Ποιος αποφασίζει τι είναι «ποίηση» και τι «γενιά»;

[I] H «Γενιά» στα κριτικά όνειρα

Οι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές που εμ­φα­νί­στη­καν στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα από το 2000 έως σή­με­ρα φθά­νουν τις 12.193 σύμ­φω­να με την ανα­ζή­τη­ση στο λήμ­μα «νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση» της Biblionet. Η υπό­θε­σή μου εί­ναι πως πε­ρί­που το ένα τρί­το εί­ναι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι ποι­η­τές. Ο κα­θείς από τους 4.000 ποι­η­τές και το στίγ­μα του εάν του θέ­σεις την πλέ­ον κοι­νό­το­πη ερώ­τη­ση «για­τί γρά­φεις ποί­η­ση». Θα ήταν εντυ­πω­σια­κό εγ­χεί­ρη­μα το φυλ­λο­μέ­τρη­μα τό­σων συλ­λο­γών, πό­σο μάλ­λον η ομα­δο­ποί­η­σή τους, τα κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους. Η δεύ­τε­ρη υπό­θε­σή μου, που εκ­πο­ρεύ­ε­ται από την πρώ­τη, εί­ναι πως η ιδέα της «γε­νιάς» εί­ναι ένας μύ­θος, μία αφαί­ρε­ση και γε­νί­κευ­ση μα­ζί. Ένας μύ­θος πά­νω στον οποίο γρά­φο­νται κρι­τι­κά κεί­με­να και κυ­ρί­ως σφυ­ρη­λα­τού­νται όροι. Οι τρί­τη υπό­θε­σή μου εί­ναι πως οι ποι­η­τές των δύο τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών δεν εί­ναι της αρι­στε­ρής με­λαγ­χο­λί­ας και απο­τε­λούν μη γε­νιά. Συ­γκρο­τούν απλώς ρευ­στές και ανα­νε­ώ­σι­μες ομά­δες γύ­ρω από κα­φέ και café ή πε­ριο­δι­κά, γρά­φουν ελ­λη­νι­κά και χρη­σι­μο­ποιούν υπο­λο­γι­στή και δια­δί­κτυο.

