«Πήγαινα πολλές φορές να τις δω. Πού και πού έπαιρνα την αδερφή μου και κάποιες φίλες μας και τις κοιτούσαμε να υφαίνουν. Δεν χρειαζόταν να κρυφτούμε, ούτε καν να προσέχουμε να μην κάνουμε φασαρία.
Σκυμμένες όπως ήταν πάνω από τον ψεύτη αργαλειό με τα δάχτυλά τους ματωμένα από την προσπάθεια να κρατηθούν στο παραμύθι τους, δεν καταλάβαιναν πότε έμπαινε κάποιος στο δωμάτιο.
Παραμυθούδες, τις έλεγαν στο χωριό. Χήρες που ποτέ δεν τόλμησαν να φορέσουν τα μαύρα, γιατί τα μαύρα σήμαιναν αποδοχή και συνειδητοποίηση. Αλλά εκείνες —οι πέντε γυναίκες που πιστά ύφαιναν κάθε μέρα, χωρίς να βγάλουν μιλιά, μη τυχόν και κάποια προδώσει την πραγματικότητα— δεν λογάριαζαν την λέξη θάνατο, πόσο μάλλον αυτό που σήμαινε. Δεν ακούμπησαν ποτέ μαύρο ύφασμα, ούτε μαύρη κλωστή.
Μόνο κόκκινη.
Δεν ξέρω πώς το έκαναν. Η κόκκινη κλωστή έπαιρνε άλλα χρώματα όταν έφευγε από τα χέρια τους. Ο τοίχος πίσω από το σημείο που στεκόμασταν και τις κοιτούσαμε ήταν καλυμμένος από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα με μία τεράστια ταπισερί. Και αυτή κάθε μέρα άλλαζε.
Πότε έδειχνε τον ήλιο να ανοίγει, πότε να κλείνει. Άλλοτε έδειχνε τα νυφικά τους, καθώς στριφογύριζαν στον χορό του Ησαΐα. Τα ρυτιδιασμένα μάτια τού συζύγου τους, καθώς άνοιγε την πόρτα μετά από πέντε χρόνια απουσίας ή το χαμόγελο του γιου τους, που ποτέ δεν άγγιξε όπλο και χαρακώματα. Μερικές φορές απεικόνιζαν το χωριό και μπορούσα να αναγνωρίσω τον φούρνο, που πριν μήνες είχαν γκρεμίσει οι Γερμανοί, να στέκεται αγέρωχος καταμεσής της εικόνας. Ποτέ δεν ύφαναν σύννεφο, ούτε βόμβες, ούτε τουφέκια, ούτε καν έναν τάφο και είχαμε πολλούς από δαύτους.
Μόνο μία φορά τις είχα ακούσει να μιλάνε. Είχα αφήσει την πόρτα ανοιχτή μπαίνοντας στο υπόγειο εργαστήρι και μία ριπή ανέμου πρόλαβε να ξεγλιστρήσει μέσα σαν κλέφτης. Ταράχτηκαν, όταν τούφες μαλλιών έπεσαν στο πρόσωπό τους, κοίταξαν τριγύρω αλλαφιασμένες, λες και δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν.
Μέχρι που μία, η καπετάνισσα, κοίταξε προς το μέρος μας. Τα μάτια της μας προσπέρασαν, σαν να ᾽μασταν φαντάσματα, και καρφώθηκαν στην ταπισερί, που εκείνη την ημέρα έδειχνε την θάλασσα και στο βάθος τη βάρκα του κυρ Γιώργου, του άντρα της. Ο ίδιος ήταν όρθιος και χαιρετούσε όποιον κοιτούσε προς το υφαντό. Η γριά γέλασε ανακουφισμένη και κοίταξε τις άλλες.
«Τι κάνετε έτσι καλέ;», ρώτησε και ξαναγύρισε μπροστά της. «Κάποια ξέχασε ανοιχτό το παράθυρο. Ο Γιώργος τέλειωσε για σήμερα το ψάρεμα φαίνεται. Θα πρέπει να πάω σπίτι να του σερβίρω, έρχεται και ο κανακάρης μας σήμερα από την πόλη», είπε, αλλά καμία δεν απάντησε.
Ο κυρ Γιώργης είχε πεθάνει από χρόνια, ένα ακόμα θύμα των άγνωστων ορέξεων της θάλασσας. Και ο γιος της, έφηβος ακόμα, είχε χαθεί στον πόλεμο πριν προλάβει να δει μεγάλη πόλη.
Δεν ξαναπήγαμε στο υπόγειό τους. Η κόκκινη κλωστή δεν έπλεκε μόνο παραμύθια και παρηγοριά – έπλεκε και την γλυκιά παράνοια που ντύνει το ασήκωτο βάρος του πένθους», τελείωσα την διήγηση και αναφώνησα, όταν έκοψα το δάχτυλό μου με την κλωστή. Το κουβάρι έμοιαζε με αίμα πάνω στην ποδιά μου, κατακόκκινο όπως ήταν.
Σήκωσα το κεφάλι, βάζοντας τον πληγωμένο αντίχειρά μου ανάμεσα στα χείλη μου. Έξω από το παράθυρο, είδα εμένα να φεύγω και να μην ξαναγυρίζω.