Ο Θάνος Καλπαθάκος, στην οδό Μικράς Ασίας στο Γουδή που στεγάζεται η ιατροδικαστική υπηρεσία του Πανεπιστημίου, μόλις είχε τελειώσει τη νεκροτομή στο πτώμα μιας εικοσιπεντάχρονης γυναίκας. Πηγμένος βγήκε στο διάδρομο, έκανε το σταυρό του κι άναψε τσιγάρο. Ήταν βαρύθυμος. Το θύμα το είχαν στραγγαλίσει με ένα χοντρό κορδόνι κουρτίνας. Όσο κι αν άντεχε στη θέα πτωμάτων, σήμερα, καθώς την άνοιγε με το νυστέρι, παρασύρθηκε σε συναισθηματικές σκέψεις. Παρατηρώντας το γυμνό κορμί με τις αρμονικές καμπύλες και κοιτώντας το ωχρό αλλά πανέμορφο νεανικό πρόσωπο, ασυναίσθητα μουρμούρισε ένα «κρίμα την κοπέλα» κι αυτό ήταν. Στο μέτωπό του απλώθηκε ιδρώτας.
Στη δουλειά του προσπαθούσε να είναι πάντα ψύχραιμος. Για όλους τους άλλους ένα πτώμα είναι ένα άψυχο κορμί πριν την αποσύνθεσή του. Γι΄ αυτόν όμως, αυτό το οποιοδήποτε νεκρό σώμα μπρος του, είναι το αντικείμενο εργασίας του, αυτό που δίνει περιεχόμενο στις σπουδές και στο επάγγελμά του, το αγώι του κατά κάποιον τρόπο, το οποίο πρέπει να το ανοίξει στο κρανίο, στην κοιλιά, στα σπλάχνα, να το ερευνήσει υπομονετικά και προσεκτικά, να μπορέσει να «συνομιλήσει» μαζί του ώσπου να καταλήξει σε μια πειστική και αληθοφανή υπόθεση τέλεσης του φόνου. Κι αυτήν, απλά και ξεκάθαρα, να την μεταφέρει γραπτά και προφορικά στους αστυνομικούς που χειρίζονται την υπόθεση.
Όχι. Ο ιατροδικαστής δεν επέτρεπε τίποτε να του διαταράξει την αταραξία. Σαν τους χασάπηδες που τους παραγγέλνει η νοικοκυρά μια συκωταριά για το τηγάνι ή ένα μπούτι για το φούρνο κι αυτοί ασυγκίνητοι ξεκρεμάνε από το τσιγκέλι το σφαχτό, το βάζουν στο ξύλο και με το μπαλτά τους το τεμαχίζουν, έτσι κι αυτός, αδιαφορώντας για το νεκρό σύνολο κρεάτινων ιστών πάνω στο τραπέζι του νεκροτομείου, θα το κοιτάξει προσεκτικά, θα το σχίσει με τα εργαλεία του και θα το ψαχουλέψει, μένοντας ασυγκίνητος από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Σήμερα όμως κάτι του συνέβη. Η ομορφιά της νέας γυναίκας κι η ζωντάνια, που παρά το θάνατο επέμενε να υπάρχει, κάπου τον άγγιξαν. Ένα ξεκάρφωτο «γαμώ το» απλώθηκε στη συνείδησή του κι αυτό έκανε τα χέρια του να τρέμουν.
Συνήθως, όποιες σκέψεις κατά τη διάρκεια της εργασίας τού έρχονταν αυτόνομες, τις απωθούσε με ευκολία. Και τα απογεύματα, τελειώνοντας με τη δουλειά του και πριν πάει στο σπίτι του να παίξει με τα παιδιά του, να δώσει ένα φιλί στο στόμα της συζύγου του, να χαζέψει στην τηλεόραση, να ανοίξει ένα βιβλίο να διαβάσει μέχρι την ώρα που τα μικρά θα αποκοιμηθούν κι αυτός θα ρίξει ερωτικά στο κρεβάτι τη γυναίκα του να τη χαϊδέψει στα στήθη, στη λεκάνη, στην πλάτη, να πιπιλίσει τις ρώγες της βουλιμικά, με τα δάχτυλά του να εισχωρήσει στο αιδοίο της, συνάμα όμως να είναι αβρός και τρυφερός στις κινήσεις του για να μην την τρομάξει κι όποιες εικόνες από την δουλειά της ημέρας επέμεναν να τον πολιορκούν να τις διώχνει βίαια για να συνεχίσει απερίσπαστος τις ερωτικές του θωπείες, ο Θάνος λοιπόν τα απογεύματα, πριν φτάσει στο σπίτι του, περνούσε από το εκκλησάκι της γειτονιάς του, τον Άγιο Χριστόφορο, άναβε ένα κερί για την ανάπαυση της ψυχής του πτώματος, έκανε κατ’ επανάληψη το σταυρό του, μουρμούραγε κι έναν δυο ψαλμούς υπέρ της ατύχου ή του ατύχου, γαλήνευε και τακτοποιούσε τον εσωτερικό του κόσμο, απαλλάσσοντας τον από τα ενοχλητικά φορτία.
Ο ιατροδικαστής
«Ἄγνωσται αἱ βουλαὶ του Κυρίου» ψιθύριζε κάθε τόσο. Τα τελευταία χρόνια, με την κρίση, οι άνθρωποι εκδήλωναν μια έξαρση σε δολοφονικά χτυπήματα, απόρροια και της γενικότερης κατάπτωσης των ηθών. Μπορεί η συνολική κρατική αποδιοργάνωση, ίσως κι η απελπισία που τα ΜΜΕ έσπερναν. Ακόμη και η απουσία πολέμου για εβδομήντα πέντε χρόνια μπορεί να έχουν στριμώξει τον άνθρωπο των σπηλαίων στα πνιγηρά διαμερίσματα. Όλα αυτά μάλλον οδηγούσαν τα καταχωνιασμένα στο βάθος του ασυνείδητου ζωώδη ένστικτα των ανθρώπων στο να βγουν με ευκολία στην επιφάνεια. Ο Θάνος ποτέ δεν έψαξε να βρει μια άκρη σ’ αυτές τις περίεργες βουλές του Θεού. Θεός είναι. Όποιον θέλει τον παίρνει κοντά του, όποιον θέλει τον αφήνει να κυκλοφορά ελεύθερος. Θεός είναι και λογαριασμό δεν δίνει σε κανέναν, τάπωνε με μιας τις ανόσιες σκέψεις που κάποιες φορές κυκλοφορούσαν στο κεφάλι του.
Με το εκκλησάκι της γειτονιάς που μεγάλωσε διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις από τα παιδικά του χρόνια. Μικρός αρρώσταινε από δυσεντερίες, έχανε κιλά αντί να παίρνει, ήταν και μικροκαμωμένος γι’ αυτό κι η μάνα του μετά από μια δίμηνη εξαντλητική κρίση απελπισμένη παρακάλεσε τον Άγιο Χριστόφορο, τον πολιούχο του Αγρινίου. Κι ο Άγιος έκανε το θαύμα του. Μεγαλώνοντας ο Θάνος αποκάλυψε μια τεράστια μυική δύναμη και η σωματική του κατασκευή έμοιαζε πολύ με αυτήν του παλιού Τούρκου αρσιβαρίστα Ναïμ Σουλεϊμάνογλου, του γίγαντα της τσέπης όπως τον αποκαλούσαν (ο Θάνος ήταν κάπως ψηλότερος) αλλά και στα γράμματα αποδείχτηκε ιδιαίτερα ικανός. Έτσι, αν και κρατούσε απόσταση από το Θεό, με τον Άγιό του απέκτησε μια ζεστή εξοικείωση.
Κι η βιογραφία του Αγίου Χριστοφόρου τον είχε εντυπωσιάσει και όσο την ερευνούσε κι εμβάθυνε σ’ αυτήν, κατά παράδοξο τρόπο, ισορροπούσε εσωτερικά. Ο αινιγματικός Άγιος Χριστόφορος που σε κώδικα του 11ου αιώνα αναφέρεται «ἐκ τοῦ γένους τῶν κυνοκεφάλων, γῆς δὲ τῶν ἀνθρωποφάγων» και περιγράφεται ως «… νεανίας, φοβερὸς τῷ εἴδει καὶ ὑπερμεγέθης τῷ σώματι καὶ τῳ πάχει. Οἱ δἑ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ, ὡς ἀστἡρ ὁ πρωί ἀνατέλλων, καἱ οἱ ὀδόντες αὐτοῦ ὡς συαγρού εξέχοντες» ήταν μια πολύ ερεθιστική και φιλική περίπτωση. Έτσι, από τα κείμενα που είχε διαβάσει, προέκυπτε πως η καταγωγή του Αγίου Χριστοφόρου κρατούσε από τη χώρα των ανθρωποφάγων Κυνοκεφάλων. Η δε παλαιότερη απεικόνισή του ως άγριου σκύλου, παραπέμπει σε μια σκοτεινή λαϊκή παράδοση. Μια επίδραση παγανιστικών δοξασιών και λαϊκών θρύλων που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας είναι φανερή.
Η βιογραφία του κυνοκέφαλου Αγίου της Χριστιανοσύνης οδηγούσε σε προϊστορικούς Ελληνικούς μύθους κι αυτοί συνδέονταν με τον σκυλομούρη Αιγύπτιο Θεό Άνουβι, αντίστοιχο με τον ψυχοπομπό Ερμή. Μερικοί λένε πως ο Δίας απεικόνισε στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, έναν από τους κύνες του δύσμοιρου κυνηγού Ακταίονα, γιου του Αρισταίου και της Αυτονόης, ο οποίος κυνηγώντας είχε την ατυχία να δει τη Θεά Άρτεμη γυμνή κι αυτή τον μεταμόρφωσε σε ελάφι, με αποτέλεσμα τα δικά του σκυλιά να τον κατασπαράξουν. Άλλοι όμως ισχυρίζονται πως ο Μικρός Κύνας είναι ο ίδιος ο Άνουβις.
Και με τον καιρό μια περίεργη κι ανεξήγητη οικειότητα είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Θάνου, του Χάρου (προέκταση της βασικής λέξης που κουβαλούσε το όνομά του) και του Χριστόφορου. Έτσι είμαι κι εγώ, σκεφτόταν. Ένας, που σαν τον Άγιο Χριστόφορο, παραλαμβάνει από το πτώμα την ψυχή για να την οδηγήσει στον Άδη. Μόνο που εμείς οι ιατροδικαστές πριν οδηγήσουμε την ψυχή στον Αχέροντα, ερευνούμε πάνω στο νεκρό κορμί τα αίτια θανάτου και τα συμπεράσματά μας τα λέμε στην Αστυνομία. Κι όπως τα σκυλιά στην αδηφαγία τους ξεσκίζουν και τρώνε σάρκες πτωμάτων, έτσι περίπου κι εμείς με τα νυστέρια μας, σαν πεινασμένοι κύνες, σκαλίζουμε τα κρέατα, τους ιστούς, τα δόντια και τα κόκαλα των δολοφονημένων.
Κι οι ιατροδικαστές, δένονται με τα πτώματα και φτάνουν να τα λατρεύουν, να εξαρτώνται από αυτά καθώς προσπαθούν στο κρεβάτι που οραματίζεται μελλοντικούς θανάτους να τα νεκραναστήσουν. Θέλουν να ζωντανέψουν η καρδιά, η σπλήνα, το συκώτι, τα μάτια, τα αυτιά, το στομάχι, τα μυαλά, ο λαιμός και τα γεννητικά όργανα. Να ζωντανέψουν και να τους μιλήσουν. Κάτι άγριο κρυβόταν πίσω από την αγιοσύνη του παράξενου Αγίου της Χριστιανοσύνης. Ακόμη κι η ιδιότητά του ως πολιούχου του Αγρινίου, που από το όνομα της πόλης και μόνο οι συνειρμοί παραπέμπουν στην αγριότητα, κινούσε το ενδιαφέρον. Και δεν είναι τυχαίο που στις μέρες μας η εκκλησία φόρτωσε τον Άγιο Χριστόφορο και με το καθήκον να εποπτεύει ως και τα θανατηφόρα τροχαία στις εθνικές οδούς. Χριστόφορος, αγριότητα, κύνες, πτώματα, ιατροδικαστές έδειχναν να είναι μεταξύ τους αλληλένδετα.
Αυτό που βασάνιζε περισσότερο τον ιατροδικαστή είναι η αδυναμία του να προσηλώνεται στα απλά είδωλα που έχει μπρος του. Καθώς το βλέμμα του έπεφτε πάνω σε έναν άνθρωπο ακαριαία τον φανταζόταν σαν ένα πτώμα πάνω στο κρεβάτι του νεκροτομείου. Επηρεασμένος από τη δουλειά του δεν έμενε στην επιφάνεια της εικόνας, αλλά με το μυαλό του ανεξέλεγκτα πρόβαλε ένα φανταστικό μέλλον. Και αυτή η ιδιότητα του νου του ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική όταν έκανε έρωτα με τη γυναίκα του. Καθώς με τα χέρια του την ψαχούλευε ερωτικά, ένιωθε πως ταυτόχρονα κρατούσε και το νυστέρι. Στο σημείο που βρισκόταν στην προκαταρκτική φάση των ερωτοτροπιών και οι ανοίκειες εικόνες τον κυρίευαν, μια άγρια πάλη διεξαγόταν στο κεφάλι του. Συνήθως η δύναμη της ερωτικής διέγερσης νικούσε, όμως σπάνια να επιβληθεί απόλυτα στο νοητικό του κόσμο.
Για όλα αυτά που συνεχώς τον κατέτρυχαν ο ιατροδικαστής αναζητούσε τη λύτρωση στο αδιάκοπο διάβασμα. Μελετούσε μανιωδώς άρθρα, εργασίες και εγχειρίδια σχετικά με το επάγγελμά του, διάβαζε όμως με βουλιμία και βιβλία αστυνομικά και λογοτεχνικά. Διαθέτοντας πολλές ώρες κάθε μέρα στην ανάγνωση πάσχιζε να βάζει έναν φραγμό στις ενοχλητικές σκέψεις. Όμως το διάβασμα διεγείρει τη φαντασία, δεν την κατευνάζει. Κι ο νους των ανθρώπων είναι ατίθασος, ίδιος με ζωηρό πουλάρι, κινείται και πηδά άτακτα, δεν ξεχωρίζει το παιχνίδι από την ανάγκη. Έτσι κι οι σκέψεις που ο Θάνος Καλπαθάκος προσπαθούσε να απωθήσει, συνδυάζονταν με κάτι που υπήρχε σε μια σελίδα ενός βιβλίου κι επανέρχονταν στο νου του απρόσκλητες και απείθαρχες.
Ρουφούσε με πάθος το τσιγάρο του και κοιτούσε από το παράθυρο τον προαύλιο χώρο του νεκροτομείου. Οι επισκέπτες λίγοι, με ανασηκωμένους τους γιακάδες και τα χέρια στις τσέπες, διασχίζουν βιαστικά το χώρο για να χωθούν στο κτίριο. Μερικοί φεύγουν γρήγορα αφού διεκπεραίωσαν τις υποθέσεις τους. Το κρύο περονιάζει. Ένα πεντάρι κατεβαίνει από την Πάρνηθα ορμητικό και ψυχρό, καλύπτει τα κτίρια, σκεπάζει τα δέντρα, παγώνει τους ανθρώπους. Πασχίζει να χωθεί σε κάθε άνοιγμα, σε κάθε χαραμάδα. Κι αν μπορούσε, θα εισχωρούσε από τις μύτες και το στόμα και θα 'φτανε στις καρδιές των ανθρώπων. Με την άκρη του ματιού διέκρινε στο βάθος του διαδρόμου το Σεραφείμ Αλαμάνο. Εστίασε στα πυκνά και φουντωτά μαλλιά του Αστυνόμου κι ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα. Τα δικά του είχαν ήδη προ πολλού εξαφανιστεί από το κεφάλι του, παρόλο που ήταν σχεδόν συνομήλικοι. Γι’ αυτό κι ο ιατροδικαστής τελευταία κουρευόταν γουλί, με το ξυράφι.
«Καλώς τον Αστυνόμο» χαιρέτησε.
«Γεια σου Θάνο. Κόφτο το άτιμο. Αφού σου κάνει ζημιά».
Δεν απάντησε. Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του Σεραφείμ όποτε συναντιόνταν. Πού να του εξηγεί τι ρόλο παίζει το κάπνισμα στη ζωή του. Το ποτό δεν το άντεχε γι’ αυτό και δεν το είχε κάνει ποτέ καταφύγιό του. Όμως από κάπου πρέπει να κρατιέται κι αυτός. Όταν τελείωνε μια νεκροτομή και κρατούσε το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, για το Θάνο, αυτό ήταν σαν μια σανίδα σωτηρίας. Μετά από το πολύωρο ναυάγιο που ζούσε με τα νυστέρια και τα νεκρά σώματα, τα άψυχα μάτια, την ακινησία των νεκρών στο κρύο περιβάλλον του νεκροτομείου, ο Θάνος αναζητούσε μια διαφορετική κίνηση, μια φλόγωση, κάτι ανθρώπινο, έστω και βλαβερό. Αυτός έχει τις εξιχνιάσεις εγκλημάτων και ξεδίνει. Αγωνιά, λαχταρά, χαίρεται και ξεχνιέται. Εγώ έχω το τσιγάρο και την πίστη μου στο Θεό, που όλα τα γνωρίζει και όλα τα ρυθμίζει.
«Θάνο πάω μέσα να σε περιμένω. Κάπνισε με την ησυχία σου το τσιγάρο σου κι έλα να τα πούμε».
Στα χέρια του ο Σεραφείμ κρατούσε μια σακούλα βιβλιοπωλείου. Την ακούμπησε στην άκρη του γραφείου και περίμενε να φανεί ο Θάνος. Το μάτι του έπεσε τυχαία σε ένα βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο και παραξενεύτηκε. Κωνσταντίνος Α. Μάρκου, Αρχιμάγειρας Βασιλικών Ανακτόρων. Νεωτάτη Μαγειρική, Ζαχαροπλαστική, Διαιτητική. Αθήναι 1954, πρόλαβε να διαβάσει. Πάνω στο γραφείο ήταν ένα σημείωμα. Το πήρε στα χέρια του και διάβασε:
Εντόσθια λαδορίγανη στο φούρνο. Παίρνουμε το συκώτι, την καρδιά, τη σπλήνα και τα γλυκάδια, τα πλένουμε και τα αλατοπιπερώνουμε. Πιάνουμε και τα έντερα, τα γυρίζουμε, τα καθαρίζουμε, τα πλέκουμε κοτσίδα και τους ρίχνουμε αλάτι και πιπέρι. Στύβουμε δυο τρία λεμόνια, ρίχνουμε λάδι, λίγη ρίγανη, προσθέτουμε τρεις ντομάτες, ένα ποτήρι του κρασιού άσπρο αρετσίνωτο, κάπαρη, λίγα αγγουράκια τουρσί και τα πετάμε στο φούρνο για τριάντα λεπτά. Τα σερβίρουμε με πουρέ.
Ο Θάνος μπαίνοντας στο γραφείο είδε το Σεραφείμ να διαβάζει τη συνταγή κι ατάραχος άπλωσε το χέρι, την πήρε και την έριξε σε ένα από τα συρτάρια του γραφείου.
«Τι βλέπω; Ασχολείσαι και με τη μαγειρική; Δεν το ήξερα αυτό το ταλέντο σου».
«Τίποτε σπουδαίο. Χόμπι της τελευταίας χρονιάς. Πειραματίζομαι με τα κρέατα και τα λαχανικά. Αυτό το βιβλίο είναι παλιό, το βρήκα στη βιβλιοθήκη μιας θείας μου και το δανείστηκα. Η μαγειρική, φίλε, έχει τη δική της μαγεία. Ένας καλός μάγειρας μπορεί να κάνει νόστιμες ακόμη και τις πέτρες που θα σου σερβίρει. Οι σάλτσες πάντα παίζουν τον βασικό και καταλυτικό ρόλο. Η γλώσσα κι ο ουρανίσκος με την κατάλληλη σάλτσα απελευθερώνουν άγνωστα αισθήματα που έχουμε σε λανθάνουσα κατάσταση όλοι μας. Πειραματίζομαι με περίεργες συνταγές, για να περνάει η ώρα μου. Την πρώτη φορά τις αντιγράφω απλά. Μετά τις τροποποιώ με βάση δικές μου ιδέες. Τα γευστικά γούστα μπορεί στον πυρήνα τους να είναι όμοια κι αμετάβλητα, όμως μια σειρά από παράγοντες μπαίνουν και τα αλλάζουν. Η ταξική θέση, η αστυφιλία, η βιασύνη στις κινήσεις των σύγχρονων ανθρώπων κι ένα σωρό άλλοι παράγοντες επιδρούν στη διαμόρφωση των προτιμήσεων. Από την τεράστια μάζα ανθρώπων ένα μικρό της τμήμα έχει την ευχέρεια να απολαμβάνει την ιεροτελεστία ενός καλού γεύματος. Όμως, με απλές παρεμβάσεις στα ζητήματα γεύσης, μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας ενδιαφέρουσα. Αλλά μη σε ζαλίζω τώρα. Όταν τελειοποιήσω τη συνταγή με τα εντόσθια λαδορίγανη θα σε καλέσω με τη γυναίκα σου να σας κάνουμε με τη Μυρτώ το τραπέζι. Τι καλό βρήκες πάλι;»
«Πήρα την Αλήθεια του Πίτερ Τεμπλ. Διάβασα πως είναι πολύ καλό. Όμως θα με πρήξει με τις περιγραφές και τις ενδοσκοπήσεις μέχρι να μάθω ποιος είναι ο δολοφόνος, πώς έκανε τα εγκλήματα και ποιο είναι το κίνητρό του».
«Κάποιο λόγο θα έχει ο συγγραφέας που γεμίζει τις σελίδες».
«Μην το λες. Τις περισσότερες φορές μέχρι να φτάσεις στη λύση μιας υπόθεσης αναγκάζεσαι να διαβάσεις ένα σωρό κουραστικά πράγματα».
«Σεραφείμ αυτά τα γεμίσματα είναι σαν το λίπος που νοστιμίζει το κρέας. Είναι οι απαραίτητες λογοτεχνικές ανάσες. Το διάβασμα θέλει τη ρέγουλά του. Διαβάζοντας ένας αναγνώστης εκτός από την υπόθεση και τους χαρακτήρες προσπαθεί να καταλάβει και τον παράλληλο κόσμο του συγγραφέα. Άλλη ασχολία είναι η ανάγνωση αστυνομικών ιστοριών και άλλο το επάγγελμά μας που μας τρέχει. Εγώ με τα βιβλία ξεφεύγω. Διαβάζω χωρίς άγχος και πίεση. Τώρα κοντεύω να τελειώσω τον Κοκκινολαίμη του Nesbo. Περισσότερες από εξακόσιες σελίδες, αλλά δεν πλακώνομαι στην ανάγνωση. Το απολαμβάνω».
«Εγώ πάντα βιάζομαι γιατί θέλω να τελειώσει και να αρχίσω ένα επόμενο. Δεν διαβάζω τόσο από λογοτεχνικό ενδιαφέρον, όσο γιατί θέλω να δω άλλον έναν φόνο, άλλον έναν εγκληματία και τον τρόπο που ο ερευνητής φτάνει στην εξιχνίαση. Και διαβάζοντας μαθαίνω».
«Σεραφείμ έχεις σκεφτεί ποτέ πόσο ικανοί δολοφόνοι θα μπορούσαν να γίνουν κάποιοι συγγραφείς; Με τη μεγάλη φαντασία που έχουν πόσο εύκολα θα μπορούσαν να σχεδιάσουν φόνους και να κάθονται στην άκρη να γελάνε με εμάς που θα ασχολούμαστε μαζί τους;»
«Έχουν φαντασία και πολλές γνώσεις. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που κάποιος συγγραφέας για διάφορους λόγους είναι ο δολοφόνος. Αλλά να κάνει εγκλήματα για την πλάκα του ή γιατί θέλει να «παίξει» με τον ερευνητή δεν ξέρω κανένα. Μην μας τύχει να λες!»
«Ένας συγγραφέας αστυνομικών βιβλίων είναι ουσιαστικά ένα κομμάτι από εμάς. Έχει διαβάσει πάρα πολλά, οι γνώσεις του απλώνονται σε όλο το επιστητό, έχει αφομοιώσει τη δική μας νοοτροπία και με την καλπάζουσα φαντασία του μπορεί να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πριν το δικό μας. Κανονικά η αστυνομία θα πρέπει να συνεργάζεται με μερικούς συγγραφείς. Να τους έχει σαν άτυπους συμβούλους. Να τους ενημερώνει, να τους ρωτά, να τους παίρνει σοβαρά υπ’ όψιν. Εμάς μας τρώει και η ρουτίνα. Αλλά, για να αστειευτούμε λιγάκι, ας πούμε πως εγώ σαλτάρω και σου στήνω ένα σκηνικό με μια σειρά δολοφονιών για να σε δω να φυσάς και να ξεφυσάς».
«Ωραίο ακούγεται! Αλλά να ξέρεις, φίλε, πως στο τέλος δε θα μου γλιτώσεις. Κάποιο λάθος θα κάνεις κι εσύ».
«Ας υποθέσουμε πως με πιάνει βήχας από το κάπνισμα. Η γυναίκα μου με απατά. Πρέπει να την τιμωρήσω. Εσύ που συνεργαζόμαστε είσαι κακός, δύστροπος, προσβλητικός και καταπιεστικός. Ο γιατρός μού βρίσκει καλπάζοντα καρκίνο. Σε ένα με δυο χρόνια θα πεθάνω. Υποψιάζομαι πως η γυναίκα μου έχει σχέση μαζί σου. Θέλω λοιπόν να την εκδικηθώ, αλλά και να τιμωρήσω κι εσένα για την ισοπεδωτική και αλαζονική συμπεριφορά σου τόσα χρόνια. Ξεκινάω μια σειρά δολοφονιών και επειδή γνωρίζω τη μέθοδο και τη νοοτροπία σου προσπαθώ να σε μπερδέψω. Τελευταίους σκοτώνω τη γυναίκα μου κι εσένα. Θα με ανακαλύψουν, δεν λέω. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει μετά από καιρό, αφού εγώ θα έχω πάει στα κυπαρίσσια. Μέχρι τότε, αρχικά, θα το απολαμβάνω».
«Και τι θα κερδίσεις αφού θα έχεις πεθάνει, ρε Θάνο; Δεν θα ζεις να χαρείς τα κατορθώματα σου. Αλλά μάλλον, αν σου πει ο γιατρός άσχημα μαντάτα, σε βλέπω να τρέχεις σε εκκλησίες να ανάβεις κεριά και να σταυροκοπιέσαι. Κόφτο το κωλοτσίγαρο!»
«Έχει και συνέχεια η ιστορία. Σε φαντάζομαι τον πρώτο καιρό να προσπαθείς να βρεις την αλήθεια. Να κάνεις διάφορες εικασίες, να επιδιώκεις κάποια στοιχεία που θα έχω αφήσει επίτηδες να τα συνδυάσεις. Όμως η δολοφονία σου θα σταθεί εμπόδιο. Το Εγκληματολογικό θα χάσει έναν σπουδαίο ερευνητικό νου. Και παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες των επόμενων συναδέλφων σου, εφόσον εκείνοι δεν θα σκέφτονται όπως εσύ, οι υποθέσεις θα τελματώσουν και θα μπουν στις ανεξιχνίαστες. Γιατί εγώ τα εγκλήματά μου θα τα κάνω για να «συνομιλήσω» αποκλειστικά με τη δική σου λογική. Αργότερα, κι αφού γίνει γνωστός ο θάνατός σου, κι αφού εν τω μεταξύ θα έχω αποδημήσει κι εγώ, ένας συμβολαιογράφος θα κοινοποιήσει μια επιστολή μου για να μαθευτεί η αλήθεια. Και να γραφτεί κατόπιν ένα εγχειρίδιο που θα διδάσκεται στις σχολές εγκληματολογίας παγκοσμίως με τίτλο «Θάνος Καλπαθάκος, Άφωνοι φόνοι». Το απώτερο κέρδος μου λοιπόν θα είναι πως, έτσι, θα περάσω στην ιστορία».
«Ωραία ιδέα Θάνο! Και πολύ φιλόδοξη. Μόνο που εσύ δεν μπορείς να κάνεις πραγματικούς φόνους. Άνθρωπος του Θεού και της εκκλησίας είσαι. Δεν γράφεις λέω εγώ κανένα αστυνομικό βιβλίο;»
Τέτοιες συζητήσεις ήταν ένα συνηθισμένο παιχνίδι που χαλάρωνε τους δυο συνεργάτες. Το σημερινό θέμα βέβαια ξέφυγε κάπως. Με τον καιρό είχαν έρθει κοντά. Ένα διάλειμμα στην καθημερινότητά τους πού και πού ήταν απαραίτητο για την ψυχική τους ισορροπία. Τα πτώματα έτσι κι αλλιώς παρέμεναν μπρος τους ακίνητα και σιωπηλά. Κι η δουλειά τους αυτή την περίοδο είχε πολλά από αυτά. Αλλά, σκέφτηκε ο Σεραφείμ αστραπιαία, δεν πιστεύω να υπονοούσε κάτι με τις φαντασιώσεις του. Η γυναίκα του είναι σωστή απέναντι στην οικογένειά της και στον ίδιον. Από τις λίγες οικογενειακές μας συναναστροφές τα χνώτα μας ταίριαξαν. Αυτή είναι Σαντορινιά, εγώ από την Τήνο κι οι νοοτροπίες στις Κυκλάδες είναι οικείες και φιλικές. Κάποια αθώα πειράγματα μπορεί να παρεξηγήθηκαν. Είναι και όμορφη η ξανθομαλλούσα Μυρτώ. Τα μεγάλα της γαλάζια μάτια πότε καθρεφτίζουν τη νοσταλγία, πότε το γέλιο και το ταξίδι. Αυτό που κυριαρχεί πάνω της είναι ο ερωτικός της λαιμός που σαν ρυάκι οδηγεί στα μεγάλα της στήθη. Και η λεπτή της μέση που τονίζει έντονα την επίμαχη ερωτική ζώνη. Λες να ζηλεύει; Μια από αυτές τις μέρες να του προτείνω να πάμε καμιά βόλτα. Να τα πούμε σαν φίλοι, να ησυχάσει. Αλλά κι αυτός ο φουκαράς κωλοδουλειά κάνει. Το πρόσωπό του έχει μια ωχράδα, μια αποτυπωμένη θανατίλα, λες και κόλλησε το χρώμα από κανένα πτώμα.
Ο Σεραφείμ έφυγε κι ο ιατροδικαστής έσκυψε πάνω στην ατέλειωτη χαρτούρα που έπρεπε να συμπληρώσει. Αυτή η γραφική διεκπεραίωση ήταν και το μόνο που τον κούραζε αφάνταστα. Καθώς όμως συνέτασσε την έκθεση, ο νους του έφευγε σε άλλες σκέψεις. Μα τι είπε πριν ο Σεραφείμ; Να καθίσω και να γράψω μυθιστόρημα; Νομίζει πως είναι εύκολη δουλειά; Επειδή τόσα χρόνια σπουδάσαμε τις μεθόδους, ζήσαμε αρκετές περιπτώσεις εγκληματιών και μελετήσαμε τις πράξεις τους, έχει την εντύπωση πως αυτά μπαίνουν σε λογοτεχνική σειρά κι αποκτούν ενδιαφέρον έτσι εύκολα; Σα να λέμε πως ανοίγω έναν οδηγό μαγειρικής και μαγειρεύω. Εντάξει. Φαγητό θα είναι αυτό που θα σερβίρω. Όμως θα έχει τη νοστιμιά του φαγητού μιας πεπειραμένης και ταλαντούχας μαγείρισσας, όπως η θεία μου; Θα έχει αυτό το άυλο κάτι, που μυστηριωδώς μετατρέπει τα υλικά μιας συνταγής σε ενδιαφέρον και πεντανόστιμο γεύμα; Δεν αρκεί η δοσολογία, τα σκεύη, οι κουτάλες, οι οδηγίες για τη χρήση της φωτιάς και οι άλλοι τυπικοί παράγοντες ενός φαγητού ή ενός φόνου για να αποκτήσει λογοτεχνικό ενδιαφέρον μια ιστορία. Χρειάζεται και μια μυστήρια πνοή που να διαπερνά τις λέξεις, τις εικόνες, τα πρόσωπα και τα παθήματά τους. Τόσα και τόσα βιβλία με αστυνομικές ιστορίες είναι εντελώς άνοστα, ανούσια και άχρηστα. Μοιάζουν σα να 'ναι σχεδιασμένα στον κομπιούτερ ή δείχνουν σαν υπηρεσιακές καρτέλες με σημειωμένες πάνω τους ημερομηνίες, ονόματα και πράξεις.
Αν ήταν τόσο εύκολο τότε ο κάθε αστυνομικός, ο κάθε ιατροδικαστής ή δημοσιογράφος θα γινόταν και σπουδαίος συγγραφέας. Για μένα πάντως είναι ευκολότερο, αντί να γράψω ένα βιβλίο με πέντε φόνους ενός σίριαλ κίλερ, να διαπράξω αυτούς τους φόνους. Ευκολότερο και πιο ευχάριστο. Γιατί για το βιβλίο μου πάντα θα έχω αμφιβολίες αν προκάλεσε ενδιαφέρον στον άγνωστο αναγνώστη. Για τους φόνους μου όμως είμαι βέβαιος για την προσοχή που θα εισπράξουν. Για πολλές μέρες οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια θα ασχολούνται με αυτούς άμεσα και έμμεσα με εμένα. Στο Εγκληματολογικό θα πονοκεφαλιάζουν για το κίνητρο. Θα σπάνε το κεφάλι τους για να προσδιορίσουν το προφίλ μου. Μπορεί και να μου φέρουν κανένα από τα πτώματά μου να το νεκροτομήσω εγώ. Θα καταναλώνουν πολλές ώρες να ασχολούνται με άσχετα ευρήματα που θα σπέρνω για να τους μπλέκω. Ειδικά δε, αν οι δολοφονημένοι είναι επώνυμοι, οι δημοσιογράφοι θα πέσουν με τα μούτρα επάνω στις υποθέσεις. Αν, λόγου χάριν, οι δολοφονημένοι είναι πολιτικά πρόσωπα. Βέβαια! Πρώτα να ξεκινήσω με δυο Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων. Οι φόνοι τους να γίνουν με διαφορετικό τρόπο, το μόνο που θα τους συνδέει να είναι η θέση τους στον κρατικό μηχανισμό. Μετά να δολοφονήσω έναν βουλευτή. Κατόπιν να σκοτώσω τον μεγαλοβιομήχανο για τα συμφέροντα του οποίου όλοι αυτοί εργάζονται. Και η κορύφωση να δημιουργηθεί με το ξεπάστρεμα του Υπουργού, που συντονίζει το τσούρμο των πολιτικών κακοποιών. Μπορώ να στέλνω και ανώνυμες προκηρύξεις στις εφημερίδες, να καταγγέλλω με πολιτικά επιχειρήματα τη σαπίλα του πολιτικού κόσμου. Ένα πολιτικό μανιφέστο θα έμπλεκε το Εγκληματολογικό με την Αντιτρομοκρατική και κάποια πολυεθνική ή πρεσβεία. Πανεύκολο φαίνεται.