Αποχαιρετισμός

Κοντεύω τα 65. Δεν εί­μαι βέ­βαια στα πρώ­τα νιά­τα, αλ­λά στις μέ­ρες μας δεν λο­γί­ζε­ται ότι έχω γε­ρά­σει. Θα μπο­ρού­σα να έχω πολ­λά χρό­νια μπρο­στά μου και να ’ναι χρό­νια ακ­μής. Και όμως, βιώ­νω τις τε­λευ­ταί­ες στιγ­μές μου. Ξέ­ρω πως τε­λειώ­νει η ζωή μου, πα­ρό­τι μπο­ρού­σα ν’ αντέ­ξω για πο­λύ ακό­μα – δεν εί­χα γε­ρά­σει, ίσως εί­χα λί­γο αφε­θεί. Αλ­λά ήξε­ρα να σου­λου­πώ­νο­μαι και να φρο­ντί­ζω τον εαυ­τό μου και δεν ήταν λί­γοι οι άν­θρω­ποι που με θαύ­μα­ζαν. Μά­λι­στα, πα­ρα­δό­ξως, ήταν πε­ρισ­σό­τε­ροι όσο με­γά­λω­να αυ­τοί που στέ­κο­νταν κι από­με­ναν να με κοι­τά­ζουν με θαυ­μα­σμό. Έβλε­παν άλ­λο­τε την απλή, άβα­φη ομορ­φιά μου κι άλ­λο­τε την πε­ρί­τε­χνη καλ­λο­νή μου κι εκ­δή­λω­ναν τις φι­λο­φρο­νή­σεις τους, πα­ρά τις φθο­ρές και την κό­πω­ση, κι ένιω­θα κι εγώ πως αξί­ζω, πως εκ­προ­σω­πώ κά­τι απ’ αυ­τά που πρέ­πει να ζή­σουν.

Όμως, δυ­στυ­χώς, κά­πο­τε φθά­νει ανα­πό­δρα­στα το τέ­λος και το τέ­λος το νιώ­θεις. Αραιώ­νουν οι επι­σκέ­ψεις, σώ­νο­νται τα φρο­ντί­σμα­τα, χά­νο­νται τα πράγ­μα­τα, απο­μέ­νει γύ­μνια και μο­να­ξιά. Σε κα­τοι­κεί η λη­σμο­νιά και η σιω­πή. Σα να σε ζώ­νει η άγρια βλά­στη­ση κι η υγρα­σία. Η τε­λευ­ταία ζω­ντα­νή ει­κό­να που έχω μπρο­στά μου ήταν δυο κί­τρι­νες πε­τα­λού­δες που παί­ζαν ανέ­με­λες στο με­ση­με­ρια­νό φως, που μπλέ­κο­νταν με τα φυλ­λώ­μα­τα και τα λου­λού­δια της μπου­καμ­βί­λιας και της τρια­ντα­φυλ­λιάς, που αρ­νού­νταν ν’ απο­τυ­πω­θούν στις φω­το­γρα­φί­ες, πα­ρά τις αστα­μά­τη­τες προ­σπά­θειες. Την άλ­λη μέ­ρα έμει­νε μό­νο μια, λι­γό­τε­ρο πρό­θυ­μη να παί­ξει κι εξί­σου απρό­θυ­μη ν’ απο­τυ­πω­θεί. Τις κρά­τη­σα μό­νο σαν ει­κό­να στο μυα­λό μου, σα να ήταν δυο ψυ­χές, οι δυο τε­λευ­ταί­οι κά­τοι­κοι, ίσως ο πα­τέ­ρας και η μη­τέ­ρα. Η κό­ρη κι ο γιος εί­χαν φύ­γει χρό­νια πριν, εμ­φα­νί­ζο­νταν πού και πού, όλο και πιο αραιά. Οι γεί­το­νες πλη­σί­α­ζαν συ­χνά, μι­λού­σαν, φαι­νό­ταν να νοιά­ζο­νται, όμως τι να σου κά­νουν οι γεί­το­νες;

Η αλή­θεια εί­ναι πως δε θέ­λω να φύ­γω. Κι αρ­νού­μαι να εγκα­τα­λεί­ψω αυ­τόν τον κό­σμο έτσι, χω­ρίς αντί­στα­ση. Ξέ­ρω, άλ­λω­στε, πως θα πο­νέ­σουν πολ­λοί με το χα­μό μου. Μπο­ρεί να κλά­ψουν κιό­λας. Και δε μ’ αρέ­σει να βλέ­πω υγρά μά­τια. Εγώ ήθε­λα πά­ντα χα­ρές και γέ­λια, ήθε­λα κι έβλε­πα παι­δι­κά όνει­ρα να με­στώ­νουν, νε­α­νι­κά σκέρ­τσα και πα­ρέ­ες, πάρ­τι και οι­κο­γε­νεια­κές συ­γκε­ντρώ­σεις, συ­ζη­τή­σεις ζω­η­ρές και σκέ­ψεις στο­χα­στι­κές. Θα ’θε­λα πά­λι αυ­τά να τα ζή­σω απ’ την αρ­χή.

Όμως, προ­αι­σθά­νο­μαι το τέ­λος. Κι όπως λέ­νε όσοι γνω­ρί­ζουν τα από­κρυ­φα, βλέ­πω κι εγώ όλη μου τη ζωή να περ­νά μπρο­στά από τα μά­τια μου.

Βλέ­πω παι­διά να τρέ­χουν στον κή­πο, ν’ ανε­βαί­νουν στη μά­ντρα με τις με­γά­λες άσπρες πέ­τρες, να προ­σπα­θούν να σκαρ­φα­λώ­σουν στα κε­ντη­μέ­να κά­γκε­λα. Αυ­τά τα κά­γκε­λα που εί­ναι το σή­μα κα­τα­τε­θέν, που έχουν πά­νω τους που­λιά και λου­λού­δια, που έχουν μο­τί­βα και πε­ρι­πλο­κά­δες, που σα­στί­ζουν τους πε­ρα­στι­κούς και όλοι ανα­ρω­τιού­νται ποιος άρα­γε τε­χνί­της, ποιος με­ρα­κλής τα μα­στό­ρε­ψε.

Βλέ­πω το πολ­λών αιώ­νων πεύ­κο με τον τε­ρά­στιο κορ­μό και την ολο­στρόγ­γυ­λη φυλ­λω­σιά, που αγκα­λιά­ζει την τα­ρά­τσα και σχη­μα­τί­ζει μια τε­ρά­στια σκιε­ρή γω­νιά, κα­τα­κτη­μέ­νη από τις πευ­κο­βε­λό­νες, που φτιά­χνουν στρώ­μα ιδα­νι­κό για έναν ύπνο κα­λο­και­ρι­νό μέ­χρι το ξη­μέ­ρω­μα, τό­τε που σε ξυ­πνά­νε τα που­λιά. Βλέ­πω κι ακούω τα που­λιά, που φω­λιά­ζουν εκεί κι ανα­γαλ­λιά­ζω. Μυ­ρί­ζω τη μυ­ρω­διά του ρε­τσι­νιού. Βλέ­πω τις φρέ­σκιες πευ­κο­βε­λό­νες να γί­νο­νται αλυ­σί­δες απ’ τα παι­διά και μυ­στι­κά παι­χνί­δια. Βλέ­πω τις ξε­ρές πευ­κο­βε­λό­νες να γε­μί­ζουν τη με­γά­λη βε­ρά­ντα, που πρέ­πει κά­θε από­γευ­μα να σκου­πί­ζε­ται, να κα­θα­ρί­ζε­ται. Βλέ­πω όλα τα γύ­ρω σπί­τια να απο­θαυ­μά­ζουν αυ­τόν το θη­σαυ­ρό και ν’ αφή­νο­νται στην όμορ­φη, πα­ρη­γο­ρη­τι­κή ει­κό­να του.

Βλέ­πω τη με­γά­λη βε­ρά­ντα, με τις νη­σιώ­τι­κες κα­μά­ρες και τις γλά­στρες (πα­λιό­τε­ρα την ορ­ταν­σία και τη γαρ­δέ­νια, αρ­γό­τε­ρα τα γε­ρά­νια, τα γα­ρύ­φαλ­λα, τις φρέ­ζιες κι ένα σω­ρό άλ­λα λου­λού­δια χρω­μα­τι­στά και μο­σχο­βο­λι­στά), τα όμορ­φα έπι­πλα, την κού­νια, το ξε­χω­ρι­στό μω­σαϊ­κό, που σχη­μά­τι­ζε διά­φο­ρα τυ­χαία σχή­μα­τα, ανά­με­σά τους και μια ολο­κά­θα­ρη καρ­διά. Ήταν το κέ­ντρο της ζω­ής τους κα­λο­και­ρι­νούς μή­νες, με επι­σκέ­ψεις και κε­ρά­σμα­τα, με συ­ζη­τή­σεις, με διαρ­κείς κα­λη­σπέ­ρες και συ­νο­μι­λί­ες με τους πε­ρα­στι­κούς. Όμορ­φα, ήρε­μα.

Βλέ­πω την πλαϊ­νή βε­ρά­ντα, τη σκιε­ρή, με­γά­λη κι αυ­τή, με τσι­με­ντέ­νιο δά­πε­δο, κα­τα­φύ­γιο για τα παι­διά και τους φί­λους τους, όπο­τε ήθε­λαν να απο­μο­νω­θούν.

Βλέ­πω τον κή­πο με τα πολ­λά οπω­ρο­φό­ρα και τα άλ­λα φυ­τά, που τα πε­ρι­ποιεί­ται η μά­να. Τις δύο κα­τά­φορ­τες κο­ρο­μη­λιές, που τα­ΐ­ζουν τη γει­το­νιά, η μια με κόκ­κι­να, η άλ­λη με κί­τρι­να κα­τά­γλυ­κα φρού­τα. Τις τρεις βε­ρι­κο­κιές, η μια στην πί­σω αυ­λή, της κου­ζί­νας, με την αγα­πη­μέ­νη ποι­κι­λία της κό­ρης, η άλ­λη στην πλαϊ­νή βε­ρά­ντα, με τα αγα­πη­μέ­να του γιου, κι άλ­λη μια πλάι της. Βλέ­πω τη λε­μο­νιά στον μπρο­στι­νό κή­πο και την πα­νέ­μορ­φη ρο­διά στον πλαϊ­νό, που ακό­μα προ­σφέ­ρει ολό­γλυ­κα ρό­δια, δί­πλα στην ψη­λή και ολο­πρά­σι­νη δάφ­νη. Βλέ­πω το για­σε­μί, που σκαρ­φα­λώ­νει μέ­χρι την τα­ρά­τσα και σκορ­πί­ζει τη γλυ­κιά, κα­θη­συ­χα­στι­κή μυ­ρω­διά του, βλέ­πω τη συ­νο­μή­λι­κή μου μπου­καμ­βί­λια με τα ροζ άν­θη, που αγκα­λιά­ζει την αρι­στε­ρή πλευ­ρά της μπρο­στι­νής βε­ρά­ντας, ψη­λώ­νο­ντας ολο­έ­να κι αν­θί­ζο­ντας ολο­χρο­νίς.

Βλέ­πω το με­γά­λο γρα­φείο και την απέ­ρα­ντη βι­βλιο­θή­κη του πα­τέ­ρα – κι αυ­τή ψή­λω­νε κι ανα­πτυσ­σό­ταν ολό­χρο­να και αστα­μά­τη­τα. Βλέ­πω και τον πα­τέ­ρα πά­ντα να με­λε­τά­ει, να γρά­φει και να δια­βά­ζει, άλ­λο­τε να ζη­τά ησυ­χία κι άλ­λο­τε να απο­ζη­τά την κου­βέ­ντα, την πα­ρέα, τον στο­χα­σμό. Να δι­η­γεί­ται ιστο­ρί­ες, να κά­νει χιού­μορ, να κυ­ριαρ­χεί με την έντο­νη προ­σω­πι­κό­τη­τά του.

Βλέ­πω το σα­λό­νι που φι­λο­ξε­νού­σε τα παι­δι­κά, αξέ­χα­στα πάρ­τι και τις βεγ­γέ­ρες των με­γά­λων. Το σα­λό­νι, που ήταν γε­μά­το πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής, με το κι­νέ­ζι­κο μπαρ και μια βι­τρί­να γε­μά­τη κρυ­στάλ­λι­να πο­τή­ρια και κομ­ψο­τε­χνή­μα­τα. Το σα­λό­νι, με το κα­λο­γυα­λι­σμέ­νο ξύ­λι­νο πά­τω­μα και τον ωραίο πο­λυ­έ­λαιο, που εί­χε φι­λο­ξε­νή­σει τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες συ­ζη­τή­σεις (πο­λι­τι­κές, λο­γο­τε­χνι­κές, ιστο­ρι­κές), αυ­τές που γο­νι­μο­ποιού­σαν τη σκέ­ψη των παι­διών.

Βλέ­πω την τρα­πε­ζα­ρία με τα σκα­λι­στά έπι­πλα σε σχέ­δια του πα­τέ­ρα, με τα νό­στι­μα φα­γη­τά της μη­τέ­ρας και την ασί­γα­στη έγνοια της, με το ιστο­ρι­κό πι­κάπ, που αντη­χού­σε επί­μο­να τρα­γού­δια του Θε­ο­δω­ρά­κη επί δι­κτα­το­ρί­ας.

Βλέ­πω τα υπνο­δω­μά­τια με την ξε­χω­ρι­στή τουα­λέ­τα της μη­τέ­ρας με τον τρί­φυλ­λο κα­θρέ­φτη, το λα­βο­μά­νο της για­γιάς, τα δω­μά­τια των παι­διών με τα όνει­ρά τους, με τους φί­λους τους, τους κρυ­φούς επι­σκέ­πτες τους και τους έρω­τές τους.

Βλέ­πω το με­γά­λο χολ, με το μο­να­δι­κό μω­σαϊ­κό, με φίλ­ντι­σι, που έλα­μπε, και με τη σό­μπα που συ­γκέ­ντρω­νε γύ­ρω της όλη την οι­κο­γέ­νεια τις μέ­ρες του χει­μώ­να, όταν ακό­μα δεν εί­χε μπει το κα­λο­ρι­φέρ.

Βλέ­πω τη ζωή ν’ απλώ­νε­ται και να γι­γα­ντώ­νε­ται, ακό­μα και με καυ­γά­δες και πα­ρά­πο­να, αλ­λά κυ­ρί­ως με αγά­πη.

Ναι, όλη η ζωή μου πέ­ρα­σε από μπρο­στά μου. Η αλή­θεια εί­ναι ότι το ένιω­θα πως ερ­χό­ταν το τέ­λος. Εί­χα πια εγκα­τα­λει­φθεί στη φθο­ρά. Κα­τα­λά­βαι­να ότι φθά­νει και, πα­ρό­τι εί­χα προ­ε­τοι­μα­στεί, φο­βά­μαι. Νό­μι­ζα ότι θα το αντέ­ξω, αλ­λά φαί­νε­ται πως εί­ναι πά­ντα δύ­σκο­λο.

Και δεν εί­ναι ότι δεν έχω κα­μιά εξοι­κεί­ω­ση με το θά­να­το. Ασφα­λώς, στα τό­σα χρό­νια που ζω τον έχω γνω­ρί­σει. Πρώ­τα πέ­θα­νε ο παπ­πούς, αλ­λά ήμουν κι εγώ σχε­δόν 5, δεν θυ­μά­μαι πολ­λά, με­τά η για­γιά, αθό­ρυ­βη πα­ρου­σία, πο­νε­μέ­νη, έφυ­γε για να συ­να­ντή­σει άντρα και γιο – έτσι κι αλ­λιώς δεν ζού­σε ου­σια­στι­κά με­τά το θά­να­τό του, νέο, ωραίο, πα­νά­ξιο πα­λι­κά­ρι χά­θη­κε στον εμ­φύ­λιο. Η για­γιά γυρ­νού­σε το σπί­τι φτιά­χνο­ντας φα­γη­τά, φρο­ντί­ζο­ντας όλους και λέ­γο­ντας «ναι, γιε μου» κά­θε που συ­γκα­τέ­νευε σε κά­τι.

Με­τά χά­θη­κε το πεύ­κο. Ο θά­να­τός του ήταν θρή­νος με­γά­λος για όλους μας, ήταν πέν­θος και κη­δεία, ήταν οδυρ­μός. Μέ­ρες κρά­τη­σε η κο­πή του, αφού πια ήταν βέ­βαιο πως δεν μπο­ρού­σε να θε­ρα­πευ­τεί – το εί­χε σκο­τώ­σει η αρ­ρώ­στια. Ήταν μια τε­λε­τουρ­γία και το κό­ψι­μό του, εί­χε κά­τι από το τέ­λος των αν­θρώ­πων, όταν την ίδια ώρα που θρη­νείς, μπο­ρεί να μι­λάς, να γε­λάς και να σκέ­φτε­σαι με τι­μη­τι­κή αγά­πη τον θα­νό­ντα. Ήταν ασφα­λώς το πιο γη­ραιό και το πιο πο­λύ­πει­ρο μέ­λος της οι­κο­γέ­νειας, ωστό­σο έφυ­γε πρό­ω­ρα, άδι­κα και απρό­σμε­να. Κα­νείς δεν μπό­ρε­σε να δε­χτεί το χα­μό του, ίσως λι­γό­τε­ρο απ’ όλους εγώ. Μου έλει­ψε αφά­ντα­στα – τί­πο­τε δεν μπό­ρε­σε να το αντι­κα­τα­στή­σει, ού­τε η από­το­μη βλά­στη­ση και η ανά­πτυ­ξη που γνώ­ρι­σαν όλα τα άλ­λα φυ­τά με­τά την απου­σία του. Όλα άλ­λω­στε εί­χαν πε­ρι­στρα­φεί γύ­ρω από αυ­τό, όλα εί­χαν λά­βει υπό­ψη την ύπαρ­ξή του – ήταν ο πιο πα­λιός κά­τοι­κος του χώ­ρου.

Έπει­τα έφυ­γαν οι γο­νείς, με δια­φο­ρά ού­τε έξι μη­νών ο ένας απ’ τον άλ­λον – τό­σο ήταν δε­μέ­νοι. Πρώ­τα ο πα­τέ­ρας, με­τά η μη­τέ­ρα, που έσβη­σε εδώ – δεν μπό­ρε­σε να αντέ­ξει το θά­να­το του άντρα της.

Μα και εν­διά­με­σα, σα μι­κροί θά­να­τοι ήταν το φευ­γιό των παι­διών, πρώ­τα της κό­ρης, με­τά του γιου. Φυ­σι­κά όλα αυ­τά κι ευ­χά­ρι­στα, αλ­λά για μέ­να ήταν θλί­ψη, άδεια­σμα, πό­νος. Ση­μα­το­δο­τού­σαν αλ­λα­γές, που δεν αγα­πώ. Προ­οιω­νί­ζο­νταν το δι­κό μου τέ­λος, μο­λο­νό­τι μου υπό­σχο­νταν ότι αυ­τό δε θα συμ­βεί. Όλο υπο­σχέ­σεις αυ­τά τα παι­διά: θα σε φρο­ντί­ζου­με για πά­ντα, δε θ’ αφή­σου­με πο­τέ κα­νέ­ναν να σε βλά­ψει, θα σε προ­στα­τεύ­ου­με, σε αγα­πά­με, εί­σαι μια πο­λύ­τι­μη ψυ­χή για μας, δε θ’ αφή­σου­με να σου συμ­βεί κα­νέ­να κα­κό.

Το ήξε­ρα εγώ. Το ένιω­θα. Αυ­τές οι υπο­σχέ­σεις δεν με­τρά­νε. Εί­ναι λό­για που πε­τούν, εί­ναι λό­για που σε πε­τούν. Προη­γή­θη­κε η εγκα­τά­λει­ψή μου. Το ένιω­θα. Ποιος θα νοια­ζό­ταν για μέ­να; Νο­μί­ζουν ότι γέ­ρα­σα και δεν κα­τα­λα­βαί­νω, νο­μί­ζουν ότι δεν έχω ψυ­χή.

Σή­με­ρα δέ­χτη­κα την τε­λευ­ταία μου επί­σκε­ψη. Ήρ­θε να με συ­να­ντή­σει ο πιο σκλη­ρός και άτεγ­κτος επι­σκέ­πτης, αυ­τός που θα δώ­σει το τέ­λος, που θα φύ­γει με­τά από εμέ­να, που θα απο­χω­ρή­σει μό­νον αφού βε­βαιω­θεί πως όλα έχουν τε­λειώ­σει, που δεν θα κλά­ψει και δεν θα λυ­γί­σει – κά­θε άλ­λο, γι’ αυ­τό τον έστει­λαν άλ­λω­στε. Ήρ­θε και στά­θη­κε απέ­να­ντί μου, εγώ δεν έχω δυ­νά­μεις να αντι­στα­θώ, εί­ναι ασύμ­με­τρη η ανα­μέ­τρη­ση, δεν έχω και κα­νέ­ναν να με βοη­θή­σει. Και δεν θα εί­ναι ανώ­δυ­νο το τέ­λος ού­τε ακα­ριαίο, θα εί­ναι μαρ­τυ­ρι­κό, μα­κρό­συρ­το και οδυ­νη­ρό. Θα απο­κολ­λά­ται ένα – ένα μέ­λος μου, θα συ­ντρί­βε­ται κά­θε πλευ­ρά μου, θα σω­ρια­στώ και θα γί­νω κομ­μά­τια. Οι γεί­το­νες θα κοι­τούν με κρυ­φό πό­νο, αλ­λά αμέ­το­χοι, οι συγ­γε­νείς θα λεί­πουν για να μην πα­ρα­δο­θούν σε κά­ποια δύ­σκο­λα δια­χει­ρί­σι­μη λύ­πη, οι άγνω­στοι θα περ­νούν και θα ψι­θυ­ρί­ζουν ακα­τά­λη­πτα για μέ­να λό­για, αλ­λά ού­τε ένας, ού­τε ένας δεν θα μπο­ρέ­σει να διώ­ξει τον τε­λευ­ταίο επι­σκέ­πτη: αυ­τή την κί­τρι­νη θη­ριώ­δη μπουλ­ντό­ζα, που θα με γκρε­μί­σει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: