Ο Κώστας Κατσουλάρης βγήκε στο προσκήνιο, στον αφρό, νεαρός, 30άρης, με τη νουβέλα Ιστορίες από τον αφρό (1997). Το 1998 ακολούθησε το μυθιστόρημα Το σύνδρομο της Μαργαρίτας. Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν από την «Εστία».
Διηγήματα
Ο Κ. Κατσουλάρης έγραψε το 2007 την ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων Μικρός δακτύλιος, για καταστάσεις και συμβάντα που διαδραματίζονται στο κέντρο της Αθήνας, μέσα στον μικρό δακτύλιό της. Ξεδιπλώνονται ψήγματα της κατά Κατσουλάρη σύγχρονης αστικής μυθολογίας της Αθήνας, τα οποία αναφέρονται στις ανθρώπινες, κοινωνικές, ερωτικές, ανθρωπολογικές, διαπολιτισμικές και πολιτικές σχέσεις που διαπλέονται. Συναντάμε εκεί καλά διηγήματα όπως τα “Άσκηση ετοιμότητας”, “Αυτός ο Άλλος”, “Ο σωσίας του Κωνσταντίνου Τζούμα” και “Ο Βράχος”. Ωραίο είναι το δίδυμο διηγημάτων “Κυρίως σώμα” και “Τα παπούτσια και το παντελόνι”. Τα αναφέρουμε συζευγμένα μαζί, γιατί έχουν για κοινό θέμα τα γαϊτανάκια του έρωτα, τις μπερδεμένες σχέσεις εραστών και ζευγαριών, έγγαμων ή μη, στις οποίες συγχέονται κι οι φιλικές σχέσεις ορισμένων χαρακτήρων, όπου όλα διαπλέκονται δεξιοτεχνικά, απελπισμένα, με φορτισμένο ερωτισμό, υπαρξιακό αδιέξοδο και υποδόρια απόγνωση. (Στο καθένα υπάρχει κι από ένας χαρακτήρας που προσπαθεί, μάταια, να ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή του).
Στο “Αυτός ο Άλλος” βρίσκουμε την προσπάθεια ενός κολωνακιώτη συγγραφέα να αναμορφώσει την άγονη ανθρωπογεωγραφία της Αθήνας που είχε στο μυαλό του και να διεισδύσει στη νέα της, πιο σύγχρονη και εναλλακτική της μορφή, που περιλαμβάνει αναπόφευκτα τους πολλούς μετανάστες, τους “Άλλους”, και τις γειτονιές τους, για να γράψει κάποιο πιο εξωστρεφές και ρεαλιστικό, κοινωνικό πεζογράφημα. Όμως η νέα, διαφορετική κοινωνική και πολυπολιτισμική πραγματικότητα που “ανακαλύπτει” κοντράρει τη ζωή του και το νέο έργο που σκέφτεται να γράψει...
Το “Φίλιον πυρ” αποτελεί μια χαριτωμένη βεντάλια των δημόσιων προσώπων που αποτελούν τους θαμώνες του ιστορικού καφέ Φίλιον, όπως τη βλέπει, ειρωνικά, ο αφηγητής. Αναφερόμενος στο τι άφησε ο πρώην Πειραιώτης και νυν Κολωνακιώτης πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, κρατά την οσμή ρεμούλας αλλά παραβλέπει τα έργα, το μετρό, το αεροδρόμιο, την Αττική οδό και τα υπόλοιπα. Ταιριαστές οι καλές φωτογραφίες που τράβηξε με το κινητό του ο διακεκριμένος φωτογράφος Καμίλο Νόλλας, που εντάσσονται αρμονικά στη συλλογή.
Προσλαμβάνουμε μια έντονα θετική εικόνα από τα διηγήματα του 2015, της βραβευμένης συλλογής του Κ. Κατσουλάρη Νυχτερινό ρεύμα. Το πρώτο διήγημα “Άβερελ” δείχνει ωριμότητα, πληρότητα, χαρακτηριολογική ολοκλήρωση και γνησιότητα περιγραφής του κεντρικού χαρακτήρα, ενός μυστικού, ενός καμουφλαρισμένου, χαφιέ κατασκόπου της αστυνομίας που παρακολουθεί έναν παρακμιακό αναρχικό των Εξαρχείων, έναν διώκτη που αργά-αργά εξομοιώνεται με τον αλκοολικό αντιεξουσιαστή που ακολουθεί και που γίνεται σωσίας του. Εδώ υπάρχει έντονη πειστικότητα και αλήθεια στη σκιαγράφηση του πολιτικού χώρου (την οποία βρίσκουμε και στο "Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά").
Το δεύτερο διήγημα “Θα το κρατήσω” βασίζεται στον εσωτερικό μονόλογο μιας νέας την ώρα που κουβεντιάζει με έναν δοκιμαζόμενο παντρεμένο πενηντάρη, που επιδιδόταν σε μοιχείες και τελικά μάλλον κάηκε. Και εδώ έχουμε ψυχολογική γνώση στη διήγηση των σκέψεων και των πράξεων των δύο πρωταγωνιστών. Ο Κατσουλάρης μπαίνει άνετα στο πετσί και στη φωνή τόσο της γυναίκας όσο και του άντρα, αυτό ισχύει για όλο το έργο του.
Το πρωτότυπο, τρίτο διήγημα με τίτλο “Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα” επιτελεί ένα “υπαρξιστικό” σλάλομ σε ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους θέματα με αφηγηματική επιτηδειότητα: γάμος, φιλία, οικογένεια, οικολογία, πολιτική, ζωοφιλία, υπαρξιακά αδιέξοδα κι αναζητήσεις, αυτοκτονία, σχέση γονιών–παιδιού, έρωτας, μοναξιά και κινηματογράφος σε 55 σελίδες.
Το τελευταίο διήγημα, που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, ανατέμνει με ευαισθησία τη σχέση ενός ώριμου, έγγαμου άντρα με τη γριά μητέρα του, και των δύο πιεζόμενων από το βάρος της αρνητικής, σκαιής ανάμνησης του προβληματικού και βίαιου, νεκρού πατέρα. Το διήγημα είναι αφηγημένο από τη σκοπιά του γιου, με τη χρήση νοερών σκέψεων και εσωτερικού μονόλογου, μεταξύ αναμνήσεων, φαντασίας, εξωτερικής πραγματικότητας, φαντασίωσης, ονείρων και νηφάλιων παρατηρήσεων για τους συγγενείς και τον περιβάλλοντα χώρο.
Στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Κ. Κατσουλάρη Αφαίας και Τελαμώνος (2021) υπάρχουν περίπου εννιά πετυχημένα, εκτεταμένα διηγήματα: Πειρασμός στον Άγιο Αντώνιο, Σταδιακή εξασθένηση των ανέμων, Nous sommes tous Emus, Αναγκαία μεταρρύθμιση, Pitch, Show, don't tell, Inbox, Το ελληνικό αίνιγμα και Εθνική Πινακοθήκη. Υπάρχουν και μικρά κειμενάκια δυο τριών σελίδων. Τα πολύ μικρά σπάνια προλαβαίνουν, λόγω πολύ περιορισμένου χώρου, να ολοκληρώσουν ένα νόημα ή συναίσθημα.
Νουβέλες
Η νουβέλα Ιστορίες από τον αφρό (1997), που ο Κατσουλάρης έγραψε 28 ετών, αφηγείται, ελεύθερα και υποκειμενικά, όχι ρεαλιστικά (με παρεκβάσεις σκέψεων των κεντρικών προσώπων και ονείρων) τον καθημερινό, μάλλον μάταιο βίο ενός νέου που με τον φίλο του Χάρη έχουν ένα μπαρ στην Αθήνα, και της παρέας τους. Εκεί δουλεύουν ή πηγαινοέρχονται συνεργάτες και γραφικοί θαμώνες. Παρακολουθούμε, στο περιβάλλον τους, τα πήγαινε έλα και το υπαρξιακό βάλτωμα στον πολτό και στην τύρβη των ιδιόμορφων, διαπροσωπικών κοινωνικών σχέσεών τους. Με επίκεντρο τον αφηγητή, επειδή η νουβέλα είναι επιδέξια γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, ζωγραφίζονται η ζωή, οι συνήθειες, τα βιώματα, ο κοινωνικός χώρος, οι φίλες και φίλοι, κι οι έρωτες των πρωταγωνιστών, με άξονα το ξεπεσμένο μπαρ τους Taboo, στο Κολωνάκι, όπου μαζεύονταν ιδιόρρυθμοι πελάτες, αργόσχολοι, loosers και διανοούμενοι. (Για τον έρωτα, ο συγγραφέας γράφει πως δεν υπάρχει χαρούμενο τέλος και πως “όταν καμιά φορά μοιάζει για τέτοιο, είτε δεν πρόκειται για έρωτα είτε δεν είναι ακόμη το τέλος”). Ο συγγραφέας σκαριφίζει με πειστικότητα κι ενάργεια τα πορτρέτα και τις παράξενες διαδρομές ανδρών και γυναικών, και το θολό, υπαρξιακό χάος μέσα στο οποίο κολυμπούν, σχετικά άνετα, σαν ψαράκια. Η νουβέλα τελειώνει με την εύστοχη διαπίστωση “...τι σόι παράξενος κόσμος είναι τούτος όπου οι απόντες βρίσκονται τόσο κοντά μας, ενώ οι παρόντες θα μας λείπουν για πάντα.”
Η νουβέλα Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου (2011) είναι ένα πραγματικό διαμαντάκι ψυχολογίας του αρσενικού και της ανέλιξης και διάρθρωσης της αφήγησης των ερωτικών περιπετειών και δοκιμασιών ενός όχι πολύ ασυνήθιστου, εμμονικού αντρικού χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα ενδελεχέστατο ψυχογράφημα και ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο του ιδεοληπτικού μοιχού άντρα που πληρώνεται με το ίδιο νόμισμα από τη γυναίκα του, κάτι που τον εισάγει σε έναν λαβυρινθώδη και επώδυνο δρόμο σχεδόν τυφλών ψαξιμάτων. Στη νουβέλα συναντάμε το μοτίβο της αντρικής ζήλιας και των, λίγο πολύ ερωτικοποιημένων, φαντασιώσεων, φαντασμάτων και σωσιών· των τριγώνων, των μπλεξιμάτων των παντρεμένων, των αδιεξόδων και των συμβάσεων των σύγχρονων οικογενειών, που μπορούν να ανατραπούν από μια προσωπική έκρηξη ενός μέλους του ζευγαριού.
Μυθιστορήματα
Το μυθιστόρημά του Ο παραθεριστής, από τις εκδόσεις «Εστία» (2001), καλολαδωμένο αφηγηματικά, σύνθετο, φιλόδοξο και πλούσιο θεματικά, σε συνεπαίρνει κι αποδεικνύει πως ο Κ. Κατσουλάρης είναι τεχνίτης του ύφους, της γλώσσας και της διήγησης. Κατασκευάζει μια πολυπλόκαμη και πολυπρόσωπη αφήγηση με πολλούς, εντελώς διαφορετικούς και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Το σύνολο αποτελεί μια αξιοσημείωτη τοιχογραφία της εποχής της αναπτυσσόμενης αλλά και αντιφατικότατης Ελλάδας, που θυμίζει προβληματική σε όλους τους τομείς, επιχείρηση· μια νωπογραφία των αστικών οικογενειών και των προσώπων που κινούνται κι ανεβοκατεβαίνουν στην κοινωνία της εποχής και στους διάφορους χώρους της.
Η εικόνα της κοινωνίας παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, αστοί, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, περιοδικά life style, ιατρεία ψυχιάτρων και γραφεία εργοδοτών, εθνικιστικοί κι ακραίοι πολιτικοί χώροι, χούλιγκανς, (λυκο)φιλίες, ανθρώπινες συγκρούσεις, έρωτες και μίση, κακοποιήσεις γυναικών, κ.ο.κ.
Η οικογένεια είναι σημαδεμένη από τον θάνατο της μητέρας στη γέννα του δεύτερου παιδιού, το οποίο γίνεται ψυχασθενής. Η αντικαταστάτρια της μητέρας δίπλα στον πενηντάρη επιχειρηματία πατέρα, η νέα και όμορφη Αλεξάνδρα, αναστατώνει όσο δεν παίρνει άλλο την οικογένεια Καλούση, ιδίως τα παιδιά του, με την αγάπη, τα αμφίθυμα συναισθήματα και τις επιθυμίες που γεννά. (Η επιλογή του συγγραφέα να μην κάνει έρωτα κανένας από τους δύο γιους με την πολυπόθητη Αλεξάνδρα, τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα, είναι σωστή και μας γλυτώνει από κλισέ). Η οικογένεια και τα μέλη της υφίστανται λογιών–λογιών ψυχοθεραπείες, συγχυσμένες σχέσεις όλων, παρέλαση και παρόξυνση ερωτικών πόθων, ενοχές, καταθλίψεις, μοιχείες, ψυχολογική βία, αδελφικές σχέσεις, ανέφικτους κι απαγορευμένους έρωτες ή μη, δύσκολες και δυσκοίλιες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Το μυθιστόρημα είναι καραγατσικό, επικεντρώνεται στη γλαφυρή διήγηση της ζωής και εξέλιξης μιας ελληνικής οικογένειας και των μελών της, εμπερικλείει την αφηγηματική δεξιότητα του Μ. Καραγάτση, στον οποίο παραπέμπει και κάνει αναφορές. Η κάπως γραφική και νοσταλγική, κοινωνική και οικογενειακή σάγκα μάς εξιστορείται παρ’ όλα αυτά, κατά διαστήματα, από “απόσταση”, όταν ο κεντρικός ήρωας Λεωνίδας, ο γιος της οικογένειας Καλούση, ταξιδεύει με το πλοίο στο Αιγαίο για να ξεφύγει από τη μοίρα της δυσλειτουργικής οικογένειάς του. Στο ταξίδι βρίσκει μια κοπέλα που υπόσχεται μια νέα, καλύτερη ερωτική σχέση, ένα ευοίωνο μέλλον, μακρύτερα από τα σκοτάδια της πατρικής οικογένειάς του.
Ο Αντίπαλος (2005), είναι ένα εφιαλτικό, φουτουριστικό, ζοφερό, μεταμοντέρνο, ως ένα βαθμό κυβερνοπάνκ και χαοτικό μυθιστόρημα. Αναφέρεται σε έναν κόσμο προηγμένης, HD ψηφιακής τεχνολογίας και είναι, επίσης, φορτισμένο με ιντερνετικό ερωτισμό, του κυβερνοχώρου και των συνεπαγόμενων σεξουαλικών φαντασιώσεων. Είναι περιέργως γραμμένο σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, λες και ο συγγραφέας απευθύνεται στον ήρωά του και αναφέρει το τι αυτός αισθάνεται και πράττει. Ουσιαστικά η αφήγηση πηγαινοέρχεται από την “πραγματικότητα” στον κυβερνοχώρο, με πρόσωπα σκιές και σωσίες που κινούνται σ' αυτόν, μα και πέρα δώθε, από το ένα σύμπαν στο άλλο. Ο ήρωας έχει καταληφθεί από μανία καταδίωξης και από ορισμένες θεωρίες συνωμοσίας που τον περικυκλώνουν ασφυκτικά, δικές του ή κάποιου αγνώστου, αυτοαποκαλούμενου Big Frend κατά το Μεγάλος Αδελφός, ο οποίος τον παρακολουθεί μέσω του διαδικτύου. Έχει παγιδευτεί επειδή κάποιοι του έβαλαν τρελές ιδέες στο κεφάλι, μέσα από το ίντερνετ, τα διαδικτυακά παιγνίδια και τα chat, οι οποίες ξέφυγαν από το κομπιούτερ του και μπήκαν στο μυαλό και στη ζωή του. Ο κεντρικός χαρακτήρας αλλά και οι αναγνώστες, δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν την εικονική, ψηφιακή πραγματικότητα και την φαντασίωση –ερωτική, αυτοερωτική, υπαρξιακή, κοινωνικοπολιτική–, από την αλήθεια και την “αντικειμενική πραγματικότητα”, αν υπάρχουν. “Δεν βρίσκεις τον εαυτό σου παρά μόνον όταν δίνεις ένα όνομα στον αντίπαλό σου”, είναι η φράση που κόλλησε στο μυαλό του ήρωα, στην αρχή του κεφαλαίου 38, όμως ο ήρωας, αν και περικυκλωμένος από παντού, από τους διάφορους κινδύνους, τους πειρασμούς και τις φαντασιώσεις του, αδυνατεί να το πράξει.
Το σύνολο αποτελεί τον λαβύρινθο ενός νεονουάρ, μιας σχεδόν αστυνομικής έρευνας, ένα περίπλοκο παζλ προς επίλυση που ουσιαστικά καθίσταται αδύνατη, μπλεγμένη όπως είναι με την εσωτερική σύγχυση του πρωταγωνιστή και τις ανεξέλεγκτες κοινωνικές διεργασίες: Τα ιντερνετικά παιχνίδια τζόγου και άλλα, τις κάμερες που στους διάφορους χώρους βιντεοσκοπούν την καθημερινότητά μας, τα πορνοσάιτ live ή με φωτογραφίες και βίντεο, τις διαφημίσεις, την διαδικτυακή κερδοσκοπία, τα ιντερνετικά συστήματα και κυκλώματα, τη διαδικτυακή Εταιρεία ιντερνετικών παιχνιδιών για την οποία εργάζεται ο ήρωας, που ονομάζονται “Κερδίζεις όσα αξίζεις” και “Χοντρά λεφτά”(!) κ.τ.λ.
Μέσω διαδικτύου επικοινωνεί μαζί του ο ανώνυμος Big Frend που τον εποπτεύει, του θέτει ερωτήματα, τον καθοδηγεί (του λέει πως κάποιος τον στρατολόγησε ερήμην του σε μια οργάνωση μέσω ίντερνετ), τον ταράζει και τον αποσταθεροποιεί, τον κάνει να νοιώθει ανασφαλής με τις θεωρίες συνωμοσίας, παρακολούθησης και ποδηγέτησης για τις οποίες τον “ενημερώνει” και του κάνει έτσι τη ζωή δυσκολότερη. Οι θεωρίες συνωμοσίας αποτελούν, του λέει, τις θρησκείες της εποχής μας· μα η λέξη συνωμοσία έχει βγει από το λεξιλόγιο των δραστών και παικτών οι οποίοι παρεμβαίνουν στη ζωή των άλλων και αναφέρονται σήμερα σε “λειτουργικές παρεμβάσεις”, “συστημικές εκτροπές” και “πλάνα αποτροπής χαοτικών φαινομένων”.
Στη ζωή του πρωταγωνιστή μπαίνει αρχικά μέσω ίντερνετ μια θελκτική, νεαρή πορνοστάρ στην οποία προσκολλάται, η Μάλτα, και κατόπιν η Μία, μια κοπέλα που συναντά τυχαία ή όχι (;) και της μοιάζει. Στη μυθιστορηματική αφήγηση εμπλέκεται κι ο διαλυμένος, προηγούμενος γάμος του κεντρικού προσώπου, η πρώην γυναίκα του, η μοιχεία, ο μικρός γιος του, η Μάλτα και η Μία, το κυβενοσέξ, κι ο κομπιουτεράς στενός φίλος του που ίσως τα έχει με την πρώην σύζυγο. Ο φίλος του τον διαβεβαιώνει πως τα χαοτικά συστήματα –στα οποία έχει εμπλακεί ο ήρωας– αν τα αφήσεις να εξελιχθούν εμφανίζουν τάξη και αρμονία και πως η πραγματικότητα, όπως και το διαδίκτυο, αποτελούνται από εκατομμύρια χαοτικά συστήματα που αλληλεπιδρούν... Καλά ξεμπερδέματα!
Πραγματικά καλό, εύστοχο και ολοκληρωμένο το Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά (2018), περιέχει ένα σωρό αρετές, αφηγηματικές, ψυχολογικές και κοινωνιολογικές· και ιδίως τη γόνιμη και δημιουργική χρήση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Σίγουρα ο συγγραφέας κατέχει καλά το ζήτημα, καθώς και το μυστικό της στιβαρής μυθιστορηματικής αφήγησης και της εξέλιξής της, της διάρθρωσης, των παρακάμψεων και των τεθλασμένων δρόμων που ακολουθεί σύμφωνα με τη δομή που της δίνει, καθώς και της εξέλιξης και κορύφωσής της – αυτό φαίνεται ολοκάθαρα και στον "Παραθεριστή". (Λιγάκι φαλτσάρουν κάποιες λεπτομέρειες πολιτικού χαρακτήρα, που το 99% των αναγνωστών δεν μπορούν να αντιληφθούν, αλλά πρόκειται για σημεία που βλέπει μόνο το πολύ έμπειρο πολιτικά μάτι. Για να το κάνω πιο λιανά, το μυθιστόρημα μερικές φορές μπερδεύει λιγάκι τα χαρακτηριστικά των αναρχικών antifa με αυτά των ακροδεξιών ή των αριστερών ή των νορμάλ αντιφασιστών δημοκρατών – δεν το λέω από αριστερή σκοπιά. Οι λεπτές πολιτικές αποχρώσεις αποτελούν όμως μικρολεπτομέρειες και προκύπτουν μάλλον από τα κοινά στοιχεία που έχουν αυτές οι αντιτιθέμενες παρατάξεις, που θα τις προσέξουν ελάχιστοι). Το σύνολο σίγουρα δικαιώνεται αφηγηματολογικά, ψυχολογικά και κοινωνικά, με εικόνες κι αναπαραστάσεις δυνατές, ζωντανές κι αποτελεσματικές.
Ακόμη, θεωρούμε αξιόλογο το σύνθετο κι ολοκληρωμένο πορτρέτο του κεντρικού ήρωα, του καθηγητή Γυμνασίου που αγαπά την Ιλιάδα και τη διδάσκει με θέρμη και επιμονή, ιδιαίτερα στον Αλβανό, πολύ καλό μαθητή του, σε σημείο που η εμμονή του παρεξηγείται από το περιβάλλον ως ομοφυλοφιλική, παιδεραστική τάση... Το μυθιστόρημα μας παρουσιάζει με εκφραστικές, αδρές πινελιές τη διάσταση του φιλόλογου με το εκπαιδευτικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, η οποία φθάνει ως τη σύγκρουση.
Εν κατακλείδι μιλάμε για ένα πολύ αξιοπρόσεχτο πεζογραφικό έργο μυθιστορημάτων, νουβελών και διηγημάτων, που έχει αρκετές κοινές συνιστώσες, για παράδειγμα τη ζοφερότητα που βρίσκουμε στα μυθιστορήματα Αντίπαλος, Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά και Ο παραθεριστής, στις νουβέλες Ο άντρας που ερωτεύτηκε τη γυναίκα μου και Ιστορίες από τον αφρό, και στο διήγημα «Άβερελ». Τα έργα διακρίνονται για την αφηγηματική επάρκεια και ευρωστία της κατασκευής τους, τα πλούσια νοήματα που καταλαμβάνουν ένα ευρύ θεματικό φάσμα και την ενασχόληση με υπαρξιακά και κοινωνικά, ατομικά και συλλογικά θέματα μιας γκάμας ανοιχτής στη ζωή και στον κόσμο, με τις ιδιαιτερότητας του βλέμματος και της γραφής που επιχειρήσαμε να εντοπίσουμε με συγκεκριμένο κάθε φορά τρόπο.