Το Ospedale della Pietá στην περιοχή Riva degli Sciavone της πόλης της Βενετίας, γυναικείο μοναστήρι, ορφανοτροφείο, άσυλο, φιλανθρωπικό ίδρυμα από το τέλος των Σταυροφοριών ως την κατάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας από τον Ναπολέοντα (1797), αλλά και στη συνέχεια, με περιορισμένη όμως δραστηριότητα και αίγλη, υπήρξε θεσμός της Γαληνοτάτης για την υποδοχή, φύλαξη, εκπαίδευση και κοινωνική αναγνώριση νόθων παιδιών, κοριτσιών στην πλειοψηφία τους. Η παράδοση των νόθων, των οποίων οι γεννήτορες, πλούσιοι, φτωχοί, άποροι, εκκλησιαστικοί και περαστικοί παρέμεναν άγνωστοι (λίγες υπήρξαν οι αναγνωρίσεις, όταν περιουσιακά στοιχεία και οικογενειακές ανάγκες το επέβαλαν), γινόταν από άνοιγμα σε ένα παράθυρο στην πρόσοψη του μοναστηριού, που χωρούσε ίσα-ίσα ένα φασκιωμένο νεογέννητο.
Στην πραγματικότητα, το παιδί έμπαινε σε μια "σέσουλα" (scaffetta), που το διευκόλυνε να γλυστρίσει μαλακά στο εσωτερικό ενός δωματίου, στο σημείο όπου μια καλόγρια, συχνά η ίδια η ηγουμένη, το παραλάμβανε, αφαιρούσε την φασκιά του, βρώμικη και κουρελιασμένη κατά κανόνα, το ξάπλωνε σε ένα τραπέζι, μοναδικό έπιπλο σε εκείνο το δωμάτιο, το έψαχνε μήπως είχε ψείρες ή δείγματα αρρώστιας. Ένας γιατρός, ο Medico Chirugo, περιέγραφε εν συντομία την κατάσταση του νόθου, έβαζε σφραγίδα με το γράμμα P[ietá] στο πάνω μέρος του αριστερού χεριού του μωρού, ως σημάδι αναγνώρισης και προς αποφυγή κλοπής του, αλλά και εξόδου του από την επικράτεια. Στη συνέχεια, η «Γραμματικιά» (Scrivana) σημείωνε σε ειδικό κατάστιχο την ώρα εισόδου του νόθου στην "σέσουλα" και του έδινε ένα όνομα, αν και σε αρκετές περιπτώσεις, το όνομα είχε αναφερθεί από εκείνον που είχε φέρει το παιδί στο Ospedale. Δίπλα από το παράθυρο της scaffetta υπήρχε θύρα, όπου κρεμόταν καμπανάκι, το οποίο ηχούσε σπάνια για να ανακοινώσει την άφιξη νέου παιδιού, επειδή η θύρα, η Portinara, είχε ένα «μάτι», οπότε δεν εξασφαλιζόταν η ανωνυμία του κομιστή.
Την διοίκηση του ιδρύματος είχαν τριάντα εκπρόσωποι της ανώτερης αριστοκρατίας και πλούσιοι Βενετοί. Όσο για την χρηματοδότηση, επώνυμη και ανώνυμη, αυτή αποτελούσε μέριμνα της κεντρικής εξουσίας, χορηγών και οικογενειών των νόθων. Πρόσθετη πηγή ήταν τα δίδακτρα που κατέβαλαν κορίτσια και αγόρια, τα οποία επιθυμούσαν να σπουδάσουν εκεί μουσική κυρίως. Το Ospedale απέκτησε φήμη για τις υπηρεσίες που πρόσφερε, για την εχεμύθεια που υπερασπιζόταν, πρωτίστως όμως για την μουσική παιδεία που παρείχε. Ο αριθμός των μουσικών και των χορωδών υπερέβαινε συχνά τους εξήντα ή εβδομήντα και οι μουσικές εκδηλώσεις συγκέντρωναν το ενδιαφέρον και τα εγκώμια ντόπιων και ξένων ακροατών, εξασφαλίζοντας προϋποθέσεις για συνθέσεις από ονομαστούς συνθέτες. Ο Αντόνιο Βιβάλντι υπήρξε δάσκαλος μουσικής στο Ospedale από το 1705 ως το 1715 και από το 1723 ως το 1740.
Η περιοχή του Arsenale, του Ναυπηγείου της Βενετίας, σε μικρή απόσταση από το Ospedale della Pietá, ήταν γνωστή για το άξιο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό της, ικανό να «χτίζει» και να επισκευάζει πλοία, πολεμικά και εμπορικά, εν σειρά. Κάτοικοι του Arsenale ήταν εκπαιδευόμενοι και μάστορες, ναυτικοί, ναυτιλιακοί πράκτορες, μεταπράτες, τελώνες. Μαρτυρείται πως εκεί ζούσαν και εργάζονταν ως πόρνες, μεσίτρες, μάγισσες και χαρτορίχτες, ικανές να παραπλανούν και να ετοιμάζουν φυλαχτά και ματζούνια γιατρειάς, γυναίκες από την Κρήτη μετά την πτώση του Χάνδακα το 1699, όπως η Zanetta greca di Candia, η Betta του ποτέ Κωνσταντίνου, η Rosa, καθώς και γυναίκες από την Κύπρο. Φαίνεται πως τα θύματά τους ήταν πολυάριθμα, όπως μαρτυρούν έγγραφες κατηγορίες και καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον των αστυνομικών και δικαστικών αρχών. Από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό των δικαστηρίων, οι ποινές που επιβάλλονταν για τις δραστηριότητες και τα μαγικά εκείνων των γυναικών ήταν αυστηρές, σε συνάρτηση με τιμωρίες της μαγείας που όριζε η Ιερά Εξέταση. Οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια αποτελούσαν συνήθη πρακτική, αν και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις επίδειξης ανοχής, συμβατής με την ανεκτικότητα που χαρακτήριζε την κοινωνική ζωή στην πόλη, όπου η Ιερά Εξέταση δεν ήταν ιδιαιτέρως απειλητική.
Πηγή: Διονυσία Γιαλαμά, Ελληνίδες μάγισσες στη Βενετία, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2009.