κά το­πία(1991), Ο ακί­νη­τος δρο­μέ­ας(1996), Τό­τε που η σιω­πή τρα­γού­δη­σε(2000), Στο Υπό­γειο (2004). Ανά­παυ­λα δη­λω­τι­κή των συ­γκε­κρι­μέ­νων ει­δο­λο­γι­κών του ανα­ζη­τή­σε­ων η συλ­λο­γή Ιδε­ο­γράμ­μα­τα (1997) που πε­ρι­λαμ­βά­νει Χαϊ­κού και Τάν­κα, προ­σφι­λές εί­δος για τον ευ­φυώς δρα­στι­κό ποι­η­τι­κό του λό­γο στο οποίο θα επα­νέλ­θει με «Τα ηρα­κλεί­τια χαϊ­κού και τάν­κα του Κα­μι­μού­ρα Γιου­τά­κα» στην πλέ­ον πρό­σφα­τη συλ­λο­γή έρ­γων του Η πο­λι­τεία Λα­βύ­ριν­θος (2020). Στην τε­λευ­ταία του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Ό,τι πε­ρι­γρά­φω με πε­ρι­γρά­φει (2010) θα επι­στρέ­ψει με μια σύν­θε­ση δια­φο­ρε­τι­κών ει­δο­λο­γι­κών ποι­η­τι­κών προ­τά­σε­ων από την οποία βέ­βαια δεν λεί­πει το ποί­η­μα σε πε­ζό.

Από την πρώ­τη τους πα­ρου­σία στα Λε­κτι­κά το­πία (1983) μέ­χρι και την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του 2010 τα στοι­χεία ποι­η­τι­κής του πε­ζού ποι­ή­μα­τος δια­μορ­φώ­νο­νται κι εμπλου­τί­ζο­νται στη βά­ση κά­ποιων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών που αφο­ρούν τό­σο στην μυ­θο­λο­γία της ποί­η­σής του γε­νι­κό­τε­ρα, όσο και στην ρη­το­ρι­κή του ποι­η­τι­κού του λό­γου. Μι­κρά ποι­ή­μα­τα σε πε­ζό, σπου­δές[17] του εί­δους σύ­ντο­μης έκτα­σης με αξιο­ποί­η­ση πε­ζών στί­χων-versets 2,3 γραμ­μών, αλ­λά και με­γα­λύ­τε­ρα, κά­πο­τε μιας μό­νο πε­ριό­δου, σύ­ντο­μης ή εκτε­νούς, ως έκ­φρα­ση συ­νει­δη­σια­κής ρο­ής, αυ­τό­νο­μα ή ενταγ­μέ­να σε μια ενό­τη­τα, κα­τά κα­νό­να άτι­τλα με αξιο­ση­μεί­ω­το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους την κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τη γρα­φή για τις αρ­χι­κές λέ­ξεις επι­λεγ­μέ­νες με κρι­τή­ριο την νοη­μα­το­δό­τη­ση του ποι­ή­μα­τος δί­κην τί­τλου, αφη­γού­νται ποι­η­τι­κά, υπο­νο­μεύ­ο­ντας όμως την πλο­κή και τη νοη­μα­τι­κή δια­φά­νεια, μι­κρές ιστο­ρί­ες. Κά­ποιες από αυ­τές θυ­μί­ζουν πα­ρα­μύ­θια- προ­σφι­λής τρό­πος απο­δρα­μα­το­ποί­η­σης και εξη­μέ­ρω­σης του τρα­γι­κού- άλ­λες αξιο­ποιούν τη ροή ονει­ρι­κής αφή­γη­σης ή στο­χα­στι­κού μο­νο­λό­γου, ενί­ο­τε χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ως προ­φη­τεί­ες μιας επο­χής που απ΄ ό,τι φαί­νε­ται ήρ­θε, κι άλ­λο­τε πά­λι απο­δί­δουν ει­κο­νο­πλα­στι­κά ρε­α­λι­στι­κά στιγ­μιό­τυ­πα ζω­ής εμπλου­τι­σμέ­να από τη φα­ντα­σία, φω­τι­σμέ­να από μιαν ιδιό­μορ­φη, σχε­δόν αι­ρε­τι­κή οπτι­κή, ιστο­ρί­ες της ζω­ής των αν­θρώ­πων δο­μη­μέ­νες όλες με νοη­μα­τι­κά σχή­μα­τα μορ­φο­συ­ντα­κτι­κών πα­ραλ­λη­λι­σμών και επα­να­λή­ψε­ων, κα­τα­λή­γουν συ­χνά σε συ­μπε­ρά­σμα­τα, ενί­ο­τε απο­φθεγ­μα­τι­κά χρω­μα­τι­σμέ­να. Άλ­λο­τε πά­λι δο­μού­νται ως αλ­λε­πάλ­λη­λα στο­χα­στι­κά ερω­τή­μα­τα ή ανα­πτύσ­σο­νται δρα­μα­το­ποι­η­μέ­να με την πα­ρου­σία του δια­λό­γου, τη συ­νύ­παρ­ξη ευ­θέ­ος, πλά­γιου ή ελεύ­θε­ρου πλά­γιου λό­γου, πρω­το­πρό­σω­πης και τρι­το­πρό­σω­πης γρα­φής σε ποι­ή­μα­τα άλ­λο­τε προ­σω­πι­κά-εξο­μο­λο­γη­τι­κά κι άλ­λο­τε πο­λυ­φω­νι­κά, γε­μά­τα πρό­σω­πα που μπο­ρούν να λει­τουρ­γούν και ως προ­σω­πεία τό­σο του αν­θρώ­που γε­νι­κό­τε­ρα όσο και του αφη­γη­τή, ο οποί­ος τε­λεί σε μια σχέ­σης ει­ρω­νι­κής οι­κεί­ω­σης ή ανοι­κεί­ω­σης με το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, συ­χνά απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος ως υπο­κρι­τής-απλός πα­ρα­τη­ρη­τής. «Πα­ρα­συρ­μέ­νος από τον αν­θρώ­πι­νο ή, μάλ­λον, αν­θρω­πο­κε­ντρι­κό τρό­πο του σκέ­πτε­σθαι»[18] ο ποι­η­τής των ποι­η­μά­των σε πε­ζό κα­θι­στά όλα όσα τον απα­σχο­λούν και πρω­τα­γω­νι­στούν στα ποι­ή­μα­τά του εί­τε κυ­ριο­λε­κτι­κά εί­τε με τις ευ­φυ­είς συμ­βο­λι­στι­κές προ­ε­κτά­σεις τους, κυ­ρί­ως εκ­φρά­σεις-ει­κό­νες[19] της φύ­σης, της χλω­ρί­δας και της πα­νί­δας της, αλ­λά και πράγ­μα­τα της τα­πει­νής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ως όντα, με σάρ­κα και οστά,[20] πρό­σω­πα μιας ιδιό­τυ­πης κοι­νω­νι­κής ολό­τη­τας παμ­ψυ­χι­σμού όπου το πα­ρά­λο­γο και το υπέρ­λο­γο εξα­σφα­λί­ζουν την επι­βί­ω­ση στη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της λο­γι­κής επι­τρέ­πο­ντας στο έρ­γο του να πλη­σιά­σει ως λο­γο­τε­χνι­κό τρό­πο τον κό­σμο του μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού.[21] Πο­λύ­τι­μος σύμ­μα­χός του η ακρί­βεια αφού όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μειώ­νει «Ακό­μη κι αν έχου­με να κά­νου­με μ΄έναν πα­ρα­λο­γι­σμό, πρέ­πει να εί­ναι δια­τυ­πω­μέ­νος με τό­ση ακρί­βεια που το απο­τέ­λε­σμα να φαί­νε­ται απο­λύ­τως λο­γι­κό».[22] Η αλ­λη­γο­ρία και ο συμ­βο­λι­σμός – για την αλή­θεια του οποί­ου θα απο­φαν­θεί σα­φώς στην ποί­η­σή του γρά­φο­ντας «Όλα ση­μαί­νουν κά­τι πα­ρα­πά­νω/Ή πα­ρα­πέ­ρα απ΄ τ΄ όνο­μά τους/…/ Τα πά­ντα εί­ναι σύμ­βο­λα μια άλ­λης/Πραγ­μα­τι­κο­τη­τας που υπάρ­χει/ Όσο υπάρ­χουν σύμ­βο­λα να την εκ­φρά­ζουν»[23] – με τη βο­ή­θεια της πο­λύ­πλευ­ρης, ανα­λο­γι­κής με­τα­φο­ράς και της ευ­φυούς πα­ρο­μοί­ω­σης, φα­νε­ρής ή κρυμ­μέ­νης, που δεν χρειά­ζο­νται το βά­ρος των επι­θέ­των για να λει­τουρ­γή­σουν, δη­μιουρ­γούν ποι­η­τι­κούς συν­δυα­σμούς και δρα­μα­τι­κές αντι­στοι­χί­ες λι­τές και πρω­τό­τυ­πες. Κυ­ρί­αρ­χο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους η πύ­κνω­ση και η υψη­λή ευ­κρί­νεια, απο­τέ­λε­σμα της αφαί­ρε­σης και της εστί­α­σης στη ση­μαί­νου­σα λε­πτο­μέ­ρεια και στη φαι­νο­με­νι­κά ασή­μα­ντη αφόρ­μη­ση, στο­χεύ­ουν στον αιφ­νι­δια­σμό επι­διώ­κο­ντας την ανα­τρο­πή, βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ποι­η­τι­κής του ποι­ή­μα­τός του σε πε­ζό μέ­σα από ένα ύφος στα­θε­ρά παι­γνιώ­δες, ει­ρω­νι­κά απο­δο­μη­τι­κό κά­θε δρα­μα­το­ποί­η­σης του τρα­γι­κού που μειώ­νει τη δύ­να­μη την αι­σθη­τι­κή συ­γκί­νη­σης, ικα­νό να απο­φορ­τί­σει την έντα­ση της βα­ρύ­τη­τας των θε­μά­των που ανα­δει­κνύ­ο­νται.

Τα ποι­ή­μα­τά σε πε­ζό του Α. Χιό­νη συ­γκι­νούν και προ­βλη­μα­τί­ζουν, κι­νη­το­ποιούν ανα­στο­χα­στι­κά με το φι­λο­σο­φι­κό τους βά­θος και λει­τουρ­γούν απο­κα­λυ­πτι­κά. Πί­σω από όλες τις ιστο­ρί­ες που αφη­γού­νται εί­ναι πε­ρί­τε­χνα προ­στα­τευ­μέ­νη η υπαρ­ξια­κή αγω­νία του αν­θρώ­που και του δη­μιουρ­γού, η ανα­μέ­τρη­σή του με το θά­να­το, η ρε­α­λι­στι­κά γειω­μέ­νη με­τα­φυ­σι­κή της ζω­ής του στην άρ­ρη­κτη σχέ­ση της με την φύ­ση και την τέ­χνη του, πτυ­χές τις οποί­ες υπε­ρα­σπί­ζο­νται ανα­ζη­τώ­ντας την άλ­λη όψη τους, φω­τί­ζο­ντας την αθέ­α­τη πλευ­ρά των όντων, του αν­θρώ­που και των πρα­μά­των του, με μιαν πλα­τω­νι­κή αντί­λη­ψη[24] διεκ­δί­κη­σης της αλή­θειας που υπεν­θυ­μί­ζει ότι το φαί­νε­σθαι της ζω­ής μας δεν ταυ­τί­ζε­ται με το εί­ναι κι ό,τι ζού­με δεν εί­ναι πα­ρά το εί­δω­λο, η αντα­νά­κλα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, όντας δε­σμώ­τες ενός σύγ­χρο­νου σπη­λαί­ου ή ίσως κά­τοι­κοι του υπο­γεί­ου του ου­ρα­νού που λέ­γε­ται γη, για να μι­λή­σου­με με όρους της ποι­η­τι­κής του μυ­θο­λο­γί­ας, μιας αυ­τα­πά­της, μιας ψευ­δαί­σθη­σης ζω­ής που η ποί­η­ση απο­κα­λύ­πτει προ­τεί­νο­ντας μιαν άλ­λην όρα­ση του κό­σμου. Ταυ­τό­χρο­να επι­βε­βαιώ­νουν την άπο­ψη του Ν. Βα­γε­νά σύμ­φω­να με την οποία το πε­ριε­χό­με­νο της μορ­φής εί­ναι αδια­φι­λο­νί­κη­τα πιο βα­θύ από τη μορ­φή του πε­ριε­χο­μέ­νου[25] πα­ρα­μέ­νο­ντας ποι­ή­μα­τα, πα­ρά την πε­ζό­μορ­φη ει­κό­να τους, λό­γω της συ­γκι­νη­σια­κής φόρ­τι­σης που εμπε­ριέ­χουν, αλ­λά και λό­γω της ει­κο­νο­πλα­στι­κής τους δει­νό­τη­τας, ου­σιώ­δεις ιδιο­συ­στα­σια­κές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις ποι­η­τι­κό­τη­τας που δεν κα­ταρ­γού­νται και τεκ­μη­ριώ­νουν ότι δεν υφί­στα­ται κα­τά­λυ­ση των ορί­ων των ει­δών αλ­λά υπέρ­βα­ση των μορ­φών τους.[26] Δο­σμέ­να στη διεύ­ρυν­ση της ση­μαί­νου­σας στιγ­μής, προ­σπε­λά­ζο­ντας επα­γω­γι­κά την αλή­θεια μέ­σα από τη συ­νεί­δη­ση του βιώ­μα­τος, θυ­μί­ζουν έρ­γα λε­πταί­σθη­του για­πω­νέ­ζου μι­κρο­γρά­φου, εν­δε­χο­μέ­νως του γνω­στού Κα­μι­μού­ρα Γιου­τά­κα[27] με τον οποίο ο Αρ­γύ­ρης Χιό­νης έχει στε­νή «συ­νερ­γα­σία» όντας ένα ακό­μα επώ­νυ­μο προ­σω­πείο του. Αντι­προ­σω­πευ­τι­κό δείγ­μα αρι­στο­τε­χνι­κής αξιο­ποί­η­σης της τε­χνι­κής των προ­σω­πεί­ων απο­τε­λεί το ακό­λου­θο ει­κα­στι­κό ποί­η­μα ποι­η­τι­κής, κομ­ψο­τέ­χνη­μα λε­πτής πα­ρα­τή­ρη­σης, λι­τής, αλ­λά εύ­στο­χης γρα­φής. Ανα­πτύσ­σε­ται σε μια μό­νο εκτε­νή πε­ρί­ο­δο λό­γου υπο­τα­κτι­κής σύ­ντα­ξης, από ένα τρι­το­πρό­σω­πο, προ­νο­μια­κό πα­ντο­γνώ­στη αφη­γη­τή- πα­ρα­τη­ρη­τή, «υπο­κρι­τι­κά» απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νο, ο οποί­ος εγκι­βω­τί­ζει, με υψη­λή ευ­κρί­νεια και με μια τε­χνι­κή που θυ­μί­ζει mise an abyme, στη δι­κή του δη­μιουρ­γι­κή στιγ­μή ποι­η­τι­κής γρα­φής στιγ­μιό­τυ­πα δη­μιουρ­γι­κής έμπνευ­σης δύο ακό­μα δη­μιουρ­γών με τους οποί­ους θα συ­να­ντη­θεί, σε μια, κα­θό­λα απρό­σμε­νη και πα­ρά­δο­ξη, από­δο­ση του βά­θους της ποι­η­τι­κής τέ­χνης κι από τους τρεις τους, επι­βε­βαιώ­νο­ντας την πα­ρου­σία της ποί­η­σης στην απο­τύ­πω­ση της αμ­φί­θυ­μης συ­γκι­νη­σια­κής φόρ­τι­σης που κυο­φο­ρεί, της αγω­νί­ας και της ηδο­νής που την προσ­διο­ρί­ζει:


« ΕΝΑΣ ΓΙΑ­ΠΩ­ΝΕ­ΖΟΣ ΜΙ­ΚΡΟ­ΓΡΑ­ΦΟΣ γρά­φει ένα ποί­η­μα πά­νω σ΄έναν κόκ­κο ρύ­ζι, ενώ ένας άλ­λος Για­πω­νέ­ζος μι­κρο­γρά­φος ζω­γρα­φί­ζει τη σκη­νή πά­νω σε μιαν ελά­χι­στη αχη­βά­δα, όπου εί­ναι βέ­βαια αδύ­να­το να δια­κρί­νεις το ρύ­ζι και το ποί­η­μα, αλλ΄αν προ­σε­χτι­κά κοι­τά­ξεις πό­σο τέ­λεια έχει απο­τυ­πω­θεί η αγω­νία και η ηδο­νή στο πρό­σω­πο του γρά­φο­ντος, θα νιώ­σεις σί­γου­ρα ότι πρό­κει­ται για κά­ποιον που γρά­φει ένα ποί­η­μα πά­νω σ΄έναν κόκ­κο ρύ­ζι».
[28]

