Μια κούκλα που μιλάει

Μια κούκλα που μιλάει


Τη μέρα που σε γνώρισα μου χάρισες μια κούκλα. Ήταν ξανθιά, φορούσε πράσινο φουστάνι κι έγραφε μια κορδέλα πάνω της, Μιλάω.
Η κούκλα αυτή με υποδέχτηκε στην είσοδο του πατριοτικού σπιτιού –πατριοτικό κι όχι πατρικό, αφού ανήκε στον πατριό κι όχι στον πατέρα, και σίγουρα όχι πατριωτικό– θα ήταν εκτός θέματος. Ήταν μία από τις εμμονές της μητέρας. Φύλαγε ακόμα και τα σχολικά μου τετράδια.
Το σπίτι μυρίζει κλεισούρα. Πριν κλείσω πίσω μου την πόρτα, παρατηρώ μια σαύρα που περπατάει πάνω στο χαλάκι της βεράντας. Στέκεται ακίνητη και με κοιτάζει ανάμεσα από κιτρινισμένα φύλλα.
Παίρνω την κούκλα στα χέρια μου με την ανατριχίλα που νιώθω πάντα όταν ακουμπάω το παρελθόν και τη χαρά του παιδιού που πήρε κάποτε στα χέρια του μια καινούργια κούκλα. Ψάχνω στ’ απόκρυφά της τον διακόπτη που την έκανε να μιλάει. Μιλούσε, και τι έλεγε; Ούτε που θυμάμαι. Την αφήνω στη θέση της και προχωράω στο σαλόνι.
Η πολυθρόνα σου στέκει στη θέση της, μπροστά από το δυτικό παράθυρο. Εκεί που σου άρεσε να περνάς τ’ απογεύματα διαβάζοντας εφημερίδα.
Τραβάω τις κουρτίνες κι ανοίγω τα παράθυρα. Ξέρω πως δε θα βρω τίποτα, όμως θέλω να κάνω μια προσπάθεια. Κάτω από τον μπουφέ θυμάμαι πως φύλαγε πάντα η μητέρα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Αν δεν τους άλλαξες θέση, θα είναι ακόμα εκεί. Ένα άλμπουμ με πράσινη δερματίνη ήταν το πιο πρόσφατο.
Εγώ με τη μητέρα στο εξοχικό στη Σαλαμίνα. Η εκδρομή στο Πήλιο. Ο σκύλος μας κουτάβι. Η αποφοίτησή μου από τη Σχολή. Εγώ μπροστά από το έργο της πτυχιακής μου. Η μητέρα αγκαλιά με τη θεία Αργυρώ. Εσύ πουθενά. Ήμουνα σίγουρη. Ποτέ δε συμπαθούσες τις φωτογραφίες.
Προχωράω στον διάδρομο κι ανάβω τα φώτα. Στο βάθος η πρώτη νεκρή φύση που ζωγράφισα, μια σύνθεση με φρούτα και λουλούδια. Το δωμάτιό μου άθικτο, όπως το άφησα πριν από δεκαπέντε χρόνια. Στην κρεβατοκάμαρά σας καίει ακόμα το λαμπάκι που άφηνες τις νύχτες αναμμένο, απίστευτο, φοβόσουν το σκοτάδι. Το τραβάω και το βγάζω από την πρίζα, τι νόημα έχει πια. Ανοίγω τα συρτάρια στα κομοδίνα κι αναζητώ μια φωτογραφία σου, μια ελάχιστη απόδειξη πως υπήρξες, πως έζησες σ’ αυτό το σπίτι. Μόνη φωτογραφία αυτή του γάμου σας, καδραρισμένη πάνω στην εταζέρα. Ανάρμοστο μου φαίνεται να της αλλάξω θέση. Ανάρμοστο απέναντι στη ζωή, ήσασταν τότε τόσο νέοι. Πρέπει να βρω μια λύση, σε μία ώρα αρχίζει η τελετή.
Επιστρέφω στο σαλόνι και ψάχνω μολύβι και χαρτί. Κάθομαι οκλαδόν μπροστά από την πολυθρόνα σου. Προνόησα ευτυχώς να φέρω τη φωτογραφία της μητέρας, αυτήν που στολίζει ήδη εδώ και τρία χρόνια την τελευταία σας κατοικία. Την ακουμπώ στο πάτωμα και μετράω τις αναλογίες. Τις μεταφέρω στο λευκό χαρτί κι αρχίζω με αδρές γραμμές ν’ ανασυνθέτω τη μορφή σου. Για να δούμε τι θυμάμαι από σένα.
Φορούσες πάντοτε πουκάμισα με σκληρό γιακά. Μονόχρωμα, με σηκωμένα τα μανίκια. Ο λαιμός σου ήταν φαρδύς και άκαμπτος. Θυμάμαι τους καβγάδες σας με τη μητέρα. Εκείνη μιλούσε πολύ. Εσύ καθόλου. Το πρόσωπό σου μακρύ, με έντονες γωνίες. Η απόσταση ανάμεσα στα μάτια σου ήταν μια ιδέα μεγαλύτερη απ’ το συνηθισμένο. Σε θυμάμαι να σμίγεις τα φρύδια και να παριστάνεις τον δράκο ή τον λύκο, μικρή, όταν μου διάβαζες παραμύθια. Τα χείλη σου είχαν πάντα ένα σφίξιμο, σαν να συγκρατούσες κάτι που δεν έπρεπε να πεις. Μιλούσες τόσο σπάνια που δε θυμάμαι τη φωνή σου. Είχες μια ελιά στη βάση της μύτης, δεξιά. Το μέτωπό σου πλατύ, κάτω απ’ τα λευκά σγουρά μαλλιά σου.
Τονίζω τα βλέφαρα και μαλακώνω το περίγραμμα των χειλιών σου. Τα μολυβένια μάτια σου με κοιτάζουν τρυφερά. Όπως με κοιτούσαν πάντοτε. Με βλέμμα γνήσια πατρικό. Κι ας μην ήσουν ο πατέρας μου. Αναρωτιέμαι αν κληρονόμησα κάτι από σένα. Σίγουρα την αμέριστη υπομονή σου. Τις παύσεις· τις σιωπές σου. Το ελαφρύ σου πάτημα. Κι αυτό το σπίτι που ακόμα μου φαίνεται πελώριο. Σαν ποτέ να μη μεγάλωσα, σαν να ‘μαι ακόμα στο παιδικό κρεβάτι και ν’ ακούω παραμύθια.
Ακουμπώ τη φωτογραφία της μητέρας δίπλα στο σκίτσο. Ίσως θα ‘πρεπε να την τυπώσω ασπρόμαυρη, να μην είναι τόσο έντονη η διαφορά ή να φτιάξω κι ένα σκίτσο της μητέρας. Όχι, δε θα της άρεσε καθόλου. Εκείνη λάτρευε τις φωτογραφίες. Ας είναι. Άλλωστε έτσι ήσασταν πάντα. Εκείνη έντονη, εσύ σκιά της.
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο. Η λεμονιά φυλλορροεί. Το ρολόι δίπλα στην πολυθρόνα σου δουλεύει ακόμα. Πρέπει να φύγω. Μαζεύω το σκίτσο και τη φωτογραφία, κλείνω τα παράθυρα, τραβάω τις κουρτίνες.
Βγαίνοντας παίρνω την κούκλα αγκαλιά. Είναι ξανθιά, φοράει πράσινο φουστάνι. Τα κιτρινισμένα φύλλα σαλεύουν ανάμεσα στα πόδια μου καθώς κλειδώνω την εξώπορτα. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και βάζω την κούκλα να καθίσει δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού. Την δένω με τη ζώνη ασφαλείας και βάζω μπρος τη μηχανή. Θέλω να βρω μια μπαταρία. Θέλω να την ακούσω πάλι να μιλάει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: