Η λέμβος, η λίμνη και η Λένα

Η λέμβος, η λίμνη και η Λένα

You do not recognize that you are soaking.
Comfortably you lie back.
Rachel Hadas, Bath

Η Λένα παρατηρούσε τον Ρόμπερτ όσο εκείνος προσπαθούσε να γράψει. Να τον παρακολουθεί ήταν μια καθημερινότητα στην οποία οκτώ χρόνια τώρα αντιστεκόταν, όμως εν τέλει αναγκάστηκε να αποδεχτεί. Οι δυο τους είχαν γεννηθεί ακριβώς την ίδια μέρα – πράγμα σπάνιο για ζευγάρι. Για τριάντα χρόνια γιόρταζαν τα γενέθλιά τους μαζί. Πάντα καταμεσής της λίμνης Τραζιμένο, μέσα σε μία κωπηλατική λέμβο. Αυτό δεν κράτησε. Εξαιτίας του νου του Ρόμπερτ δηλαδή. Φυσικά όταν και εάν επανερχόταν η μνήμη του, η λέμβος, η λίμνη και η Λένα υπήρχαν ξανά. Αλλά μετά πάλι χάνονταν.
Νωρίτερα εκείνο το πρωί η Λένα τον κοιτούσε και πάλι. Ο Ρόμπερτ καθόταν σε μία βελούδινη πολυθρόνα στο χρώμα του σύκου. Το έπιπλο είχε αγοραστεί την 29η Οκτωβρίου 2013, ημέρα Πέμπτη, την ώρα που το ζευγάρι επέστρεφε από τους Φίντλερς. Εκ των υστέρων, η αναγραφόμενη στην απόδειξη του καταστήματος ημερομηνία θα αναδεικνυόταν ως μια από τις σημαντικότερες της σχέσης τους και ιδού ο λόγος: Ο Ρόμπερτ είπε “Θα μου άρεσε να γράφω τη μουσική μου εδώ” και τα λόγια του προκάλεσαν το τελευταίο, όπως αποδείχτηκε, αμοιβαίο τους χαμόγελο. Παρέλαβαν το έπιπλο. Το τοποθέτησαν στη γωνιά του Ρόμπερτ. Έκτοτε, ωστόσο, η μουσική σταμάτησε. Η νέα καθημερινότητα μάθαινε στη Λένα πως όταν ο νους του Ρόμπερτ επρόκειτο να βυθιστεί κι άλλο, εκείνος έγερνε αργά, πολύ αργά στην πλάτη της πολυθρόνας. Χωρίς κανένα πρόδηλο άγχος έκανε απλώς ό,τι χρειαζόταν για να νιώσει άνετα. Δεν είχε τη νευρικότητα που του έφερνε μια ανάμνηση. Ούτε έβγαινε στον κήπο, ούτε σκάλιζε.
Όρθια ακόμα, η Λένα άφησε τον Ρόμπερτ μόνο όταν άκουσε θόρυβο – ναι, κάτι απ’ την κουζίνα– και πήγε μέσα να κοιτάξει. Δεν είχε αγωνία, το αντίθετο. Θορύβους σαν αυτόν τους αποζητούσε. Σαν το γυαλόχαρτο, λείαιναν λίγο, έλεγε, τη σχέση της με τη μοναξιά. Η γάτα εν τέλει ήταν, ποιος άλλος. Το βάζο με τη ζάχαρη κάτω. Η γυναίκα κοίταξε γεμάτη τύψεις το μικροσκοπικό ζώο μπροστά στα συντρίμμια. Ντράπηκε, το μυαλό της μόλις είχε αποφανθεί πως ο νους του Ρόμπερτ της έμοιαζε πλέον πιο αδύναμος κι απ’ το νου μιας αδέξιας γάτας - αν μπορούσε θα ήθελε να μην είχε κάνει ποτέ αυτή τη σκέψη. “Δεν πειράζει” είπε τότε στη γάτα, πιο πολύ για να προσπεράσει τις ίδιες τις σκέψεις της. Το ζώο πέρασε από την πόρτα της κουζίνας στον κήπο.

Έφαγαν, ο Ρόμπερτ κοιμήθηκε για λίγο και όταν ξύπνησε κάθισε στο γραφείο. Τα τελευταία απογεύματα πάντα όλο κάτι έγραφε . Η Λένα μάζευε τα κείμενά του, τα μελετούσε κι ας μην τα κατανοούσε. Μόνο το όνομά του της ήταν αναγνωρίσιμο, κανόνες σύνταξης δεν ανίχνευε. Εκείνος έγραφε κι εκείνη, στο ίδιο δωμάτιο, διάβαζε ό,τι της παρέδιδε. Στο χαρτί που κρατούσε τώρα διάφορες ανύπαρκτες μορφές της λέξης επικοινωνία διέτρεχαν δώδεκα προτάσεις απροσδιόριστου νοήματος. “Επικι…..” “πικοιν…..” “εποικινο…..” “πκινονια...” “ππικοινω...” Η Λένα τελείωσε το κείμενο και αποπειράθηκε να σωπάσει λίγο περισσότερο από όσο ήδη σώπαινε.

Ύστερα σηκώθηκε, πήγε στον υπολογιστή και κοίταξε ξανά στο διαδίκτυο τις φωτογραφίες από το κέντρο διαμονής ανθρώπων με τη νόσο. «Δεν είχαμε ποτέ τραπεζομάντιλα με τόσο ωραίες δαντέλες». Γιατί την έκανε ετούτη τη σκέψη; Ούτε και κατάλαβε. Μπορεί και να υπέθεσε πως το επόμενο πρωί που ο Ρόμπερτ θα μετακόμιζε εκεί, θα είχαν οι δυο τους ένα λόγο να χαρούν κάπως.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: