Ο ιατροδικαστής

Ο ιατροδικαστής

Ο Θά­νος Καλ­πα­θά­κος, στην οδό Μι­κράς Ασί­ας στο Γου­δή που στε­γά­ζε­ται η ια­τρο­δι­κα­στι­κή υπη­ρε­σία του Πα­νε­πι­στη­μί­ου, μό­λις εί­χε τε­λειώ­σει τη νε­κρο­το­μή στο πτώ­μα μιας ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νης γυ­ναί­κας. Πηγ­μέ­νος βγή­κε στο διά­δρο­μο, έκα­νε το σταυ­ρό του κι άνα­ψε τσι­γά­ρο. Ήταν βα­ρύ­θυ­μος. Το θύ­μα το εί­χαν στραγ­γα­λί­σει με ένα χο­ντρό κορ­δό­νι κουρ­τί­νας. Όσο κι αν άντε­χε στη θέα πτω­μά­των, σή­με­ρα, κα­θώς την άνοι­γε με το νυ­στέ­ρι, πα­ρα­σύρ­θη­κε σε συ­ναι­σθη­μα­τι­κές σκέ­ψεις. Πα­ρα­τη­ρώ­ντας το γυ­μνό κορ­μί με τις αρ­μο­νι­κές κα­μπύ­λες και κοι­τώ­ντας το ωχρό αλ­λά πα­νέ­μορ­φο νε­α­νι­κό πρό­σω­πο, ασυ­ναί­σθη­τα μουρ­μού­ρι­σε ένα «κρί­μα την κο­πέ­λα» κι αυ­τό ήταν. Στο μέ­τω­πό του απλώ­θη­κε ιδρώ­τας.
Στη δου­λειά του προ­σπα­θού­σε να εί­ναι πά­ντα ψύ­χραι­μος. Για όλους τους άλ­λους ένα πτώ­μα εί­ναι ένα άψυ­χο κορ­μί πριν την απο­σύν­θε­σή του. Γι΄ αυ­τόν όμως, αυ­τό το οποιο­δή­πο­τε νε­κρό σώ­μα μπρος του, εί­ναι το αντι­κεί­με­νο ερ­γα­σί­ας του, αυ­τό που δί­νει πε­ριε­χό­με­νο στις σπου­δές και στο επάγ­γελ­μά του, το αγώι του κα­τά κά­ποιον τρό­πο, το οποίο πρέ­πει να το ανοί­ξει στο κρα­νίο, στην κοι­λιά, στα σπλά­χνα, να το ερευ­νή­σει υπο­μο­νε­τι­κά και προ­σε­κτι­κά, να μπο­ρέ­σει να «συ­νο­μι­λή­σει» μα­ζί του ώσπου να κα­τα­λή­ξει σε μια πει­στι­κή και αλη­θο­φα­νή υπό­θε­ση τέ­λε­σης του φό­νου. Κι αυ­τήν, απλά και ξε­κά­θα­ρα, να την με­τα­φέ­ρει γρα­πτά και προ­φο­ρι­κά στους αστυ­νο­μι­κούς που χει­ρί­ζο­νται την υπό­θε­ση.
Όχι. Ο ια­τρο­δι­κα­στής δεν επέ­τρε­πε τί­πο­τε να του δια­τα­ρά­ξει την ατα­ρα­ξία. Σαν τους χα­σά­πη­δες που τους πα­ραγ­γέλ­νει η νοι­κο­κυ­ρά μια συ­κω­τα­ριά για το τη­γά­νι ή ένα μπού­τι για το φούρ­νο κι αυ­τοί ασυ­γκί­νη­τοι ξε­κρε­μά­νε από το τσι­γκέ­λι το σφα­χτό, το βά­ζουν στο ξύ­λο και με το μπαλ­τά τους το τε­μα­χί­ζουν, έτσι κι αυ­τός, αδια­φο­ρώ­ντας για το νε­κρό σύ­νο­λο κρε­ά­τι­νων ιστών πά­νω στο τρα­πέ­ζι του νε­κρο­το­μεί­ου, θα το κοι­τά­ξει προ­σε­κτι­κά, θα το σχί­σει με τα ερ­γα­λεία του και θα το ψα­χου­λέ­ψει, μέ­νο­ντας ασυ­γκί­νη­τος από τα αν­θρώ­πι­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του. Σή­με­ρα όμως κά­τι του συ­νέ­βη. Η ομορ­φιά της νέ­ας γυ­ναί­κας κι η ζω­ντά­νια, που πα­ρά το θά­να­το επέ­με­νε να υπάρ­χει, κά­που τον άγ­γι­ξαν. Ένα ξε­κάρ­φω­το «γα­μώ το» απλώ­θη­κε στη συ­νεί­δη­σή του κι αυ­τό έκα­νε τα χέ­ρια του να τρέ­μουν.
Συ­νή­θως, όποιες σκέ­ψεις κα­τά τη διάρ­κεια της ερ­γα­σί­ας τού έρ­χο­νταν αυ­τό­νο­μες, τις απω­θού­σε με ευ­κο­λία. Και τα απο­γεύ­μα­τα, τε­λειώ­νο­ντας με τη δου­λειά του και πριν πά­ει στο σπί­τι του να παί­ξει με τα παι­διά του, να δώ­σει ένα φι­λί στο στό­μα της συ­ζύ­γου του, να χα­ζέ­ψει στην τη­λε­ό­ρα­ση, να ανοί­ξει ένα βι­βλίο να δια­βά­σει μέ­χρι την ώρα που τα μι­κρά θα απο­κοι­μη­θούν κι αυ­τός θα ρί­ξει ερω­τι­κά στο κρε­βά­τι τη γυ­ναί­κα του να τη χαϊ­δέ­ψει στα στή­θη, στη λε­κά­νη, στην πλά­τη, να πι­πι­λί­σει τις ρώ­γες της βου­λι­μι­κά, με τα δά­χτυ­λά του να ει­σχω­ρή­σει στο αι­δοίο της, συ­νά­μα όμως να εί­ναι αβρός και τρυ­φε­ρός στις κι­νή­σεις του για να μην την τρο­μά­ξει κι όποιες ει­κό­νες από την δου­λειά της ημέ­ρας επέ­με­ναν να τον πο­λιορ­κούν να τις διώ­χνει βί­αια για να συ­νε­χί­σει απε­ρί­σπα­στος τις ερω­τι­κές του θω­πεί­ες, ο Θά­νος λοι­πόν τα απο­γεύ­μα­τα, πριν φτά­σει στο σπί­τι του, περ­νού­σε από το εκ­κλη­σά­κι της γει­το­νιάς του, τον Άγιο Χρι­στό­φο­ρο, άνα­βε ένα κε­ρί για την ανά­παυ­ση της ψυ­χής του πτώ­μα­τος, έκα­νε κα­τ’ επα­νά­λη­ψη το σταυ­ρό του, μουρ­μού­ρα­γε κι έναν δυο ψαλ­μούς υπέρ της ατύ­χου ή του ατύ­χου, γα­λή­νευε και τα­κτο­ποιού­σε τον εσω­τε­ρι­κό του κό­σμο, απαλ­λάσ­σο­ντας τον από τα ενο­χλη­τι­κά φορ­τία. 


Ο ιατροδικαστής

«Ἄγνω­σται αἱ βου­λαὶ του Κυ­ρί­ου» ψι­θύ­ρι­ζε κά­θε τό­σο. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, με την κρί­ση, οι άν­θρω­ποι εκ­δή­λω­ναν μια έξαρ­ση σε δο­λο­φο­νι­κά χτυ­πή­μα­τα, απόρ­ροια και της γε­νι­κό­τε­ρης κα­τά­πτω­σης των ηθών. Μπο­ρεί η συ­νο­λι­κή κρα­τι­κή απο­διορ­γά­νω­ση, ίσως κι η απελ­πι­σία που τα ΜΜΕ έσπερ­ναν. Ακό­μη και η απου­σία πο­λέ­μου για εβδο­μή­ντα πέ­ντε χρό­νια μπο­ρεί να έχουν στρι­μώ­ξει τον άν­θρω­πο των σπη­λαί­ων στα πνι­γη­ρά δια­με­ρί­σμα­τα. Όλα αυ­τά μάλ­λον οδη­γού­σαν τα κα­τα­χω­νια­σμέ­να στο βά­θος του ασυ­νεί­δη­του ζω­ώ­δη έν­στι­κτα των αν­θρώ­πων στο να βγουν με ευ­κο­λία στην επι­φά­νεια. Ο Θά­νος πο­τέ δεν έψα­ξε να βρει μια άκρη σ’ αυ­τές τις πε­ρί­ερ­γες βου­λές του Θε­ού. Θε­ός εί­ναι. Όποιον θέ­λει τον παίρ­νει κο­ντά του, όποιον θέ­λει τον αφή­νει να κυ­κλο­φο­ρά ελεύ­θε­ρος. Θε­ός εί­ναι και λο­γα­ρια­σμό δεν δί­νει σε κα­νέ­ναν, τά­πω­νε με μιας τις ανό­σιες σκέ­ψεις που κά­ποιες φο­ρές κυ­κλο­φο­ρού­σαν στο κε­φά­λι του.
Με το εκ­κλη­σά­κι της γει­το­νιάς που με­γά­λω­σε δια­τη­ρού­σε πο­λύ κα­λές σχέ­σεις από τα παι­δι­κά του χρό­νια. Μι­κρός αρ­ρώ­σται­νε από δυ­σε­ντε­ρί­ες, έχα­νε κι­λά αντί να παίρ­νει, ήταν και μι­κρο­κα­μω­μέ­νος γι’ αυ­τό κι η μά­να του με­τά από μια δί­μη­νη εξα­ντλη­τι­κή κρί­ση απελ­πι­σμέ­νη πα­ρα­κά­λε­σε τον Άγιο Χρι­στό­φο­ρο, τον πο­λιού­χο του Αγρι­νί­ου. Κι ο Άγιος έκα­νε το θαύ­μα του. Με­γα­λώ­νο­ντας ο Θά­νος απο­κά­λυ­ψε μια τε­ρά­στια μυι­κή δύ­να­μη και η σω­μα­τι­κή του κα­τα­σκευή έμοια­ζε πο­λύ με αυ­τήν του πα­λιού Τούρ­κου αρ­σι­βα­ρί­στα Ναïμ Σου­λεϊ­μά­νο­γλου, του γί­γα­ντα της τσέ­πης όπως τον απο­κα­λού­σαν (ο Θά­νος ήταν κά­πως ψη­λό­τε­ρος) αλ­λά και στα γράμ­μα­τα απο­δεί­χτη­κε ιδιαί­τε­ρα ικα­νός. Έτσι, αν και κρα­τού­σε από­στα­ση από το Θεό, με τον Άγιό του απέ­κτη­σε μια ζε­στή εξοι­κεί­ω­ση.
Κι η βιο­γρα­φία του Αγί­ου Χρι­στο­φό­ρου τον εί­χε εντυ­πω­σιά­σει και όσο την ερευ­νού­σε κι εμ­βά­θυ­νε σ’ αυ­τήν, κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο, ισορ­ρο­πού­σε εσω­τε­ρι­κά. Ο αι­νιγ­μα­τι­κός Άγιος Χρι­στό­φο­ρος που σε κώ­δι­κα του 11ου αιώ­να ανα­φέ­ρε­ται «ἐκ τοῦ γέ­νους τῶν κυ­νο­κε­φά­λων, γῆς δὲ τῶν ἀνθρω­πο­φά­γων» και πε­ρι­γρά­φε­ται ως «… νε­α­νί­ας, φο­βερὸς τῷ εἴδει καὶ ὑπερ­με­γέ­θης τῷ σώ­μα­τι κα τῳ πά­χει. Οἱ δἑ ὀφθαλ­μο αὐτοῦ, ὡς ἀστἡρ ὁ πρωί ἀνα­τέλ­λων, καἱ οἱ ὀδό­ντες αὐτοῦ ὡς συα­γρού εξέ­χο­ντες» ήταν μια πο­λύ ερε­θι­στι­κή και φι­λι­κή πε­ρί­πτω­ση. Έτσι, από τα κεί­με­να που εί­χε δια­βά­σει, προ­έ­κυ­πτε πως η κα­τα­γω­γή του Αγί­ου Χρι­στο­φό­ρου κρα­τού­σε από τη χώ­ρα των αν­θρω­πο­φά­γων Κυ­νο­κε­φά­λων. Η δε πα­λαιό­τε­ρη απει­κό­νι­σή του ως άγριου σκύ­λου, πα­ρα­πέ­μπει σε μια σκο­τει­νή λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση. Μια επί­δρα­ση πα­γα­νι­στι­κών δο­ξα­σιών και λαϊ­κών θρύ­λων που δια­τη­ρή­θη­κε μέ­χρι τις μέ­ρες μας εί­ναι φα­νε­ρή.
Η βιο­γρα­φία του κυ­νο­κέ­φα­λου Αγί­ου της Χρι­στια­νο­σύ­νης οδη­γού­σε σε προϊ­στο­ρι­κούς Ελ­λη­νι­κούς μύ­θους κι αυ­τοί συν­δέ­ο­νταν με τον σκυ­λο­μού­ρη Αι­γύ­πτιο Θεό Άνου­βι, αντί­στοι­χο με τον ψυ­χο­πο­μπό Ερ­μή. Με­ρι­κοί λέ­νε πως ο Δί­ας απει­κό­νι­σε στον αστε­ρι­σμό του Μι­κρού Κυ­νός, έναν από τους κύ­νες του δύ­σμοι­ρου κυ­νη­γού Ακταί­ο­να, γιου του Αρι­σταί­ου και της Αυ­το­νό­ης, ο οποί­ος κυ­νη­γώ­ντας εί­χε την ατυ­χία να δει τη Θεά Άρ­τε­μη γυ­μνή κι αυ­τή τον με­τα­μόρ­φω­σε σε ελά­φι, με απο­τέ­λε­σμα τα δι­κά του σκυ­λιά να τον κα­τα­σπα­ρά­ξουν. Άλ­λοι όμως ισχυ­ρί­ζο­νται πως ο Μι­κρός Κύ­νας εί­ναι ο ίδιος ο Άνου­βις.
Και με τον και­ρό μια πε­ρί­ερ­γη κι ανε­ξή­γη­τη οι­κειό­τη­τα εί­χε ανα­πτυ­χθεί με­τα­ξύ του Θά­νου, του Χά­ρου (προ­έ­κτα­ση της βα­σι­κής λέ­ξης που κου­βα­λού­σε το όνο­μά του) και του Χρι­στό­φο­ρου. Έτσι εί­μαι κι εγώ, σκε­φτό­ταν. Ένας, που σαν τον Άγιο Χρι­στό­φο­ρο, πα­ρα­λαμ­βά­νει από το πτώ­μα την ψυ­χή για να την οδη­γή­σει στον Άδη. Μό­νο που εμείς οι ια­τρο­δι­κα­στές πριν οδη­γή­σου­με την ψυ­χή στον Αχέ­ρο­ντα, ερευ­νού­με πά­νω στο νε­κρό κορ­μί τα αί­τια θα­νά­του και τα συ­μπε­ρά­σμα­τά μας τα λέ­με στην Αστυ­νο­μία. Κι όπως τα σκυ­λιά στην αδη­φα­γία τους ξε­σκί­ζουν και τρώ­νε σάρ­κες πτω­μά­των, έτσι πε­ρί­που κι εμείς με τα νυ­στέ­ρια μας, σαν πει­να­σμέ­νοι κύ­νες, σκα­λί­ζου­με τα κρέ­α­τα, τους ιστούς, τα δό­ντια και τα κό­κα­λα των δο­λο­φο­νη­μέ­νων.
Κι οι ια­τρο­δι­κα­στές, δέ­νο­νται με τα πτώ­μα­τα και φτά­νουν να τα λα­τρεύ­ουν, να εξαρ­τώ­νται από αυ­τά κα­θώς προ­σπα­θούν στο κρε­βά­τι που ορα­μα­τί­ζε­ται μελ­λο­ντι­κούς θα­νά­τους να τα νε­κρα­να­στή­σουν. Θέ­λουν να ζω­ντα­νέ­ψουν η καρ­διά, η σπλή­να, το συ­κώ­τι, τα μά­τια, τα αυ­τιά, το στο­μά­χι, τα μυα­λά, ο λαι­μός και τα γεν­νη­τι­κά όρ­γα­να. Να ζω­ντα­νέ­ψουν και να τους μι­λή­σουν. Κά­τι άγριο κρυ­βό­ταν πί­σω από την αγιο­σύ­νη του πα­ρά­ξε­νου Αγί­ου της Χρι­στια­νο­σύ­νης. Ακό­μη κι η ιδιό­τη­τά του ως πο­λιού­χου του Αγρι­νί­ου, που από το όνο­μα της πό­λης και μό­νο οι συ­νειρ­μοί πα­ρα­πέ­μπουν στην αγριό­τη­τα, κι­νού­σε το εν­δια­φέ­ρον. Και δεν εί­ναι τυ­χαίο που στις μέ­ρες μας η εκ­κλη­σία φόρ­τω­σε τον Άγιο Χρι­στό­φο­ρο και με το κα­θή­κον να επο­πτεύ­ει ως και τα θα­να­τη­φό­ρα τρο­χαία στις εθνι­κές οδούς. Χρι­στό­φο­ρος, αγριό­τη­τα, κύ­νες, πτώ­μα­τα, ια­τρο­δι­κα­στές έδει­χναν να εί­ναι με­τα­ξύ τους αλ­λη­λέν­δε­τα.

 

Ο ιατροδικαστής

Αυ­τό που βα­σά­νι­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο τον ια­τρο­δι­κα­στή εί­ναι η αδυ­να­μία του να προ­ση­λώ­νε­ται στα απλά εί­δω­λα που έχει μπρος του. Κα­θώς το βλέμ­μα του έπε­φτε πά­νω σε έναν άν­θρω­πο ακα­ριαία τον φα­ντα­ζό­ταν σαν ένα πτώ­μα πά­νω στο κρε­βά­τι του νε­κρο­το­μεί­ου. Επη­ρε­α­σμέ­νος από τη δου­λειά του δεν έμε­νε στην επι­φά­νεια της ει­κό­νας, αλ­λά με το μυα­λό του ανε­ξέ­λεγ­κτα πρό­βα­λε ένα φα­ντα­στι­κό μέλ­λον. Και αυ­τή η ιδιό­τη­τα του νου του ήταν ιδιαί­τε­ρα ενο­χλη­τι­κή όταν έκα­νε έρω­τα με τη γυ­ναί­κα του. Κα­θώς με τα χέ­ρια του την ψα­χού­λευε ερω­τι­κά, ένιω­θε πως ταυ­τό­χρο­να κρα­τού­σε και το νυ­στέ­ρι. Στο ση­μείο που βρι­σκό­ταν στην προ­κα­ταρ­κτι­κή φά­ση των ερω­το­τρο­πιών και οι ανοί­κειες ει­κό­νες τον κυ­ρί­ευαν, μια άγρια πά­λη διε­ξα­γό­ταν στο κε­φά­λι του. Συ­νή­θως η δύ­να­μη της ερω­τι­κής διέ­γερ­σης νι­κού­σε, όμως σπά­νια να επι­βλη­θεί από­λυ­τα στο νοη­τι­κό του κό­σμο.
Για όλα αυ­τά που συ­νε­χώς τον κα­τέ­τρυ­χαν ο ια­τρο­δι­κα­στής ανα­ζη­τού­σε τη λύ­τρω­ση στο αδιά­κο­πο διά­βα­σμα. Με­λε­τού­σε μα­νιω­δώς άρ­θρα, ερ­γα­σί­ες και εγ­χει­ρί­δια σχε­τι­κά με το επάγ­γελ­μά του, διά­βα­ζε όμως με βου­λι­μία και βι­βλία αστυ­νο­μι­κά και λο­γο­τε­χνι­κά. Δια­θέ­το­ντας πολ­λές ώρες κά­θε μέ­ρα στην ανά­γνω­ση πά­σχι­ζε να βά­ζει έναν φραγ­μό στις ενο­χλη­τι­κές σκέ­ψεις. Όμως το διά­βα­σμα διε­γεί­ρει τη φα­ντα­σία, δεν την κα­τευ­νά­ζει. Κι ο νους των αν­θρώ­πων εί­ναι ατί­θα­σος, ίδιος με ζω­η­ρό που­λά­ρι, κι­νεί­ται και πη­δά άτα­κτα, δεν ξε­χω­ρί­ζει το παι­χνί­δι από την ανά­γκη. Έτσι κι οι σκέ­ψεις που ο Θά­νος Καλ­πα­θά­κος προ­σπα­θού­σε να απω­θή­σει, συν­δυά­ζο­νταν με κά­τι που υπήρ­χε σε μια σε­λί­δα ενός βι­βλί­ου κι επα­νέρ­χο­νταν στο νου του απρό­σκλη­τες και απεί­θαρ­χες.
Ρου­φού­σε με πά­θος το τσι­γά­ρο του και κοι­τού­σε από το πα­ρά­θυ­ρο τον προ­αύ­λιο χώ­ρο του νε­κρο­το­μεί­ου. Οι επι­σκέ­πτες λί­γοι, με ανα­ση­κω­μέ­νους τους για­κά­δες και τα χέ­ρια στις τσέ­πες, δια­σχί­ζουν βια­στι­κά το χώ­ρο για να χω­θούν στο κτί­ριο. Με­ρι­κοί φεύ­γουν γρή­γο­ρα αφού διεκ­πε­ραί­ω­σαν τις υπο­θέ­σεις τους. Το κρύο πε­ρο­νιά­ζει. Ένα πε­ντά­ρι κα­τε­βαί­νει από την Πάρ­νη­θα ορ­μη­τι­κό και ψυ­χρό, κα­λύ­πτει τα κτί­ρια, σκε­πά­ζει τα δέ­ντρα, πα­γώ­νει τους αν­θρώ­πους. Πα­σχί­ζει να χω­θεί σε κά­θε άνοιγ­μα, σε κά­θε χα­ρα­μά­δα. Κι αν μπο­ρού­σε, θα ει­σχω­ρού­σε από τις μύ­τες και το στό­μα και θα 'φτα­νε στις καρ­διές των αν­θρώ­πων. Με την άκρη του μα­τιού διέ­κρι­νε στο βά­θος του δια­δρό­μου το Σε­ρα­φείμ Αλα­μά­νο. Εστί­α­σε στα πυ­κνά και φου­ντω­τά μαλ­λιά του Αστυ­νό­μου κι ένιω­σε ένα μι­κρό τσί­μπη­μα. Τα δι­κά του εί­χαν ήδη προ πολ­λού εξα­φα­νι­στεί από το κε­φά­λι του, πα­ρό­λο που ήταν σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κοι. Γι’ αυ­τό κι ο ια­τρο­δι­κα­στής τε­λευ­ταία κου­ρευό­ταν γου­λί, με το ξυ­ρά­φι.
«Κα­λώς τον Αστυ­νό­μο» χαι­ρέ­τη­σε.
«Γεια σου Θά­νο. Κό­φτο το άτι­μο. Αφού σου κά­νει ζη­μιά».
Δεν απά­ντη­σε. Αυ­τή ήταν η μό­νι­μη επω­δός του Σε­ρα­φείμ όπο­τε συ­να­ντιό­νταν. Πού να του εξη­γεί τι ρό­λο παί­ζει το κά­πνι­σμα στη ζωή του. Το πο­τό δεν το άντε­χε γι’ αυ­τό και δεν το εί­χε κά­νει πο­τέ κα­τα­φύ­γιό του. Όμως από κά­που πρέ­πει να κρα­τιέ­ται κι αυ­τός. Όταν τε­λεί­ω­νε μια νε­κρο­το­μή και κρα­τού­σε το τσι­γά­ρο ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα, για το Θά­νο, αυ­τό ήταν σαν μια σα­νί­δα σω­τη­ρί­ας. Με­τά από το πο­λύ­ω­ρο ναυά­γιο που ζού­σε με τα νυ­στέ­ρια και τα νε­κρά σώ­μα­τα, τα άψυ­χα μά­τια, την ακι­νη­σία των νε­κρών στο κρύο πε­ρι­βάλ­λον του νε­κρο­το­μεί­ου, ο Θά­νος ανα­ζη­τού­σε μια δια­φο­ρε­τι­κή κί­νη­ση, μια φλό­γω­ση, κά­τι αν­θρώ­πι­νο, έστω και βλα­βε­ρό. Αυ­τός έχει τις εξι­χνιά­σεις εγκλη­μά­των και ξε­δί­νει. Αγω­νιά, λα­χτα­ρά, χαί­ρε­ται και ξε­χνιέ­ται. Εγώ έχω το τσι­γά­ρο και την πί­στη μου στο Θεό, που όλα τα γνω­ρί­ζει και όλα τα ρυθ­μί­ζει.
«Θά­νο πάω μέ­σα να σε πε­ρι­μέ­νω. Κά­πνι­σε με την ησυ­χία σου το τσι­γά­ρο σου κι έλα να τα πού­με».
Στα χέ­ρια του ο Σε­ρα­φείμ κρα­τού­σε μια σα­κού­λα βι­βλιο­πω­λεί­ου. Την ακού­μπη­σε στην άκρη του γρα­φεί­ου και πε­ρί­με­νε να φα­νεί ο Θά­νος. Το μά­τι του έπε­σε τυ­χαία σε ένα βι­βλίο που ήταν ακου­μπι­σμέ­νο πά­νω στο γρα­φείο και πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε. Κων­στα­ντί­νος Α. Μάρ­κου, Αρ­χι­μά­γει­ρας Βα­σι­λι­κών Ανα­κτό­ρων. Νε­ω­τά­τη Μα­γει­ρι­κή, Ζα­χα­ρο­πλα­στι­κή, Διαι­τη­τι­κή. Αθή­ναι 1954, πρό­λα­βε να δια­βά­σει. Πά­νω στο γρα­φείο ήταν ένα ση­μεί­ω­μα. Το πή­ρε στα χέ­ρια του και διά­βα­σε:
       

Εντό­σθια λα­δο­ρί­γα­νη στο φούρ­νο. Παίρ­νου­με το συ­κώ­τι, την καρ­διά, τη σπλή­να και τα γλυ­κά­δια, τα πλέ­νου­με και τα αλα­το­πι­πε­ρώ­νου­με. Πιά­νου­με και τα έντε­ρα, τα γυ­ρί­ζου­με, τα κα­θα­ρί­ζου­με, τα πλέ­κου­με κο­τσί­δα και τους ρί­χνου­με αλά­τι και πι­πέ­ρι. Στύ­βου­με δυο τρία λε­μό­νια, ρί­χνου­με λά­δι, λί­γη ρί­γα­νη, προ­σθέ­του­με τρεις ντο­μά­τες, ένα πο­τή­ρι του κρα­σιού άσπρο αρε­τσί­νω­το, κά­πα­ρη, λί­γα αγ­γου­ρά­κια τουρ­σί και τα πε­τά­με στο φούρ­νο για τριά­ντα λε­πτά. Τα σερ­βί­ρου­με με που­ρέ.

Ο Θά­νος μπαί­νο­ντας στο γρα­φείο εί­δε το Σε­ρα­φείμ να δια­βά­ζει τη συ­ντα­γή κι ατά­ρα­χος άπλω­σε το χέ­ρι, την πή­ρε και την έρι­ξε σε ένα από τα συρ­τά­ρια του γρα­φεί­ου.
«Τι βλέ­πω; Ασχο­λεί­σαι και με τη μα­γει­ρι­κή; Δεν το ήξε­ρα αυ­τό το τα­λέ­ντο σου».
«Τί­πο­τε σπου­δαίο. Χό­μπι της τε­λευ­ταί­ας χρο­νιάς. Πει­ρα­μα­τί­ζο­μαι με τα κρέ­α­τα και τα λα­χα­νι­κά. Αυ­τό το βι­βλίο εί­ναι πα­λιό, το βρή­κα στη βι­βλιο­θή­κη μιας θεί­ας μου και το δα­νεί­στη­κα. Η μα­γει­ρι­κή, φί­λε, έχει τη δι­κή της μα­γεία. Ένας κα­λός μά­γει­ρας μπο­ρεί να κά­νει νό­στι­μες ακό­μη και τις πέ­τρες που θα σου σερ­βί­ρει. Οι σάλ­τσες πά­ντα παί­ζουν τον βα­σι­κό και κα­τα­λυ­τι­κό ρό­λο. Η γλώσ­σα κι ο ου­ρα­νί­σκος με την κα­τάλ­λη­λη σάλ­τσα απε­λευ­θε­ρώ­νουν άγνω­στα αι­σθή­μα­τα που έχου­με σε λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση όλοι μας. Πει­ρα­μα­τί­ζο­μαι με πε­ρί­ερ­γες συ­ντα­γές, για να περ­νά­ει η ώρα μου. Την πρώ­τη φο­ρά τις αντι­γρά­φω απλά. Με­τά τις τρο­πο­ποιώ με βά­ση δι­κές μου ιδέ­ες. Τα γευ­στι­κά γού­στα μπο­ρεί στον πυ­ρή­να τους να εί­ναι όμοια κι αμε­τά­βλη­τα, όμως μια σει­ρά από πα­ρά­γο­ντες μπαί­νουν και τα αλ­λά­ζουν. Η τα­ξι­κή θέ­ση, η αστυ­φι­λία, η βια­σύ­νη στις κι­νή­σεις των σύγ­χρο­νων αν­θρώ­πων κι ένα σω­ρό άλ­λοι πα­ρά­γο­ντες επι­δρούν στη δια­μόρ­φω­ση των προ­τι­μή­σε­ων. Από την τε­ρά­στια μά­ζα αν­θρώ­πων ένα μι­κρό της τμή­μα έχει την ευ­χέ­ρεια να απο­λαμ­βά­νει την ιε­ρο­τε­λε­στία ενός κα­λού γεύ­μα­τος. Όμως, με απλές πα­ρεμ­βά­σεις στα ζη­τή­μα­τα γεύ­σης, μπο­ρού­με να κά­νου­με τη ζωή μας εν­δια­φέ­ρου­σα. Αλ­λά μη σε ζα­λί­ζω τώ­ρα. Όταν τε­λειο­ποι­ή­σω τη συ­ντα­γή με τα εντό­σθια λα­δο­ρί­γα­νη θα σε κα­λέ­σω με τη γυ­ναί­κα σου να σας κά­νου­με με τη Μυρ­τώ το τρα­πέ­ζι. Τι κα­λό βρή­κες πά­λι;»
«Πή­ρα την Αλή­θεια του Πί­τερ Τεμπλ. Διά­βα­σα πως εί­ναι πο­λύ κα­λό. Όμως θα με πρή­ξει με τις πε­ρι­γρα­φές και τις εν­δο­σκο­πή­σεις μέ­χρι να μά­θω ποιος εί­ναι ο δο­λο­φό­νος, πώς έκα­νε τα εγκλή­μα­τα και ποιο εί­ναι το κί­νη­τρό του».
«Κά­ποιο λό­γο θα έχει ο συγ­γρα­φέ­ας που γε­μί­ζει τις σε­λί­δες».
«Μην το λες. Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές μέ­χρι να φτά­σεις στη λύ­ση μιας υπό­θε­σης ανα­γκά­ζε­σαι να δια­βά­σεις ένα σω­ρό κου­ρα­στι­κά πράγ­μα­τα».
«Σε­ρα­φείμ αυ­τά τα γε­μί­σμα­τα εί­ναι σαν το λί­πος που νο­στι­μί­ζει το κρέ­ας. Εί­ναι οι απα­ραί­τη­τες λο­γο­τε­χνι­κές ανά­σες. Το διά­βα­σμα θέ­λει τη ρέ­γου­λά του. Δια­βά­ζο­ντας ένας ανα­γνώ­στης εκτός από την υπό­θε­ση και τους χα­ρα­κτή­ρες προ­σπα­θεί να κα­τα­λά­βει και τον πα­ράλ­λη­λο κό­σμο του συγ­γρα­φέα. Άλ­λη ασχο­λία εί­ναι η ανά­γνω­ση αστυ­νο­μι­κών ιστο­ριών και άλ­λο το επάγ­γελ­μά μας που μας τρέ­χει. Εγώ με τα βι­βλία ξε­φεύ­γω. Δια­βά­ζω χω­ρίς άγ­χος και πί­ε­ση. Τώ­ρα κο­ντεύω να τε­λειώ­σω τον Κοκ­κι­νο­λαί­μη του Nesbo. Πε­ρισ­σό­τε­ρες από εξα­κό­σιες σε­λί­δες, αλ­λά δεν πλα­κώ­νο­μαι στην ανά­γνω­ση. Το απο­λαμ­βά­νω».
«Εγώ πά­ντα βιά­ζο­μαι για­τί θέ­λω να τε­λειώ­σει και να αρ­χί­σω ένα επό­με­νο. Δεν δια­βά­ζω τό­σο από λο­γο­τε­χνι­κό εν­δια­φέ­ρον, όσο για­τί θέ­λω να δω άλ­λον έναν φό­νο, άλ­λον έναν εγκλη­μα­τία και τον τρό­πο που ο ερευ­νη­τής φτά­νει στην εξι­χνί­α­ση. Και δια­βά­ζο­ντας μα­θαί­νω».
«Σε­ρα­φείμ έχεις σκε­φτεί πο­τέ πό­σο ικα­νοί δο­λο­φό­νοι θα μπο­ρού­σαν να γί­νουν κά­ποιοι συγ­γρα­φείς; Με τη με­γά­λη φα­ντα­σία που έχουν πό­σο εύ­κο­λα θα μπο­ρού­σαν να σχε­διά­σουν φό­νους και να κά­θο­νται στην άκρη να γε­λά­νε με εμάς που θα ασχο­λού­μα­στε μα­ζί τους;»
«Έχουν φα­ντα­σία και πολ­λές γνώ­σεις. Υπάρ­χουν αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις που κά­ποιος συγ­γρα­φέ­ας για διά­φο­ρους λό­γους εί­ναι ο δο­λο­φό­νος. Αλ­λά να κά­νει εγκλή­μα­τα για την πλά­κα του ή για­τί θέ­λει να «παί­ξει» με τον ερευ­νη­τή δεν ξέ­ρω κα­νέ­να. Μην μας τύ­χει να λες!»
«Ένας συγ­γρα­φέ­ας αστυ­νο­μι­κών βι­βλί­ων εί­ναι ου­σια­στι­κά ένα κομ­μά­τι από εμάς. Έχει δια­βά­σει πά­ρα πολ­λά, οι γνώ­σεις του απλώ­νο­νται σε όλο το επι­στη­τό, έχει αφο­μοιώ­σει τη δι­κή μας νο­ο­τρο­πία και με την καλ­πά­ζου­σα φα­ντα­σία του μπο­ρεί να βρί­σκε­ται πά­ντα ένα βή­μα πριν το δι­κό μας. Κα­νο­νι­κά η αστυ­νο­μία θα πρέ­πει να συ­νερ­γά­ζε­ται με με­ρι­κούς συγ­γρα­φείς. Να τους έχει σαν άτυ­πους συμ­βού­λους. Να τους ενη­με­ρώ­νει, να τους ρω­τά, να τους παίρ­νει σο­βα­ρά υπ’ όψιν. Εμάς μας τρώ­ει και η ρου­τί­να. Αλ­λά, για να αστειευ­τού­με λι­γά­κι, ας πού­με πως εγώ σαλ­τά­ρω και σου στή­νω ένα σκη­νι­κό με μια σει­ρά δο­λο­φο­νιών για να σε δω να φυ­σάς και να ξε­φυ­σάς».
«Ωραίο ακού­γε­ται! Αλ­λά να ξέ­ρεις, φί­λε, πως στο τέ­λος δε θα μου γλι­τώ­σεις. Κά­ποιο λά­θος θα κά­νεις κι εσύ».
«Ας υπο­θέ­σου­με πως με πιά­νει βή­χας από το κά­πνι­σμα. Η γυ­ναί­κα μου με απα­τά. Πρέ­πει να την τι­μω­ρή­σω. Εσύ που συ­νερ­γα­ζό­μα­στε εί­σαι κα­κός, δύ­στρο­πος, προ­σβλη­τι­κός και κα­τα­πιε­στι­κός. Ο για­τρός μού βρί­σκει καλ­πά­ζο­ντα καρ­κί­νο. Σε ένα με δυο χρό­νια θα πε­θά­νω. Υπο­ψιά­ζο­μαι πως η γυ­ναί­κα μου έχει σχέ­ση μα­ζί σου. Θέ­λω λοι­πόν να την εκ­δι­κη­θώ, αλ­λά και να τι­μω­ρή­σω κι εσέ­να για την ισο­πε­δω­τι­κή και αλα­ζο­νι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά σου τό­σα χρό­νια. Ξε­κι­νάω μια σει­ρά δο­λο­φο­νιών και επει­δή γνω­ρί­ζω τη μέ­θο­δο και τη νο­ο­τρο­πία σου προ­σπα­θώ να σε μπερ­δέ­ψω. Τε­λευ­ταί­ους σκο­τώ­νω τη γυ­ναί­κα μου κι εσέ­να. Θα με ανα­κα­λύ­ψουν, δεν λέω. Αλ­λά αυ­τό μπο­ρεί να γί­νει με­τά από και­ρό, αφού εγώ θα έχω πά­ει στα κυ­πα­ρίσ­σια. Μέ­χρι τό­τε, αρ­χι­κά, θα το απο­λαμ­βά­νω».
«Και τι θα κερ­δί­σεις αφού θα έχεις πε­θά­νει, ρε Θά­νο; Δεν θα ζεις να χα­ρείς τα κα­τορ­θώ­μα­τα σου. Αλ­λά μάλ­λον, αν σου πει ο για­τρός άσχη­μα μα­ντά­τα, σε βλέ­πω να τρέ­χεις σε εκ­κλη­σί­ες να ανά­βεις κε­ριά και να σταυ­ρο­κο­πιέ­σαι. Κό­φτο το κω­λο­τσί­γα­ρο!»
«Έχει και συ­νέ­χεια η ιστο­ρία. Σε φα­ντά­ζο­μαι τον πρώ­το και­ρό να προ­σπα­θείς να βρεις την αλή­θεια. Να κά­νεις διά­φο­ρες ει­κα­σί­ες, να επι­διώ­κεις κά­ποια στοι­χεία που θα έχω αφή­σει επί­τη­δες να τα συν­δυά­σεις. Όμως η δο­λο­φο­νία σου θα στα­θεί εμπό­διο. Το Εγκλη­μα­το­λο­γι­κό θα χά­σει έναν σπου­δαίο ερευ­νη­τι­κό νου. Και πα­ρό­λες τις φι­λό­τι­μες προ­σπά­θειες των επό­με­νων συ­να­δέλ­φων σου, εφό­σον εκεί­νοι δεν θα σκέ­φτο­νται όπως εσύ, οι υπο­θέ­σεις θα τελ­μα­τώ­σουν και θα μπουν στις ανε­ξι­χνί­α­στες. Για­τί εγώ τα εγκλή­μα­τά μου θα τα κά­νω για να «συ­νο­μι­λή­σω» απο­κλει­στι­κά με τη δι­κή σου λο­γι­κή. Αρ­γό­τε­ρα, κι αφού γί­νει γνω­στός ο θά­να­τός σου, κι αφού εν τω με­τα­ξύ θα έχω απο­δη­μή­σει κι εγώ, ένας συμ­βο­λαιο­γρά­φος θα κοι­νο­ποι­ή­σει μια επι­στο­λή μου για να μα­θευ­τεί η αλή­θεια. Και να γρα­φτεί κα­τό­πιν ένα εγ­χει­ρί­διο που θα δι­δά­σκε­ται στις σχο­λές εγκλη­μα­το­λο­γί­ας πα­γκο­σμί­ως με τί­τλο «Θά­νος Καλ­πα­θά­κος, Άφω­νοι φό­νοι». Το απώ­τε­ρο κέρ­δος μου λοι­πόν θα εί­ναι πως, έτσι, θα πε­ρά­σω στην ιστο­ρία».
«Ωραία ιδέα Θά­νο! Και πο­λύ φι­λό­δο­ξη. Μό­νο που εσύ δεν μπο­ρείς να κά­νεις πραγ­μα­τι­κούς φό­νους. Άν­θρω­πος του Θε­ού και της εκ­κλη­σί­ας εί­σαι. Δεν γρά­φεις λέω εγώ κα­νέ­να αστυ­νο­μι­κό βι­βλίο;»

Ο ιατροδικαστής


Τέ­τοιες συ­ζη­τή­σεις ήταν ένα συ­νη­θι­σμέ­νο παι­χνί­δι που χα­λά­ρω­νε τους δυο συ­νερ­γά­τες. Το ση­με­ρι­νό θέ­μα βέ­βαια ξέ­φυ­γε κά­πως. Με τον και­ρό εί­χαν έρ­θει κο­ντά. Ένα διά­λειμ­μα στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά τους πού και πού ήταν απα­ραί­τη­το για την ψυ­χι­κή τους ισορ­ρο­πία. Τα πτώ­μα­τα έτσι κι αλ­λιώς πα­ρέ­με­ναν μπρος τους ακί­νη­τα και σιω­πη­λά. Κι η δου­λειά τους αυ­τή την πε­ρί­ο­δο εί­χε πολ­λά από αυ­τά. Αλ­λά, σκέ­φτη­κε ο Σε­ρα­φείμ αστρα­πιαία, δεν πι­στεύω να υπο­νο­ού­σε κά­τι με τις φα­ντα­σιώ­σεις του. Η γυ­ναί­κα του εί­ναι σω­στή απέ­να­ντι στην οι­κο­γέ­νειά της και στον ίδιον. Από τις λί­γες οι­κο­γε­νεια­κές μας συ­να­να­στρο­φές τα χνώ­τα μας ταί­ρια­ξαν. Αυ­τή εί­ναι Σα­ντο­ρι­νιά, εγώ από την Τή­νο κι οι νο­ο­τρο­πί­ες στις Κυ­κλά­δες εί­ναι οι­κεί­ες και φι­λι­κές. Κά­ποια αθώα πει­ράγ­μα­τα μπο­ρεί να πα­ρε­ξη­γή­θη­καν. Εί­ναι και όμορ­φη η ξαν­θο­μαλ­λού­σα Μυρ­τώ. Τα με­γά­λα της γα­λά­ζια μά­τια πό­τε κα­θρε­φτί­ζουν τη νο­σταλ­γία, πό­τε το γέ­λιο και το τα­ξί­δι. Αυ­τό που κυ­ριαρ­χεί πά­νω της εί­ναι ο ερω­τι­κός της λαι­μός που σαν ρυά­κι οδη­γεί στα με­γά­λα της στή­θη. Και η λε­πτή της μέ­ση που το­νί­ζει έντο­να την επί­μα­χη ερω­τι­κή ζώ­νη. Λες να ζη­λεύ­ει; Μια από αυ­τές τις μέ­ρες να του προ­τεί­νω να πά­με κα­μιά βόλ­τα. Να τα πού­με σαν φί­λοι, να ησυ­χά­σει. Αλ­λά κι αυ­τός ο φου­κα­ράς κω­λο­δου­λειά κά­νει. Το πρό­σω­πό του έχει μια ωχρά­δα, μια απο­τυ­πω­μέ­νη θα­να­τί­λα, λες και κόλ­λη­σε το χρώ­μα από κα­νέ­να πτώ­μα.
Ο Σε­ρα­φείμ έφυ­γε κι ο ια­τρο­δι­κα­στής έσκυ­ψε πά­νω στην ατέ­λειω­τη χαρ­τού­ρα που έπρε­πε να συ­μπλη­ρώ­σει. Αυ­τή η γρα­φι­κή διεκ­πε­ραί­ω­ση ήταν και το μό­νο που τον κού­ρα­ζε αφά­ντα­στα. Κα­θώς όμως συ­νέ­τασ­σε την έκ­θε­ση, ο νους του έφευ­γε σε άλ­λες σκέ­ψεις. Μα τι εί­πε πριν ο Σε­ρα­φείμ; Να κα­θί­σω και να γρά­ψω μυ­θι­στό­ρη­μα; Νο­μί­ζει πως εί­ναι εύ­κο­λη δου­λειά; Επει­δή τό­σα χρό­νια σπου­δά­σα­με τις με­θό­δους, ζή­σα­με αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις εγκλη­μα­τιών και με­λε­τή­σα­με τις πρά­ξεις τους, έχει την εντύ­πω­ση πως αυ­τά μπαί­νουν σε λο­γο­τε­χνι­κή σει­ρά κι απο­κτούν εν­δια­φέ­ρον έτσι εύ­κο­λα; Σα να λέ­με πως ανοί­γω έναν οδη­γό μα­γει­ρι­κής και μα­γει­ρεύω. Εντά­ξει. Φα­γη­τό θα εί­ναι αυ­τό που θα σερ­βί­ρω. Όμως θα έχει τη νο­στι­μιά του φα­γη­τού μιας πε­πει­ρα­μέ­νης και τα­λα­ντού­χας μα­γεί­ρισ­σας, όπως η θεία μου; Θα έχει αυ­τό το άυ­λο κά­τι, που μυ­στη­ριω­δώς με­τα­τρέ­πει τα υλι­κά μιας συ­ντα­γής σε εν­δια­φέ­ρον και πε­ντα­νό­στι­μο γεύ­μα; Δεν αρ­κεί η δο­σο­λο­γία, τα σκεύη, οι κου­τά­λες, οι οδη­γί­ες για τη χρή­ση της φω­τιάς και οι άλ­λοι τυ­πι­κοί πα­ρά­γο­ντες ενός φα­γη­τού ή ενός φό­νου για να απο­κτή­σει λο­γο­τε­χνι­κό εν­δια­φέ­ρον μια ιστο­ρία. Χρειά­ζε­ται και μια μυ­στή­ρια πνοή που να δια­περ­νά τις λέ­ξεις, τις ει­κό­νες, τα πρό­σω­πα και τα πα­θή­μα­τά τους. Τό­σα και τό­σα βι­βλία με αστυ­νο­μι­κές ιστο­ρί­ες εί­ναι εντε­λώς άνο­στα, ανού­σια και άχρη­στα. Μοιά­ζουν σα να 'ναι σχε­δια­σμέ­να στον κο­μπιού­τερ ή δεί­χνουν σαν υπη­ρε­σια­κές καρ­τέ­λες με ση­μειω­μέ­νες πά­νω τους ημε­ρο­μη­νί­ες, ονό­μα­τα και πρά­ξεις.
Αν ήταν τό­σο εύ­κο­λο τό­τε ο κά­θε αστυ­νο­μι­κός, ο κά­θε ια­τρο­δι­κα­στής ή δη­μο­σιο­γρά­φος θα γι­νό­ταν και σπου­δαί­ος συγ­γρα­φέ­ας. Για μέ­να πά­ντως εί­ναι ευ­κο­λό­τε­ρο, αντί να γρά­ψω ένα βι­βλίο με πέ­ντε φό­νους ενός σί­ριαλ κί­λερ, να δια­πρά­ξω αυ­τούς τους φό­νους. Ευ­κο­λό­τε­ρο και πιο ευ­χά­ρι­στο. Για­τί για το βι­βλίο μου πά­ντα θα έχω αμ­φι­βο­λί­ες αν προ­κά­λε­σε εν­δια­φέ­ρον στον άγνω­στο ανα­γνώ­στη. Για τους φό­νους μου όμως εί­μαι βέ­βαιος για την προ­σο­χή που θα ει­σπρά­ξουν. Για πολ­λές μέ­ρες οι εφη­με­ρί­δες και τα τη­λε­ο­πτι­κά κα­νά­λια θα ασχο­λού­νται με αυ­τούς άμε­σα και έμ­με­σα με εμέ­να. Στο Εγκλη­μα­το­λο­γι­κό θα πο­νο­κε­φα­λιά­ζουν για το κί­νη­τρο. Θα σπά­νε το κε­φά­λι τους για να προσ­διο­ρί­σουν το προ­φίλ μου. Μπο­ρεί και να μου φέ­ρουν κα­νέ­να από τα πτώ­μα­τά μου να το νε­κρο­το­μή­σω εγώ. Θα κα­τα­να­λώ­νουν πολ­λές ώρες να ασχο­λού­νται με άσχε­τα ευ­ρή­μα­τα που θα σπέρ­νω για να τους μπλέ­κω. Ει­δι­κά δε, αν οι δο­λο­φο­νη­μέ­νοι εί­ναι επώ­νυ­μοι, οι δη­μο­σιο­γρά­φοι θα πέ­σουν με τα μού­τρα επά­νω στις υπο­θέ­σεις. Αν, λό­γου χά­ριν, οι δο­λο­φο­νη­μέ­νοι εί­ναι πο­λι­τι­κά πρό­σω­πα. Βέ­βαια! Πρώ­τα να ξε­κι­νή­σω με δυο Γε­νι­κούς Γραμ­μα­τείς Υπουρ­γεί­ων. Οι φό­νοι τους να γί­νουν με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο, το μό­νο που θα τους συν­δέ­ει να εί­ναι η θέ­ση τους στον κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Με­τά να δο­λο­φο­νή­σω έναν βου­λευ­τή. Κα­τό­πιν να σκο­τώ­σω τον με­γα­λο­βιο­μή­χα­νο για τα συμ­φέ­ρο­ντα του οποί­ου όλοι αυ­τοί ερ­γά­ζο­νται. Και η κο­ρύ­φω­ση να δη­μιουρ­γη­θεί με το ξε­πά­στρε­μα του Υπουρ­γού, που συ­ντο­νί­ζει το τσούρ­μο των πο­λι­τι­κών κα­κο­ποιών. Μπο­ρώ να στέλ­νω και ανώ­νυ­μες προ­κη­ρύ­ξεις στις εφη­με­ρί­δες, να κα­ταγ­γέλ­λω με πο­λι­τι­κά επι­χει­ρή­μα­τα τη σα­πί­λα του πο­λι­τι­κού κό­σμου. Ένα πο­λι­τι­κό μα­νι­φέ­στο θα έμπλε­κε το Εγκλη­μα­το­λο­γι­κό με την Αντι­τρο­μο­κρα­τι­κή και κά­ποια πο­λυ­ε­θνι­κή ή πρε­σβεία. Πα­νεύ­κο­λο φαί­νε­ται.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: