Με κρατάει από το χέρι και πηγαίνουμε, βιάζεται να φτάσει κάπου, κι εγώ όσο και να θέλω να συγχρονίσω το βήμα μου με το δικό της, δεν μπορώ, μπερδεύω τα βήματά μου, σκοντάφτω, σέρνομαι, την καθυστερώ. Κι εκείνη κάθε φορά που νιώθει το αριστερό της χέρι να βαραίνει, να την κρατάει πίσω, το τραβάει βίαια μπροστά και μαζί του κι εμένα. Σ’ όλο το δρόμο, δεν μου έριξε ούτε μια ματιά, δεν μου είπε ούτε μισή κουβέντα, ούτε καν να με κατσαδιάσει που την καθυστερώ.
Από το πρωί που με ξύπνησε, ίσα που μου ’χει πει τρεις λέξεις. Μόνο ένα «τελείωνε, έχουμε δουλειά». Κι ύστερα κλείστηκε είκοσι ολόκληρα λεπτά στο μπάνιο και χτενιζόταν. Αυτή που τις πιο πολλές φορές είναι ικανή να βγει στο δρόμο αχτένιστη και είναι μόνιμα τελείως άβαφη, εμφανίστηκε σήμερα μπροστά μου με μπούκλες καλοφτιαγμένες και ρουζ και μάσκαρα στις βλεφαρίδες και κραγιόν. Και ίσα που την γνώρισα. Άμα δεν την έβλεπα με τα μάτια μου να βγαίνει από το μπάνιο, μπορεί και να μην την αναγνώριζα.
Και σιγά που θα μου ’λεγε και πού θα πάμε. Μήνες τώρα είναι ταμπουρωμένη στις σιωπές της. Με πάει σχολείο, με γυρίζει, μπαίνει-βγαίνει στα δωμάτια, αλωνίζει όλο το σπίτι, αλλά οι κουβέντες της ακριβές. Μόνο άμα είναι να με προγκήξει ανοίγει το στόμα της. Κι αυτή ακόμη η επίπληξη, φτωχή, σύντομη. Ένα ξερό «πρόσεχε γιατί…» Και η απειλή να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου.
Περπατάμε ώρα και τα καινούργια μου παπούτσια έχουν αρχίσει να με χτυπάνε. Κι έχουν πια σκονιστεί. Και το λουστρίνι τους έχει αρχίσει να θαμπώνει. Τα είχα και τα έβλεπα στο κουτί τους όλες τις μέρες πριν το βράδυ του Μεγάλου Σάββατου. Τότε μόνο μου επέτρεψε να τα βάλω. Όλο ανησυχούσα κι ήθελα να την ρωτήσω τι θα γινόταν αν μέχρι να αναστήσουμε είχε τόσο μεγαλώσει το πόδι μου και δεν μου έκαναν πια. Αλλά δεν την ρώτησα, γιατί άμα την ρωτάω κάτι τέτοια περίεργα που σκέφτομαι, σταματάει ότι κάνει και με κοιτάζει απελπισμένη, λες και της ανακοινώνω κάποια μεγάλη καταστροφή κι ύστερα επιστρέφει σ’ αυτό που έκανε πριν αφήνοντας έναν ηχηρό αναστεναγμό. Γι’ αυτό και δεν την ρωτάω πια. Γιατί καθόλου δεν μου αρέσει που αναστενάζει.
Και τώρα, παρόλο που έχω κουραστεί και με πόνεσε και το χέρι μου από το σφίξιμο της, δεν ρωτάω πού πάμε. Και απορώ, μα δεν την πονάνε κι αυτήν τα πόδια της, έτσι που τρεχοβολάμε, γιατί εκτός που βάφτηκε, έχει βάλει και την φούστα την μαύρη που φορά τις Κυριακές στην εκκλησία, και τα μαύρα τα παπούτσια της με το ψηλό το τακούνι και την καλή την άσπρη την μπλούζα με τα χρυσά κουμπάκια και το κολιέ με τα ψιλά-ψιλά τα μαργαριτάρια που το φυλάει για εξαιρετικές περιπτώσεις. Όλα μαζί πρώτη φορά τα συνδυάζει. Αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω. Όλα πάνω μου καινούργια, μέχρι και το βρακί που μου δώσε να φορέσω δεν το είχα ξαναβάλει. Και μέχρι να ετοιμαστεί κοιταζόμουν στον καθρέφτη του σαλονιού και μ’ έβρισκα πολύ όμορφη. Μου είχε κάνει και τα μαλλιά μια γαλλική κοτσίδα. Κι έλεγα μέσα μου πως σίγουρα πια πέρναγα για δεσποινίδα του γυμνασίου κι ότι τόσους μήνες πια μεγάλωσα κι ωρίμασα. Αλλά τώρα πια, μετά τόσο τρεχαλητό, έχω ιδρώσει και φοβάμαι πως κι η κοτσίδα μου σιγά-σιγά ξηλώνεται.
Κι εκεί που λέω πάει θα σταματήσω και θα κάτσω κάτω και ας κάνει ότι θέλει, φτάνουμε. Μπαίνουμε σ’ ένα μεγάλο κτήριο που πρώτη φορά μου το βλέπω. Έχει κι έναν θυρωρό, φρουρό μπροστά στην πόρτα που μας κοιτάει λίγο λοξά και παραξενεμένα, αλλά δεν μας σταματά. Και παίρνουμε το ασανσέρ κι εκείνη πατάει το κουμπάκι για τον έκτο. Κι όσο ανεβαίνουμε μου διορθώνει τα μαλλιά, μου σκουπίζει τον ιδρώτα, μου στρώνει τον γιακά από το φόρεμα. Κι ύστερα βγαίνουμε από το ασανσέρ κατευθείαν μέσα σ’ ένα δωμάτιο που μου μοιάζει με σαλόνι σπιτιού, αλλά μπορεί και να μην είναι, γιατί είναι πιο μεγάλο κι από την αυλή του σχολείου. Και περιμένουμε όρθιες, αμίλητες, σχεδόν χωρίς ν’ ανασαίνουμε, λες και παίζουμε στρατιωτάκια αμίλητα, ακούνητα, αγέλαστα.
Και περνάει η ώρα και είμαστε μόνες μας σ’ αυτό το αχανές δωμάτιο με τα χαλιά και τους πολυελαίους και τις τζαμαρίες με τις βαριές κουρτίνες, κι όσο κοιτάω γύρω μου τόσο πιο πολύ μαγεύομαι από τα χρώματα και τ’ αντικείμενα και έχω ανοίξει και το στόμα μου κι όπου να ’ναι θ’ αρχίσουν να μου τρέχουν και τα σάλια. Αλλά αυτή έχει το βλέμμα της καρφωμένο σε μια πόρτα στο βάθος του δωματίου και μου φαίνεται ότι όλη της η ύπαρξη κρέμεται από το αν θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή ή όχι. Και τώρα πια μου έχει αφήσει και το χέρι κι έχει τα δικά της χέρια σταυρωμένα μπροστά της, και είναι τόσο συγκεντρωμένη στο να παρατηρεί και να περιμένει που μπορεί και να ξέχασε πως είμαι δίπλα της. Κι έτσι τώρα πια που δεν είμαι αναγκασμένη να είμαι κολλημένη στο πλευρό της, σιγά-σιγά ξεγλιστρώ και κάνοντας κάποια μικρά δειλά βήματα προς το πλάι, σκέφτομαι πως θα γίνει να πλησιάσω ένα μεγάλο βάζο που στέκεται αγέρωχο κι αδιάφορο απέναντι μου, γεμάτο κόκκινες ίριδες, δίπλα στην τζαμαρία, ίδιο χρώμα κι αυτό, πορφυρό, και που πάνω του παίζει ο ήλιος, και πολύ με έχει εντυπωσιάσει και προσπαθώ να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο, ίσα μέχρι που ν’ απομακρυνθώ από τον ίσκιο της και να δραπετεύσω.
Και πάνω που είμαι έτοιμη να απλώσω το χέρι μου, ακόμα μουδιασμένο από το σφίξιμό της, ν’ αγγίξω τις άκρες από τις ίριδες, ανοίγει η πόρτα που μέχρι εκείνη την στιγμή έμενε κλειστή και εμφανίζεται η μάνα μου, που το περίμενα ότι από εκείνη την πόρτα η μάνα μου θα εμφανιζόταν, γιατί από την αρχή το ’ξερα, από την ώρα που ντυθήκαμε κι εγώ κι εκείνη ότι στη μάνα μου με πήγαινε και ότι εκεί θα μ’ άφηνε και δεν θα την ξανάβλεπα πια.