Έρχεται και κάθεται
στη θέση απέναντι.
Βγάζει έξι λέξεις απ’ την τσάντα της
και τις ακουμπά στο τραπέζι.
Μ ά τ ι α
Δ έ ν τ ρ ο
Ν ε ρ ό
Έ ρ η μ ο ς
Σ ύ ν ο ρ α
Ρ ί μ ε ς
«Κοίτα να δεις»
μου λέει
«μπορεί να σου φαίνονται άσχετες
αλλά δεν είναι».
«Τι θες να πεις»
της λέω
«και πρώτα απ’ όλα
ποια είσαι;».
«Προχθές»
μου απαντά
«με κοίταζες δήθεν διακριτικά στο μπαρ».
Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ.
Νιώθω αμήχανα.
«Μην τρελαίνεσαι»
μου λέει
«εξάλλου κάθε τόσο αλλάζω πρόσωπα».
Την κοιτάζω με απορία.
«Πάρ’ τες».
Βάζει μια-μια τις λέξεις με προσοχή
στις χούφτες μου. «Θα σου δώσω άλλη μία».
Βγάζει από την τσέπη τη Μ ά ν α
και την αφήνει στο τραπέζι.
Μπαίνουμε σε σταθμό.
Direct Orient
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ
Καλύψτε το κεφάλι σας…
και ρίξτε πίσω από την πλάτη σας
τα κόκαλα της μεγάλης σας μητέρας.
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις
Λίγα πράγματα κατάφερα να μάθω για σένα –
γεννήθηκες στον Κάτω Δρυ
είχες μια αδερφή
κεντήστρες κι οι δυο σας
τη μάνα σου τη λέγαν Κατερίνα.
Ο πατέρας σου έφυγε νωρίς
στη Γαλλία
όπου έκανε μια κόρη.
Το ’47 στα εικοσιδυό σου
ήσουν στο Μπέρμιγχαμ
άγνωστο πότε πήγες
γνώρισες τον παππού
γκαρσόνι στο Λονδίνο απ’ τη Γιαλούσα.
Δυο χρόνια αργότερα παντρεύτηκες
κι έγκυος έξι μηνών
μπήκες στο πλοίο
για να γεννήσεις τις δίδυμες στον Κάτω Δρυ.
Ο άντρας σου πίσω στην Αγγλία
στον χρόνο πήγατε κι εσείς
και μείνατε οχτώ χρόνια
ώσπου να κτίσετε το σπίτι
στη Γιαλούσα.
Εκείνος πηγαινέλα μετανάστης
μεγάλωνες μόνη τις δυο σου κόρες
μέχρι να φύγουν στην Αθήνα για σπουδές
και τότε εσύ στο Walsall
στο «Acropolis»
κι οι δυο σας. Το ’73
βάλατε ό,τι είχατε
σε βαλίτσες και μπαούλα
και περάσατε τη Μάγχη.
Στο Calais τρένο
Sežana - Ειδομένη
Αθήνα ίσα-ίσα μια μέρα να τις δείτε
Πειραιάς - Λεμεσός.
Δούλεψες στο Βαρώσι ένα φεγγάρι
πραξικόπημα
εισβολή
δυο χρόνια εγκλωβισμένη.
Τις τελευταίες μέρες στο Γενικό
Νοσοκομείο. Έμαθες
για την εγκυμοσύνη της κόρης σου
από τον Ερυθρό Σταυρό.
Αυτά λίγο-πολύ. Στο σπίτι
δεν θυμάμαι να σ’ ανέφεραν ποτέ.
Δεκάξι χρόνια αργότερα τα πήρανε
τα κόκαλά σου αλλού
μαζί με τη μια σου κόρη.
Ελάχιστα πράγματα έχω από σένα –
μια λάμπα πετρελαίου από γαλάζια οπαλίνα
κάποια κεντήματα
ένα διαβατήριο
μια ταυτότητα εργαζομένου
και το όνομά σου.
Μάτια πράσινα
ή μπλε
ύψος ένα εξήντα
ή εβδομήντα. Και στα δυο έγγραφα
η ίδια ασπρόμαυρη φωτογραφία
από το στήθος και πάνω
με ένα χειμωνιάτικο εμπριμέ φουστάνι
ή μπλούζα
σχεδόν ανέκφραστη
με τα χείλη κλειστά
σαν από μάρμαρο
μόνο η στάση του λαιμού διαφέρει
ανεπαίσθητα
στη μια γέρνει αριστερά
στην άλλη δεξιά
τα μάτια όμορφα
θλιμμένα
κοιτάζουν τον φακό
σαν να ντρέπονται
ή να φοβούνται
κάτι. Μετρώ τα χρόνια σου
κοντά στα δικά μου.
Ήσουν ντροπαλή
λιγομίλητη
και ήσυχη
και καλή γυναίκα
είπαν
έπαιρνες βάλιουμ
να κοιμηθείς
είπαν
μες στα καπνά
και τις πέτρες
μεγάλωνες τα παιδιά
σε ξένο τόπο. Έψαλλες
σαν έκανες δουλειές
και σ’ άρεσε να κεντάς
κάτω απ’ τη χαρουπιά
στην άκρη της αυλής. Από στομάχι
ή πνεύμονες ή έντερα
είπαν
γυναίκα-φάντασμα
γυναίκα-γρίφε
γυναίκα-μάρμαρο
γυναίκα-μάνα-της-μάνας-μου
αμίλητη γυναίκα
δώσ’ μου τη φωνή σου
τώρα που σκορπίζω
με τα μάτια κλειστά
σαν πέτρες
τα κόκαλά σου
μέσα στο ποίημα.
ΡΟΚΑ
Χελιχελώνη, τί ποιεῖς ἐν τῷ μέσῳ;
…ἔρια μαρύομαι καὶ κρόκην Μιλησίαν.
Χελιχελώνα, τι κάνεις μες στη μέση;
…κλώθω μαλλί και Μιλήσιο νήμα.
Ιούλιος Πολυδεύκης, Ὀνομαστικόν
Τὺ δ ̓ ἔοισα] χελύννα, [ἁλ]λομένα
μεγάλας [ἔδραμες κατὰ] χορτίον αὐλᾶς.
Κι εσύ ήσουν η χελώνα που έτρεχες
πηδώντας στο χόρτο της μεγάλης μας αυλής.
Ήριννα, «’Ηλακάτη»
Σήμερα κλείνεις τα δεκαεννιά.
Κάθεσαι στην αυλή
και γνέθεις.
Απέναντι η θάλασσα
βλέπεις ένα καράβι
με δυο κάτασπρα πανιά
και στον ουρανό
μικρά συννεφάκια που πέφτουν
κάθε τόσο στη ρόκα σου.
Τα πιάνεις με τα δάχτυλα
τα στρίβεις και τα δένεις
πάνω στο αδράχτι
κι ύστερα το γυρίζεις με δύναμη
σαν σβούρα
ώσπου γίνονται κλωστή.
Εδώ και λίγη ώρα ακούς
τα παιδιά της γειτονιάς που παίζουνε χελώνα.
«Χελιχελώνα, τι κάνεις μες στη μέση;».
Η μάνα κι η γιαγιά σου δίπλα
ξύνουν το μαλλί.
«Εγώ» τους λες με ύφος έντονο
«δεν θα γίνω Πηνελόπη».
«Και τι θα κάνεις, Ήριννα παιδί μου;»
ακούγεται η γιαγιά.
«Θα κάνω τη ρόκα κάλαμο
και το νήμα ποίημα».
DIRECT ORIENT
Τρίτη
Προσπαθείς να βολευτείς στην καμπίνα. Δώσατε τις αποσκευές, κρατήσατε μόνο τα απαραίτητα – πιτζάμες, παντόφλες, μια χτένα, φαΐ, λίγες μπουκάλες νερό και το κέντημα. Πρώτη φορά κάνετε το ταξίδι με τρένο. Παλιά ο συρμός είχε εστιατόριο και μπαρ. Όχι πια. Βγάζεις μια μπουκάλα και τη βάζεις στο τραπέζι. Έξω απ’ το παράθυρο στέκεται ο σταθμάρχης. Ένα μίλι είναι σπίτια, ένα μίλι είναι καπνά, ένα μίλι είναι περβόλι, άλλο μισό ώς την εκκλησιά, τρία μίλια και μισό είναι η πόλη. Κοντεύει να νυχτώσει. Ακούγονται ομιλίες από τη διπλανή καμπίνα. Ένα μωρό κλαίει επίμονα. Ξεκινάτε. Κλείνεις τα μάτια. Στα εκατό μίλια βγάζεις το ψωμί.
ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Kαὶ οὐκ ἄπειμι εἰς θεούς, ἂν μὴ τὰ μέρη λάβω,
τὸ μὲν ἥμισυ οὐρανῶ, τὸ δ’ ἥμισυ γαίας,
πόντω τὸ τρίτον μέρος χοὔτως ἀπελεύσομαι.
Δε θα γυρίσω στους θεούς, αν μερίδιο δεν πάρω,
το μισό απ’ τον ουρανό, απ’ τη γη το άλλο μισό
κι απ’ τη θάλασσα το τρίτο μέρος, έτσι θα αποχωρήσω.
Τελέσιλλα (;), «Ματρὶ θεῶν»
«Και μη μας πείτε τώρα πως
δεν περιμένατε μια τέτοια εξέλιξη
πως τα ’χετε δήθεν κάνει
όλα σωστά και δίκαια και μετρημένα…»
ακούστηκε να φωνάζει μια απ’ το πλήθος.
Ύστερα άρχισαν να μιλούν με τη σειρά.
Πρώτη πήρε τον λόγο η Ρέα.
«Εσένα, γιε μου» του λέει
«ποια σε γέννησε; Ποια σε έκρυψε μες στα βουνά
μακριά απ’ του πατέρα σου το μένος
και του ’φερε να καταπιεί
τη φασκιωμένη πέτρα
νομίζοντας πως τρώει εσένα;
Και ποια νομίζεις του ’δωσε το καθαρτικό
βοηθώντας σε τα αδέρφια σου
μέσ’ απ’ το στομάχι του να σώσεις;».
Δεύτερη μίλησε η Αντίτι,
έπειτα η Μάμι, η Πατσαμάμα,
η Γαία, η Νινχουρσάγκ
ώσπου ήρθε η σειρά της Μαριάμ.
Σηκώνεται απ’ το χρυσό της πλαίσιο
τα μάτια λάμποντας
και λέει: «Εσένα πάλι, γιε μου,
ποια κοιλοπόνεσε μες στ’ άχυρα
ποια σε μεγάλωσε μες στο χωριό
κι όλοι να την κοιτάζουνε
με το μισό τους;
Κι ύστερα που άρχισες τα κηρύγματα
και μπήκες στον ναό κι έδιωξες τους εμπόρους
ποια κοιμόταν και ξυπνούσε με τον φόβο σου
ποια έτρεχε να σε μαζέψει
μη σε βγάλουνε τρελό;
Κι ούτε μια λέξη ποτέ να μην μπορώ να πω
μονάχα να θρηνώ κάτω από τον σταυρό σου
με ένα κορμί μαρμάρινο
ή ασκητικό
μια εξαϋλωμένη παρθένα πάντα
μέσα στις εκκλησίες των Βυζαντινών».
Ακούστηκαν κι άλλες
η Γιεμάγια, η Κυβέλη, η Ασάσε Γιάα,
η Ντάνου, η Nουτ, η Κοατλικούε
μίλησαν η καθεμιά στη γλώσσα της
κάποιες με θυμό και οργή
άλλες με λύπη και παράπονο.
Στο τέλος
βλέποντας τους θεούς θορυβημένους
πήρε ξανά τον λόγο η Ρέα.
«Αδερφές μου»
φώναξε
«είναι ξεκάθαρο πως έφτασε ο καιρός
να κάνουμε και πάλι
τη μοιρασιά του κόσμου».
Είπε κι άλλα
και σαν τέλειωσε η θεά
όλες σταθήκαν όρθιες
και χειροκρότησαν με θέρμη.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Μάτια μου, ἀφὸν βιγλᾶτε κοιμισμένα
κεῖνον ποὺ θέλω πάντα νὰ θωρῆτε,
μείνετε μέραν νύχταν καμμυμένα.
Ανώνυμος, «Ρίμες αγάπης»
Άκουσα πως γύρισες
δεν θυμάμαι ποιος το ’πε
και πώς το ’μαθα
το σπίτι μας το νοίκιαζαν μετανάστες
από τη Βουλγαρία.
Αφού είσαι σπίτι σκέφτηκα
εδώ τι κάνω
κι έτρεξα.
Στο σαλόνι συγγενείς
στο πάτωμα
με τα μικρά παιδιά τους
άλλοι στην πολυθρόνα
δεν χωρούσαν
μιλούσαν για δουλειές
τα σπίτια που έχασαν
που θα ’φευγαν στον Καναδά
δεν καταλάβαινα
ξάπλωνες
ήσουν κουρασμένη μου ’παν
αύριο γύρναγες δουλειά.
Τράβηξα αμέσως τη μεσόπορτα στο διάδρομο
όρμηξα στο δωμάτιο αλαφιασμένη
κι έτσι που αντίκρισα
το πρόσωπό σου
γαλήνιο όπως κοιμόσουν
έσκυψα
και σε φίλησα.
Στο μάγουλό σου θυμάμαι
το χνούδι μού άγγιξε τα χείλη
κι είπα
«Πάει καιρός που χάθηκες
χαθήκαμε
μαμά
τώρα πια σε περνώ σχεδόν τρία χρόνια».
Κι εκεί που άρχισες
να σηκώνεις αργά
μέσα στον ύπνο το κεφάλι
έτοιμη ν’ ανοίξεις
τα μάτια
να τα δω να μου μιλήσεις
ξύπνησα
δίχως μια λέξη σου
χωρίς να σε κοιτάξω
μια φορά
μέσα στα μάτια
ενήλικας πια
σχεδόν τριάντα χρόνια.
[...]
Κάθεται στη γωνιά και πίνει λικέρ μέντας. Φαίνεται νέα, γύρω στα τριάντα πέντε. Εδώ και ώρα κοιτάζω διακριτικά τα δάχτυλά της να μουτζουρώνουν με ένα στιλό τις χαρτοπετσέτες, ενώ δίπλα δυο μεθυσμένοι καβγαδίζουν. Πίσω απ’ το μπαρ ένας καθρέφτης κουβαλάει τα μαλλιά της που πέφτουν πλούσια στην πλάτη. Δυο πλεξίδες στο πλάι της τονίζουν τ’ αυτιά. Φορά ένα φαρδύ φουστάνι και κάθε τόσο στρέφει το βλέμμα στο παράθυρο. Κοντεύει έντεκα. Ακούω το καμπανάκι. Σηκώνει ξαφνικά το κεφάλι και με καρφώνει. Ντρέπομαι κι όπως χαμηλώνω το βλέμμα στο τραπέζι νιώθω μια κίνηση στο παλτό μου. Βυθίζω το χέρι στην τσέπη. Τώρα κρατάω μια χαρτοπετσέτα. «Και μένα η μάνα μου ένα θραύσμα από αλάβαστρο». Σηκώνω αμέσως το κεφάλι και κοιτάζω απέναντι. Δυο μεθυσμένοι τσακώνονται για το τελευταίο ποτό. Ακούω τις ράγες που τσιρίζουν.
[...]
FOLKESTONE
Μόλις περνάτε τα διαβατήρια
δίνετε τα μπαούλα και τις βαλίτσες
και ξαλαφρώνετε.
Κάνει κρύο
μέσα του Απρίλη
μα προτιμάς το κατάστρωμα.
Μιάμιση ώρα ώς το Calais
θα περάσει. Την τελευταία φορά
πάνε εικοστρία χρόνια τώρα
σε είχε πιάσει ναυτία
έγκυος τις δίδυμες
Δεκέμβρη μήνα
η θάλασσα βουνό
μόνο που το θυμάσαι
ζαλίζεσαι. Εξάλλου
σε λίγο θα κλειστείς στην καμπίνα του τρένου
τρεις μέρες.
Ξεκινάτε.
Τα κάτασπρα βράχια του Folkestone
σιγά-σιγά γίνονται ένα
με την αφρισμένη Μάγχη
και το βουητό των μηχανών
με το κρώξιμο των γλάρων.
Κλείνεις για μια στιγμή τα μάτια
και νιώθεις τον αέρα να σου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Θα ’ναι η τελευταία φορά
σκέφτεσαι
κι αγκαλιάζεις το παλτό σου.
Την ίδια ώρα ακούς ένα παιδί να φωνάζει
«Δελφίνια!».
[...]
Το Direct Orient θα κυκλοφορήσειπροσεχώς από τις εκδόσεις Περισπωμένη.