Α. Η φίλια αναζήτηση / Ανάγνωση χωρόχρονου / Το γράμμα σώζει (;)
«Όμως καλύτερα να περιοριστούμε στα κουνέλια και τα περιστέρια» (1)
Με τον Αργύρη Χιόνη η φιλία μας υπήρξε μακρόχρονη και εγκάρδια. Παρά τις μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις οι οποίες, κατά κανόνα μας χώριζαν, κάθε φορά για επαγγελματικούς λόγους, η επικοινωνία μας διατηρήθηκε επί δεκαετίες αλώβητη. Εκείνος π. χ. στις Βρυξέλλες κι εγώ στη Νέα Υόρκη από το 1983 έως το 1989: η αλληλογραφία μας ήταν η ανοικτή γέφυρα σταθερής ανταλλαγής ιδεών και βεβαίως έργων. Μερικές φορές μάλιστα, τα βιβλία μας εκδίδονταν την ίδια χρονιά. Όπως φέρ’ ειπείν, συνέβη το 1974. Τότε βγήκε από τον Μπουκουμάνη το τρίτο του ποιητικό βιβλίο, οι Μεταμορφώσεις, κι από τον Κούρο του Λεωνίδα Χρηστάκη οι Φόρμες και άλλα ποιήματα 1970- 73. Ήταν η πρώτη μου ποιητική συλλογή. Το 1982 εκδίδεται από τον οίκο Bell το μυθιστόρημα του Jeffrey Fast Κάιν και Άβελ, σε μετάφρασή του, ενώ από τον Οδυσσέα, μεταφρασμένη από μένα, Η κυρία της λίμνης του Raymond Chandler. To 2004 κυκλοφορεί από τη Νεφέλη η ενδέκατη ποιητική του συλλογή, Στο υπόγειο, ενώ από τον Κέδρο εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο ταξιδιωτικών μαρτυριών μου, με τίτλο, Στην απαγορευμένη πόλη. Το 2007 εκδίδεται το τρίτο βιβλίο πεζογραφίας του Αργύρη Χιόνη, η συλλογή αφηγημάτων, Περί αγγέλων και δαιμόνων, το «αδελφάκι του Όντα και μη όντα» του, όπως σημειώνει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο, ενώ από τον Κέδρο κυκλοφορεί το τέταρτο πεζογραφικό μου βιβλίο, οι Έρωτες τοπίων (Μαρτυρίες, μεταφορές). Τα δε προαναφερόμενα Όντα και μη όντα, των εκδόσεων του Γαβριηλίδη, κυκλοφορήθηκαν το 2006, λίγους μόνο μήνες μετά την έκτη έκδοση του Βιβλίου των Φανταστικών Όντων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που είχα μεταφράσει αρχικά για το Libro.
Κατά καιρούς βέβαια συνυπήρξαμε στην πατρίδα. Εδώ μια επιστολή του, πριν από είκοσι ένα περίπου χρόνια, από το Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας στο πατρικό-μητρικό μου σπίτι, στις Τζιτζιφιές της Καλλιθέας, όπου έμενα τότε, αλλά και κατά σύμπτωση σήμερα. Περιέχει κρίσεις για την ποιητική μου συλλογή Χρυσαλλίδα στον πάγο, που είχε κυκλοφορήσει από το Ύψιλον το 1999. Την παραθέτω αυτούσια:
Θροφαρί 30 V 2000
Φίλε Γιώργο,
Ζητώ χίλιες φορές συγγνώμη για τη μεγάλη καθυστέρηση αυτής της απάντησης. Mια άσχημη κρίση αυχενικού συνδρόμου, με τους σχετικούς αφόρητους πόνους στο κεφάλι, στη ράχη και στα άκρα, με κατέστησε, για αρκετό καιρό ανίκανο να σκεφτώ και να δράσω. Το βιβλίο σου, ωστόσο, το διάβασα και το ξαναδιάβασα, και μπορώ να πω ότι μου πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση στις δύσκολες αυτές στιγμές. Πρόκειται για ποίηση βαθύτατα συγκινημένη και, ταυτόχρονα, δουλεμένη και ξαναδουλεμένη (αυτή την εντύπωση έχω), χωρίς ωστόσο να χάνει, ούτε στο ελάχιστο, τη δροσιά και τη δύναμη της αρχικής έμπνευσης. Είναι πολύ σημαντικό αυτό· να μην φαίνονται οι ραφές της αισθητικής επέμβασης.
Και οι τρεις ενότητες είναι πολύ καλές. Αυτή, όμως, που κέρδισε την καρδιά μου είναι η τρίτη, πικρή ενότητα, «Ίχνη στο χιόνι».
Φίλε μου, εγώ κριτικός δεν είμαι, αλλά έχω την αίσθηση ότι αυτό το βιβλίο σου είναι σημαντικό βιβλίο, όχι μόνο για την προσωπική σου πορεία στο χώρο της ποίησης, αλλά, γενικότερα για την ποίησή μας.
Να είσαι πάντα καλά και δημιουργικός,
Με αγάπη,
Αργύρης
ΥΓ. Συγγνώμη για τον αεροπορικό φάκελλο. Πού ξέρεις όμως, μπορεί να φτάσει, έτσι, πιο γρήγορα το γράμμα.
Β. Οι σκιές της ζωής / Η περίσκεψη αντι-θάνατος
«Η ποίηση είναι ελεημοσύνη στην παλάμη ενός κουλού κόσμου»(2)
Έξι χρόνια μετά. Από το κλίμα των τότε συναναστροφών ένα δείγμα γραφής του: «Όσο ζούσα στο εξωτερικό, τόπος συνεύρεσης με τον αγαπημένο μου Γιώργο Καραβασίλη, κάθε φορά που επισκεπτόμουν την Ελλάδα, ήταν το μπαρ «Intime» ή in time (όπως λέγαμε κάποτε λογοπαίζοντας) στην οδό Φερών, πλάι στην πλατεία Βικτωρίας. Αυτό, επί εποχής Μήτσου, ενός φοβερού Ηπειρώτη με αρειμάνια μουστάκια και πλούσια μαλλιά, που έμοιαζε περισσότερο με τον Γκόρκι παρά με ιδιοκτήτη μπαρ. Όταν αυτός ο Μήτσος, ιδανικός μπάρμαν, πούλησε το μαγαζί κι άνοιξε κάβα στην πατρίδα του, τα πράγματα άρχισαν να χαλάνε. Μοναδική παρηγοριά σ’ αυτό το χώρο, που, με το νέο αφεντικό κατάντησε χώρος αλογομούρηδων, ήταν ο γλυκύτατος μπάρμαν Δημήτρης Βεργιανάκης, μακαρίτης πλέον κι αυτός, φίλος μου επιστήθιος μέχρι τον πολύ πρόσφατο θάνατό του. Όταν κάποτε μετακόμισα στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκα στην ορεινή Κορίνθια, ο Καραβασίλης είχε ήδη μετακομίσει στο «Au Revoir», το αρχαιότερο εν ζωή μπαρ του κλεινού άστεως. Έτσι, όποτε αριβάριζα στο σταθμό Πελοποννήσου (μεσημέρι Παρασκευής συνήθως), πριν ανέβω στη Νέα Κυψέλη, όπου μένει η καλή μου, έκανα μια στάση στο εν λόγω μπαρ για να ξαναβαφτίσει τη φιλία μας ο Άγιος Ιωάννης ο Περιπατητής, ο γνωστός keep walking.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, χάσαμε αυτή την υπέροχη ρουτίνα (απαραίτητη για κάθε λάτρη του ποτού), γιατί οι αξιοσέβαστοι ιδιοκτήτες του «Au Revoir», κύριοι Θόδωρος και Λύσανδρος, αποφάσισαν ότι κουράστηκαν και ότι στο εξής θα άνοιγαν μόνο τα βράδια.
Στο επόμενο τηλεφώνημά μας (πρέπει να ήταν άνοιξη του 2002), ο Γιώργος μού έδωσε ραντεβού στο μαγαζί κάποιου Σάμη Γαβριηλίδη, στον αριθμό 18 της οδού Μαυρομιχάλη. Λόγω της μακρόχρονης απουσίας μου, κατ’ αρχάς, από την Ελλάδα και, στη συνέχεια, από την Αθήνα, αγνοούσα ένα σωρό πρόσωπα, πράγματα και δρώμενα της πρωτεύουσας. Έτσι, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι επρόκειτο για ένα καινούργιο στέκι του φίλου μου, ένα καινούργιο μπαρ.
Το ραντεβού ήταν, αυτή τη φορά, για το Σάββατο το μεσημέρι. Κατέφθασα λοιπόν εκεί στην προκαθορισμένη ώρα και, από τη γωνία Σόλωνος και Μαυρομιχάλη, διέκρινα ήδη, στο πεζοδρόμιο, μια μεγάλη παρέα κυρίων και κυριών που, είτε καθισμένοι γύρω από δύο τραπεζάκια είτε όρθιοι, κρατούσαν ένα ποτήρι στο χέρι και, από τις φωνές και τα γέλια τους, κατάλαβα ότι βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι. Δεν είχα λοιπόν πέσει έξω· επρόκειτο πράγματι για μπαρ. Όταν όμως πλησίασα την παρέα, κι ενώ ο Γιώργος, που ήταν ήδη εκεί, άρχισε να με συστήνει, κοίταξα δεξιά, προς τη μεριά του μαγαζιού, και δεν είδα ούτε μπάρα ούτε σκαμπό, ούτε ράφια με μπουκάλια. Στον μακρόστενο αυτόν διάδρομο (περισσότερο στενό παρά μακρύ) υπήρχαν μόνο βιβλία.
Ένας κύριος, μετρίου αναστήματος, με απαρχή κοιλίτσας, αξούριστος, με πυκνό μαλλί στην κεφαλή, που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, έκοβε και μοίραζε πικάντικα σαλάμια και τυριά, σκούπισε τα χέρια του σε μια χαρτοπετσέτα και με καλωσόρισε πολύ εγκάρδια και ελαφρώς λιγδωμένα. Ήταν ο εκδότης Σάμης Γαβριηλίδης και χαιρόταν πολύ για τη γνωριμία μας· κι εγώ το ίδιο. Έκτοτε γίναμε φίλοι και παραμένουμε φίλοι, ακόμη και μετά την αναχώρηση του ανθρώπου που μας έφερε σε επαφή. Άλλωστε, ποτέ δεν την πήραμε στα σοβαρά αυτή την αναχώρηση. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι απλώς άλλαξε μπαρ ή εκδότη. Και είμαι σίγουρος ότι, κάποια στιγμή, θα βαρεθεί, θα πλήξει σ΄ αυτόν τον καινούργιο ξενέρωτο χώρο και θα επιστρέψει στην παρέα μας, Μαυρομιχάλη 18, στο πεζοδρόμιο. Κι αν αργήσει πολύ, θα πάμε εμείς να τον βρούμε».(3) Το βίωμα είναι ασφαλώς που προέχει. Αξιοποιείται μάλιστα με το πρόταγμα, όπως το παραθέτω: «ο άνθρωπος αποτελεί ολότητα και όχι συνονθύλευμα· κατά συνέπεια, εκφράζεται ολόκληρος ακόμα και στην πιο ασήμαντη και την πιο επιπόλαια συμπεριφορά· με άλλα λόγια, δεν υπάρχει προτίμηση, ανθρώπινη πράξη που να μην είναι αποκαλυπτική».(4) Η ποίηση αποτυπώνει εν προκειμένω ό, τι ο Αργύρης Χιόνης θεωρεί άξιο σημειωτικής συν-πράξης. Παραμένοντας λόγιος εξ επαγγέλματος, φτάνει πάνοπλος, τεχνικά πανέτοιμος στα οστά των σημείων (του). Η αξιοποίηση του δήθεν ουτιδανού από εννοιολογική άποψη αποβαίνει τόπος. Πρόκειται περί ανιχνεύσεων εν ολίγοις του απώτερου νοήματος των αντικειμένων – σχέσεων – καταστάσεων. Εξού και η βαρύτητα της ομολογίας του. Καταστατική πεποίθηση ενός συνεπούς ακριβολόγου του είδους. Ήτοι κατά λέξη τα εξής: «Εγώ δεν γράφω ποιήματα, την ποίηση απλώς ανακαλύπτω, θαμμένη κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα λέξεων· απλώς αποκαλύπτω το γυμνό κορμί της».(5)
Γ. Η ενότητα κειμένου, όραμα και πράξη
«την αλήθεια δεν τη φτιάχνει ο άνθρωπος· τη βρίσκει μόνο και τη χάνει»(6)
Ο Αργύρης Χιόνης ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων, οι οποίοι γνωρίζουν ότι παρόλο που η μορφή και οι ειδικότεροι τόνοι έκφρασης όντως διαφέρουν, το πεζογραφικό μήνυμα στην ολοκληρωμένη του μορφή και το ανάλογο ποιητικό παραμένει εν τέλει το ίδιο. Στο βαθμό μάλιστα που ισχύει ο χρυσός κανόνας του Ουάλας Στίβενς, ότι δηλαδή «η πραγματικότητα είναι προϊόν της πιο μεγαλειώδους φαντασίας», τότε τα τρία τομίδια βραχέων και εμφανέστατα συγγενικών πεζών του, ήτοι Όντα και μη όντα (2006), Περί αγγέλων και δαιμόνων (2007), αμφότερα στις εκδόσεις του Σάμη Γαβριηλίδη και Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, από τις εκδόσεις της Κίχλης, το 2008 (το ένα μάλιστα θα υποστήριζα ότι προσβλέπει στο άλλο, το τελευταίο είναι τρόπον τινά ο επίλογος του προηγηθέντος και η εισαγωγή στο επόμενο) συνιστούν εφαρμογές της μεικτής πλην απολύτως νόμιμης πρόσμειξης της εσωτερικά ή εξωτερικά ρυθμικής εκφοράς του λόγου με «αυθεντικούς» διηγηματικούς τροπισμούς.
Ο δημιουργικός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι ενιαίος, υπονοεί από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες. Οι δύο ταχύτητες, αυτή της μουσικής-ποιητικής υφής και η διαλεκτικά σύστοιχή της, δηλαδή της διηγητικά πεζόμορφης μυθοπλαστικής έκφανσης, δρουν συμπληρωματικά. Το συγκεκριμένο όχημα της γραφής του εν λόγω συγγραφέα χρειάζεται και τις δύο. Αρκεί να δει κανείς ενδεικτικά τόσο τον «Αλφειό και την Αρέθουσα», όσο και την «Ομορφιά που γεννιόταν και πέθαινε απαρατήρητη και που, παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν το ΄ βαλε κάτω», σελ. 85 και 49, αντιστοίχως. Εδώ μάλιστα θα μιλούσα για κειμενική τάξη, για κειμενική δικαιοσύνη, η οποία φέρνει τόσο κοντά τα δύο είδη, ώστε στο τέλος παράγεται αβίαστα ένα καλώς συγκερασμένο αμάλγαμα. Η ποίηση δεν υπονομεύει, με άλλα λόγια, ούτε βεβαίως σαρκάζει τις πεζογραφικές εφαρμογές. Τις ενισχύει συνειδητά από πλευράς εμπέδωσης των διδαγμάτων της μεταφοράς, της θεματικής ανατροπής και της δέουσας πύκνωσης των εκασταχού εκάστοτε καταγραφών. Πρόκειται για μια αρμονική διαχείριση των εκφραστικών μέσων, τα οποία θέλουν να θεωρούνται μεταξύ τους απολύτως ισότιμα. Άλλωστε, ο Γου Κιάο αρκετούς αιώνες πριν, στην Κίνα, στα χρόνια της δυναστείας Κινγκ, απαντώντας στα ερωτήματα περί ποιήσεως του Γουάνγκ Τζιλίνγκ, δήλωσε κατηγορηματικά ότι «το μήνυμα είναι σαν το ρύζι. Γράφοντας πρόζα, μαγειρεύεις ρύζι. Γράφοντας ποίηση, μετατρέπεις το ρύζι σε ρυζόκρασο. Όταν μαγειρεύεις ρύζι, το σχήμα του ρυζιού δεν αλλάζει, όταν όμως μετατρέπεις το ρύζι σε κρασί, τότε αλλάζει τόσο το σχήμα όσο και η υφή του. Το μαγειρεμένο ρύζι σε χορταίνει για να μπορέσεις να ζήσεις –αυτή είναι η φυσιολογική πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων. Το κρασί, από την άλλη πλευρά, σε μεθάει– κάνει τη θλίψη χαρά και τη χαρά θλίψη. Η επίδραση του είναι πέρα από κάθε λογική εξήγηση».(7)
Δ. Περί γνώσεως του άλλου / Το στωικό βλέμμα / Η πρόσληψη ζεν
«Μα επιτέλους, κανείς εδώ κάτω δεν πλάστηκε για την αθανασία;»(8)
Η αυθορμησία των συνταγμάτων της αρκούντως τιθασευμένης γλώσσας του Αργύρη Χιόνη, το τονίζω, δεν είναι πλαστή. Γνωρίζει πώς να ανασυγκροτεί τη συγκινησιακή ύλη με φρόνηση και λεπτότητα. Και με το αντίστοιχο χιούμορ. Όχι με το διαβρωτικό των υστερικών αποδομήσεων του συρμού, αλλά με το διακριτικό της φιλότητας. Ό, τι τον συνέχει με τη συμπαντική ύλη εντοπίζεται σε πλείστα όσα κείμενά του. Στην παρατιθέμενη πρόταση, εκ βαθέων, φρονώ, πόρισμα θέασης, διακρίνεται αμέσως η ανάγκη συν-ταύτισης με το πέραν. Με το κοσμικό εκεί, το οποίο ουχί παραδόξως είναι το καθόλα απτό, το πολλαπλώς λάλον ενταύθα. Εξ όνυχος: «Σε βλέπω δίπλα μου κι ωστόσο δεν υπάρχεις· είσ’ εν’ αστέρι που ’σβησε εκατομμύρια χρόνια πριν το φως του φτάσει εδώ».(9)
Αν χρειαστεί όμως, λόγω κυρίως της τριβής με την αρνητική, κοινώς θλιβερή πλευρά της εξ αντικειμένου πραγματικότητας, θα υιοθετήσει τον κόλαφο. Εκείνον που διαρθρώνεται από συλλαβές – καρφιά. Από σουβλιά δηλαδή σημαινομένων. Ό,τι εν γένει διέκρινε τη σχέση του τιμώμενου σήμερα ποιητή με την ύλη της περιρρέουσας κλίμακας αξιών συνοψίζεται στο άγαλμα μιας εμφανώς συνειδητής παραγωγικής κριτικής στάσης. Ως εκεί μάλιστα θα φτάσει: στη πολύσημη, στη γόνιμη, στη φιλοσοφούσα σιωπή. Στην εμμονή της σιωπής, ως θέση εμμονής ενός αδιάπτωτου αναστοχαστικού βίου, συντάσσεται το ποιητικό υποκείμενο, αναλογιζόμενο την ασίγαστη βουή των όντων. Στη σιωπή τελείται, εκτός των άλλων, η συγκλήρωση των θυμοσοφικών εκφάνσεων, η επανεξέταση της ατομικής θέσης, η επαναπροσέγγιση της φιλοσοφικής ταυτότητας, η μεγαθυμία της δημιουργικής αποδοχής. Κι όχι της άγονης παραίτησης. «Μ’ αυτό που δεν λέει, μ’ αυτό που σκόπιμα ή εν αγνοία του αποσιωπά, μ΄ αυτό που ούτε καν υπονοείται από τα λόγια του, μ’ αυτό μας πείθει ο ποιητής».(10)
Εννοείται εν προκειμένω η σιωπή εκείνη ακριβώς, η οποία εκ προοιμίου είναι ενήμερη για τα πάθη των λέξεων, οι οποίες, ως γνωστόν, «δεν έχουν την πραγματικότητα που εκφράζουν εφ’ όσον είναι ξένες στην πραγματικότητα των πραγμάτων, στο φυσικό πραγματικό βάθος, αφού ανήκουν στην πλαστή πραγματικότητα, δηλαδή στον κόσμο των ανθρώπων, που έχει αποσπαστεί από το Είναι κι έχει γίνει εργαλείο στα χέρια των ανθρώπων […] Δεν υπάρχει όμως τίποτα πιο ξένο για το δέντρο από τη λέξη δέντρο, όπως τη μεταχειρίζεται η καθημερινή γλώσσα. Είναι μια λέξη που δεν ονομάζει, δεν παριστάνει τίποτα, δεν σώζεται μέσα της τίποτα, δεν είναι καν λέξη αφού, μόλις χρησιμοποιείται, εξαφανίζεται, ως εκ θαύματος».(10) Εξού και το παιχνίδι με τα ξόρκια ενός κατ’ επίφαση σαλού, που υποδύεται το εξής τετράστιχο: «Δεν σ’ ονομάζω Θάνατο, / Θανή σ’ αποκαλώ·/αφού θα μ’ αγκαλιάσεις κάποτε,/σε προτιμώ γυναίκα».(12) Η απώτερη καταγωγή του Αργύρη Χιόνη από το ποιητικό φρόνημα του Κώστα Καρυωτάκη είναι εμφανής. Αλλά και εκείνος ο υποδόριος επικοινωνιακός οδηγός, ο οποίος τον φέρνει στον Μίλτο Σαχτούρη είναι επίσης επαρκώς αναγνωρίσιμος. Το δε αίτημα της έγκαιρης συμφιλίωσης με τον θάνατο και τα πολλαπλά συμφραζόμενά του υποστηρίζεται σε πλείστες περιπτώσεις. Το ποιητικό εύρος είναι άλλωστε ιδιαίτερα φιλόξενο σε παρόμοιες ένδον μελέτες. Αντίστοιχα, στο πεδίο της απόλαυσης δρα αντιστικτικά, εκτός των άλλων, η επίκληση γυναικείων μαστών.(13) Η συνάντηση των δύο ενορμήσεων, εκείνης, της ακάθεκτης προς τη ζωή και της άλλης, της σκοτεινής, αλλά συγγνωστής προς τον Άδη, τελείται συχνά στο πεδίο της πρόσφορης σύνθεσης. Για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής το εξής ζεύγος αφορισμών: «Θεωρούσα πώς ο έρωτας είν’ ένα κατοικίδιο λουλούδι μ’ εξημερωμένο άρωμα. Δεν ήξερα πώς είναι νηπενθές που διόλου δεν απέχει από το πένθος».(14) Η επαφή του ποιητή, σε διαχρονικό πλαίσιο, με την απωανατολική σκέψη υπήρξε γόνιμη. Η εμπειρία της φώτισης, το σατόρι φέρ’ ειπείν των Ιαπώνων υπήρξε ανοικτό Σχολείο Μαθητείας του στο κρίσιμο έλασσον της Σημασίας.
Πράγματι, αναδεικνύεται εικότως και προσηκόντως ο παραγωγικός διάλογος του Αργύρη Χιόνη με τους μύστες του Τάο και του Ζεν. Τα αντιθετικά ζεύγη, τα οποία πράγματι αφθονούν σε τόσα και τόσα έργα του με τις απαραίτητες εναντιωματικές δηλώσεις τους, οι οποίες συγκλίνουν προς το τέλος των αφηγημάτων, παραπέμπουν αίφνης στις στοχαστικές εκδιπλώσεις του τύπου «το Μη – Όν και το Όν προκύπτουν από ένα κοινό βάθος και διαφοροποιούνται μόνο χάρη στις ονομασίες τους. Αυτό το κοινό βάθος καλείται Σκότος· – Σκοτείνιασε περισσότερο τούτο το σκοτάδι: να η πύλη που οδηγεί σ’ όλα τα θαύματα».(15) Όσο για τις ισορροπίες που απαντούν στη συνύπαρξη ονείρου – εξ αντικειμένου ζωής, οι αφορισμοί του Κινέζου σοφού Τσουάνγκ Τζου, αλλά και του Χόρχε Λουίς Μπόρχες παρεμβάλλονται εκ συστήματος διακριτικά στη σελ. 18, αλλά και στη σημείωση στη σελίδα 114 του προαναφερόμενου Οριζόντιου ύψους.(16)
Δεν υφίσταται δηλαδή κανένας μετεωρισμός ανάμεσα στις βασανιστικές αβεβαιότητες, στις δολιχοδρομίες και στις αναπόφευκτες πλάνες των λογής φαινομένων: το ποίημα τολμά να φθέγγεται ουσία αληθείας. Από την άποψη αυτή το όποιο εγγενές υπερρεαλιστικό στοιχείο πειθαναγκάζεται να στρώσει το χαλί στον αμάχητο πραγματισμό του αναστοχαστικού βίου, ο οποίος φροντίζει να προσδιορίζει αρχές πλεύσης στο χάος. Κοντολογίς, η ποθητή ισορροπία της έκφανσης ήταν η ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε «να δικαιωθεί η σημαντική λογοτεχνική θέση που πέτυχε ο ποιητής ήδη πριν από τον θάνατό του».(17)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
1. Αργύρης Χιόνης, Μεταμορφώσεις, «ΚΣΤ΄», εκδ. Μπουκουμάνης 1974.
2. Αργύρης Χιόνης, Λεκτικά τοπία, «Είκοσι τέσσερα καρφιά για μαλακά κρεβάτια, VIII», εκδ. Καστανιώτης 1983.
3. Σάββατο, Μαυρομιχάλη, 18, Αναμνηστική έκδοση, ειδική εκτός εμπορίου, του Σάμη Γαβριηλίδη, σε 300 αντίτυπα. Επιμ.: Παναγιώτης Κερασίδης και Βάσω Κυριαζάκου, χαρακτικό εξωφύλλου: Γιάννης Στεφανάκις, Χριστούγεννα 2006.
4. Ζαν Πολ Σαρτρ, Το Είναι και το Μηδέν, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Παπαζήσης 2007.
5. Αργύρης Χιόνης, Εσωτικά τοπία, «Περί ποιήσεως», Νεφέλη, 1991.
6. Ό.π. «Περί ανθρώπου»
7. Τέχνη της Συγγραφής – μαθήματα δημιουργικής γραφής από τους Κινέζους δασκάλους, μτφρ. Ουρανία Παπακωνσταντοπούλου, Κέδρος 2003.
8. Αργύρης Χιόνης, Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη, Υάκινθος 1986.
9. Αργύρης Χιόνης, Εσωτικά τοπία, «Ιστορίες μιας εποχής που πέρασε χωρίς ποτέ να έχει έρθει», Νεφέλη 1991.
10. Ό.π., «Περί ποιήσεως».
11. Μορίς Μπλανσό, Ο χώρος της λογοτεχνίας, μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης, Εξάντας 1994.
12. Αργύρης Χιόνης, Ό, τι περιγράφω με περιγράφει. Ποίηση δωματίου, «Εκδοχές του τέλους,VI», Γαβριηλίδης 2010.
13. Αργύρης Χιόνης, Απόπειρες φωτός, «Δώδεκα κοχύλια», Δωδεκάτη ώρα 1966.
14. Αργύρης Χιόνης, Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη, «Μικρή φυσική ιστορία», Υάκινθος 1986.
15. Λάο Τσε, Τάο Τε Κινγκ, εισαγωγή-μετάφραση: Μαίρη Μεταξά-Παξινού, Δημήτρης Χουλιαράκης, Μελάνι 2007.
16. Γιώργος Βέης, Δέ(κατα), τχ. 18, Καλοκαίρι 2009.
17. Γιάννης Στρούμπας, Αργύρης Χιόνης, Σειρά: «Γενιά του ’70», εκδ. Γκοβόστη 2020.