Ρούλα με λένε, ψευτρούλα με φωνάζουν, όμως, όλοι οι δικοί μου∙ φίλοι και συγγενείς. Όχι βέβαια, πως έχουν και άδικο. Είναι η μεγάλη αδυναμία μου να αλλάζω τα πράγματα. Από μικρή το ‘χω αυτό το κουσούρι. Η αλήθεια είναι, πως τα ψέματα που λέω δεν κάνουν κακό σε κανέναν. Να, είναι που βασικά μου αρέσει να ωραιοποιώ την καθημερινότητα, ή και να τη δραματοποιώ λιγάκι, όταν τη θεωρώ πολύ πεζή.
Ήμουν πέντε-έξι χρονών, όταν πολλές φορές η καθημερινότητα με κούραζε. Φρόντιζα τότε να την κάνω πιο ζωντανή. Αρραβώνιαζα για παράδειγμα μια γειτονοπούλα, όταν την έβλεπα να κρυφομιλά με έναν νέο, και πολλά μωρά τα "γεννούσα" πριν την ώρα τους. Η φουκαριάρα η μάνα μου, του κάκου προσπαθούσε να με πείσει να κόψω αυτή μου τη συνήθεια. Θα με κορόιδευαν, έλεγε, όλοι. Ο πατέρας μου, μάλλον το διασκέδαζε∙ γύριζε το βράδυ απ’ τη δουλειά και ρωτούσε: «Λοιπόν, Ρούλα μου, ποια γέννησε σήμερα;» ή: «Τι έκανε η κυρά- Κατίνα, αγόρι ή κορίτσι;»
Έλα τώρα που μου άρεσε όλος αυτός, ο από μένα πλασμένος κόσμος; Όσο μεγάλωνα πάντως, προσπαθούσα να ελέγχω την ώρα, το μέρος και τους ανθρώπους, μπροστά στους οποίους τα ξεφούρνιζα. Και ποτέ, μα ποτέ μου δεν "πέθαινα" κανέναν. Κάπου γύρω στα δέκα πρέπει να ήμουν, όταν ο γιος του κυρ-Μιχάλη, μου κόλλησε το "Ρούλα-ψευτρούλα". Η οικογένεια του κυρ-Μιχάλη ήταν αντιπαθής στη γειτονιά. Καυγάδες στο σπίτι όλη μέρα, μέθυσος ο ίδιος, ανοικοκύρευτη η γυναίκα του, ατημέλητα και κακότροπα τα παιδιά. Είχαν και ένα αμπέλι, ακριβώς κάτω από το δικό μας, γεμάτο χόρτα και αγκάθια.
Την Πρωτομαγιά, πηγαίναμε με τις συμμαθήτριες και φίλες μου στο αμπέλι μας για να "πιάσουμε" τον Μάη. Περιμέναμε αυτή τη μέρα μήνες ολόκληρους. Είχαμε κι ένα καλυβάκι, όπου βρίσκαμε καταφύγιο, αν ο καιρός δεν ήταν πολύ καλός.
Πρωτομαγιά και πάλι. Στο αμπέλι εμείς από το πρωί, με τα σακουλάκια μας και τη μπάλα μας. Τραγούδια, γέλια, χαρά Θεού. Σε κάποια φάση ενός παιχνιδιού, κύλησε η μπάλα προς το αμπέλι του κυρ-Μιχάλη και, πολύ προσεκτικά, κατέβηκα να την πάρω. Εκεί ήταν κι αυτός. Έσκαβε με την τσάπα στο χέρσο μέρος του αμπελιού. Κρύφτηκα πίσω από ένα κλήμα, περιμένοντας μήπως και φύγει για να την πιάσω. Είχε ανοίξει έναν μεγάλο λάκκο και, ρίχνοντας γύρω του ανησυχητικά βλέμματα, προσπαθούσε να σπρώξει μέσα ένα πελώριο σακί που πρέπει να ήταν ασήκωτο από το βάρος. Αν έκρινες από την όψη του, και μεθυσμένος ήταν αλλά και πολύ φοβισμένος. Τι να περιείχε άραγε; Μήπως είχε βρει κανέναν θησαυρό; Λες να είχε διαπράξει κανένα έγκλημα; Αμέσως μετά, τον γέμισε με χώμα και έφυγε βιαστικά. Περίεργη μου φάνηκε η όλη συμπεριφορά του και ανεξήγητη ταυτόχρονα. Όταν απομακρύνθηκε, άρπαξα στα γρήγορα την μπάλα και έτρεξα πίσω στο καλύβι. Δεν είπα τίποτα στις φίλες, αν και με ρωτούσαν συνέχεια, γιατί άργησα τόσο και ποια γέννα παρακολουθούσα... Το βράδυ εξιστόρησα στο σπίτι με το νι και με το σίγμα όλα όσα είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Γέλασε πάλι ο πατέρας. «Άρχισες τώρα να ασχολείσαι με πεθαμένους, ταφές και κρυμμένους θησαυρούς;» είπε. Μου κακοφάνηκε πολύ, αλλά δεν είχα τρόπο να τον πείσω, ότι δεν ήταν η φαντασία μου.
Πέρασαν χρόνια πολλά, μεγάλωσα συνεχίζοντας τα αθώα μου ψέματα. Έκανα δική μου οικογένεια, μεγάλωσαν και τα παιδιά μου. Κι αυτά με φώναζαν, όταν ήθελαν να με πειράξουν, "Ρούλα-ψευτρούλα." Μεγάλωσε και η πόλη. Επεκτάθηκε∙ έφτασε μέχρι τα αμπέλια. Τα αμπέλια έγιναν οικοδομήσιμα οικόπεδα. Πρώτα και καλύτερα τα παιδιά του κυρ-Μιχάλη τα πούλησαν. Ο ίδιος είχε αποδημήσει εις Κύριον εδώ και πολλά χρόνια. Το ποτό είχε καταστρέψει το συκώτι του. Μια μέρα, ακούστηκε ότι κατά τις εκεί χωματουργικές εργασίες, βρέθηκε ένας σκελετός. Έρευνες έγιναν πολλές και διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για έναν νέο άντρα που είχε πεθάνει πριν από σαράντα τουλάχιστον χρόνια... Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί ο σκελετός του.
Το έμαθε και ο γέρος πατέρας μου και δε συγχώρησε τον εαυτό του που δεν με πίστεψε όταν του είχα αφηγηθεί την ιστορία της ταφής την Πρωτομαγιά!
Κι όμως, ποτέ μου δεν έπλαθα ιστορίες με νεκρούς και φονικά!