https://​www.​ope​nboo​k.​gr/​mag​azin​es/ Εάν εί­σαι αν­θρω­πο­λό­γος βλέ­πεις homo sapiens sapiens να πα­ρά­γουν σει­ρές από λέ­ξεις που ου­δέν αντί­κτυ­πο έχουν στον υλι­κό κό­σμο. Εάν εί­σαι ποι­η­τής η «γε­νιά» θέ­λεις να ξε­κι­νά­ει από εσέ­να στο κέ­ντρο και τoυς ποι­η­τές-συγ­γε­νείς σε επάλ­λη­λους κύ­κλους, αλ­λιώς ας μην υπάρ­χει. Εάν εί­σαι κρι­τι­κός παίρ­νεις πε­ρίσ­σιο κολ­λώ­δες υλι­κό για ιστούς και αρ­χί­ζεις να ενώ­νεις ποι­η­τές προ­κρί­νο­ντας δί­κτυα σχέ­σε­ων. Γρά­φεις σε­λί­δες επί σε­λί­δων προσ­δο­κώ­ντας έναν όρο, μία πύ­κνω­ση, την κα­λύ­τε­ρη γε­νί­κευ­ση, αυ­τή που θα μεί­νει στις ιστο­ρί­ες της λο­γο­τε­χνί­ας. Ο Harold Bloom άφη­σε τον Δυ­τι­κό Κα­νό­να, με τον Σαίξ­πηρ στην κο­ρυ­φή, κα­θώς και το άγ­χος της επί­δρα­σης. Εντού­τοις για πολ­λούς ο τό­νος του εί­ναι αφό­ρη­τα υψη­λός, το ύφος του πο­μπώ­δες και οι επα­γω­γι­κοί συλ­λο­γι­σμού του ιε­ρα­τι­κής τεκ­μη­ρί­ω­σης. Ο Ηλί­ας Κε­φά­λας άφη­σε τον όρο γε­νιά του «ιδιω­τι­κού ορά­μα­τος» πα­ρό­τι οι ποι­η­τές που ξε­κί­νη­σαν να γρά­φουν το ’80 απέρ­ρι­ψαν ρη­τά τον όρο. Ο Κ.Θ. Δη­μα­ράς δεν συ­μπε­ριέ­λα­βε τον Σκα­ρί­μπα στην Ιστο­ρία της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας του και απέρ­ρι­ψε τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Όμως ο κό­σμος της ποί­η­σης (poetryworld) τους έβα­λε στην δι­κή του.
Πα­ραλ­λά­σω τον όρο artworld του A. Danto και χρη­σι­μο­ποιώ δια­σταλ­τι­κά τη θε­σμι­κή θε­ω­ρία (institutional theory) του G. Dickey για να φτιά­ξω έναν ερ­γα­λεια­κό όρο «ο κό­σμος της ποί­η­σης» που θα με βοη­θή­σει σε πιο πε­τυ­χη­μέ­νες γε­νι­κεύ­σεις για τις κοι­νές και ενι­κές ταυ­τό­χρο­να δρά­σεις ορι­σμέ­νων ποι­η­τών. Ο κό­σμος της ποί­η­σης συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει τους κρι­τι­κούς, τους ποι­η­τές, τους με­λε­τη­τές, τα κυ­ρί­αρ­χα αλ­λά και social media, τους προ­σε­κτι­κούς ανα­γνώ­στες αλ­λά και τους ανα­γνώ­στες απο­σπα­σμά­των στο δια­δί­κτυο που με­γε­θύ­νουν με τις προ­βο­λές τους το γού­στο τους για ποι­ή­μα­τα και ποι­η­τές. Τους όρους ωστό­σο πε­ρί γε­νε­ών μό­νο οι προ­βε­βλη­μέ­νοι κρι­τι­κοί μπο­ρούν να τους επι­βάλ­λουν.
Θε­ω­ρώ πως ο Βα­σί­λης Λα­μπρό­που­λος για να μι­λή­σει για αρι­στε­ρή με­λαγ­χο­λία των ποι­η­τών με­λέ­τη­σε πέ­ρα από τα βι­βλία τους κι άλ­λα «γε­γο­νό­τα» στα οποία πρω­τα­γω­νί­στη­σαν (πε­ριο­δι­κά, φε­στι­βάλ, με­τα­φρά­σεις, ερ­γα­στή­ρια, ανα­γνώ­σεις) και πλαι­σί­ω­σε τα γε­γο­νό­τα με «συμ­βά­ντα» (χρη­μα­τι­στη­ρια­κός πλού­τος, 2004, οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, πο­λι­τι­κή κρί­ση, φτώ­χια, «αγα­να­κτι­σμέ­νοι» ). Σύμ­φω­να με την έν­νοια της ρή­ξης του Μπα­ντιού τη φά­ση του συμ­βά­ντος ακο­λου­θεί η «υπο­κει­με­νο­ποί­η­ση μιας με­τα­συμ­βα­ντι­κής δια­δι­κα­σί­ας» η οποία εί­ναι απρο­ϋ­πό­θε­τη. Ε, όχι, δεν εί­ναι πά­ντα έτσι. Ήταν Κυ­ρια­κή βρά­δυ τα ξύ­λα, οι πέ­τρες, οι φω­νές και οι κα­πνοί από τις οδο­μα­χί­ες εί­χαν κα­λύ­ψει όλο το μή­κος της οδού Σο­λω­μού στα Εξάρ­χεια. Όμως στον αριθ­μό 12, στο πα­τά­ρι του Dasein café, το πά­θος δεν άφη­νε την ανά­γνω­ση ποι­η­μά­των να δια­κο­πεί, ού­τε τη συ­ζή­τη­ση για την Ποί­η­ση. Στην δι­κή τους οδό οι ποι­η­τές. Από το ει­δι­κό στο γε­νι­κό δεν θε­ω­ρώ πως τους έπλη­ξε αρι­στε­ρή με­λαγ­χο­λία, φι­λε­λεύ­θε­ρη αδια­φο­ρία ή αμη­χα­νία. Ει­δι­κά με­τά το 2000 τα ψη­φια­κά μέ­σα ανα­πα­ρα­γω­γής σε συν­δυα­σμό με τα κοι­νω­νι­κά δί­κτυα έχουν προ­σφέ­ρει εκ­δο­χές ανα­ρίθ­μη­των προ­σο­μοιώ­σε­ων φρι­κα­λε­ο­τή­των και συμ­βά­ντων στους ποι­η­τές. Η σύγ­χρο­νη με­τα-ευαι­σθη­σία πα­ρό­τι κα­λεί για δι­καιο­σύ­νη και ισό­τη­τα δεν εκ­πλήσ­σε­ται βλέ­πο­ντας πραγ­μα­τι­κό με­τε­ω­ρί­τη να πέ­φτει στην πραγ­μα­τι­κή γη. Τον έχει ξα­να­δεί. Ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­ντας τη ση­μα­σία του όρου του Μπα­ντιού τα συμ­βά­ντα απο­τε­λούν εμπό­δια στην ιε­ρο­ποί­η­ση της ποι­η­τι­κής περ­σό­νας, στη μυ­θο­ποί­η­ση της οδού Σο­λω­μού για άλ­λον λό­γο, πέ­ραν της αστι­κής πά­λης ή των αφό­ρη­τα έκνο­μων επει­σο­δί­ων ακό­μη και εκεί­νης που συμ­με­τέ­χει στα κοι­νά ως φι­λε­λεύ­θε­ρος πο­λί­της ή στέ­κε­ται αλ­λη­λέγ­γυα στους αγω­νι­στές. Η ποί­η­ση προ­έ­χει.*

Γ.Χ.


* Σε δύο μελ­λο­ντι­κά ση­μειώ­μα­τά μου και σε διά­λο­γο με τον Βα­σί­λη  Λα­μπρό­που­λου ανα­ζη­τώ πρώ­τον επι­τέ­λε­ση, προ­θε­τι­κό­τη­τα, κρι­τι­κή των κοι­νών δρά­σε­ων ορι­σμέ­νων ποι­η­τών —όχι γε­νιάς— και δεύ­τε­ρον την αξία των λε­ξι­λο­γί­ων τους που δια­στέλ­λουν τη ζωή μας εδώ και τώ­ρα. 


Ποιος αποφασίζει τι είναι «ποίηση» και τι «γενιά»;


Ευχα­ρι­στώ τον Γιώρ­γο Χαν­τζή που σχο­λί­α­σε τό­σο διεισ­δυ­τι­κά την άπο­ψή μου για την «αρι­στε­ρή με­λαγ­χο­λία» της γε­νιάς του 2000. Πε­ρι­γρά­φει ένα τρι­με­ρές σχή­μα συλ­λο­γι­κής ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας με το οποίο σπεύ­δω να συμ­φω­νή­σω.
Στο 1ο στά­διο οι ποι­η­τές «συ­γκρο­τούν απλώς ρευ­στές και ανα­νε­ώ­σι­μες ομά­δες γύ­ρω από κα­φέ και café ή πε­ριο­δι­κά», και ο κα­θέ­νας θέ­λει να εί­ναι στο «κέ­ντρο» της αφε­τη­ρί­ας της γε­νιάς του. Στο 2ο στά­διο ο κρι­τι­κός με­λε­τά βι­βλία, «πε­ριο­δι­κά, φε­στι­βάλ, [] ερ­γα­στή­ρια, ανα­γνώ­σεις» και ομα­δο­ποιεί αυ­τούς τους «ποι­η­τές προ­κρί­νο­ντας δί­κτυα σχέ­σε­ων» με­τα­ξύ τους. Στο 3ο στά­διο ο «κό­σμος της ποί­η­σης» (συγ­γρα­φείς, κρι­τι­κοί, με­λε­τη­τές, καλ­λιερ­γη­μέ­νο κοι­νό) απο­φα­σί­ζει τι εί­ναι «ποί­η­ση» και τι «γε­νιά», και τι αξί­ζει να συ­ζη­τη­θεί και να με­λε­τη­θεί.
Έχου­με λοι­πόν την εξής ει­κό­να. Οι ποι­η­τές που φι­λο­δο­ξούν να δια­δε­χτούν τον Σο­λω­μό συ­να­ντιό­νται στην οδό του, που εί­ναι και «δι­κή τους», και θε­ω­ρούν πως τα ιστο­ρι­κά «συμ­βά­ντα απο­τε­λούν εμπό­δια στην ιε­ρο­ποί­η­ση της ποι­η­τι­κής περ­σό­νας» (όπως εμπό­διο θε­ώ­ρη­σε ο Σο­λω­μός την πο­λιορ­κία του Με­σο­λογ­γί­ου, ο Μπρε­χτ την εξέ­γερ­ση του Ανα­το­λι­κού Βε­ρο­λί­νου το 1953, και το πα­τά­ρι του Dasein café τις «οδο­μα­χί­ες» στα Εξάρ­χεια). Ο κρι­τι­κός ανα­ζη­τά «έναν όρο, μια πύ­κνω­ση, την κα­λύ­τε­ρη γε­νί­κευ­ση, αυ­τή που θα μεί­νει στις ιστο­ρί­ες της λο­γο­τε­χνί­ας». Εγώ π. χ. προ­τεί­νω όρους και κα­τα­λό­γους, όπως έκα­ναν οι Αμε­ρι­κα­νοί κρι­τι­κοί που ανα­φέ­ρει ο Χαν­τζής. Επε­ξερ­γά­ζο­μαι διά­φο­ρες έν­νοιες όπως η αρι­στε­ρή με­λαγ­χο­λία, η ποι­η­τι­κή κα­ντά­τα, η περ­φόρ­μανς/επι­τέ­λε­ση και ο Πα­γκό­σμιος Νό­τος. Ποιοι από αυ­τούς τους όρους θα επι­κρα­τή­σουν εί­ναι θέ­μα λο­γο­τε­χνι­κών θε­σμών και αγο­ράς.
Όπως λέ­ει η «θε­σμι­κή θε­ω­ρία» (George Dickie), στον «κό­σμο της ποί­η­σης» (Arthur Danto) δια­μορ­φώ­νο­νται οι αν­θο­λο­γί­ες, τα εγ­χει­ρί­δια, οι με­τα­φρά­σεις, τα φε­στι­βάλ και όσα άλ­λα κα­θο­ρί­ζουν τους κα­νό­νες της κουλ­τού­ρας και του γού­στου. Στο βι­βλίο μου Literature as National Institution: Studies in the Politics of Modern Greek Criticism (1988) ανέ­λυ­σα τέ­τοια φαι­νό­με­να συ­ζη­τώ­ντας, με­τα­ξύ άλ­λων, «ερ­μη­νευ­τι­κές κοι­νό­τη­τες» και αυ­θε­ντί­ες (Stanley Fish) κα­θώς και τη «γε­νε­α­λο­γία» κα­νο­νι­στι­κών λό­γων (Michel Foucault). H υπό­στα­ση και η αξία ενός έρ­γου οιασ­δή­πο­τε τέ­χνης ορί­ζο­νται από τη συ­ντε­χνία των ει­δι­κών και των άμε­σα εν­δια­φε­ρο­μέ­νων που ανή­κουν σε έγκυ­ρους θε­σμούς.
Οι ποι­η­τές στο café και ο κρι­τι­κός στη βι­βλιο­θή­κη θα εξα­κο­λου­θή­σουν επί­μο­να και υπεύ­θυ­να το έρ­γο τους, που γι αυ­τούς «προ­έ­χει». Η κρί­ση του έρ­γου όμως θα διε­ξα­χθεί αλ­λού, στον δη­μό­σιο «κό­σμο της ποί­η­σης».

Β.Λ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: