Η γυναίκα μου είναι κουφή. Κάποτε με ρώτησε αν το χιόνι ακούγεται καθώς πέφτει και της είπα ψέματα. Σήμερα κλείνουμε δώδεκα χρόνια γάμου, κι εγώ την εγκαταλείπω.
Έχει πάει στον φούρνο της γωνίας· είναι ζεστά εκεί, και την ξέρουν. Θα επιστρέψει σε καμιά ώρα στο διαμέρισμά μας μ’ ένα κουτί γεμάτο γλυκίσματα, ειδική παραγγελία λόγω της ημέρας. Θα γυρίσει σπίτι και θα ρίξει τα κλειδιά στο κεραμικό τασάκι. Θα βολέψει τα γλυκίσματα στο ψυγείο, εκεί που της αρέσει να βάζει τις κονσέρβες. Θα με διαολοστείλει για την αργοπορία μου. Ύστερα από κάμποσες ώρες απουσίας μου, η αναπηρία της θα πάρει καινούργια μορφή.
Στον καναπέ υπάρχει ένα μικρό σκίσιμο που δεν είχα παρατηρήσει ποτέ ως τώρα· ένα κομμάτι από δέρμα που κρέμεται σαν γλώσσα. Πρόκειται για ένα τοσοδά σκίσιμο αλλά έχει χαλάσει ολόκληρο τον καναπέ κι έχει αποδιοργανώσει το διαμέρισμα. Το τασάκι είναι άδειο και με βάζει στον πειρασμό να ξανακαπνίσω. Τα πνευμόνια μου είναι κούφια και λαχταρούν την επιστροφή τού βάρους.
Η γυναίκα μου παίζει βιολί καθημερινά, κι εγώ σκοπεύω να το πάρω μαζί μου. Είναι φτιαγμένο το 1783, στην Πράγα. Η τσάντα μου και το βιολί είναι ακουμπισμένα στο κρεβάτι, έτοιμα για την εξορία. Το βιολί ξεκουρδίζεται όποτε αλλάζει περιβάλλον, λες και χάνει την αυτοπεποίθησή του πριν από κάθε παράσταση. Η γυναίκα μου έχει πει ότι κάπου μέσα στο σκοτεινό εσωτερικό του, κολυμπώντας ανάμεσα στις αυλακιές από σφενδάμι, ζει κρυφά ένα κομμάτι τού εαυτού της που τρέφεται με κομμάτια σκέρτσο και αλέγκρο. Αυτός είναι ο λόγος που θα το πάρω μαζί μου. Ακουμπισμένο στο κρεβάτι, το βιολί γέρνει στην τσάντα μου. Μέσα του, σαν σκόνη, ένα κομμάτι της γυναίκας μου ανυπομονεί αθόρυβα ν’ αναστηθεί.
Τις νύχτες που δεν έχει κίνηση και κάνει κρύο, τόσο κρύο που σχηματίζεται ένας λευκός φλοιός πάνω στα σπίτια και τ’ αυτοκίνητα, έχω το συνήθειο να ξαγρυπνώ ξαπλωμένος ανάμεσα στα όνειρα. Κάθομαι στο κρεβάτι δίπλα της και φαντάζομαι τον παλμό του αίματος που σφύζει ν’ αντηχεί στα αυτιά της – αντίστροφη μέτρηση για την ανίατη κώφωση.
Παρατηρεί τον χοντρό φούρναρη, καθώς εκείνος ζουλάει το κορνέ με το γλάσο για να στολίσει με καρδιές τα γλυκίσματα που υποτίθεται ότι θα μοιραστούμε αύριο βράδυ με τους ρηχούς φίλους μας. Η γυναίκα μου δεν είναι ρηχή, είναι απλώς κουφή κι ατίθαση. Κάποτε μου είπε ότι μ‘ αγαπάει γιατί είμαι ο μόνος ήχος που μπορεί ν’ ακούσει. Μπορεί κι αισθάνεται τις δονήσεις των χορδών μέσα απ’ το σκαλισμένο σκάφος τού βιολιού της, όμως εγώ βρίσκομαι εντός της. Είμαι ένα τραγούδι που έχει μουλιάσει κάθε κόκκαλο του κρυφού κορμιού της, εκεί που ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπόρεσε να περιπλανηθεί.
Ο φούρναρης συσκευάζει τα γλυκίσματα σ’ ένα ροζ κουτί το οποίο διακοσμεί με ροζ κορδέλα. Γνωρίζει τη γυναίκα μου με το μικρό της όνομα και κρατά ένα μπλοκάκι κι ένα μολύβι για να σημειώσει την τιμή τού πακέτου και να της εκφράσει τις ευχαριστίες του. Θέλω να ‘χω φύγει προτού ξεκινήσει από τον φούρνο, αλλιώς θα με τσακώσει στα πράσα και θα πρέπει να περιμένω άλλον ένα χρόνο. Πρέπει να βρίσκομαι καθοδόν για το αεροδρόμιο, με το βιολί της και με τα ρούχα μου, προτού τα κλειδιά εγκαταλείψουν τα χέρια της κατευθυνόμενα προς το τασάκι.
Έχω ήδη κάψει όλες τις φωτογραφίες· κροτάλισαν και έθεσαν σε λειτουργία τον ανιχνευτή καπνού, τον οποίο έσπασα πάραυτα. Δεν θα τον χρειαστεί γιατί είναι κουφή και η δόνησή του δεν κρατάει παρά μόνο ένα λεπτό.
Παίρνω μαζί μου ένα απ’ τα αγαπημένα της φορέματα – το ξέρω, είναι λάθος. Θυμάμαι να με παίρνει ο ύπνος καθώς εκείνη το ξεδίπλωνε, απλώνοντας τις πτυχώσεις του στο μέλλον. Το φόρεμα, μια γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και το αύριο. Ύστερα βυθιζόμασταν κι οι δυο στον ύπνο – πάγος που λιώνει στο πάτωμα και περνά μέσα απ' τις χαραμάδες.
Έχω κάνει μια λίστα με τους λόγους για τους οποίους την εγκαταλείπω, αν και μ’ έχει κυριεύσει μια πίκρα για τον κόσμο αφού όλη μέρα δεν έχω μιλήσει με άνθρωπο. Έχω παραιτηθεί στη μοναξιά επειδή είναι μια θάλασσα μες στην οποία μπορώ και αναπνέω.
Γνωριστήκαμε στη Μινεσότα, στο λόμπι ενός ξενοδοχείου γνωστής αλυσίδας, στο πλάι της εθνικής οδού. Κάθισα απέναντί της. Όταν ο σερβιτόρος τής έφερε τον δίσκο με τον καφέ, συνειδητοποίησα ότι ήταν κουφή και δεν μπορούσε ν’ ακούσει το τραγούδισμα των φλιτζανιών. Ο ήχος μού έφερε στο μυαλό τη μητέρα μου, που στριφογύριζε τσουλώντας στην κουζίνα, γλιστρώντας ανάμεσα στους ατμούς από τα κατσαρόλια που κόχλαζαν. Χρόνια αργότερα, όταν πέθανε και πούλησα το σπίτι, παρατήρησα τις αυλακιές από το καροτσάκι στο δάπεδο· μια γραφή Μπράιγ που μόνο εγώ καταλάβαινα – η γεωμετρία μιας μητέρας.
Έχω κλείσει θέση σε μια πτήση για τη Μινεσότα, θα νοικιάσω αυτοκίνητο και θα πάω στο ξενοδοχείο όπου πρωτογνωριστήκαμε. Θα καθίσω στην ίδια θέση και θα διαβάσω το ίδιο απόσπασμα απ’ το ίδιο βιβλίο. Θα την περιμένω να με βρει απ’ την αρχή, να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση που αφήσαμε πίσω μας, σβήνοντάς τη μια για πάντα. Ένας καμβάς αζωγράφιστος από αναμνήσεις.
Η μητέρα μου ήταν ανάπηρη από μια σφαίρα που της είχε ρίξει στα πόδια ένας αξιωματικός των ναζί στο Βερολίνο. Σαν απάντηση στο δάπεδο της κουζίνας σαράντα χρόνια μετά, έγραψα ένα βιβλίο για εκείνη και κατά τύχη ανακάλυψα μια φωτογραφία τού αξιωματικού που την πυροβόλησε. Τον έλεγαν Χανς.
Πρόσφατα κρέμασα μια κουβέρτα στο παράθυρο του μπάνιου και ξεβίδωσα τον γλόμπο. Ήταν μια αλλόκοτη επιχείρηση που οφείλεται στη θέα της οδοντόβουρτσας της γυναίκας μου, έτσι όπως στεκόταν ολόρθη στο μεταλλικό στήριγμα. Όποτε έπλενα τα χέρια μου ή έκανα μπάνιο, η οδοντόβουρτσα με κοίταζε επίμονα και σιωπηλά, προκαλώντας το χαμένο μου κουράγιο.
—————