Λέγεται πως όταν κυκλοφόρησαν τα «Άνθη του Κακού», ο Βίκτορ Ουγκό χαιρέτησε τον σπουδαίο ομότεχνό του που εισέβαλλε ορμητικά στον κόσμο των γαλλικών γραμμάτων, λέγοντας ότι ο Μποντλέρ έστειλε μια νέα ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά της ποίησης. Αυτή η φράση μού φαίνεται ιδανική για να περιγράψει μια άλλη, εξίσου αιφνιδιαστική και ανάλογης έντασης, «εισβολή» στο πεδίο μιας διαφορετικής τέχνης, αν αντικαταστήσουμε το όνομα του Κάρολου Μποντλέρ με αυτό του Ντέιβιντ Λιντς και στη θέση των ποιημάτων και της ποίησης, βάλουμε τις ταινίες και τον κινηματογράφο. Ο Λιντς (άλλου τύπου ποιητής αυτός), εισήλθε στο αμερικανικό σινεμά σκορπώντας ρίγη κι ανατριχίλες, χάρη σ’ ένα σκηνοθετικό ύφος κι ένα εικαστικό στυλ χωρίς προηγούμενο, αναδομώντας κατά κάποιον τρόπο την κινηματογραφική γλώσσα με τόσο λεπταίσθητο τρόπο, που ενώ «επιφανειακά» τίποτα δεν έμοιαζε ιδιαίτερα διαφορετικό, ταυτόχρονα όλα είχαν αλλάξει με την παρέμβασή του.
Μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αυτό ξαναβλέποντας το «Μπλε Βελούδο», ένα φιλμ που, ούτως ή άλλως, μιλάει για την επιφάνεια της πραγματικότητας (καθησυχαστικά μονοσήμαντη, παραπλανητικά φωτεινή, φαινομενικά αθώα) και τις υπόγειες εκείνες δυνάμεις που, λειτουργώντας εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταλλάσσουν την ίδια αυτή πραγματικότητα σε κάτι «άλλο», χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι κάτοικοί της. Υπάρχει ένα «από πάνω» κι ένα «από κάτω», στο «Μπλε Βελούδο», όπως υπάρχει ένα «από πάνω» κι ένα «από κάτω», κατά κάποιο τρόπο, στην ανθρώπινη ψυχή. Η επιφάνεια των πολύχρωμων προαστίων που βλέπουμε στην αρχή (πριν ο κεντρικός ήρωας ξεκινήσει να «κατεβαίνει» μέσα στην ιστορία) θα μπορούσε να ταυτίζεται με τη συνείδηση: οργανωμένη, σε τάξη, λογική, «ενάρετη». Ο «υπόγειος κόσμος» που ανακαλύπτει ο Jeffrey καθώς αποφασίζει να εμπλακεί σε μια παράξενη υπόθεση που δεν τον αφορά —από καθαρή περιέργεια και δίψα για περιπέτειες— ίσως να συμβολίζει το ασυνείδητο: τον τόπο (ή μάλλον τον μη-τόπο) που επικρατεί η αταξία και το χάος, όπου κάθε λογής «δαίμονες» στήνουν χορό (δαίμονες σαν αυτόν που υποδύεται εκπληκτικά ο Ντένις Χόπερ), όπου η λογική στερείται εντελώς την εξουσία της κι όπου καμία οργάνωση δεν μπορεί να επιβληθεί. Άλλωστε, όλα ξεκινούν από ένα —κομμένο— αυτί: γιατί το αυτί είναι εκείνο το όργανο του σώματος που δέχεται τον ήχο, άρα τις λέξεις, τη γλώσσα. Και ξέρουμε ήδη απ’ τον Λακάν (που λέει ότι «το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα»), ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο παγιδευμένο μέσα στη Γλώσσα. Το αυτί είναι η βασική δίοδος για τα σκοτάδια του ασυνείδητου, γιατί μέσω του αυτιού η Γλώσσα εμπλέκει ένα αγνό ζώο στο επικίνδυνο παιχνίδι της, μετατρέποντάς το σε υποκείμενο, διχάζοντάς το δηλαδή ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενους κόσμους που δύσκολα συμβιβάζονται: τη συνείδηση και το ασυνείδητο.