Η μητέρα που με έντυνε στοργικά
με το ζεστό της χαμόγελο κάθε πρωί
Οι πρωινές μας βουτιές στην παιδική λίμνη
σ’ αυτή την υγρή φάτνη των αναμνήσεων
Οι ακουμπισμένοι νεανικοί έρωτες βαθιά,
με ευλάβεια, στα συρτάρια της μνήμης
Τα μοσχοβολιστά λουλούδια που μας φιλούν
στη μύτη όταν πλησιάζουμε να τα μυρίσουμε
Οι βρεγμένοι δρόμοι κι η υγρασία
που με περονιάζει τα χειμωνιάτικα πρωινά
όταν πηγαίνω στη δουλειά μου
Τούτο το σπαθί των προγόνων μου,
που χρόνια πριν τις απρόσωπες σφαίρες,
σκότωνε τους εχθρούς στη μάχη,
βλέποντάς τους να πέφτουν για πάντα στη γη
Ο κεραυνός που αναθέτει στην αστραπή
να φωτίσει τον τόπο που επιτίθεται
Οι καλλίγραμμες λέξεις ενός ποιήματος
που περιγράφουν τον περιφραστικό έρωτα
Το συναπάντημα των δύο αρχαίων ποταμών
που αρχετυπώνει τη συνάντηση δύο ανθρώπων
Το εκκρεμές ρολόι στο γραφείο μου
που ακούραστα έδινε ρυθμό στο διάβασμά μου
Η πρώτη φορά που σε αντίκρισα θλιμμένη
μέσα στον καθρέπτη μου ή στη μνήμη μου
Ο χρόνος που είναι κοίλος και μας προστατεύει
όταν ειρηνικά μπαίνουμε να κρυφτούμε σ’ αυτόν
Η βροντερή τρικυμία που άλλη μια φορά
μου χαρίστηκε για να την παλέψω σθεναρά
Κάθε διχασμός και κάθε στέρηση
Τα μάτια μου, που πρόλαβαν πριν σβήσουν,
να μου χαρίσουν τόσα πρόσωπα,
τόση ομορφιά, τόσα χρώματα, τόσα βιβλία.
Ήταν όλ’ αυτά οι ψηφίδες της ζωής μου,
ενός ατέλειωτου χιλιογραμμένου ποιήματος
μέσα στο λαβύρινθο των ανείπωτων αιτίων
που με οδηγούν νομοτελειακά στο κατώφλι
της οριστικής μου γνωριμίας με τον Μπόρχες.