Επιστολές ή περί άλλα...

Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται συνήθως ενδιαφέρουσες επιστολές γνωστών καλλιτεχνών (συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων,...) απευθυνόμενες σε φίλους, συναδέλφους, οικείους ή απλώς γνωστούς, στις οποίες αναφέρονται σε θέματα που ουδεμία σχέση έχουν με το καλλιτεχνικό τους έργο ούτε, ει δυνατόν, με τις τέχνες γενικότερα. Μπορεί να πρόκειται για θέματα προσωπικά ή επικαιρότητας, να αφορούν τραγικά συμβάντα ή να σατιρίζουν καταστάσεις και ανθρώπους. Το πιο σημαντικό κριτήριο για την επιλογή τους θα είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, φυσικά, αλλά και το κατά πόσο, μέσα από αυτές, διαφαίνονται πλευρές της προσωπικότητας των επιστολογράφων ή των αποδεκτών, που απέχουν ή και επιβεβαιώνουν τη συμβατική εικόνα που έχουμε διαμορφώσει στο νου μας για τους καλλιτέχνες αυτούς σαν άτομα. Ως εκ τούτου, η επιλογή των επιστολών θα είναι καθαρά υποκειμενική.


Γάλλος στρατιώτης στο μέτωπο του Α΄Παγκοσμίου πολέμου (σχέδιο του  Iñaki Holgado από το εξώφυλλο δίτομης ανθολογίας με επιστολές στρατιωτών), εκδ. Soleil
Γάλλος στρατιώτης στο μέτωπο του Α΄Παγκοσμίου πολέμου (σχέδιο του Iñaki Holgado από το εξώφυλλο δίτομης ανθολογίας με επιστολές στρατιωτών), εκδ. Soleil


ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΤΟΥ ΜΟΡÍΣ ΝΤΡΑΝΣ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΖΟΡΖÉΤ ΚΛΑΜΠÓ

Πέμπτη, 17 Μαϊου 1917

Καημένο μου αρνάκι,

Με βλέπεις ξαπλωμένο, με τα μάτια κλειστά και είναι κάτι φρικιαστικό. Κι εγώ φοβάμαι ότι θα πεθάνω. Αντί να αποδιώξω αυτή την εικόνα, βυθίζομαι μέσα της ηδονικά, καθώς η επήρεια είναι άμεση και συνεχής. Αντί να καλύψω το βλέμμα σου με το απαλό πέπλο της αυταπάτης, χαράζω στο μέτωπό σου, στη σκέψη σου, έναν κόκκινο σταυρό! Σε βλέπω αγαπημένη μου, να τρέμεις σύγκορμη, με τα λατρευτά σου χέρια να καίνε, να σπαρταράς σα λουλούδι στον άνεμο! Μια καμπάνα σήμανε πένθιμα χτες, ταράχτηκες, τα όμορφα χέρια σου τυλίχτηκαν γύρω μου σα γύρω από πτώμα. Όχι, δεν θέλω να πεθάνει...! Θέλω να ζήσει! Και η αιτία γι’αυτό το μαρτύριό σου ήμουν εγώ. Φύσηξα κι έσβησα ξαφνικά τη λαμπίτσα με το ζεστό πράσινο αμπαζούρ που μας γλυκοθωρούσε, ενώ η ανταύγειά της μάς σκέπαζε με θάμβος και συ βρέθηκες σε πηχτό σκοτάδι. Μέσα στο νεκρικό μου κρεβάτι άκουγα το παράπονό σου και την σβησμένη μου ψυχή. Με είχες πάρει και φεύγαμε, ανεβαίναμε, εκεί ψηλά, οι ψυχές μας, στον ουρανό. Γιατί σου τα είπα αυτά; Γιατί; Γιατί; Γιατί σε ανάγκασα να πάρεις αυτή τη πρόγευση του θανάτου, εσύ, τόσο νέα; Και θα με συγχωρήσεις ποτέ; Ο θάνατος βέβαια περνάει δίπλα μου σχεδόν κάθε στιγμή. Χλωμές εκτάσεις πένθιμοι ουρανοί πλημμυρίζουν το βλέμμα μου το τόσο συχνά απλανές και έντρομο, και θεώρησα ότι, σιγά-σιγά, απαλά, έπρεπε να έρθω κοντά σου, στην περίπτωση που η καρδιά σου βυθιστεί στο πένθος απ’ τον χαμό μου, όποτε με καλέσει ο Θεός. Δεν θα πρέπει τότε να κλάψεις πολύ, να κλάψεις λίγο, να με θυμάσαι και να ξαναβρείς τη ζωή, τον έρωτα, τη χαρά της αγάπης, και τη χαρά της ζωής. Τόσο νέα! Είκοσι χρονών! Αυτός που θα έρθει μετά από μένα και θα πει σ’ αγαπώ! Αυτόν πρέπει να τον αγαπήσεις, να τον πονέσεις και να μοιραστείτε το Πεπρωμένο! Θα ’χεις ανάγκη από μια πυξίδα, ένα στήριγμα, έναν προστάτη, να κάνεις ένα σπιτικό, μια Κιβωτό με τις επαγγελίες της, με τις ανταμείψεις της... Γι αυτή τη θέληση για ζωή δεν θα πρέπει να ντραπείς αγάπη μου, αλλά να υπερηφανεύεσαι!

Προχτές το βράδυ, μέσα στο βαθύ μπλε της νύχτας, περνούσα μέσα από τα επί της γης σημάδια των επουράνιων σταυρών... Πρόκειται για το διάσπαρτο νεκροταφείο χωρίς σταυρούς, εγκαταλειμένο απ’ τους ανθρώπους, για τα αμέτρητα σκόρπια πτώματα, χωρίς μνήμα, για το ορθάνοιχτο σφαγείο μέσα σε βουητό απ’ τα σκουλήκια και σε συνεχιζόμενη βροχή από οβίδες. Πάνω από χίλια πτώματα πεταμένα, διαμελισμένα, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο... Βάδιζα μέσα στη νύχτα προς τις γραμμές μας, φορτωμένος με τα πράγματά μου· ήμουνα κατάκοπος· μέσα στο στόμα μου στα ρουθούνια μου είχα αυτή τη μυρωδιά· ο εχθρός συντροφιά με τον Γάλλο στον ύστατο μορφασμό, μια γυμνή μάζα αγκαλιασμένη, βεβηλωμένη, ανακατεμένη, μπερδεμένη, πάνω σ’ αυτή την πεδιάδα της καταραμένης τρέλας, σ’αυτό το βάραθρο που το σαρώνουν βροντερές καταιγίδες. Ο Γερμανός κι ο Γάλλος σαπίζουν ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς καμία ελπίδα ότι θα ταφούν από κάποια αδελφικά ή ευσεβή χέρια. Το να πάει κάποιος να τους φροντίσει σημαίνει να προσθέσει και το δικό του πτώμα σ’ αυτόν τον ορθάνοιχτο λάκκο, γιατί ο πόλεμος είναι αχόρταγος... Κάθε βράδυ διασχίζουμε αυτή την πετρωμένη κόλαση όπου πλανιώνται φαντάσματα, με την καρδιά μας να πονάει, βουλώνοντας τη μύτη μας, σφίγγοντας τα χείλια.

Αχ Ζορζέτα μου, θα ‘πρεπε να σου μιλάω για αγάπη κι εγώ σου μιλάω γι αυτά! Αχ! Σε τέτοιες στιγμές, κλονισμένος, μεθυσμένος, παρατημένος, τρεμάμενος, ναυαγισμένος, απλώνω τα χέρια μου προς εσένα, σε εκλιπαρώ, σε ικετεύω. Αλλά είμαι άνθρωπος και κάποιες φορές σφίγγω τα δόντια για να μην κλάψω. Όμως το αποκορύφωμα είναι ότι, όταν γυρίζουμε πίσω, αργά τη νύχτα, τρώμε το μοναδικό μας γεύμα του εικοσιτετραώρου με το στόμα ακόμα γεμάτο πτώματα· τρώμε στα τυφλά χωρίς ίχνος φωτός. Αχ! Δεν κατεβαίνει και είναι κρύο, σαν πέτρα, δε σου κάνει όρεξη... Μόλις ξημερώσει, και πάλι απ’ την αρχή, το απότομο ξύπνημα, η αγωνία που σε κατακλύζει, το εγερτήριο, σε θέση μάχης...

Όχι, αυτά θα σου τα πω αύριο ή μεθαύριο. Αρκετοί είναι για σήμερα όλοι αυτοί οι μπαμπούλες για την μικρή μου Ζορζέτα. Τη βλέπω την αγάπη μου με ορθάνοιχτα, υγρά μάτια, και πρόσωπο κατάχλωμο το κορμί να τρέμει, κι ύστερα μια κρίση δακρύων... Πόσο κακός είμαι...

Ζορζέτα μου, βάζω τα χέρια μου γύρω απ’ το λαιμό σου και αποκοιμιέμαι, με τα χείλη μας ενωμένα.

Ο Μoρίς σου


Ο Μορίς Ντρανς
Ο Μορίς Ντρανς


Ο Μορίς Ντρανς (Maurice Drans, 1891-1952) ήταν ποιητής, διηγηματογράφος και συγγραφέας θεατρικών σκετς, ο οποίος ήταν και παρέμεινε άσημος. Γεννήθηκε στην πόλη Fresnay-sur Sarthe της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Ήταν το τέταρτο από έξι αδέλφια, μάλλον δεν ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές, έγραφε όμως από νωρίς ποιήματα και μικρά διηγήματα που δημοσίευε σε διάφορα φύλλα. Με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, σε ηλικία 23 ετών, επιστρατεύτηκε και ήταν ένας από τους poilus, όπως λεγόντουσαν οι στρατιώτες των χαρακωμάτων. Στον πόλεμο τραυματίστηκε τρεις φορές και παρασημοφορήθηκε. Σε κάποια άδειά του από τον στρατό γνώρισε την Ζορζέτ Κλαμπό, την οποία αρραβωνιάστηκε το 1916 και με την οποία είχε πυκνή αλληλογραφία σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Όταν απολύθηκε από τον στρατό παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά, αλλά δέκα περίπου χρόνια αργότερα χώρισαν.

Ο Ντρανς ήταν πνεύμα ελεύθερο, (άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν ιερέας). Εζησε στο Παρίσι μποέμικη ζωή, έχοντας ουσιαστικά εγκαταλείψει την οικογένειά του, κάνοντας ευκαιριακές δουλειές (έγραψε κάποιους στίχους για τραγούδια και έπαιξε κάποιους μικρούς ρόλους στον κινηματογράφο), ήταν μέλος λογοτεχνικών σωματείων, συνέχισε να γράφει ποιήματα και διηγήματα, τα οποία δημοσίευε σε διάφορα έντυπα ή τα διάβαζε ο ίδιος σε λογοτεχνικές συναθροίσεις, καθώς και θεατρικά σκέτς. Από έρευνα στο διαδίκτυο δεν προκύπτει κάποια έκδοση των ποιημάτων του, εκτός από ένα θεατρικό μονόπρακτο με τίτλο Les Bienheureux που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1936.

Για την Ζορζέτ Κλαμπό (Georgette Clabaut) δεν έχουμε άλλα στοιχεία πέραν των παραπάνω. Όταν έλαβε αυτή την επιστολή, ήταν είκοσι χρονών.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: