Η παρουσίαση και ο σχολιασμός του ποιητικού έργου του Αργύρη Χιόνη από τη μορφολογική σκοπιά πιστεύω ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως παράδειγμα αναστοχασμού για το πώς έχει διαμορφωθεί το μορφολογικό τοπίο της ελληνικής ποίησης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σχηματικά από την αρχή της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα: ο σύγχρονος ελληνικός ποιητικός λόγος βρίσκεται στην πορεία προς την υπέρβαση των μορφολογικών ορίων ποίησης και πεζογραφίας. Με γνώμονα αυτή την υπόθεση εργασίας, θα εστιάσω στο ποιητικό έργο του Χιόνη, θέτοντας το ερευνητικό ερώτημα αν αυτό έχει ως προς τα γνωρίσματα που οργανώνουν τη μορφή του παραδειγματικό χαρακτήρα αναφορικά με ευρύτερες μορφολογικές και κατ’ επέκταση και ειδολογικές εξελίξεις που αφορούν την ποιητική παραγωγή των πέντε ή και έξι τελευταίων δεκαετιών, δεδομένου ότι ο Χιόνης πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στη δεκαετία του 1960. Σκόπιμη θα ήταν η συστηματική συνεξέταση του ποιητικού με το πεζογραφικό έργο του Χιόνη, στόχευση, όμως, που η έκταση αυτού του κειμένου δεν επιτρέπει, γι’ αυτό εδώ η εν λόγω συνεξέταση θα γίνει μόνον αδρομερώς και ως προς εντελώς εξωτερικά χαρακτηριστικά της. Τέλος, σκόπιμο θα ήταν, στο πλαίσιο μίας συστηματικότερης εξέτασης, ιδίως τα πεζά ποιήματα του Χιόνη να συνεξεταστούν και με τις μεταφραστικές επιλογές του από την ξένη ποίηση.
Η απάντηση στο ερευνητικό ερώτημα που έθεσα, αν το ποιητικό έργο του Χιόνη ως προς τα γνωρίσματα που οργανώνουν τη μορφή του έχει παραδειγματικό χαρακτήρα αναφορικά με ευρύτερες μορφολογικές και κατ’ επέκταση και ειδολογικές εξελίξεις, προφανώς δυσχεραίνεται από τη διαπίστωση ότι δεν διαθέτουμε συστηματικές περιγραφές και αποτιμήσεις της μορφής του ποιητικού έργου των σύγχρονων του Χιόνη ποιητών, σχηματικά των ποιητών της γενιάς του 1970. Μια γενική επισκόπηση του ζητήματος επιχείρησα με τη μελέτη μου «Η μορφολογία της ποίησης της Γενιάς του 1970» (Νέα Εστία, τ. 181, τχ. 1875, Αφιέρωμα: Η ποιητική Γενιά του ’70, [Επιμέλεια αφιερώματος: Ευριπίδης Γαραντούδης - Θεοδόσης Πυλαρινός], Δεκέμβριος 2017, σ. 931-941). Μεταφέρω εδώ τις βασικές θέσεις της. Μέχρι τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του 1980, ο ελεύθερος στίχος της γενιάς χαρακτηρίστηκε από τον πεζολογικό τόνο και τη μορφολογική ατημελησία, τάση συναρτημένη με την αμφισβητησιακή θεματική και την ομόλογη ιδεολογία των ποιητών της. Παράλληλα με τον ελεύθερο στίχο, για αρκετούς ποιητές και ποιήτριες της γενιάς το πεζό ποίημα ή γενικότερα οι πεζόμορφες εκδοχές του ποιητικού λόγου λειτούργησαν ως μια εναλλακτική ή και βασική μορφολογική επιλογή. Σε ότι αφορά, ειδικότερα, τις ποιήτριες της γενιάς του 1970 μπορεί να εξεταστεί ως υπόθεση εργασίας ο βαθμός και το ποιον της ενδεχόμενης σύνδεσης ανάμεσα στην ελευθερόστιχη και πεζόμορφη κατά βάση φόρμα της ποίησής τους και το γεγονός ότι αυτές οι ποιήτριες πρέσβευαν συνολικά τη γυναικεία σεξουαλική και κοινωνική χειραφέτηση, κι έτσι επαναπροσδιόρισαν, κυρίως ως προς το περιεχόμενό της, τη γραμμένη από γυναίκες ποίηση. Η ωρίμανση των ποιητών και ποιητριών της γενιάς από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και εξής επηρέασε και τη μορφολογική εξέλιξη και εντέλει την κρυστάλλωση της ποίησής τους σε εξατομικευμένες φόρμες. Τέλος, μέσα στο πλαίσιο του δημιουργικού διαλόγου με την πριν από τον ελεύθερο στίχο μορφολογική παράδοση της ελληνικής ποίησης, η επαναχρησιμοποίηση των αυστηρά έμμετρων μορφών λειτούργησε ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μορφολογικά φαινόμενα της ποίησης των τελευταίων δεκαετιών.
Δεν διαθέτουμε, επίσης, σχετικά με τη μορφή του έργου τους μελετήματα για τους ηλικιακά νεότερους της γενιάς του Χιόνη ποιητές. Η παρούσα μελέτη μου, επομένως, βασίζεται στη γενική εποπτεία της ποιητικής μορφής όλων αυτών των ποιητών, σχηματικά των ποιητών της μεταπολίτευσης, όπως αυτή μπορεί να στηριχθεί στη συνολική αναγνωστική μνήμη και εμπειρία μου. Επισημαίνω ότι μόνο για ορισμένους ποιητές, λίγο πολύ συνομήλικους του Χιόνη, όπως ο Νάσος Βαγενάς, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Διονύσης Καψάλης και ο Αντώνης Φωστιέρης, υπάρχουν αρκετά συστηματικές θεωρήσεις γνωρισμάτων της μορφής του έργου τους, σε συνάρτηση κυρίως με τον ρυθμικό διάλογό του με την ελληνική ποιητική παράδοση, εκείνη κυρίως πριν από την εμφάνιση του ελεύθερου στίχου (π.χ. τις αυστηρά έμμετρες μορφές όπως ο δεκαπεντασύλλαβος ή τα ποιήματα σταθερής φόρμας όπως το σονέτο). Μια πρώτη ήδη παρατήρηση που μπορεί στο σημείο αυτό να γίνει για το ποιητικό έργο του Χιόνη είναι ότι αυτό έμεινε ρυθμικά αδιασταύρωτο με την προηγούμενή του ελληνική ποίηση, ιδίως την πριν από τον ελεύθερο στίχο.
Θα κάνω, στη συνέχεια, ορισμένες περιγραφικές παρατηρήσεις, εστιασμένες στο ποιητικό έργο του Χιόνη, ξεκινώντας από γενικότερες και προχωρώντας προς ειδικότερες. Η συγκεντρωτική έκδοση Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη 2006 και επανεκδόσεις) περιλαμβάνει τα 10 ποιητικά βιβλία του Χιόνη που εκδόθηκαν από το 1966 μέχρι το 2000 και τα οποία επανεκδίδονται, θεωρημένα από τον ίδιο, χωρίς αλλαγές στη μορφή τους. Πρόκειται για 600 περίπου σελίδες ποιητικού έργου. Ύστερα από αυτή τη συγκεντρωτική έκδοση, στο ποιητικό έργο του Χιόνη προστέθηκαν δύο ακόμα ποιητικά βιβλία: Στο υπόγειο (Νεφέλη 2004) και Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (Γαβριηλίδης 2010). Έτσι, η συνολική έκταση του ποιητικού έργου του, των 12 βιβλίων του, φτάνει περίπου τις 750 σελίδες· συνεπώς ο Χιόνης είναι ένας μάλλον πολυγράφος ποιητής εν συγκρίσει με τον μέσο όρο των ποιητών της μεταπολίτευσης και ειδικότερα των ποιητών της γενιάς του. Τα 12 ποιητικά βιβλία του Χιόνη είναι ανάλογου μεταξύ τους μεγέθους, χωρίς αξιοσημείωτες διακυμάνσεις έκτασης, με την εξαίρεση του βιβλίου Ιδεογράμματα. Χάικου και τάνκα (1997), όπου η μορφολογική επιλογή της ολιγόλεκτης φόρμας των 21 χάικου και των 16 τάνκα, σε συνδυασμό με την ακραία συμπύκνωση της ποιητικής έκφρασης που οι δύο αυτές φόρμες υπαγορεύουν, προφανώς αιτιολογούν την εμφανώς μικρότερη έκταση του συγκεκριμένου βιβλίου.
Η γενική μορφολογική επισκόπηση της ποίησης του Χιόνη καταλήγει στην εξής διαπίστωση: έγραψε ποιήματα σε στίχο, σε αυτό που γενικώς και αδιακρίτως ονομάζουμε ελεύθερο στίχο, και ποιήματα σε πεζή φόρμα, πεζά ποιήματα. Τα ένστιχα ποιήματα του Χιόνη δεν περιλαμβάνουν ποιήματα σε αυστηρά έμμετρο στίχο ή/και ποιήματα σε σταθερές φόρμες, συνεπώς ως ποιητής δεν συμμετείχε στην τάση της επαναχρησιμοποίησης των αυστηρά έμμετρων μορφών, όπως την γνωρίζουμε από τη δεκαετία του 1990 και εξής. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφολογικές επιλογές, τον ελεύθερο στίχο και το πεζό ποίημα, επιλογές που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να λειτουργούν ως οι δύο πόλοι εντός αντιθετικού διπόλου, δεν υπάρχουν «ενδιάμεσες» μορφές. Με άλλα λόγια, ο Χιόνης δεν έγραψε ποιήματα στις άλλες δύο γενικές μορφολογικές κατηγορίες της ελεύθερης ποίησης, τον στίχο παράγραφο και τις μεικτές φόρμες. Τα πεζά ποιήματα που εμφανίζονται από τα Λεκτικά τοπία και στις επόμενες συλλογές και στα οποία το κείμενο παραγραφοποιείται δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθούν ποιήματα σε στίχους παραγράφους, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την εγγενή ρευστότητα της κατάταξης πολλών ποιημάτων στην εποχή της ελεύθερης ποίησης στις γενικές μορφολογικές κατηγορίες του πεζού ποιήματος και του στίχου παραγράφου. Μία λεπτομέρεια: Το τελευταίο ποίημα από τα Λεκτικά τοπία μπορεί να θεωρηθεί ποίημα γραμμένο σε μεικτή φόρμα. Πάντως και έτσι, λειτουργεί ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ότι ο Χιόνης δεν έγραψε παρά ελεύθερο στίχο και πεζά ποιήματα. Και από την άποψη αυτή, λοιπόν, της μακροσκοπικής θεώρησης της ποίησής του, αυτή φαίνεται να λειτουργεί ως μία ταλάντωση ανάμεσα στην ποιητική και την πεζογραφική φόρμα. Αλλά, όπως εντέλει κρίνω και όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, δεν πρόκειται για αντίθεση ή ταλάντωση, αλλά για σύγκλιση και σύνθεση της ένστιχης και της πεζόμορφης ποιητικής φόρμας.
Ας λάβουμε υπόψη, πριν προχωρήσω στην περαιτέρω περιγραφή και στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων μου, και τα περιγραφικά στοιχεία που αφορούν τα βιβλία αφηγημάτων ή πεζογραφημάτων του Χιόνη, ως επί το πλείστον κειμένων μυθοπλασίας. Ειδικότερα θα με απασχολήσει η αντιστοίχιση μέσα στον χρόνο αυτών των βιβλίων με τα ποιητικά βιβλία του. Συγκεκριμένα, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ο Χιόνης εξέδωσε μόνο ποιητικά βιβλία, 4 στον αριθμό. Το πρώτο βιβλίο αφηγημάτων του, Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα, εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Αιγόκερος 1981), ενώ ακολούθησαν στη δεκαετία του 1990 τα βιβλία αφηγημάτων Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς, (Πατάκης, 1995) και Τρία μαγικά παραμύθια (Πατάκης, 1998) που ανήκουν στην παιδική λογοτεχνία. Συνάμα, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 ποσοτικά κυριάρχησε ξανά ο ποιητικός λόγος, καθώς ο Χιόνης εξέδωσε άλλα 5 ποιητικά βιβλία. Τέλος, στη δεκαετία του 2000 προστέθηκαν τα εξής τρία βιβλία αφηγημάτων του: Όντα και μη όντα (Αθήνα, Γαβριηλίδης 2006), Περί αγγέλων και δαιμόνων (Γαβριηλίδης 2007) και Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες (Κίχλη 2008). Τέλος, σε αυτά τα βιβλία προστέθηκαν δύο μεταθανάτιες εκδόσεις αφηγηματικών επίσης γραπτών του: Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες (Κίχλη 2016) και Η πολιτεία Λαβύρινθος & άλλες αθησαύριστες ιστορίες (Κίχλη 2020). Θα έπρεπε, επίσης, ως κριτήριο εξέτασης της σχέσης ανάμεσα στα ποιητικά και τα αμιγώς αφηγηματικά βιβλία του Χιόνη να λάβουμε υπόψη πόσοι άλλοι και ποιοι λογοτέχνες της γενιάς του που αρχικά εμφανίζονται ως ποιητές στη συνέχεια γράφουν και πεζογραφικά κείμενα και εκδίδουν πεζογραφικά βιβλία. Αναφέρω παραδειγματικά τους Νάσο Βαγενά, Γιώργο Βέη, Ρέα Γαλανάκη, Μιχάλη Γκανά, Αλέξανδρο Ίσαρη, Δημήτρη Καλοκύρη, Μαρία Λαϊνά, Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Μανόλη Πρατικάκη, Νατάσα Χατζιδάκι και Έλενα Χουζούρη.
Παραθέτω από την όψιμη συνέντευξη του Χιόνη (2010) στη δημοσιογράφο Κατερίνα Αγγελιδάκη την απάντησή του στο ερώτημα αν «ήρθατε για να μείνετε στην πεζογραφία», ερώτημα στηριγμένο στο ότι στη δεκαετία του 2000 εξέδωσε τρία βιβλία με αφηγήματα. Ο Χιόνης απάντησε: «Ήρθα στην πεζογραφία για να μείνω επειδή μου το υπαγορεύει η μέσα μου φωνή. Η ίδια αυτή φωνή μού απαγορεύει να εγκαταλείψω την ποίηση, η οποία άλλωστε συνιστά τη βάση, τα θεμέλια των πεζών κειμένων μου» (Γιάννης Στρούμπας, Αργύρης Χιόνης, εκδ. Γκοβόστη 2020, σ. 206). Αξιοποιήσιμο, επίσης, είναι και το εξής μέρος από συνέντευξη του Χιόνη, το 2009, μέρος που παραθέτει και σχολιάζει ο Γιάννης Στρούμπας στην εισαγωγή του βιβλίου του για τον Χιόνη (στον Στρούμπα οφείλουμε και την πρόσφατη πρώτη μονογραφία για το έργο του Χιόνη, «Η ασάφεια των ορίων». Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη, Σμίλη 2021). Σημειώνω ότι η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή το βιβλίο αφηγημάτων Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες: «Όταν μιλάμε για πεζογραφία, πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι πρόκειται για πεζά κείμενα γραμμένα από ποιητή. Ο λόγος πρέπει, συνεπώς, να ρέει απρόσκοπτα, μουσικά, οι συλλαβές των προτάσεων να είναι ζυγισμένες και μετρημένες με ακρίβεια, ενίοτε μάλιστα (χάριν παιδιάς ή ειρωνείας) να υπάρχουν μέτρο και εσωτερικές ομοιοκαταληξίες. Η χρήση επίσης συνηχήσεων, παρηχήσεων, ομόηχων λέξεων και επαναλήψεων είναι απαραίτητη» (Γιάννης Στρούμπας, Αργύρης Χιόνης, ό.π., σ. 89-90). Ο Χιόνης, σχολιάζω αδρομερώς, αναφέρεται στα αφηγήματα του συγκεκριμένου βιβλίου του, αλλά είναι προς επαλήθευση αν όσα ο ίδιος επισημαίνει ως στοιχεία οργάνωσης του τρόπου που γράφει τα πεζά του αφορούν το σύνολο των αμιγώς αφηγηματικών κειμένων του. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο κατηγοριών κειμένων του, προφανής για όποιον τα διαβάζει εν συνόλω και προσεκτικά, μένει να αναδειχθεί από μία συστηματική εξέταση, όπως επεσήμανα και παραπάνω.
Προχωρώ στα ειδικότερα περιγραφικά στοιχεία της μορφής των ποιητικών βιβλίων του Χιόνη στην πορεία τους μέσα στον χρόνο. Τα τέσσερα πρώτα ποιητικά βιβλία του περιλαμβάνουν ποιήματα γραμμένα μόνο σε ελεύθερο στίχο. Μικρή είναι η συλλαβική διακύμανση – οι περισσότεροι στίχοι είναι συλλαβικά βραχείς, με εξαίρεση το δεύτερο βιβλίο, Σχήματα απουσίας (1973), όπου η χαλαρότητα του ελεύθερου στίχου, σε συνάρτηση με τη μεγάλη συλλαβική διακύμανσή του, ακόμα και μέσα στα ίδια ποιήματα, μπορούν να συσχετιστούν με τη θεματική σύνδεση των ποιημάτων με το πολιτικοκοινωνικό κλίμα της δικτατορίας και τις αρνητικές ψυχοσυναισθηματικές συνέπειές του. Ήδη από τα πρώτα τέσσερα βιβλία παρατηρούνται η ευρείας έκτασης τονικοσυλλαβική οργάνωση του ρυθμού, κατά τόσο συστηματικό τρόπο ώστε πολλά ποιήματα να μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε γραμμένα σε ελευθερωμένο στίχο ιαμβικού μέτρου, και επίσης η προϊούσα αφαίρεση των σημείων στίξης και, ήδη από το τρίτο βιβλίο, η πλήρης αστιξία, σε συνδυασμό με την κεφαλαιογράφηση της αρχής όλων των στίχων. Διάχυτα, επίσης, γνωρίσματα είναι ρυθμοποιητικοί παράγοντες όπως οι επαναλήψεις, τα γραμματικοσυντακτικά σχήματα και γενικότερα ό,τι θα ονομάζαμε λεκτικά παιχνίδια, που έχουν ήδη επισημανθεί ως γνωρίσματα του τρόπου με τον οποίο ο Χιόνης γράφει τον ελεύθερο στίχο του. Παρατηρώ, τέλος, ότι τα ελευθερόστιχα ποιήματα του Χιόνη οργανώνονται ήδη από τα πρώτα βιβλία του σε συνθετικές ενότητες, συνεπώς η μορφολογική συγγένειά τους συνδυάζεται με τη στενή θεματική συνάφειά τους. Εξάλλου, ο συνθετικός χαρακτήρας χαρακτηρίζει το σύνολο του λογοτεχνικού έργου του, του ποιητικού και του πεζογραφικού.
Από το πέμπτο βιβλίο του Χιόνη, Λεκτικά τοπία (1983), εμφανίζεται η συνύπαρξη του ελεύθερου στίχου, σε ενότητες του βιβλίου, και του πεζού ποιήματος, σε άλλες ενότητες. Τα πεζά ποιήματα είναι στο εν λόγω βιβλίο περισσότερα από τα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και η μεταξύ τους μορφολογική διαφοροποίηση είναι σαφής και σε σχέση με στοιχεία όπως ότι τα πεζά έχουν κανονική γραμματικοσυντακτική οργάνωση και επίσης έχουν στίξη, ενώ τα ένστιχα ποιήματα εξακολουθούν να είναι χωρίς στίξη. Το επόμενο βιβλίο, Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (1986), παρουσιάζει το ενδιαφέρον εξελικτικό γνώρισμα ότι ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και πεζά ποιήματα συνυπάρχουν μέσα στις ίδιες συνθετικές ενότητες, με διάκριση στα ειδικότερα μορφολογικά γνωρίσματά τους, όπως αυτά επισημάνθηκαν παραπάνω.
Στα επόμενα βιβλία του Χιόνη τα πεζά ποιήματα επικρατούν πλήρως, καθώς αυτά τα βιβλία αποτελούνται μόνο από πεζά ποιήματα: Εσωτικά τοπία (1991), Ο ακίνητος δρομέας (1996), Τότε που η σιωπή τραγούδησε και άλλα ασήμαντα περιστατικά (2000) και Στο υπόγειο (2004), με εξαίρεση τα αποτελούμενα από χάικου και τάνκα Ιδεογράμματα, τα οποία ήδη σχολίασα. Μόνο στο τελευταίο βιβλίο του, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (2010), ο Χιόνης επέστρεψε στη συνύπαρξη ένστιχων και πεζών ποιημάτων, με τα πρώτα να είναι πολύ περισσότερα, με κανονική στίξη και με έντονα ρυθμικά στοιχεία που υπηρετούν κυρίως τη σατιρική διάθεση των ποιημάτων.
Επειδή έκανα λόγο για διάκριση ανάμεσα στα ένστιχα, για την ακρίβεια τα ελευθερόστιχα, και τα πεζά ποιήματα, αν μου γινόταν το ερώτημα ποια είναι αυτή η διάκριση, θα έδινα σχηματικά την εξής απάντηση που αφορά, πιστεύω, γενικότερα την ποίηση του Χιόνη από τη δεκαετία του 1980 και εξής: τα ελευθερόστιχα ποιήματα εξακολουθούν να έχουν εμφανή ή και ακουστά ρυθμικά γνωρίσματα του ποιητικού κειμένου, όπως τα απαρίθμησα πριν, ενώ τα πεζά ποιήματα, λόγω της φόρμας τους, καθώς επίσης και της εγγενούς ειδολογικής ρευστότητάς τους, τείνουν να ακολουθούν την οργανωτική λογική του πεζού λόγου, ακόμα κι όταν εσωτερικά αρθρώνονται –κι αυτό συμβαίνει σε πολλά πεζά ποιήματα- σύμφωνα με τη ρυθμική αγωγή του ιαμβικού μέτρου. Έτσι τα ποιητικά γνωρίσματά τους εντοπίζονται ιδίως στη θεματική τους (για παράδειγμα, πολλά πεζά ποιήματα έχουν ως θέμα τους την ίδια την ποίηση και τον φορέα της) και επίσης στη συνδεδεμένη με αυτή τη θεματική κοσμοαντίληψη, όπως είναι το στοιχείο του υπερλογικού που εξετάζει η μονογραφία του Στρούμπα. Προφανώς υπάρχουν θεματικοί δεσμοί ανάμεσα σε ελευθερόστιχα και σε πεζά ποιήματα και, όπως έδειξε και η Γιώτα Κριτσέλη στην ανακοίνωσή της, και ανάμεσα σε ποιήματα και αφηγήματα του Χιόνη.
Τη σαφή μετάθεση, από μορφολογική σκοπιά, του κέντρου βάρους της ποιητικής παραγωγής του Χιόνη από το ελευθερόστιχο στο πεζό ποίημα θα την σχολίαζα με το παράδειγμα του ποιήματος ΙΒ’ της πρώτης ενότητας του βιβλίου «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη», βιβλίου μεταιχμιακού, λόγω της συνύπαρξης, όπως έγραψα παραπάνω, ένστιχων και πεζών ποιημάτων:
Η λογοτεχνία του Αργύρη Χιόνη: Στην πορεία προς την υπέρβαση των μορφολογικών ορίων ποίησης και πεζογραφίας
Α το ποίημα
Το ωραίο ποίημα
Το τέλειο ποίημα
Το αιώνιο ποίημα
Το ποίημα που οι επίγονοι
Θα αποκρυπτογραφούν με λεξικό
Αυτό το υπέροχο ιδεόγραμμα
Της λησμονιάς
(Η φωνή της σιωπής, σ. 322).
Με άλλα λόγια, και κατ΄ ανάγκην σχηματικά: ο Χιόνης γράφει ολοένα και περισσότερα πεζά ποιήματα, απογυμνώνοντας την ποίησή του από την αντίληψη, και από την ένστιχη μορφή που είναι συνδεδεμένη με αυτή την αντίληψη, της ποίησης ως ωραίας, τέλειας και αιώνιας. Κι αυτό επιλέγει να το κάνει, επειδή το πεζό ποίημα και μορφολογικά καταδεικνύει την αποδέσμευση της ποίησης, την τήρηση της απόστασής της, από την ωραιότητα, την τελειότητα και την αιωνιότητα. Όλα –αυτό είναι το στίγμα της ποίησης του Χιόνη– καταλήγουν στο ιδεόγραμμα της λησμονιάς, ωστόσο αυτό εξακολουθεί να παραμένει αναπόδραστα υπέροχο.
Γιατί στο τελευταίο βιβλίο του Χιόνη, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, συμβαίνει η επαναφορά στα ελευθερόστιχα ποιήματα; Επειδή αυτή συνοδεύεται από την επίταση της χρήσης των ρυθμικών στοιχείων, προκειμένου αυτά να λειτουργήσουν αυτοϋπονομευτικά, σατιρίζοντας τον επιδέξιο χρήστη τους. Παραθέτω, ως παράδειγμα, το τελευταίο ελευθερόστιχο, για την ακρίβεια σε ελευθερωμένο στίχο, ποίημα του Χιόνη, αφιερωμένο «στη μούσα μου»:
Είσ’ ένα τέρας, Ερατώ,
π’ ανάθεμά σε·
έπαψες πια να με θυμάμαι
και μ’ άνηβα μειράκια κοιμάσαι.
(Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, σ. 86)
Όπως η μούσα Ερατώ εγκατέλειψε τον Χιόνη, νομίζω ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να εγκαταλείψω κι εγώ τη φιλολογία, ενθυμούμενος, έστω και καθυστερημένα, ότι ο Χιόνης, στο σύντομο σημείωμα που συνοδεύει τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, κατατάσσει τους φιλόλογους στις συνομοταξίες των συμπαθών τυμβωρύχων και των συμπαθών φυσιοδιφών. Θα περιοριστώ μόνο να επισημάνω ότι συνολικά θεωρημένα τα ποιήματα του Χιόνη, ελευθερόστιχα και πεζά, μπορούν να χαρακτηριστούν αισθητικά αρτιωμένες ασκήσεις πειθάρχησης της φόρμας.