Και τους δυο πα­ρα­κο­λου­θεί, ζώ­ντας μα­ζί τους ο ποι­η­τής Α. Χιό­νης, κα­θρε­φτι­ζό­με­νος στη μοί­ρα τους, συ­γκά­τοι­κος του κοι­νού ποι­η­τι­κού σύ­μπα­ντος και για αυ­τό ο πλέ­ον κα­τάλ­λη­λος να μοι­ρα­στεί και να με­τα­φέ­ρει το βά­θος της στιγ­μής χω­ρίς σχό­λια, μό­νο μέ­σω μια ει­κό­νας που επι­βε­βαιώ­νει ότι τα ποι­ή­μα­τά του απο­τε­λούν επί της ου­σί­ας Ιδε­ο­γράμ­μα­τα, γρα­πτά δη­λα­δή σή­μα­τα της ιδέ­ας, κρυμ­μέ­νης στην ει­κό­να τους.
Γρά­φο­ντας για την πε­ζο­γρά­φο Ζυ­ρά­να Ζα­τέ­λη στο κεί­με­νό του που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή Η πο­λι­τεία Λα­βύ­ριν­θος, επι­βε­βαιώ­νο­ντας την άπο­ψη πως « Κά­θε με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας όμως όταν γρά­φει για έναν άλ­λον συγ­γρα­φέα, γρά­φει πά­ντα για τον εαυ­τό του»,[29] την χα­ρα­κτη­ρί­ζει «σπου­δαία συγ­γρα­φέα, όχι για­τί κα­τέ­χει άρι­στα την τε­χνι­κή της πλο­κής, αλ­λά για­τί εί­ναι κα­τά βά­σιν ποι­ή­τρια»[30] και αι­τιο­λο­γεί την άπο­ψή του ανα­φέ­ρο­ντας τρία βα­σι­κά γνω­ρί­σμα­τα της ποι­η­τι­κής γρα­φής και γρα­φής της, την ικα­νό­τη­τά της να με­τα­μορ­φώ­νει σε μα­γι­κό σύ­μπαν τον συ­νη­θι­σμέ­νο κό­σμο, να συν­θέ­τει πα­ρά­ται­ρα υλι­κά μου­σι­κά, απρό­σκο­πτα, προ­κα­λώ­ντας ανα­τρι­χί­λα και να ζει μέ­σα στους μύ­θους της, να εί­ναι ταυ­τι­σμέ­νη με το έρ­γο της, κά­τι που κα­τά τον Χιό­νη εί­ναι «προ­νό­μιο ή κα­τά­ρα μό­νο κά­ποιων ποι­η­τών»[31] την κοι­νή μοί­ρα των οποί­ων μοι­ρά­ζε­ται όπως το έρ­γου του επι­βε­βαιώ­νει.

Τα ποι­ή­μα­τά του σε πε­ζό απο­τε­λούν ζα­χα­ρω­μέ­να ποι­η­τι­κά βό­τσα­λα για τον τρό­πο που δια­χει­ρί­ζο­νται γε­νι­κό­τε­ρα την αν­θρώ­πι­νη συν­θή­κη, την αντο­χή και την ευ­θραυ­στό­τη­τα της ψυ­χής μπρο­στά στην απρο­σπέ­λα­στη συ­μπα­ντι­κή απε­ρα­ντο­σύ­νη και τον πό­θο του απεί­ρου, τη γεν­ναία, διαρ­κή πά­λη με τον θά­να­το που διεκ­δι­κεί τη νί­κη ακό­μα και στη νο­μο­τέ­λεια της ήτ­τας, τη βα­θιά σχέ­ση με τη φύ­ση, υπεν­θύ­μι­ση μιας τρυ­φε­ρής, αρ­χέ­γο­νης χοϊ­κό­τη­τας που απο­τε­λεί αδιά­λει­πτη σο­φή μα­θη­τεία αντι­με­τώ­πι­σης της εσω­τε­ρι­κής στέ­πας του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που, το άγ­γιγ­μα της αλή­θειας, το βά­ρος της μνή­μης, την μά­ταιη πά­λη με το χρό­νο ως σι­σύ­φεια πο­ρεία στην κοι­λά­δα των βρά­χων, αλ­λά και τον αμ­φί­θυ­μο χα­ρα­κτή­ρα της ποί­η­σης, έναν γοη­τευ­τι­κό ποι­η­τι­κό Ια­νό που δεν φεί­δε­ται του πό­νου και της χα­ράς όπως κά­θε τι που επι­θυ­μού­με πο­λύ.

Στα Λε­κτι­κά το­πία ήδη, σε μια ονει­ρι­κή σκη­νή με εξο­μο­λο­γη­τι­κή διά­θε­ση, η πρω­το­πρό­σω­πη ποι­η­τι­κή πα­ρου­σία θα ανα­πα­ρα­στή­σει με μιαν ει­κό­να σκη­νι­κή, γκρο­τέ­σκο κί­νη­σης, το βί­ω­μα της απει­λής της ζω­ής του ποι­η­τή που και­ρο­φυ­λα­κτεί στη δα­μό­κλειο σπά­θη της λέ­ξης: « Το δω­μά­τιο ήταν άδειο. Πά­νω απ΄το κε­φά­λι μου κρε­μό­τα­νε μια λέ­ξη απα­στρά­πτου­σα κι απει­λη­τι­κή σα σπά­θη. Όπου πή­γαι­να πή­γαι­νε, όπου στε­κό­μουν στε­κό­ταν. Πριν προ­λά­βω να τη δέ­σω στο ποί­η­μα, σκέ­φτη­κα, θα μου κό­ψει το σβέρ­κο».[32] Η ποί­η­ση σφα­γείο όσων δεν έχουν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τη δύ­να­μή της θα ανα­δυ­θεί επί­σης μέ­σα από την ποι­η­τι­κή αλ­λη­γο­ρία «Οι αρά­χνες» που θέ­λει τα πε­ρί­τε­χνα ποι­ή­μα­τα τα οποία «ακοί­μη­τες, αει­κί­νη­τες, υφαί­νουν οι αρά­χνες στο υπό­γειο, υπό μορ­φήν ιστού, αλάν­θα­στες πα­γί­δες για τους αφε­λείς που, γοη­τευ­μέ­νοι, ξε­χνούν τις απο­στά­σεις ασφα­λεί­ας και ει­σχω­ρούν για πά­ντα μες στην ποί­η­ση, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας την έτσι σε σφα­γείο».[33] Αφε­λείς που θυμί­ζουν τους γοη­τευ­μέ­νους επι­λή­σμο­νες δύ­τες του βυ­θού,[34] αυ­τούς που απο­φα­σί­ζουν να κρα­τή­σουν την ανά­σα τους για πά­ντα αδια­φο­ρώ­ντας για την πρώ­ην ζωή τους, πα­ρα­δο­μέ­νοι στα πιο με­γά­λα βά­θη, σε μιαν ακό­μα αλ­λη­γο­ρία που πα­ντρεύ­ει το ρε­α­λι­στι­κό με το φα­ντα­στι­κό για να οδη­γη­θεί στα συ­μπε­ρά­σμα­τά της από τον Ακί­νη­το δρο­μέα. Μια πο­λυ­πρό­σω­πη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή στην οποία άλ­λο­τε πρό­σω­πα επώ­νυ­μα μέ­σω των ιδιο­τή­των τους ως αθλη­τές με την στε­νή και την ευ­ρεία έν­νοια του όρου στοι­χειο­θε­τούν προ­σω­πεία του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που, κι άλ­λο­τε ως ένα πρό­σω­πο, αυ­τό του «Ακί­νη­του στην κοί­τη του πο­τα­μού», όπως προσ­διο­ρί­ζε­ται η δεύ­τε­ρη με­γά­λη ενό­τη­τα της συλ­λο­γής, συν­θέ­τουν ένα πο­λυ­φω­νι­κό πορ­τρέ­το, μια προ­σω­πο­γρα­φία του ποι­η­τή ή μια ποι­η­τι­κή persona του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που. Απο­τυ­πώ­νο­ντας την επώ­δυ­νη, ψυ­χι­κά, εμπει­ρία της γρα­φής με σω­μα­τι­κούς όρους θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τη λέ­ξη σφα­γή[35] και στην συλ­λο­γή Τό­τε που η σιω­πή τρα­γού­δη­σε κι άλ­λα ασή­μα­ντα πε­ρι­στα­τι­κά σ΄ένα πε­ζό ποί­η­μα εξω­λο­γι­κών εμπει­ριών και ψυ­χι­κών συμ­βά­ντων, κα­λο­δου­λε­μέ­νο όπως όλα, ορ­γα­νω­μέ­νο στη βά­ση ενός λαν­θά­νο­ντος εσω­τε­ρι­κού μο­νο­λό­γου κρυμ­μέ­νου στον Ελεύ­θε­ρο πλά­γιο λό­γο και αφη­γη­μέ­νου από ένα πα­νε­πό­πτη αφη­γη­τή –υπο­κρι­τή, μέ­το­χο του βιώ­μα­τος του ποι­η­τή ως ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου της γρα­φής : « ΠΡΟ­ΣΠΑ­ΘΩ­ΝΤΑΣ ΝΑ ΣΥΝ­ΘΕ­ΣΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙ­Η­ΜΑ στη γρα­φο­μη­χα­νή, ανα­κα­λύ­πτει, ξαφ­νι­κά ότι μα­τώ­νουν τ΄ ακρο­δά­χτυ­λά του. Τα πλή­κτρα έχουν βγά­λει αγκά­θια, οι φρά­σεις φρά­χτες βά­των γί­να­νε, άβα­τος τό­πος έγι­νε το ποί­η­μα, μού­λια­σε το χαρ­τί στο αί­μα.

«Αυ­τό δεν εί­ναι ποί­η­ση», σκέ­φτε­ται, «αυ­τό εί­ναι σφα­γή», κι απο­φα­σί­ζει να εγκα­τα­λεί­ψει τη δο­λο­φό­νο μη­χα­νή και να επι­στρέ­ψει στο μο­λύ­βι. Όμως κι αυ­τό δεν εί­ναι επι­κίν­δυ­νο; Κι αυ­τό δεν απει­λού­σε να τι­να­χτεί από το χέ­ρι του, τα μά­τια να του βγά­λει;

Μο­νά­χα με το δά­χτυ­λο θα γρά­φει, στο εξής, τα ποι­ή­μα­τά του, μο­νά­χα με το δά­χτυ­λο, πά­νω στην άμ­μο ή στο χιό­νι ή στη σκό­νη».

Αν στα Λε­κτι­κά το­πία η μα­ταιό­τη­τα και το δυ­σκο­λο­προ­σπέ­λα­στο της ποί­η­σης, ένα από τα Εί­κο­σι τέσ­σε­ρα καρ­φιά του για μα­λα­κά κρε­βά­τια ορί­στη­κε, πα­ρά­δο­ξα και ανα­τρε­πτι­κά με ένα στί­χο που θυ­μί­ζει verset ως ανε­πί­δο­τη δω­ρεά, ως «ελε­η­μο­σύ­νη στην πα­λά­μη ενός κου­λού/ κό­σμου»,[36] στα Εσω­τι­κά το­πία του και στην ενό­τη­τα «Πε­ρί Ποι­ή­σε­ως» που της αφιε­ρώ­νει θα επα­νέλ­θει με τον οι­κείο τρό­πο της ανα­τρο­πής που έρ­χε­ται να κα­ταρ­ρί­ψει την φαι­νο­με­νι­κή ελ­πί­δα της λύ­τρω­σης, προ­σφι­λή πρα­κτι­κή της ποι­η­τι­κής του που αι­σθη­το­ποιεί, απο­δρα­μα­το­ποιώ­ντας χω­ρίς όμως να μειώ­νει στο ελά­χι­στο, το ποιον του τρα­γι­κού, τη μα­ταί­ω­ση που βιώ­νει ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος και συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νος δη­μιουρ­γός, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια πα­ρο­μοί­ω­ση από το χώ­ρο της σύγ­χρο­νης εμπει­ρί­ας την οποία συ­μπλη­ρώ­νει με ένα απο­φα­ντι­κό σχό­λιο που μέ­νει ανε­ξή­γη­το: « Η ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΜΕ ΟΔΗ­ΓΕΙ όπως ο σκύ­λος τον τυ­φλό∙ βρί­σκει για μέ­να­νε το δρό­μο που, όμως, δεν οδη­γεί πο­τέ στο σπί­τι».[37] Πό­σο σκλη­ρή μπο­ρεί να εί­ναι η ποί­η­ση για όσους την διεκ­δι­κούν θα απο­κα­λύ­ψει σε ένα άλ­λο ακό­μα πε­ζό ποί­η­μα αυ­τής της ενό­τη­τας που συν­θέ­τει η εντυ­πω­σια­κή ανα­τρο­πή τριών συμ­βα­τι­κών θέ­σε­ων κοι­νής απο­δο­χής για τη συμ­βο­λή της ποί­η­σης στη ζωή μας, οι οποί­ες τί­θε­νται ως ερω­τή­μα­τα σε επα­να­λαμ­βα­νό­με­νους μορ­φο­συ­ντα­κτι­κούς πα­ραλ­λη­λι­σμούς:

« ΠΟΙΟΣ ΕΙ­ΠΕ ΟΤΙ Η ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΩΡΑΪ­ΖΕΙ; Λέ­πρα είν΄η ποί­η­ση και τρώ­ει το δέρ­μα και το κρέ­ας, τρώ­ει τα κόκ­κα­λα και την ψυ­χή. Η ποί­η­ση ασκη­μί­ζει.
Ποιος εί­πε ότι η ποί­η­ση στη­ρί­ζει; Ξε­ρο­λι­θιά ετοι­μόρ­ρο­πη είν΄η ποί­η­ση, στην άκρη ενός γκρε­μού, κι αν ακου­μπή­σεις πά­νω της, στο χαί­νον χά­ος χά­νε­σαι. Η ποί­η­ση κα­τα­πο­ντί­ζει.
Ποιος εί­πε ότι η ποί­η­ση απα­θα­να­τί­ζει; Θά­να­τος αρ­γός, κα­θη­με­ρι­νός, σα­ρά­κι είν΄η ποί­η­ση, που αδιά­κο­πα σ΄αδειά­ζει από τα μέ­σα, ώσπου να γί­νεις σαν που­κά­μι­σο φι­διού και να ΄ρθουν οι τα­ρι­χευ­τές να σε γε­μί­σουν μ΄άχυ­ρα ή μπα­μπά­κι και να σε κά­νουν σκιά­χτρο αιώ­νιο
».[38]

Τα ποι­ή­μα­τα του, χάρ­τι­να που­λιά που προ­σπα­θούν να κε­λαη­δή­σουν,[39] εκ­φρά­ζουν την διαρ­κή ποι­η­τι­κή αγω­νία του ενώ αυ­τή την ψυ­χι­κή ανά­τα­ση με­τά τη γρα­φή του ποι­ή­μα­τος θα απο­δώ­σει μέ­σα από μια διε­ξο­δι­κή πα­ρο­μοί­ω­ση ει­κα­στι­κής σύλ­λη­ψης που στη­ρί­ζει το ποί­η­μα σε πε­ζό ως δο­μι­κός άξο­νας συ­γκρό­τη­σής του, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας τη με­τα­φο­ρά και την προ­σω­πο­ποί­η­ση που αντλούν και από τη ση­μειο­λο­γία της φύ­σης για να απο­τυ­πώ­σουν με ενάρ­γεια και όρους σω­μα­τι­κούς το μο­να­δι­κό ψυ­χι­κό βί­ω­μα πλή­ρω­σης και ελευ­θε­ρί­ας: « ΟΠΩΣ ΤΙ­ΝΑ­ΖΕ­ΤΑΙ ΞΑ­ΝΑ ΨΗ­ΛΑ, ελεύ­θε­ρο από τον ώρι­μο καρ­πό, το τρυ­γη­μέ­νο της ελιάς κλα­δί, έτσι και η ψυ­χή μου, αλα­φρω­μέ­νη από το τε­λειω­μέ­νο ποί­η­μα, και­νούρ­για εκτί­να­ξη στα ύψη επι­χει­ρεί, χω­ρίς να παύ­ει, ωστό­σο, να κοι­τά­ζει χα­μη­λά, μ΄ανη­συ­χία πε­ρισ­σή, με έγνοια, το τε­λειω­μέ­νο ποί­η­μα, τε­λειω­μέ­νο, ναι, μη­δέ­πο­τε όμως τέ­λειο όπως ο ώρι­μος καρ­πός».[40]

Η ποί­η­ση του απο­κά­λυ­ψη της γυ­μνής αλή­θειας, αυ­τής που θά­βε­ται συ­χνά μέ­σα στη φλυα­ρία των λέ­ξε­ων κι όχι επι­νό­η­ση. Με λό­γο εξο­μο­λο­γη­τι­κό, άμε­σο και ευ­θύ­βο­λο χά­ρη στη λι­τό­τη­τά του, σε μια μό­νο πε­ρί­ο­δο λό­γου δη­λώ­νει: « ΕΓΩ ΔΕ ΓΡΑ­ΦΩ ΠΟΙ­Η­ΜΑ­ΤΑ, την ποί­η­ση απλώς ανα­κα­λύ­πτω, θαμ­μέ­νη κά­τω από αλ­λε­πάλ­λη­λα στρώ­μα­τα λέ­ξε­ων, απλώς απο­κα­λύ­πτω το γυ­μνό κορ­μί της».[41] Ο λό­γος της ισό­τι­μος της πο­λύ­ση­μης σιω­πής αφού σχε­δόν απο­φθεγ­μα­τι­κά ο ποι­η­τής απο­φαί­νε­ται: «Μ΄ΑΥ­ΤΟ ΠΟΥ ΔΕ ΛΕ­ΕΙ, μ΄αυ­τό που σκό­πι­μα ή εν αγνοία του απο­σιω­πά, μ΄ αυ­τό που ού­τε καν υπο­νο­εί­ται από τα λό­για του, μ΄ αυ­τό μας πεί­θει ο ποι­η­τής»[42] σε μια ποί­η­ση κα­τε­ξο­χήν αντι­ρη­το­ρι­κή.

Όλη η ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα «Όταν με επι­σκέ­πτε­ται η Σκο­τει­νή Κυ­ρία» από τη συλ­λο­γή Στο Υπό­γειο, σύν­θε­ση ποι­η­μά­των σε πε­ζό που συ­γκρο­τούν μια ενό­τη­τα, εί­ναι ένας δια­φο­ρε­τι­κός τρα­γι­κός ύμνος, με τη μορ­φή απο­κα­λυ­πτι­κού εξο­μο­λο­γη­τι­κού μο­νο­λό­γου, στην πο­λύ­τι­μη, αν και αμ­φί­ση­μη, προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη πα­ρου­σία της ποί­η­σης στη ζωή του η οποία λο­γί­ζε­ται αξε­διά­λυ­τα δε­μέ­νη με την τέ­χνη του, έμπλε­ος του πό­θου και του απέ­ρα­ντου πό­νου που προ­κα­λεί το ανεκ­πλή­ρω­το προσ­δο­κώ­με­νο μιας σχέ­σης έντο­να ερω­τι­κής. Εμ­βλη­μα­τι­κή μορ­φή η Σκο­τει­νή Κυ­ρία,[43] με­τω­νυ­μία του ποι­η­τή, έκ­φρα­ση της εσω­τε­ρι­κής του ανά­γκης για ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση, εν­σάρ­κω­ση της ποι­η­τι­κής μού­σας που τον συ­ναρ­πά­ζει, σκο­τει­νή όχι μό­νο για τα μαύ­ρα ρού­χα που φο­ρεί όσο «για­τί ειν΄ σκο­τει­νές και δό­λιες οι προ­θέ­σεις της»(Στο υπό­γειο σ.69), «ντυ­μέ­νη φό­νο και ηδο­νή»( Στο υπό­γειο, σ.66), δυ­να­μι­κή, ορ­μη­τι­κή, έρ­χε­ται «ως ίλη ιπ­πι­κού που επε­λαύ­νει»( Στο υπό­γειο, σ. 67) , «εγώ ήρ­θα εδώ να φάω καρ­διά και να ρου­φή­ξω αί­μα» (Στο υπό­γειο, σ.68) αντη­χεί με την πα­ρεμ­βο­λή του ευ­θέ­ος λό­γου η φω­νή της, αλ­λά συ­νά­μα και εξό­χως ερω­τι­κή, « με τό­ση σμί­γου­με ορ­μή που σεί­ε­ται του σύ­μπα­ντος το δέ­ντρο και πλή­θος άστρα πέ­φτουν, πριν την ώρα τους, στη γη. Όμως τα χεί­λη της εί­ναι πι­κρά, πι­κρό και το αι­δοίο της, κι η κλί­νη που λι­κνί­ζει το τα­ξί­δι μας Αχε­ρου­σία λί­μνη» (Στο υπό­γειο, σ. 68), όπως και «απο­τρό­παια ωραία», «μοι­ραία» (Στο υπό­γειο, σ.70), «σκλη­ρή ει­μαρ­μέ­νη που την ψυ­χή μου γδέρ­νει, ίδια βε­λό­να φω­νο­γρά­φου, βγά­ζο­ντας απ΄τα βά­θη μου κραυ­γές χα­ράς και γό­ους τά­φου» (Στο υπό­γειο , σ. 71) εί­ναι «της ου­το­πί­ας δέ­σποι­να» (Στο υπό­γειο , σ.70), μια ακό­μα Σα­λώ­μη δο­σμέ­νη στο εκ­μαυ­λι­στι­κό χο­ρό των επτά πέ­πλων που ενώ έχει προ­ε­τοι­μά­σει το θύ­μα της για τη με­γά­λη θυ­σία το πα­ρα­δί­δει στην ανυ­παρ­ξία και το αδιέ­ξο­δο της καλ­λι­τε­χνι­κής ευ­φο­ρί­ας. Εί­ναι η εν­σάρ­κω­ση της από­λυ­της ευ­δαι­μο­νι­κής πλή­ρω­σης γι΄αυ­τό και εί­ναι ταυ­τό­ση­μη του απέ­ρα­ντου πό­νου που προ­κα­λεί η απου­σία της: « ΟΤΑΝ ΜΕ ΕΠΙ­ΣΚΕ­ΠΤΕ­ΤΑΙ Η ΣΚΟ­ΤΕΙ­ΝΗ ΚΥΡΙΑ, νιώ­θω ότι μπο­ρώ να στή­σω σκά­λα και να φτά­σω άστρα κι ου­ρα­νό. Όταν μ΄εγκα­τα­λεί­πει η Σκο­τει­νή Κυ­ρία, κά­τω απ΄τη σκά­λα κου­λου­ριά­ζο­μαι, σκυ­λί δαρ­μέ­νο κι ορ­φα­νό» ( Στο υπό­γειο, σ. 71).

Εί­ναι γε­γο­νός, όπως εύ­στο­χα απο­κα­λύ­πτει ο Α. Χιό­νης σ΄ ένα ποί­η­μά του σε πε­ζό που θα μπο­ρού­σε να δια­βα­στεί και ως ερ­μη­νευ­τι­κό ποι­η­τι­κό αυ­το­σχό­λιο εξαι­ρε­τι­κής ει­κο­νο­πλα­στι­κής ευ­στο­χί­ας που αντλεί από τη με­τα­φο­ρι­κή δει­νό­τη­τα του ποι­η­τι­κού λό­γου, πως «Μες στα ποι­ή­μα­τά του έδυε συ­χνά ένας ήλιος, σε κά­ποια γω­νιά τους έπε­φτε, ακό­μα και το κα­λο­καί­ρι, ένα πι­κρό πυ­κνό χιό­νι, σε κά­ποια άλ­λη έβρε­χε αδιά­κο­πα. Άν­θρω­ποι περ­νού­σαν άκρη-άκρη, σχε­δόν απα­ρα­τή­ρη­τοι, σκυ­φτοί και εύ­θραυ­στοι σαν κε­λύ­φη, κού­φιοι απ΄το σα­ρά­κι του ανέκ­φρα­στου. Πα­ντού βα­σί­λευε η σιω­πή κι οι λέ­ξεις βρί­σκο­νταν εκεί μο­νά­χα για να την υπο­γραμ­μί­ζουν.

Πολ­λές φο­ρές προ­σπά­θη­σε να φω­τί­σει τα το­πία του, να τα στε­γνώ­σει, να ση­κώ­σει το κε­φά­λι των αν­θρώ­πων του προς τον ου­ρα­νό, να φου­σκώ­σει τους θώ­ρα­κες με κά­ποιο τρα­γού­δι. Μά­ταια. Πά­ντα σε κά­ποια γω­νιά επέ­με­νε το χιό­νι, σε κά­ποια άλ­λη η βρο­χή, και η σιω­πή ήταν το ίδιο πά­ντα μα­λα­κό και γκρί­ζο χώ­μα όπου βα­δί­ζα­νε αθό­ρυ­βα οι λέ­ξεις του».[44]

Τα ποι­ή­μα­τά του σε πε­ζό απο­τε­λούν το μα­λα­κό και γκρί­ζο χώ­μα της σιω­πής που βα­δί­ζουν οι λέ­ξεις του στο ποι­η­τι­κό τους τα­ξί­δι στην εν­δο­χώ­ρα πα­τρί­δα (Σαν τον Τυ­φλό μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη, σ. 319) και στην απο­κά­λυ­ψη της αλή­θειας της ψυ­χής του (Σαν τον Τυ­φλό μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη, σ. 314), εί­ναι «το­πία ή απο­σπά­σμα­τα το­πί­ων»,[45] «ιστο­ρί­ες μια επο­χής που πέ­ρα­σε χω­ρίς πο­τέ να έχει έρ­θει»,[46] μι­κρά θαύ­μα­τα «μιας μου­σι­κής χω­ρίς ρυθ­μό και δί­χως ρί­μα, αρ­κε­τά εύ­καμ­πτη και ασυ­νάρ­μο­στη προ­κει­μέ­νου να συ­ναρ­μό­ζε­ται στα λυ­ρι­κά κι­νή­μα­τα της ψυ­χής, στους κλυ­δω­νι­σμούς της ονει­ρο­φα­ντα­σί­ας, στα ξέ­φρε­να τι­νάγ­μα­τα της συ­νεί­δη­σης» όπως ση­μειώ­νει ο Μπω­ντλέρ στην ει­σα­γω­γή του στα Μι­κρά ποι­ή­μα­τα σε πε­ζό.[47]

Στο δι­ή­γη­μά του «Τό­τε που η Χί­μαι­ρα» ανα­φέ­ρει πώς όσο αυ­τή η απροσ­διό­ρι­στη τε­ρα­τώ­δης μορ­φή του ζω­ι­κού βα­σι­λεί­ου ήταν στη ζωή του η ποί­η­σή του «απέ­κτη­σε ένα σκο­τει­νό, ιλιγ­γιώ­δες βά­θος που μό­νο σε γρα­φές όπως αυ­τή της Απο­κά­λυ­ψης μπο­ρεί κα­νείς να βρει»,[48] όταν την έχα­σε τα ποι­ή­μα­τά του «ξα­να­γί­ναν εγκε­φα­λι­κές κα­τα­σκευ­ές, άψυ­χα ξύ­λα ,/…/»[49]. Το έρ­γο του και ει­δι­κό­τε­ρα τα ποι­ή­μα­τά του σε πε­ζό ωστό­σο απο­κα­λύ­πτουν ότι η αι­μά­σου­σα πλη­γή, η Χί­μαι­ρα, η χί­μαι­ρα της ζω­ής του,[50] η ποί­η­ση, πα­ρη­γο­ρία και πό­θος του ανέκ­φρα­στου, δρό­μος της ου­το­πί­ας, δεν τον εγκα­τέ­λει­ψε πο­τέ… αφού, όπως απο­κα­λύ­πτει σε ομό­τι­τλο πε­ζό ποί­η­μά του, όντας ποι­η­τής εί­ναι δει­νός κυ­νη­γός γνή­σιων χι­μαι­ρών.[51]


 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: