Οι σταγόνες της βροχής είχαν μετατραπεί σε χιονονιφάδες. Τις τελευταίες μέρες ο καιρός ήταν άσχημος. Τη μια καταρρακτώδης βροχή, την άλλη δυνατός αέρας. Κι η θάλασσα συνεχώς τρικυμισμένη. Ώσπου ξαφνικά άρχισε να χιονίζει.
Αυτό το χιόνι ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο από εκείνο των βουνών, συλλογιζόταν η Αρετή καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα του διαμερίσματός της. Και ίσως να χιόνιζε, από όσο θυμόταν, για πρώτη φορά από τότε που ήρθε και εγκαταστάθηκε στον τόπο του άντρα της, σε τούτη την παραθαλάσσια πόλη.
Στάθηκε στην άκρη του διαδρόμου, δίπλα από τον σιδερένιο καλόγερο, να βγάλει το μουσκεμένο της πανωφόρι. Στο σαλόνι η πεθερά της μιλούσε δυνατά, μάλλον στο κινητό της.
«Την τσάκωσα, Ασπασία μου! Την τσάκωσα!»
Η Αρετή κρέμασε το μπουφάν της στον καλόγερο με την τρίποδη ξύλινη βάση. Τι ήταν αυτά που άκουγε;
«Σου λέω την έπιασα στο κρεβάτι του γιου μου, αγκαλιά με έναν ξένον άντρα!»
Ε, το θράσος της πεθεράς της δεν είχε όρια. Δε φτάνει που εγκαταστάθηκε μόνιμα στο διαμέρισμά τους, που ήρθε και χάλασε την ησυχία τους, που μπερδευόταν διαρκώς στα πόδια τους, μα είχε αρχίσει κιόλας να την παρακολουθεί.
Προσπάθησε να συγκρατηθεί, αν και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Σα δυο βάρκες σε τρικυμισμένο πέλαγος τα ένιωθε, καθώς σήκωνε τις τσάντες με τα ψώνια.
Σφίγγοντας τα δόντια και το στόμα της, τράβηξε στην κουζίνα κάνοντας την αδιάφορη, σαν να μην είχε ακούσει τίποτε. Έβγαλε τα φρούτα από τις χαρτοσακούλες και άρχισε να τα πλένει, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να ηρεμήσει τον εαυτό της.
Ώστε την είχε δει; Τα είχε δει όλα…
Ίσως να ήταν καλύτερα που ήρθαν τα πράματα έτσι, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν η Αρετή. Ίσως ήταν καλύτερα να τελειώνει με αυτή την κατάσταση.
Έκλεισε τη βρύση απότομα και σφούγγισε τα χέρια της με την πετσέτα που ήταν κρεμασμένη δίπλα από το μάρμαρο της κουζίνας. Ευκαιρία να ξεκαθαρίσει το θέμα, είπε ψύχραιμα στον εαυτό της. Ο Λευτέρης θα επέστρεφε αργά το απόγευμα και αυτή τώρα θα τηλεφωνούσε στον Μάκη να του ανακοινώσει πως το αποφάσισε, πως δηλαδή θα έπρεπε να πάψουν να κρύβουν τη σχέση τους.
Του τηλεφώνησε σχεδόν την ίδια στιγμή κι άρχισε να του μιλάει με έναν γοργό, βιαστικό ρυθμό, σαν να ήθελε να προλάβει να τα πει όλα. Ο Μάκης ωστόσο απαντούσε διστακτικά, με κάτι περίεργες παύσεις.
«Ξέρεις, δεν είναι τόσο εύκολο. Θα χρειαστεί να λείψω μερικές μέρες. Θα πρέπει να πάω στην Ιταλία σε μια έκθεση. Βλέπεις με τις δουλειές στο μαγαζί, ξέχασα να στο πω…»
«Μα, μπορώ να ᾽ρθω μαζί σου!»
«Ε, όχι… Δε γίνεται…»
«Εννοείς με τα εισιτήρια;»
«Ναι, είναι και αυτό, αλλά κανόνισα με μία …»
Της ήρθε αυθόρμητα να αρχίσει να τον βρίζει, αφού τα είχε καταλάβει όλα από τον ήχο της φωνής του, από τις παύσεις και τα υπονοούμενά του. Ωστόσο, προτίμησε να κλείσει απότομα το τηλέφωνο, αφού ένιωσε τέτοια ταραχή και είχε την αίσθηση πως σύντομα θα έχανε τις αισθήσεις της. Ακούμπησε στον τοίχο της κουζίνας, πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να μαζέψει τις δυνάμεις της κι ύστερα τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα.
Στάθηκε μπροστά από το παράθυρο που έβλεπε στον κήπο. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό. Χιονονιφάδες, μικροσκοπικές αλλά παγερές, που δίχως άλλο θα είχαν γεύση αλμύρας, ίσως ακόμη να κουβαλούσαν ήχους ή ψιθύρους από τις μυστικές σπηλιές στα βάθη του πελάγους. Σκέφτηκε πως σε κάθε άλλη περίπτωση θα χαιρόταν, θα χαιρόταν πολύ με αυτό το παράξενο θέαμα. Με τις χιονονιφάδες που χόρευαν ρυθμικά, σχηματίζοντας αυτή τη λευκή, κατάλευκη κουρτίνα που έκρυβε τον ορίζοντα.
Κι όμως η ίδια δεν μπορούσε να κρύψει τον θυμό, την οργή της με την πεθερά της που μπερδευόταν στα προσωπικά της, με τον Μάκη, προπαντός με τον Μάκη που της φέρθηκε με τόσο άσχημο τρόπο. Ώστε λοιπόν είχε παίξει μαζί της και το παιγνίδι είχε φτάσει στο τέλος του. Κι αυτή που τον είχε πιστέψει…
Πώς θα ήταν από εδώ και πέρα η ζωή της; Ποιος θα γέμιζε τη μοναξιά της; Τι θα χρωμάτιζε τις πληκτικές και μονότονες στιγμές της; Θα υπήρχε κάτι ευχάριστο εκτός από τα παιδιά της; Μα αυτά είχαν ακολουθήσει τις σπουδές τους και ήδη ζούσαν μακριά της.
Αργά το απόγεμα σα θα επέστρεφε ο Λευτέρης, θα έβγαζε τη στολή του, τις αρβύλες του και τις μαύρες του κάλτσες, και θα την πρόσταζε να φέρει το φαγητό του, να γευματίσει, όπως συνήθως, ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού. Θα έτρωγε με τον πλαστικό δίσκο ακουμπισμένο στην κοιλιά του, θα παρακολουθούσε τις ειδήσεις, θα ρευόταν ανενόχλητα, και μετά θα της πετούσε κατάμουτρα πως ήταν καλό το γιουβέτσι αλλά όχι σαν της μάνας του. Κι η πεθερά της από την άλλη, θα φλυαρούσε ασταμάτητα, για μία ακόμη φορά.
Τελικά πότε θα προσπαθούσε να του μιλήσει; Άραγε θα έβρισκαν χρόνο για μια νέα αρχή; Θα παρουσιάζονταν ευκαιρίες για ένα νέο ξεκίνημα;
Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού. Ήταν ο Λευτέρης. Την ειδοποίησε πως θα αργούσε, αφού μετά τη δουλειά θα πήγαιναν κάπου έξω, σε μια ταβέρνα, παρέα με τους άντρες του τμήματος. Κι εκείνη κατάλαβε πολλά περισσότερα, κι αηδίασε. Γιατί όλα τελικά ήταν τόσο απαίσια και τόσο βρώμικα. Όλα… Όλοι…
Μπήκε στο σαλόνι. Προχώρησε αδιάφορα μπροστά από την πεθερά της, που ήταν προσηλωμένη στην τηλεόραση, και στάθηκε δίπλα από την μπαλκονόπορτα. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό. Ένα παράξενο ρίγος διαπέρασε το κορμί της.
«Μπάζει πολύ κρύο. Όλα σάπια κι εύθραυστα σε αυτόν τον τόπο» μονολόγησε δυνατά χωρίς να το καταλάβει.
«Τι;» έκανε αφηρημένα η πεθερά της και η φωνή της, ψιλή και σιγανή, μπερδεύτηκε με τους ήχους της τηλεόρασης, ενώ παρέμεινε σχεδόν ακίνητη με το βλέμμα της κολλημένο στην οθόνη και με ένα ύφος αλλιώτικο. Αδιάφορο, ή μάλλον θριαμβευτικό, σκέφτηκε η Αρετή κι επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρά της ακόμη πιο θυμωμένη με ένα αβάσταχτο μελαγχολικό βάρος που πίεζε την καρδιά της. Σαν να είχε κρυφτεί μέσα της όλη η μαυρίλα απ’ το πέλαγος.
Άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά μπροστά από το ξύλινο τραπεζάκι στο μέσο του δωματίου με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν άντεχε να κοιτάζει έξω και να βλέπει το χιόνι. Δεν άντεχε άλλο βάρος. Αρκούσε η πίκρα της προδοσίας κι ο πόνος της μοναξιάς. Ήταν κι ανησυχίες για το μέλλον της. Τι θα έκανε στο εξής; Τι θα γινόταν; Και πόσο θα άντεχε να συμβιώνει τυπικά με τον άντρα της, ενώ η ψυχή της θα λαχταρούσε όλα όσα είχε ζήσει με τον εραστή της, χωρίς να μπορεί να τον ξανασυναντήσει;
Γυρόφερνε ταραγμένη, ανήσυχη, κι ενώ περιεργαζόταν τα διάφορα αντικείμενα του δωματίου. Το βλέμμα της απλώθηκε κι επάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια από το ξύλινο τραπεζάκι, επάνω στο κεντητό σεμέν με την ασύμμετρη δαντέλα. Ήταν κι αυτό από την προίκα της. Της είχε χαρίσει πολλά κεντήματα και πλεκτά η μητέρα της, κι ας είχε δηλώσει πάνω στον θυμό της, τότε που άφησε το πατρικό της σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, ακολουθώντας τον Λευτέρη —έναν νεαρό αστυνομικό και φίλο του αδελφού της—, πως δε θα της επέτρεπε να πάρει, μακριά στα ξένα όπου πήγαινε, ούτε ένα κουρελάκι.
Στα ξένα λοιπόν; Και το πατρικό της; Άδειο κι έρημο. Ολόδικό της ύστερα από τον ξενιτεμό του Κωνσταντή. Το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το σπίτι κι οι κήποι ολόγυρα. η δική της περιουσία.
Πρώτα η φωνή του σπιτιού της κι η σκέψη πως ήταν καιρός να εκπληρώσει μια παλιά, ξεχασμένη υπόσχεση. Τι κι αν δε ζούσαν πια οι δικοί της; Άλλωστε, σε αυτή την πόλη δεν είχε πια κανέναν. Απολύτως κανέναν… Κι ύστερα ήταν το πείσμα πως όφειλε να υπερασπιστεί τη χαμένη αξιοπρέπειά της, πως έπρεπε να γλιτώσει από την απέχθεια και σιχασιά που ένιωθε για τούτη την πεταμένη ζωή της. Έπρεπε να αναχωρήσει τώρα. Τώρα αμέσως, γιατί ήξερε πως το πρωί δε θα είχε το κουράγιο να φύγει.
Η μέρα ήταν προχωρημένη όταν μπήκε στο αμάξι της. Το χιόνι που είχαν φέρει τα κύματα από τα βάθη του πελάγους είχε ήδη λιώσει.
Φόρεσε τη ζώνη της, έβαλε μπρος τη μηχανή κι έκανε να ανοίξει το ραδιόφωνο, μα το μετάνιωσε. Καλύτερα να ταξίδευε ήσυχα, χωρίς μουσική, για να μπορεί να θυμάται το πατρικό στο χωριό της και να σχεδιάζει το μέλλον. Σκεφτόταν πως ίσως να δούλευε στο ξενοδοχείο απέναντι από το χωριό, γιατί δε μπορεί, όλο και κάποια γυναίκα θα χρειαζόταν. Τις πρώτες μέρες ώσπου να τακτοποιήσει το σπίτι, θα έμενε στη θεία Λαμπρούλα. Ήταν βέβαιη πως θα δεχόταν να τη φιλοξενήσει.
Σκεφτόταν ακόμη πως στο χωριό το χιόνι θα ήταν πυκνό. Θα σκέπαζε κτήρια, αυλές και μονοπάτια. Θα σκέπαζε και το φτωχό μνήμα όπου αναπαυόταν η μητέρα της τα τελευταία χρόνια. Το χαμηλό ξύλινο κάγκελο κάτω από τη γέρικη βελανιδιά, θα ήταν σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα χιονιού και το καντήλι σβησμένο. Ποιος να το άναβε;
«Θα στο ανάβω εγώ, ρε μάνα. Μην ανησυχείς, έρχομαι», ψέλλισε κι άλλαξε ταχύτητα. Έβαλε πέμπτη, πάτησε δυνατά το γκάζι κι ένιωσε μεμιάς πως το αμάξι γλιστρούσε ανάλαφρα σαν αέρινο άτι ανάμεσα στα σύννεφα. Και στην ψυχή της όλος ο πρότερος θυμός σαν να έσβησε, σαν να έλιωσε μαζί με το χιόνι που είχαν φέρει τα κύματα.
Τίποτα δεν την ένοιαζε τώρα πια, τώρα που επέστρεφε προς τον δικό της παλιό, γνώριμο κόσμο. Τώρα που ο ίσκιος της μάνας της σαν να στεκόταν δίπλα της, στην άδεια θέση του συνοδηγού. Σα να είχε αρχίσει κιόλας να της μιλά.
Λόγια μακρινά και θύμησες θολές. Θύμησες κι ίσκιοι… Οι ίσκιοι των δικών της και ο ήχος από το ποδοβολητό ενός αλόγου, του αλόγου του Κωνσταντή. Κι ύστερα ένα ακράτητο χρεμέτισμα σαν θερμός, ολόθερμος χαιρετισμός, πίσω απ’ το αμάξι της. Το χλιμίντρισμα του αλόγου και τα παραπονιάρικα λόγια της μητέρας της από το διπλανό κάθισμα:
«Όμορφος είσαι Κωνσταντή, μα άσχημα απελογήθης».
Μετά την απότομη στροφή του δρόμου θα έστρεφε το κεφάλι της να δει καλύτερα. Να δει καλύτερα πρώτα το πρόσωπο της μητέρας της κι ύστερα να διακρίνει τη μορφή του αδελφού της. Γιατί τώρα πια ήξερε, ήξερε πως την ακολουθούσε. Δηλαδή, τις ακολουθούσε. Ο δικός τους ο Κωνσταντής…