Στον Γιώργο Πήττα
Λέξεις χωρίς σάρκα
Ανάμεσα στην Ερμιόνη και την Ηλέκτρα
Σε οστά με παράξενους στοχασμούς
Και πελώρια στήθη γυναικών
Χάθηκε ο θάνατος
Καθώς ο γέροντας με μάτι δαίμονα αδήμονο
Λάμνιζε το πτώμα του στην άθλια πόλη
— ὦ θρέμμ᾽ ἀναιδές
Πρωί ο Επίκουρος κοίταξε ψηλά τον ήλιο
Αφήνοντας το κρανίο του
Στο υπέρτατο τίποτα του θανάτου
Και την άγρια γλώσσα του
Στη γνώση των αόρατων πραγμάτων
— sum umbra sedi
Ένα καράβι πουλιά κατεβαίνει το βουνό
Τόσα πουλιά κρυμμένα τόσο αίμα
— summa summarum
Το σώμα της όμορφης Ερμιόνης
απέναντι στ΄ όρθιο φεγγάρι
Απρίλη π΄ ανασαίνουν τα δροσερά χωράφια
Πως χάθηκε το στόμα της στο χώμα
Τα πάντα μοιάζουν θάλασσα
Οι γυναίκες σαν ξαφνιάζουν τους ναυαγούς
Με το βροχερό τους στήθος
Και το δειλινό
Πιο τρυφερό κι από τη σάρκα τους
Θάλασσα μοιάζει
Τόσες χιλιάδες κουρασμένα μάτια
Τόσα μικρά σκουριασμένα καράβια
Πως τρέχουν βιαστικά στο βυθό τ΄ ουρανού