Αργυρίξ Χιονίξ
Δακτυλόγραφα ποιηματάκια καλούμενα «Απορίες», σταλμένα στον τότε χάρτινο Χάρτη (10/9/85). Προγραμματίστηκαν για μελλοντικό τεύχος, η έκδοση όμως του περιοδικού σταμάτησε με το πολυσέλιδο αφιέρωμα στον Εγγονόπουλο και δεν δημοσιεύτηκαν.
Οι «Απορίες» του συμπεριλήφθηκαν τoν επόμενο χρόνο στο βιβλίο του Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (1986):
Τι νιώθει η έρημος
όταν μακρινός άνεμος
αποθέτει πάνω της ένα σπόρο;
Ξεδιψάει ποτέ το γεμάτο ποτήρι;
Ο δρόμος που τελειώνει σ' αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
Τρέμουν ποτέ τα γόνατα του πανίσχυρου Χάρου;
Οι μεγάλες ψυχές γνωρίζουν άραγε
ότι υπάρχει μόνον ένα μέγεθος θανάτου;
Τα ψηλά βουνά νιώθουνε τάχα
ότι ο κόκκος άμμου εἶν' αδερφός τους;
Η μετάνοια θυμάται αλήθεια
ότι κάποτε λεγόταν τόλμη;
Το χέρι που δίνει και το χέρι που παίρνει
ξέρουν ότ' είναι δυο γλάροι που ζυγιάζονται
πάνω από το κενό τής έλλειψης;
Πώς νιώθει τάχα η νύχτα
μ' όλα τούτα τ' άστρα στο κορμί της
ωραία ή σημαδεμένη;
Το φεγγάρι όταν το λεν σελήνη διχάζεται;
Τι κρύβει το κρεβάτι κάτω απ' το προσκέφαλό του
περίστροφο ή όνειρα;
Τα πούπουλα τού μαξιλαριού
ονειρεύονται ακόμα τα ύψη;
Πώς πεθαίνει ο μόνος άνθρωπος
πώς τρίζει η ψυχή τού ερημίτη
όταν την αγγίζει ο θάνατος
τι κρότο κάνει ένα δέντρο που πέφτει
όταν κανείς δεν είν' εκεί για να τ' ακούσει;
Είναι το σκοτάδι που 'ναι τυφλό
ή το φως που σκοντάφτει πάνω του;
Στις περισσότερες συναντήσεις μας, πάντως, οι συνομιλίες μας περιστρέφονταν στην ποιητική του Γκοσινί και τις μεταφράσεις ιστοριών του Αστερίξ που φιλοτεχνούσε ο Α.Χ. για βιοπορισμό, μεταφράσεις πολύ πιο ευφάνταστες από του Κώστα Ταχτσή λ.χ. (που είχε μεταφράσει κι αυτός μερικές). Εξού και η γαλατικού τύπου υπογραφή τού Αργυρίξ στο τέλος, και η διαρκώς επίκαιρη ευχή «να μη σου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι»!