«Ακόμα μερικές πέτρες»: μια ανάγνωση υπό το πρίσμα της Βίβλου

(Φωτ. Αρχείο Χιόνη, ΕΑΤΤ, Πανεπιστήμιο Πατρών)
(Φωτ. Αρχείο Χιόνη, ΕΑΤΤ, Πανεπιστήμιο Πατρών)


Μα ποια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εκ­φρά­ζει όταν μι­λά κα
νείς για σέ­να; Κι όμως, αλί­μο­νο σ’ όσους σ’ απο­σιωπούν: με­γά­λοι ομι­λη­τές και, στην ου­σία, βου­βοί.
Αυ­γου­στί­νος, Εξο­μο­λο­γή­σεις, βι­βλίο Α΄





Ανά­με­σα στη θρη­σκεία και τη λο­γο­τε­χνία έχει ανα­πτυ­χθεί, από την αρ­χαιό­τη­τα ακό­μα, μια δια­λο­γι­κή σχέ­ση (Roncace & Gray, 2007), κα­θώς η συ­νά­ντη­ση του αν­θρώ­που με το ιε­ρό πά­ντα απο­τε­λεί γό­νι­μο έδα­φος προς διε­ρεύ­νη­ση. Το θρη­σκευ­τι­κό στοι­χείο στο έρ­γο του Αρ­γύ­ρη Χιό­νη τρο­φο­δο­τεί σχε­δόν πά­ντα με έμ­με­σο τρό­πο τον ποι­η­τι­κό του λό­γο. Το 1983 ο ποι­η­τής εκ­δί­δει την συλ­λο­γή Λε­κτι­κά το­πία, στην οποία πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται η ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα «Ακό­μα με­ρι­κές πέ­τρες» (Χιό­νης, 2006: 301-303), όπου εντο­πί­ζο­νται ποι­κί­λα δια­κεί­με­να και μο­τί­βα, τα οποία συν­δέ­ο­νται με κεί­με­να της Πα­λαιάς και Και­νής Δια­θή­κης (στο εξής ΠΔ και ΚΔ). Το ση­μείο συ­νά­ντη­σής τους και η κει­με­νι­κή λει­τουρ­γία των εκ­φρα­στι­κών σχη­μά­των που τε­λι­κά επι­λέ­γει ο Χιό­νης, θα απο­τε­λέ­σει το πε­δίο έρευ­νας της ανα­κοί­νω­σής μου, η οποία εί­ναι μία πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση για τη σχέ­ση του Χιό­νη με τη Βί­βλο.
Αξί­ζει, ωστό­σο, να ση­μειω­θεί πως ο Χιό­νης εν­δε­χο­μέ­νως να μην εί­χε υπό­ψη του όλες αυ­τές τις υπο­πε­ρι­πτώ­σεις πε­ρί ερ­μη­νεί­ας της λί­θου σε σχέ­ση με την ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση. Ωστό­σο, ο ίδιος ανα­φέ­ρει ότι: «ίσως, κά­ποιος συ­μπα­θής τυμ­βω­ρύ­χος (βλέ­πε φι­λό­λο­γος), όταν δεν θα ᾽μαι πια εδώ και δεν θα μπο­ρώ να του τρα­βή­ξω το αυ­τί για τις τυ­χόν αυ­θαί­ρε­τες (τι άλ­λο θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι;) ανα­πα­λαιώ­σεις» (Χιό­νης, 2006: 601). Άλ­λω­στε, σύμ­φω­να με τη θε­ω­ρία της πρό­σλη­ψης, κά­θε έρ­γο-δη­μιούρ­γη­μα (ανε­ξάρ­τη­τα από το εί­δος στο οποίο συ­γκα­τα­λέ­γε­ται) απο­κτά νέο νό­η­μα βά­σει των δο­μών της επί­δρα­σης, όπως αυ­τό δια­μορ­φώ­νε­ται από τον οποιον­δή­πο­τε ανα­γνώ­στη (Jauss, 1995: 94). Ο Michael Riffaterre, μά­λι­στα, υπο­στη­ρί­ζει ότι ένα κεί­με­νο προ­σφέ­ρε­ται σαν ένα corpus κει­μέ­νων, μέ­σα στη δια­κει­με­νι­κό­τη­τά του, στα μά­τια του ανα­γνώ­στη (Riffaterre, 1980: 626). Έτσι, μέ­σα από το πα­ρόν πό­νη­μα γί­νε­ται αντι­λη­πτό ότι το βι­βλι­κό δια­κεί­με­νο συν-δια­λέ­γε­ται με την βο­ή­θεια ποι­κί­λων αφη­γη­μα­τι­κών τρό­πων και τε­χνι­κών στην πα­ρού­σα ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα και κά­θε άλ­λο πα­ρά με στεί­ρο τρό­πο μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει (Σε­φέ­ρης, 2013: 41).
Ο Paul Ricœur υπο­στη­ρί­ζει πως η χα­ο­τι­κή και αυ­θαί­ρε­τη πτυ­χή του κό­σμου των μύ­θων εί­ναι το ακρι­βές αντί­γρα­φο αυ­τού του χά­σμα­τος με­τα­ξύ της κα­θα­ρά συμ­βο­λι­κής πλη­ρό­τη­τας και της τε­λειό­τη­τας της εμπει­ρί­ας που πα­ρέ­χει στον άν­θρω­πο τα “ανά­λο­γα” του ση­μα­σμέ­νου. Ο βι­βλι­κός μύ­θος λει­τουρ­γεί συ­νε­κτι­κά στα πε­πε­ρα­σμέ­να πε­ρι­γράμ­μα­τα αυ­τών των ση­μεί­ων, τα οποία με τη σει­ρά τους ανα­φέ­ρο­νται στην πλη­ρό­τη­τα της ζω­ής που στο­χεύ­ει ο άν­θρω­πος στην επί­γεια ζωή του (Ricœur, 1989: 316). Ο Hans Robert Jauss επι­βε­βαιώ­νει ότι ένας μύ­θος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται θε­με­λιώ­δης όχι λό­γω της υπο­τι­θέ­με­νης υπε­ρο­χής ή της προ­έ­λευ­σής του, αλ­λά κυ­ρί­ως από το πα­ρα­γό­με­νο απο­τύ­πω­μα, που εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι ορα­τό στο τέ­λος, λει­τουρ­γώ­ντας ως δυ­να­μι­κός κα­τα­λύ­της για “προσ­δο­κί­ες” και προ­σφε­ρό­με­νες ερ­μη­νεί­ες (Jauss, 1988: 40). Χω­ρίς να πα­ρα­βλέ­που­με τη θε­ο­λο­γι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή ση­μα­σία της πα­ρά­δο­σης, θα συμ­φω­νή­σου­με ότι ο θε­ο­λο­γι­κός λό­γος εί­ναι ένα κα­θε­στώς ομι­λί­ας που ταυ­τί­ζε­ται με αυ­τό του σχο­λια­στή (metatext) αντί υπερ­κει­μέ­νου (Compagnon, 1979: 163). Τα βι­βλι­κά κεί­με­να εί­ναι το ση­μείο εκ­κί­νη­σης για την ανά­πτυ­ξη του αρ­χέ­γο­νου μύ­θου (Chauvin, Siganos & Walter, 2005: 178), τα οποία σή­με­ρα απο­τε­λούν ση­μείο με­λέ­της και σύ­γκλι­σης στο πε­δίο της λο­γο­τε­χνί­ας.
Ήδη από την αρ­χή του ποι­ή­μα­τος εί­ναι έκ­δη­λη η θρη­σκευ­τι­κή ατμό­σφαι­ρα, κα­θώς ο Χιό­νης προ­σλαμ­βά­νει ορ­γα­νι­κά την βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση, δια­πο­τί­ζο­ντας τον ποι­η­τι­κό του λό­γο με όρους, έν­νοιες και μο­τί­βα της. Ο ίδιος, μά­λι­στα, ση­μειώ­νει ότι η Βί­βλος άσκη­σε επί­δρα­ση στη δια­μόρ­φω­ση του έρ­γου του. Ανα­φέ­ρε­ται επί­σης στον ομό­τε­χνό του Κάφ­κα, ότι λει­τούρ­γη­σε γι᾽ αυ­τόν ως “σύγ­χρο­νος Ιώβ”[1] μιας και τον δί­δα­ξε να “δια­βά­ζει” με έναν ανορ­θό­δο­ξο τρό­πο (Αγ­γε­λι­δά­κη, 2010).[2]
Ο αφη­γη­μα­τι­κός τρό­πος που επι­λέ­γει ευ­θύς εξαρ­χής ο Χιό­νης εί­ναι εκεί­νος της αρίθ­μη­σης, σύμ­φω­να με την οποία ο συγ­γρα­φέ­ας εντάσ­σει εντός της ποί­η­σής του διά­φο­ρα υπαρ­κτά βι­βλι­κά και μυ­θι­κά πρό­σω­πα, τα οποία και ανα­πα­ρά­γει και τα φέρ­νει στο πα­ρόν. Έτσι, οι πρώ­τοι στί­χοι πα­ρα­πέ­μπουν δια­κρι­τι­κά στην ει­κό­να της πα­ρα­πε­τα­μέ­νης πέ­τρας, που πε­ρι­μα­ζεύ­τη­κε και με­τα­τρά­πη­κε σε οι­κο­δό­μη­μα:

Η πέ­τρα που κά­ποιος έρι­ξε πί­σω του και κά­ποιος άλ­λος μά­ζε­ψε για να χτί­σει ένα σπί­τι

Στην ΠΔ η πέ­τρα συμ­βο­λί­ζει τον Χρι­στό και ως εκ τού­του γί­νε­ται σα­φής υπαι­νιγ­μός στον λί­θο με τον οποίο ο Δα­νι­ήλ προει­κο­νί­ζει τον Μεσ­σία και την βα­σι­λεία του, που κυ­ριαρ­χεί θριαμ­βευ­τι­κά στις δυ­νά­μεις του πα­ρό­ντος κό­σμου.[3] Ο Μεσ­σί­ας-Χρι­στός εί­ναι η ασά­λευ­τη πέ­τρα (Ησ. 28:16, Ρωμ. 9:33, Α´ Κορ. 3:11, Α´ Πετρ. 2:6), που επά­νω της μπο­ρεί να εδραιω­θεί η αλή­θεια,[4] και οι πι­στοί, όμοιοι με ζω­ντα­νές πέ­τρες, εν­σω­μα­τώ­νο­νται στην κα­τα­σκευή του εκ­κλη­σια­στι­κού οι­κο­δο­μή­μα­τος (Α´ Πετρ. 2:5, Εφεσ. 2:20). Ωστό­σο, η εν λό­γω ανα­φο­ρά μπο­ρεί να απο­τε­λεί και υπαι­νιγ­μό τους αντί­στοι­χους “πρω­τό­πλα­στους” της ελ­λη­νι­κής μυ­θο­λο­γί­ας, δη­λα­δή στον Δευ­κα­λί­ω­να και την Πύρ­ρα.
Οι ιε­ρές πέ­τρες στην εξέ­λι­ξη της θε­ο­λο­γι­κής ει­ρη­νευ­τι­κής, μαρ­τυ­ρούν την αδιά­λει­πτη πα­ρου­σία του Θε­ού στη γη και απο­τε­λούν προ­τυ­πώ­σεις του Μεσ­σία-Χρι­στού. Οι υπαι­νιγ­μοί στην ΠΔ (Α΄ Μακ. 4:46) και ανα­φο­ρές στη ΚΔ (Εβρ. 13:10, Α´ Κορ. 10:18) δια­σα­φη­νί­ζο­νται από την πα­τε­ρι­κή σκέ­ψη, σύμ­φω­να με την οποία ο Ιη­σούς, στην λει­τουρ­γι­κή πρά­ξη, ταυ­τί­ζε­ται με το θυ­σια­στή­ριο. Έτσι, ο Χιό­νης επι­λέ­γει να ανα­φερ­θεί σε δύο γνω­στά για τους ανα­γνώ­στες πρό­σω­πα –στον Ισα­άκ και την Ιφι­γέ­νεια– θέ­λο­ντας να προσ­δώ­σει έμ­φα­ση όχι στο μύ­θο αυ­τόν κα­θ’ εαυ­τόν, αλ­λά στο βα­θύ­τε­ρο πε­ριε­χό­με­νο της θυ­σί­ας υπό το πρί­σμα δύο δια­φο­ρε­τι­κών θρη­σκευ­τι­κών πλαι­σί­ων:

Η πέ­τρα κά­τω απ’ το λαι­μό του Ισα­άκ
Η πέ­τρα κά­τω απ’ το λαι­μό της Ιφι­γέ­νειας

Εν συ­νε­χεία, το ποί­η­μα υπαι­νίσ­σε­ται την ιστο­ρία του Δαυίδ και του Γο­λιάθ. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, ο Δαυίδ, εμ­φο­ρού­με­νος θεί­ον ζή­λον κα­τα­τρο­πώ­νει με πέ­τρα τον Γο­λιάθ. Στην ΠΔ ανα­φέ­ρε­ται ότι πριν την μο­νο­μα­χία ο Δαυίδ εξαι­τί­ας της αλα­ζο­νι­κής στά­σης του αντι­πά­λου του, δη­λώ­νει απε­ρί­φρα­στα πως θα προ­σφέ­ρει τις σάρ­κες του στα που­λιά και στα θη­ρία (Α´ Βασ. 17:44). Ο Χιό­νης ανα­μι­γνύ­ει το γε­γο­νός αυ­τό με τη δι­κή του άπο­ψη πε­ρί συ­νέ­χειας της ύπαρ­ξής του χά­ρη στην αθα­να­σία. Γι’ αυ­τό το λό­γο, επι­λέ­γει μια ει­κό­να που απο­τυ­πώ­νει μια συ­νη­θι­σμέ­νη ασχο­λία των παι­διών της επο­χής του, με τη δια­φο­ρά, όμως, πως στην πε­ρί­πτω­σή του, η πέ­τρα δια της πτή­σης ζω­ντα­νεύ­ει (Αγ­γε­λι­δά­κη, 2010):

Η πέ­τρα της σφε­ντό­νας που σκο­τώ­νει το που­λί
Η πέ­τρα της σφε­ντό­νας που γί­νε­ται που­λί και χά­νε­ται


Και συ­νε­χί­ζει:

Η πέ­τρα που ήταν άν­θρω­πος που πέ­τρω­σε
Η πέ­τρα που ήταν λά­βα που πέ­τρω­σε

Το μο­τί­βο ενός αν­θρώ­που που πε­τρώ­νει εί­ναι γνω­στό στην ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία (Μέ­δου­σα, Σει­ρή­νες, Νιό­βη) και τη λο­γο­τε­χνία ευ­ρύ­τε­ρα (Αι­νεί­ας). Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα στη Βί­βλο απο­τε­λεί η Ιου­δίθ, η σύ­ζυ­γος του Λωτ της ΠΔ, η οποία επει­δή αγνό­η­σε την προει­δο­ποί­η­ση του αγ­γέ­λου, κοί­τα­ξε πί­σω της για να δει τι συ­νέ­βαι­νε με απο­τέ­λε­σμα να με­τα­τρα­πεί ακα­ριαία σε στή­λη άλα­τος, εξ ου και η γνω­στή σε εμάς φρά­ση (Γέν. 19:26).
Στην συλ­λο­γή αυ­τή με έμ­με­σο τρό­πο γί­νε­ται λό­γος και στην Ηρο­φί­λη, η οποία προ­φή­τευε ενώ κα­θό­ταν πά­νω σε μια πέ­τρα, την οποία με­τέ­φε­ρε μα­ζί της όπου κι αν πή­γαι­νε, με τον ακό­λου­θο στί­χο (Παυ­σα­νί­ας, 10.12.1 και 10.12.2):

Η πέ­τρα ανερ­μή­νευ­τος χρη­σμός

Εί­ναι κοι­νός πο­λι­τι­σμι­κός τό­πος ότι οι Σί­βυλ­λες ήταν προ­φή­τες. Ανα­λο­γι­κά, λοι­πόν, κι ο Χιό­νης σαν άλ­λος Ησα­ΐ­ας ή Ηρο­φί­λη προ­μη­νύ­ει με την ποί­η­σή του τη ζωή και το θά­να­το. Στους στί­χους αυ­τούς εν­δε­χο­μέ­νως ο Χιό­νης να επι­χει­ρεί και έναν διά­λο­γο με τον T. S. Eliot και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να με την Έρη­μη Χώ­ρα (Σε­φέ­ρης, 2013: 360-361).
Ωστό­σο, και η αδερ­φο­κτο­νία του Άβελ από τον Κάιν ίσως να απο­τε­λεί δια­κεί­με­νο, αφού ο Χιό­νης το έχει ξα­να­χρη­σι­μο­ποι­ή­σει στο Έχων σώ­ας τας φρέ­νας και άλ­λες τρε­λές ιστο­ρί­ες δη­μιουρ­γώ­ντας τρεις υπο­θέ­σεις σχε­τι­κά με το όρ­γα­νο του εγκλή­μα­τος (Χιό­νης, 2016: 69-92):

Η πέ­τρα που βρή­κε κα­τα­κού­τε­λα το φεγ­γά­ρι κι έχυ­σε όλο το αί­μα του

Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ρι­στα­τι­κό η υπό­θε­ση που προ­κρί­νε­ται εί­ναι της με­γά­λης κο­τρό­νας, που με τρο­με­ρή δύ­να­μη και μί­σος εκτο­ξεύ­ε­ται από τον Κάιν και εί­ναι η αι­τία του “πρώ­του φό­νου”.
Ο θρη­σκευ­τι­κός συ­γκρη­τι­σμός εί­ναι έκ­δη­λος στο έρ­γο του Χιό­νη. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα απο­τε­λούν οι πα­ρα­κά­τω στί­χοι:

Οι πέ­τρες που ακο­λου­θού­σαν τον Ορ­φέα
Οι πέ­τρες που κυ­νη­γού­σαν τον Ορ­φέα

Ο Ορ­φέ­ας εί­ναι μια μυ­θι­κή φι­γού­ρα με βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σία όσον αφο­ρά την θρη­σκευ­τι­κή ιστο­ρία της Ελ­λά­δας (Guthrie, 1993). Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως πρω­το­χρι­στια­νι­κό σύμ­βο­λο στις κα­τα­κόμ­βες και προ­τυ­πώ­νει τον Χρι­στό, του οποί­ου η δι­δα­σκα­λία θέλ­γει και εξη­με­ρώ­νει τον άν­θρω­πο από τα θη­ρία των πα­θών. Ο μυ­θι­κός ήρω­ας, εξαι­τί­ας του γε­γο­νό­τος πως θε­ω­ρού­νταν κύ­ριος εκ­πρό­σω­πος της τρα­γου­δι­στι­κής τέ­χνης, μά­γευε τις πέ­τρες που του έρι­χναν εξα­γριω­μέ­νες οι Μαι­νά­δες, επει­δή ήθε­λε άντρες ερα­στές (Johnson, 2008). Στο ση­μείο αυ­τό αξί­ζει να ση­μειω­θεί πως ο Σί­συ­φος, ο οποί­ος σχε­τί­ζε­ται άμε­σα με τον Ορ­φέα, εντο­πί­ζε­ται και σε άλ­λα ποι­ή­μα­τα του Χιό­νη (Χιό­νης, 2006: 234, 277, 279).
Άλ­λα πρό­σω­πα της ΠΔ που μπο­ρεί κα­νείς να ανι­χνεύ­σει στην συ­γκε­κρι­μέ­νη ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα εί­ναι εκεί­να του Νώε και του Μω­υ­σή:

Η αλα­φρό­πε­τρα που κά­νει την πέ­τρα αλ­λά επι­πλέ­ει

Ο βι­βλι­κός Νώε, με τις υπο­δεί­ξεις του Γιαχ­βέ, κα­τα­σκεύ­α­σε την Κι­βω­τό που κα­τά τη διάρ­κεια του κα­τα­κλυ­σμού ως αλα­φρό­πε­τρα επέ­πλευ­σε και διέ­σω­σε το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Ομοί­ως, ο Μω­υ­σής που ετυ­μο­λο­γι­κά ση­μαί­νει αυ­τός που ανα­σύρ­θη­κε από το νε­ρό, δια­σώ­θη­κε από την ορ­γή του Φα­ραώ με πα­ρό­μοιο τρό­πο (Έξ. 1:22.). Αντι­θε­τι­κά, στον Χιό­νη η πρό­σλη­ψη ενός ρό­λου μιας μά­σκας δεν εί­ναι βα­ριά σαν πέ­τρα και ως εκ τού­του “υπο­κρι­νό­με­νη” επι­πλέ­ει αντί να βυ­θι­στεί και απο­κα­λύ­πτε­ται.
Ο προ­φη­τι­κός λό­γος του Ησα­ΐα «εγώ θα γί­νω ο τό­πος όπου θα αγιά­ζο­νται, αλ­λά και η πέ­τρα που θα σκο­ντά­ψουν» (Ησ. 14:15), θα λέ­γα­με πως υιο­θε­τεί­ται από τον Χιό­νη. Κύ­ριο μέ­λη­μά του εί­ναι μέ­σα από τα συμ­φρα­ζό­με­να να κα­τα­κτή­σει την προ­βλε­πτι­κή ικα­νό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης. Ο ποι­η­τής κα­λεί­ται από την φύ­ση που εντός της ζει να πο­ρευ­τεί μέ­σω των “αλ­λα­γών-με­τα­μορ­φώ­σε­ων” και να συμ­με­τά­σχει σε αυ­τές, με­τα­τρέ­πο­ντας το ατο­μι­κό υπο­κεί­με­νο σε συλ­λο­γι­κό, για να φτά­σει στον προ­φη­τι­κό λό­γο της κά­θαρ­σης. Μά­λι­στα, ο ίδιος θε­ω­ρεί πως ο κά­θε ποι­η­τής εί­ναι προ­φή­της,[5] αφού έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να βλέ­πει στο βά­θος των πραγ­μά­των, το αέ­ναo, το ανεί­πω­το (Χιό­νης, 2005):[6]

Η πέ­τρα που πά­νω της σκο­ντά­φτει ο κυ­νη­γη­μέ­νος και πιά­νεται από τον κυ­νη­γό
Η πέ­τρα που πά­νω της σκο­ντά­φτει ο κυ­νη­γός
Η πέ­τρα που πά­νω της δεν σκο­ντά­φτει κα­νέ­νας και βλέ­πει να
περ­νά­νε ο κυ­νη­γη­μέ­νος και ο κυ­νη­γός

Ο θά­να­τος ως έν­νοια συ­νι­στά βα­σι­κό θε­μα­τι­κό άξο­να της ποί­η­σης του Χιό­νη,[7] όπως και στην εν λό­γω συλ­λο­γή:

Η πέ­τρα προ­σφάι των νε­κρών
Η πέ­τρα προ­σκέ­φα­λο των νε­κρών
Η πέ­τρα κου­βέρ­τα των νε­κρών

Στα θε­ο­λο­γι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, ο μέ­γας λί­θος που σφρα­γί­ζει το μνή­μα όπου εντα­φιά­ζε­ται ο Ιη­σούς[8] μέλ­λει να με­τα­βλη­θεί σε πη­γή ζω­ής που αντλεί­ται από το ανα­στη­μέ­νο σώ­μα Του.
Ένας δεύ­τε­ρος αφη­γη­μα­τι­κός τρό­πος που χρη­σι­μο­ποιεί­ται από τον Χιό­νη αρ­κε­τά συ­χνά στην εν λό­γω ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή εί­ναι αυ­τός της αλ­λη­γο­ρί­ας, κα­τά την οποία έν­νοιες βι­βλι­κές λει­τουρ­γούν με τρό­πο ανά­λο­γο δί­νο­ντας, όμως, νέα ερ­μη­νεία στα λε­γό­με­να του ποι­η­τή.
Έτσι, ο στί­χος που ακο­λου­θεί σχε­τί­ζε­ται με δη­μιουρ­γι­κή δύ­να­μη του Γιαχ­βέ, όπως εμ­φαί­νε­ται στο κα­τ᾽ ει­κό­να και κα­θ᾽ ομοί­ω­σιν μέ­σω των τε­χνών[9] στον θε­ό­πλα­στο άν­θρω­πο (Γέν. 1:6 εξ):[10]

Η αναί­σθη­τη πέ­τρα που γί­νε­ται κό­ρη όλο αί­σθη­μα στα χέ­ρια του γλύ­πτη

Στους προ­α­να­φε­ρό­με­νους αυ­τούς στί­χους θα μπο­ρού­σα­με, μά­λι­στα, να πα­ραλ­λη­λί­σου­με τον γλύ­πτη με τον ποι­η­τή μέ­σα στο πλαί­σιο του ρο­μα­ντι­σμού, ο οποί­ος πλά­θει με την τέ­χνη του την κό­ρη, δη­λα­δή το ποί­η­μα.

Η πέ­τρα με μια καρ­διά σκα­λι­σμέ­νη πά­νω

Ο αγω­νι­ζό­με­νος άν­θρω­πος που βρί­σκε­ται σε απελ­πι­στι­κή κα­τά­στα­ση εί­ναι μια θε­μα­τι­κή που λει­τουρ­γεί με την έν­νοια της μί­μη­σης προς κά­θε ανα­γνώ­στη ανε­ξάρ­τη­τα από την επο­χή στην οποία ζει. Η εγω­πά­θεια με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε λί­θο προ­σκόμ­μα­τος, στον οποίο προ­σκρού­ει η αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη, ώστε η ανα­με­νό­με­νη θε­ρα­πεία προ­κύ­πτει μέ­σω της οδυ­νη­ρής εμπει­ρί­ας της ζω­ής. Ως εκ τού­του, η άρ­νη­ση της αλή­θειας οδη­γεί στην απελ­πι­σία και την από­γνω­ση και οι αν­θρώ­πι­νες ενέρ­γειες με­τα­βάλ­λουν τον θε­μέ­λιο λί­θο σε πέ­τρα σκαν­δά­λου για τον ίδιο τον άν­θρω­πο.[11] Ανά­λο­γα, και στον Χιό­νη η πέ­τρα πα­ρα­πέ­μπει στην αυ­το­κτο­νία:

Η πέ­τρα στο λαι­μό του απελ­πι­σμέ­νου

Αλ­λά και λί­γο πα­ρα­κά­τω ανα­φέ­ρει:

Η πέ­τρα που ρί­χνει πρώ­τος ο ανα­μάρ­τη­τος κι επι­στρέ­φει στο μέ­τω­πό του
Η πέ­τρα που χτυ­πά­ει τον αμαρ­τω­λό κι ει­ν’ αυ­τή που μα­τώ­νει

Οι λό­γοι του Ιη­σού «ο ανα­μάρ­τη­τος πρώ­τος τον λί­θον βα­λέ­τω», που δό­θη­κε ως απά­ντη­ση στους Γραμ­μα­τείς και Φα­ρι­σαί­ους σχε­τι­κά με τη μοι­χα­λί­δα,[12] απο­τε­λεί άμε­ση ανα­φο­ρά. Επι­πλέ­ον, ανα­κα­λεί στη μνή­μη μας το πε­ρι­στα­τι­κό της αμαρ­τω­λής πόρ­νης, το οποίο ψάλ­λε­ται τη Με­γά­λη Τε­τάρ­τη, γε­γο­νός που δια­σώ­ζε­ται και στους τέσ­σε­ρις ευαγ­γε­λι­στές (Ματθ. 26:6-13, Μάρκ. 14:3-9, Ιω­άν.12:1-8, και Λουκ. 7:36-50) και δύ­να­ται να συ­σχε­τι­στεί με τον λι­θο­βο­λι­σμό του πρω­το­μάρ­τυ­ρα Στέ­φα­νου τα πρω­το­χρι­στια­νι­κά χρό­νια.[13]
Οι άμε­σες ή υπαι­νι­κτι­κές ανα­φο­ρές σε ιε­ρά πρό­σω­πα,[14] ή στον Πα­ρά­δει­σο ως με­τα­θα­νά­τιο μα­κά­ριο τό­πο, κα­θώς και διά­φο­ροι συμ­βο­λι­σμοί, όπως αυ­τός του ιχθύ­ος, χρη­σι­μο­ποιού­νται από τον Χιό­νη με διά­φο­ρες ευ­και­ρί­ες. Εκ­κλη­σιο­λο­γι­κά, η διαρ­κής στα­θε­ρό­τη­τα και η ακλό­νη­τη σχέ­ση του Μεσ­σία-Χρι­στού, απο­τυ­πώ­νε­ται στην κλα­σι­κή ερ­μη­νεία του ονό­μα­τος Κη­φάς που έδω­σε ο Ιη­σούς στον Σί­μω­να-Πέ­τρο και ση­μαί­νει βρά­χος (Ματθ. 16:18, Ιων. 1:42. Πρ­βλ. Α´ Κορ. 1:12, 15:5, Γαλ. 1:18). Το γε­γο­νός αυ­τό μπο­ρεί κα­νείς να το πα­ραλ­λη­λί­σει με τον εξής στί­χο:

Η πέ­τρα θε­μέ­λιο της σι­γου­ριάς

Ο Χιό­νης στη ποι­η­τι­κή αυ­τή συλ­λο­γή επι­λέ­γει το σχή­μα της αντί­θε­σης. Ας μη λη­σμο­νού­με, ότι η δια­θή­κη του Θε­ού με τον λαό του Ισ­ρα­ήλ απο­τυ­πώ­θη­κε σε λί­θι­νες πλά­κες.[15] Το συ­γκε­κρι­μέ­νο υλι­κό, το οποίο απο­τέ­λε­σε ση­μείο της στα­θε­ρό­τη­τας στην συμ­φω­νία, εκ­πί­πτει και ευ­τε­λί­ζε­ται από τον πε­ριού­σιο λαό Του που εί­χε καρ­διά σκλη­ρή σαν πέ­τρα (Ιεζ. 11:19), με απο­τέ­λε­σμα, η σκλη­ρο­καρ­δία των Εβραί­ων να ταυ­τι­στεί με εκεί­νη της “ψυ­χρής εξω­τε­ρι­κό­τη­τας” στην τή­ρη­ση του Νό­μου. Αντί­θε­τα, η νέα συμ­φω­νία που εδραί­ω­σε ο Μεσ­σί­ας-Χρι­στός, όπως οι προ­φή­τες Ιε­ρε­μί­ας και Ιε­ζε­κι­ήλ προ­α­νήγ­γει­λαν (Ιερ. 38:33, Ιεζ. 11:19, 36:26), θα απο­τυ­πω­νό­ταν μέ­σω του Πνεύ­μα­τος στο εσω­τε­ρι­κό της καρ­δί­ας (Β´ Κορ. 3:3).
Οι θε­ο­λό­γοι-ερ­μη­νευ­τές συ­σχε­τί­ζουν το υγρό στοι­χείο με την πέ­τρα που προ­τυ­πώ­νει τον Μεσ­σία.[16] Έτσι, τον βρά­χο της ερή­μου, από τον οποίο ο Μω­υ­σής έκα­νε να ξε­πη­δή­σει νε­ρό για να ξε­δι­ψά­σει ο πε­ριού­σιος λα­ός Του, τον εξή­γη­σαν ως την ζω­ο­γό­νο πλευ­ρά του σταυ­ρω­μέ­νου Χρι­στού.[17] Επε­κτεί­νο­ντας το μο­τί­βο συ­νειρ­μι­κά μας πα­ρα­πέ­μπει στην ει­κό­να του Γιαχ­βέ (Ιεζ. 47:1-12, Ζαχ. 14:8, Αποκ. 22:1), και τη φι­λεύ­σπλα­χνη δρά­ση του Δη­μιουρ­γού, ικα­νή να ανα­βλύ­σει από τον άνυ­δρο και ξε­ρό βρά­χο της ερή­μου, το ζω­ο­ποιό ύδωρ.

Η πέ­τρα στην έρη­μο
Η πέ­τρα στον έρη­μο για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο
Η έρη­μη πέ­τρα στον πρά­σι­νο

Στον αντί­πο­δα των Πα­τε­ρι­κών ερ­μη­νευ­τών ο Χιό­νης μέ­σω της προ­α­να­φε­ρό­με­νης κλι­μα­κω­τής ει­κό­νας δη­λώ­νει πως οι πέ­τρες του βρα­χό­κη­που έχουν ένα ορ­γα­νι­κό ρό­λο μέ­σα στο σύ­νο­λο, τις οποί­ες αντι­πα­ρα­βάλ­λει με την ανού­σιαέρη­μη πέ­τρα.
Ανα­φο­ρά στο υγρό στοι­χείο εντο­πί­ζε­ται στους πα­ρα­κά­τω στί­χους, με τη μό­νη δια­φο­ρά πως το νε­ρό πλέ­ον έχει ρό­λο κα­τα­στρε­πτι­κό:

Η πέ­τρα δια­βρω­μέ­νη αρ­γά-αρ­γά απ’ τη βρο­χή
Η πέ­τρα θρυμ­μα­τι­σμέ­νη ξαφ­νι­κά απ’ το φουρ­νέ­λο
Η πέ­τρα στα χεί­λια του πη­γα­διού
Η πέ­τρα στον πά­το του κό­σμου

Κα­θώς επί­σης και:

Η πέ­τρα που πρα­σι­νί­ζει απ’ τα μού­σκλα κι ονει­ρεύ­ε­ται πως έβγα­λε ρί­ζες

Η ποί­η­ση του Χιό­νη συν­δέ­ε­ται άρ­ρη­κτα τη έν­νοια της γης. Εντο­πί­ζε­ται μία ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση αλ­λη­λε­πί­δρα­σης και οντο­λο­γί­ας, αφού κι ο ίδιος ανα­φέ­ρει πως γρά­φει «στα χώ­μα­τα». O ίδιος εμ­φα­τι­κά υπο­γραμ­μί­ζει: «κε­ντώ τα κεί­με­νά μου σαν τα­τουάζ, πά­νω στο δέρ­μα της μά­νας μου, της γης. Με άλ­λα λό­για, εί­μαι χοϊ­κός και όχι αι­θε­ρο­βά­μων. Ως τέ­τοιος, λοι­πόν, πι­στεύω στην αθα­να­σία της ύλης, δη­λα­δή στην αέ­ναη ανα­κύ­κλω­ση των υλι­κών» (Αγ­γε­λι­δά­κη, 2010). Το ποί­η­μα τε­λειώ­νει ως εξής:

Η βου­βή πέ­τρα
Η πέ­τρα που κά­πο­τε μί­λη­σε κα­νείς δεν την κα­τά­λα­βε και δεν ξα­να­μί­λη­σε

Ο Χιό­νης χρη­σι­μο­ποιεί με­τα­ξύ άλ­λων την έν­νοια του λί­θου για να απο­τυ­πώ­σει τα προ­σω­πι­κά του βιώ­μα­τα. Τα θρη­σκευ­τι­κά σύμ­βο­λα απο­τε­λούν γι᾽ αυ­τόν τα ερ­γα­λεία, την πρώ­τη ύλη για να κα­τα­σκευά­σει το ποι­η­τι­κό του σύ­μπαν. Άλ­λω­στε, στην αρ­χέ­γο­νή της διά­στα­ση και στην κοι­νή συμ­βο­λι­κή όλων των αν­θρώ­πων, η πέ­τρα, στα­θε­ρή, διαρ­κής, βα­ριά, εί­ναι σύμ­βο­λο δυ­νά­με­ως. Στην ποί­η­σή του ανι­χνεύ­ε­ται ο ανι­μι­σμός των αντι­κει­μέ­νων αντί της έμ­φα­σης στη ζω­ής μέ­σω της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, ο ανα­στο­χα­σμός, ο υπαι­νι­κτι­κός λό­γος και η πο­λυ­ση­μία της σκέ­ψης.
Ο Χιό­νης δεν χρη­σι­μο­ποιεί τυ­χαία όλους αυ­τούς τους βι­βλι­κούς συμ­βο­λι­σμούς. Ως ποι­η­τής του και­ρού του, αλ­λά και ως άλ­λος “προ­φή­της”, απο­δο­μεί έν­νοιες και συ­σχε­τι­σμούς της Βί­βλου με σκο­πό να ερ­μη­νεύ­σει τη ζωή με έναν τρό­πο ανορ­θό­δο­ξο και αντι­θε­τι­κό. Δει­νός χρή­στης της ει­ρω­νεί­ας, αυ­το­σαρ­κα­ζό­με­νος με λό­γο διαν­θι­σμέ­νο με αντη­χή­σεις, ανα­γραμ­μα­τι­σμούς, επα­να­λή­ψεις και συμ­βο­λι­σμούς, θα επι­χει­ρή­σει να απο­τυ­πώ­σει το αδιέ­ξο­δο και τον πα­ρα­λο­γι­σμό του αν­θρώ­πι­νου βί­ου. Η μο­να­χι­κή του στά­ση ζω­ής και η σθε­να­ρή αντί­θε­σή του στα ανερ­μή­νευ­τα κε­νά της αν­θρώ­πι­νης δρά­σης, λει­τουρ­γεί πα­ρα­μυ­θη­τι­κά, έστω και πα­ρο­δι­κά, στον πά­σχο­ντα σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο. Μά­λι­στα, ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας θε­ω­ρεί πως η σιω­πή εί­ναι πρά­ξη ποι­η­τι­κής ηθι­κής και στά­ση ζω­ής (Χιό­νης, 2006: 605 και Ψά­χου, 2012: 13-14), γε­γο­νός που επι­βε­βαιώ­νε­ται από τον στί­χο αντι­μέ­τω­πος με το βά­ρα­θρο της ψυ­χής του μέ­νει βου­βός (Χιό­νης, 2000: 57). Συλ­λέ­κτης εμπει­ριών ο “γή­ι­νος” Χιό­νης ακρο­βα­τεί σαν σχοι­νο­βά­της ανά­με­σα στην μα­ταιό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης και στην κα­τά­φα­ση της ζω­ής.


ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Αγ­γε­λι­δά­κη, K. (2010, Φε­βρουά­ριος 12). Αρ­γύ­ρης Χιό­νης: Όσο ζω γρά­φω ποι­ή­μα­τα-όνει­ρα πά­νω στα χώ­μα­τα, εφ. Ελευ­θε­ρο­τυ­πία. Ανα­κτή­θη­κε Μάρ­τιος 5, 2021 από: http://​www.​enet.​gr/?​i=news.​el.​article&​id=131​095.
Αγία Γρα­φή: Rahlfs, A. (επιμ.), (1981). Πα­λαιά Δια­θή­κη. (9η εκδ.). Αθή­ναι: Απο­στο­λι­κή Δια­κο­νία της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος.
Nestle, Ε. & Aland, Κ. (επιμ.), (1993). Και­νή Δια­θή­κη. (27η εκδ.). Stuttgart: Deutsche Bibelgesellschaft.
Βλα­βια­νός, X. (2007, Νο­έμ­βριος 3). Αρ­γύ­ρης Χιό­νης: “Πη­δά­ει, πά­ντα, δί­χως πή­χυ…”.Τα Νέα. Ανα­κτή­θη­κε Μάρ­τιος 6, 2021 από: https://​www.​tanea.​gr/​2007/​11/​03/​lif​eart​s/​bπαy-the-book/argyris-xionis-pidaei-panta-dixws-pixy/.
Chauvin, D., Siganos, A. & Walter, Ph. (2005). Questions de mythocritique dictionnaire, Πα­ρί­σι: Imago.
Compagnon, A. (1979). La Seconde Main ou le travail de la citation. Πα­ρί­σι: Le Seuil.
Guthrie, W. K. C. (1993). Orpheus and religion a study of the orphic movement (2η έκδ.) Πρίν­στον, Νιού Τζέρ­σι
: Princeton University Press.
Θε­ο­δώ­ρη­τος, Κύ­ρου. (1864). Ἑρμη­νεία τῶν ΙΔ´’Ε­πι­στολῶν τοῦ Παύ­λου. Πρὸς Κο­ριν­θί­ους Α´. Στο J. -P. Migne (επιμ.), Patrologiae cursus completus. Series Graeca, (82, 225-376), Πα­ρί­σι.
Jauss, H. R. (1988). Pour une herméneutique littéraire. [Âsthetische Erfahrung und literarische Hermeneutik, 1982]. (μτ­φρ. M. Jacob), Πα­ρί­σι: Gallimard.
        (1995). Η θε­ω­ρία της πρό­σλη­ψης. Τρία Με­λε­τή­μα­τα. (μτ­φρ. Μ. Πε­χλι­βά­νος), Εστία.
Johnson, P. J. (2008). Ovid before exileart and punishment in the Metamorphoses. Mά­ντι­σον: University of Wisconsin Press.
Μπρα­τσιώ­της, Π. (1952). Τὸ Γε­νέ­σε­ως Α´ 26 ἐν τῇ Ὀρθο­δόξῳ Θε­ο­λο­γία. Ὀρθο­δο­ξία, 27, 359-372.
Παυ­σα­νί­ας. (1903). Ελ­λα­́δος Πε­ρι­η­́γ­ησις, Φω­κι­κά, Λο­κρῶν Ὀζό­λων (επιμ. F. Spiro). Λι­ψία: Teubner.
Πλά­των. (1900). Φαί­δων (επιμ. J. Burnet). Oξ­φόρ­δη: Clarendon Press.
Ricœur, P. (1989). Le Conflit des interpretations. Πα­ρί­σι: Le Seuil.
Riffaterre, M. (1980). Syllepsis. Critical Inquiry 6(4), 625-638.
Roncace, M., & Gray, P. (2007). Teaching the Bible through Popular Culture and the Arts. [Resources for biblical study 53]. Aτλά­ντα: Society of Biblical Literature.
Σε­φέ­ρης, Γ. (2013). Δο­κι­μές, τόμ. Α´ (1936-1947), 9η εκδ., (επιμ. Γ. Σαβ­βί­δης), Ίκα­ρος.
Συ­να­ξά­ριον: Μη­ναῖα τοῦ Ὅλου Ἑνιαυ­τοῦ, τόμ. ΣΤ΄. (1901). Ἐν Ρώμῃ.
Τριῴδιον Κα­τα­νυ­κτι­κόν. (1879). Ἐν Ρώμῃ.
Χιό­νης, A. (2000). Τό­τε που η σιω­πή τρα­γού­δη­σε, Νε­φέ­λη.
                
(2006). Η φω­νή της σιω­πής· Ποι­ή­μα­τα 1966-2000. (2η εκδ.), Νε­φέ­λη.
                (2009). Το μή­νυ­μα κι άλ­λες δύο φάρ­σες, Κί­χλη.
                (2016). Έχων σώ­ας τας φρέ­νας και άλ­λες τρε­λές ιστο­ρί­ες. (επιμ. Γ. Κρι­τσέ­λη) Κί­χλη.
Ψά­χου, M. (2012). “Σπου­δαί­ος σιω­πη­τής με­γά­λων απο­στά­σε­ων”: Η σιω­πή ως έκ­φρα­ση ποι­η­τι­κής ηθι­κής την ποί­η­ση του Αρ­γύ­ρη Χιό­νη. Τα Ποι­η­τι­κά, 6, 13-14.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: