Στάθης Κουτσούνης, «Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο». Κριτικές επισκέψεις και άλλα κείμενα (1989-2020), Μεταίχμιο 2022
—————
Στάθης Κουτσούνης, «Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο». Κριτικές επισκέψεις και άλλα κείμενα (1989-2020), Μεταίχμιο 2022
—————
Τόμος εντυπωσιακός, επιβλητικός και ωραίος. Τίτλος ποιητικός, αφού ποιητής γράφει και κυρίως για Ποίηση: Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο. Με άλλα λόγια, χτυπάω ξένη πόρτα. Προσπαθώ να διαβάσω το μυαλό, τη σκέψη και τα συναισθήματα του άλλου. Να βγάλω άκρη με τον εαυτό μου και τον κόσμο που με περιβάλλει. Ανοίγω τον κύκλο και αλλάζω την αντωνυμία∙ «μας» περιβάλλει. Είναι όλοι οι γράφοντες ίδιοι σε παραλλαγές. Το παιχνίδι παίζεται πάνω στο ποιος θα τα πει καλύτερα, αστραφτερότερα, σοφότερα, εξυπνότερα, απλούστερα, λογιότερα· εμπνευσμένα, όπως η μούσα με το καλλικέλαδο λαρύγγι, η γλυκόλαλη αηδόνα, η πλουμιδόφωνη λαλιά. Από τα αρχαία χρόνια, όταν ο Αριστοφάνης έβαλε τη ζυγαριά για να κρίνει ή να ψηφίσει τον Αισχύλο ή τον Ευριπίδη, έθετε τα θεμέλια μιας κριτικής, η οποία, ωστόσο, αλλάζει ανάλογα με την εποχή. Κάθε εποχή και τα δικά της και ποτέ τίποτε δεν είναι ανεξάρτητο από την εποχή του.
Ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης μαζεύει τις ψηφίδες ή τα φτερά του καθενός και τα βάζει σε τάξη: φτερά μουσικά, ποιητικά, μαντικά, ερωτικά, της ελπίδας, της φήμης, της νίκης… (Αριστοφάνους, Όρνιθες, μτφρ. Βασίλη Ρώτα). Όσο και αν ακούγονται αστεία τα λόγια του αρχαίου ποιητή, στην ουσία περιλαμβάνουν κάθε είδους λόγο καλλιτεχνικό ή ορθολογικό, όπως και στο βιβλίο.
Το βιβλίο απαρτίζεται από το Προοίμιο του Αλέξη Ζήρα, την Εισαγωγή του δημιουργού Στάθη Κουτσούνη και μετά το Μέρος Πρώτο με τις κριτικές του πάνω σε ό,τι τράβηξε το μάτι του και την ψυχή του, τους σημαντικούς των γραμμάτων μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα –όπου και η ενότητα Τεχνοκριτική, που αφορά τη Ζωγραφική, το Θέατρο, τον Κινηματογράφο, τη Φωτογραφία. Ακολουθεί το Μέρος Δεύτερο με Άλλα κείμενα, το Παράρτημα Ι, με τις Συνεντεύξεις του, το Παράρτημα ΙΙ, με Προτάσεις – Προσφωνήσεις – Αποχαιρετισμούς.
Ο Ζήρας μεταξύ άλλων πολλών και σημαντικών μας λέει ότι «το βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη μάς προσφέρει μια καλή ευκαιρία να δούμε εκ του σύνεγγυς ότι μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν ο ποιητής, ο εκπαιδευτικός και ο διαμορφωμένος από την πείρα των δύο προηγούμενων κριτικός / αναγνώστης της λογοτεχνίας», και πολύ σωστά ως εδώ με την έννοια ότι ο εκπαιδευτικός, που έχει 30 ή περισσότερα παιδιά απέναντί του και πρέπει κάθε μέρα σε κάθε διδακτική ώρα να τα ευαισθητοποιήσει, έχει κάνει το πρώτο βήμα της κριτικής, έχει γίνει ο διερμηνέας του ποιητή, του πεζογράφου και του όποιας κατηγορίας λογικού ή υπερλογικού κειμένου. Ας μην επαναπαυόμαστε στην συχνά επαναλαμβανόμενη άποψη ότι η ποίηση δεν διδάσκεται, γιατί αν δεν διδάσκεται και επαφίεται στον πατριωτισμό των όποιων «ευαίσθητων» δεν θα υπήρχαν ευαίσθητοι. Για όλα τα σημαντικά χρειάζεται μύηση, και ο δάσκαλος, ο καθηγητής, ο καθένας με τις δυνάμεις του, θα κάνει τον τροχό να γυρίσει, να δουλέψει. Ο ίδιος ο Στάθης Κουτσούνης σε μια από τις συνεντεύξεις του δίνει, σε παρεμφερή ερώτηση, την απάντηση: «η ποίηση αποτελεί ίσως την τελευταία εστία αντίστασης, ένα μοναχικό αντίδοτο. Υπ’ αυτή την έννοια είναι απαραίτητη και στη ζωή και στην εκπαίδευση» (σ. 421).
Στην Εισαγωγή του μας πληροφορεί για κάτι που ούτως ή άλλως ήταν γνωστό· ποιητής γαρ: «Η σχέση μου με τα βιβλία υπήρξε ανέκαθεν ερωτική», και αναλύει αυτή τη σχέση με την ανταπόκριση των αισθήσεων. Η αφή και η μυρωδιά είναι τα κλειδιά. Αλλιώς, το χέρι στο ρόπτρο∙ «τα δάχτυλα στο φιλιατρό», λέει ο Σεφέρης. Με άλλα λόγια επαναλαμβάνεται το ίδιο, ήτοι οι ποιητές ψηλαφούν την είσοδο στο «άλλο» και από εκεί προκύπτει η ηδονή και από την ηδονή η ανάγκη να μιλήσει κανείς γι’ αυτά που διαβάζει. Θα ανοίξω εδώ μια παρένθεση για να πω πως οι φιλόλογοι, στην πλειοψηφία τους, είναι βιβλιοηδονοθήρες. Εξ ιδίων τα αλλότρια, έλεγαν οι αρχαίοι μας, που κάτι ήξεραν. Να ’χεις ή όχι γράψει ποιήματα δεν έχει τόσο σημασία όσο να ’χεις υποφέρει, παθιαστεί, σκιρτήσει γι’ αυτά που, έτσι κι αλλιώς, οδηγούν στην Ποίηση, γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», σ. 235). Πόσο μάλλον αν είσαι ποιητής, όπως ο Κουτσούνης, στην έδρα και στα ποιήματα.
Το βιβλίο που γοητεύει είναι αντικείμενο πόθου, είναι ερωτική αγκαλιά. Η Κριτική όμως είναι και αυτή δουλειά του ποιητή; Ναι, πριν από όλους ο ποιητής γράφει διαβάζοντας, κρίνει επιλέγοντας. Τα έργα της τέχνης των άλλων είναι το κριτήριό του, και ας μην σκοτώσουμε τους πατεράδες μας, όπως λέει η ψυχανάλυση, απλώς ας πατήσουμε στους ώμους τους, στους ώμους των γιγάντων, όπως λέει ο Ουμπέρτο Έκο, για να δούμε παραπέρα. Ο Κουτσούνης ήδη αυτό έχει κάνει εμπράκτως με την επιλογή των κειμένων του Πρώτου μέρους. Στους δικούς του γίγαντες συγκαταλέγεται ο Σοφοκλής, για να μιλήσει για τους μοναχικούς ήρωές του, την Αντιγόνη και τον Φιλοκτήτη, μετά, με διασκελισμό γίγαντα να φτάσει στον 14ο αι, στον Βοκάκιο, τεράστιες οι αποστάσεις χρόνου, ύφους, γλώσσας, εξ όνυχος τον λέοντα όμως, για να προλάβει τον Διονύσιο Σολωμό, τον σημαντικότερο Έλληνα ποιητή «με ευρωπαϊκό διαμέτρημα», να μιλήσει για τις διαχρονικές αρετές του και να μας θυμίσει τον Οδυσσέα Ελύτη στο Άξιον Εστί, «μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…» Δεν είναι τυχαία η υπόμνηση και πρέπει να αξιολογηθεί με μεγάλη σοβαρότητα η «λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα». Η αληθινή ποίηση γράφεται με αλήθειες.
Με τον Σολωμό ο Κουτσούνης συνομιλεί και μέσω ενός ποιήματός του, με τίτλο «Η αποκάλυψη» (από την ποιητική συλλογή του Παραλλαγές του μαύρου, Δελφίνι 1998), δημοσιευμένο στην ενότητα «Διάλογοι ποιητών με τον Διονύσιο Σολωμό» του τόμου: Μνήμη Διονυσίου Σολωμού. Εκατόν πενήντα χρόνια από την κοίμησή του, Ακτή - Λευκωσία 2007. Επιλέγω τρεις εικόνες. Η πρώτη: «Μισάνοιχτο το παράθυρο κι η πανσέληνος/ σταφτάλιζε στη λευκή σου σάρκα». Η δεύτερη: «άρχισες με τους ήχους μιας αόρατης ορχήστρας/ να γδύνεις το γυμνό σου σώμα// το δέρμα πρώτα και το ακούμπησες/ σαν πανωφόρι στον καναπέ/ από μέσα έλαμψαν σπήλαια σπονδύλων/ φωσφόρισαν τα έγκατα/ ύστερα έλυσες τα οστά» και η τελευταία: «κι όπως τότε τον πρώτο καιρό/ με κοιτούσες αισθαντικά/ αλλά με βλέμμα παγωμένο». Οι στίχοι μιλούν μέσα από την επικοινωνία με τις Μεγάλες Ουσίες.
Για τον Παπαδιαμάντη, η κριτική έχει πει πως είναι ποιητής. Να όμως που είναι και ζωγράφος, όπως σχολιάζει ο Κουτσούνης: «αποτυπώνει με λέξεις πάνω στον καμβά του την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία θα κινηθούν οι δράκοι, τα φαντάσματα, οι αλαφροΐσκιωτοι, όλα όσα δημιουργούν μια αίσθηση παραμυθιού. Η φύση ιχνογραφημένη εξπρεσιονιστικά … μετέχει στη διαδραμάτιση. Η γραφή είναι κινηματογραφική, ο συγγραφέας κάνει travelling εστιάζοντας σε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες…»
Επανέρχομαι στον Κουτσούνη, ο οποίος επικαλείται τον Rilke, που έλεγε πως «κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα … Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντά πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε… Τα περισσότερα … δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε…» Και όμως μπορούμε να εκφράσουμε πολλά, και ο Κουτσούνης αυτά τα πολλά τα ένιωσε από μικρό παιδί. Όταν διάβασε τα Αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου –η εντοπιότητα τον άγγιξε; Δεν μας το λέει– ενθουσιάστηκε και πήρε το μολύβι για να γράψει, να εκφραστεί και να θαυμάσει, γιατί ο κριτικός κατευθύνεται από τον ενθουσιασμό του, με την αρχαία του όρου έννοια. Επομένως ο νεαρός ποιητής μπήκε ένθεος στον διθύραμβο της κριτικής, στην Αυγή της 20ής Αυγούστου 1989. Μεστό καλοκαίρι, έτοιμο και το ποτό του Διόνυσου τον οδήγησε στη μέθη της κριτικής. Έτσι, στον παρόντα τόμο θα βρούμε κείμενα 31 ετών, κριτικά και δοκιμιακά, θέματα λογοτεχνίας και τέχνης –δεν ξεχνάμε την αγάπη του και την ενασχόλησή του με την κλασική μουσική, τη ζωγραφική, το θέατρο, τον κινηματογράφο– αλλά και θέματα της προσωπικής φιλοσοφίας του για τη ζωή, καθώς και άλλα της καθημερινής τριβής και της σχολικής πραγματικότητας.
Τα κείμενα ταξινομούνται ανάλογα με τη χρονολογική σειρά των δημιουργών και όχι με τη σειρά δημοσίευσης. Είναι κείμενα που προέκυψαν είτε από την έκδοση ενός βιβλίου είτε από τη συμμετοχή σε ένα αφιέρωμα ή είναι κείμενα για τη συνολική παρουσία κάποιων, των οποίων φωτίζει το έργο. Συνολικά παρουσιάζει 29 συγγραφείς, ποιητές οι περισσότεροι, μερικοί με παραπάνω του ενός κείμενα. Ορισμένες κριτικές συνοδεύονται από ανθολόγιο, διότι η ανθολόγηση είναι και αυτή κριτική, μας υπενθυμίζει. Αν ο προσεκτικός αναγνώστης συναντήσει κάποιες επαναλήψεις από κείμενο σε κείμενο, κυρίως στις περιπτώσεις που έχει γράψει περισσότερα κείμενα για κάποιον ποιητή, ο ίδιος ο Κουτσούνης εξηγεί στην Εισαγωγή του γιατί συμβαίνει αυτό: «επειδή το κάθε κείμενο έχει την αυτοτέλειά του και έχει δημοσιευτεί για συγκεκριμένο λόγο σε διαφορετικό περιοδικό ή εφημερίδα, και καθώς από δημοσίευση σε δημοσίευση προστίθενται νέα στοιχεία που συμπληρώνουν την άποψή μου για το έργο και τον συγγραφέα, έκρινα σκόπιμο να τα αφήσω χωρίς παρεμβάσεις, όπως πρωτοδημοσιεύτηκαν. Άλλωστε, ο τόμος αποτελεί συναγωγή δημοσιευμάτων.» Τα αφορώντα την τέχνη, ενταγμένα σε ξεχωριστό κεφάλαιο, αποδεικνύουν με την συμπαρουσία τους στο βιβλίο ότι όλα επικοινωνούν∙ η Ποίηση και οι Τέχνες, Les parfums, les couleurs et les sons se répondent, κατά τον εμβληματικό στίχο του Baudelaitre.
Δειγματοληπτικά παραθέτω απόσπασμα από κείμενο για τον ποιητή Γιάννη Κοντό: «Ο Κοντός χρησιμοποιεί τη ζωγραφική για να ταξιδέψει στο βαθύτερο είναι του και να εξορύξει τα προσωπικά του χρώματα», και το παράδειγμα που τεκμηριώνει τη θεωρία: «Άφησα το ζεστό σου κρεβάτι,/ τα λευκά σεντόνια, τα ήσυχα νερά/ και πήγα σ’ εκείνες τις πλατείες/ του Ντε Κίρικο, στο υποσυνείδητο/ με τα κυλιόμενα φεγγάρια».
Η ζωγραφική κριτική συνεχίζεται με αφορμή την έκθεση της Βάσως Σοφρά: «Οι συνθέσεις της Σοφρά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τοπία, με την ευρεία έννοια του όρου, τα οποία αποτελούν προεκτάσεις του περιβάλλοντος.»
Για τον Γιάννη Καστρίτση: «Οι πίνακες του Καστρίτση είναι φτιαγμένοι με τέτοιον τρόπο, ώστε να σε προσκαλούν-προκαλούν να σταθείς… να ανιχνεύσεις τα κρυφά, τα μυστικά τους σημεία.»
Σε ένα απόσπασμα από παλιά συνέντευξη, σε σχετική ερώτηση που αφορά τα νεανικά χρόνια του, απαντά: «Είναι ένα παιδί φανατικό για γράμματα, περίεργο και φιλέρευνο, ιδιόρρυθμο και με ιδιαίτερη προσωπικότητα. … αγαπάει οτιδήποτε όμορφο και του αρέσει να παίζει με τις λέξεις.»
Για το Παιχνίδι της σφαγής του Ευγένιου Ιονέσκο, που ανέβασε η Θεατρική Ομάδα ΣΑΕΕ_TIRAMISU, στο Θέατρο της Σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, ο Κουτσούνης μάς δίνει ένα κείμενο με πολλές προεκτάσεις στα άλλα έργα του Ρουμάνου συγγραφέα αλλά και σε έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, επισημαίνοντας ότι το έργο συνομιλεί «με το Περί τυφλότητος του Ζοζέ Σαραμάγκου, την Πανούκλα του Αλμπέρ Καμί, το Δεκαήμερο του Βοκάκιου». Ο Ιονέσκο, γράφει, «χτίζει ένα έργο που σήμερα φαντάζει περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ. … Το Παιχνίδι της σφαγής δεν είναι παρά ένα από τα πολλά παιχνίδια που παίζουν οι κοινωνίες στον εαυτό τους. Παιχνίδια τρόμου, καταστροφής και αυτοκαταστροφής, βίας στη βία που ξαναγεννά βία, κι όλα αυτά χωρίς εξήγηση».
Δυστυχώς δεν μπορούμε από αυτή τη στήλη να παρουσιάσουμε όλο τον θησαυρό που περιέχει το βιβλίο, αλλά και δεν πρέπει να κλείσουμε, χωρίς να κάνουμε ευλαβική στάση στο Βλέμμα του Οδυσσέα του αξέχαστου κινηματογραφιστή με την ποιητική ματιά, του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο Κουτσούνης ανατέμνει κάθε σκηνή, κάθε βλέμμα, κάθε λεπτομέρεια, γίνεται ο ξεναγός μας σε μια ταινία ποίησης και ιστορίας. Σηκώνει τον πέπλο και μας δείχνει το πώς το δικό του βλέμμα συλλέγει τις ψηφίδες της ιστορίας. Ο Αγγελόπουλος, λοιπόν, φτιάχνει μια ταινία βαλκανική, μας λέει: «Στο μυαλό μας έρχεται η Παμβαλκανική Ομοσπονδία, το όραμα του Ρήγα, μια ένωση των βαλκανικών κρατών, με προεξάρχον, primum inter pares, το ελληνικό στοιχείο … Το Βλέμμα του Οδυσσέα είναι μια αφήγηση της Μνήμης, μια αφήγηση της ιστορίας. … αποτελεί το ρέκβιεμ ενός αιώνα που τελειώνει κουβαλώντας στις πλάτες του, και ίσως στο φέρετρό του, τα θραύσματα της ιστορίας του. … Είναι ένας ύμνος για τα διαψευσμένα όνειρα».
Ο Στάθης Κουτσούνης είναι homo universalis. Οι κριτικές του δεν διαβάζονται μόνο με τα μάτια. Είναι πίνακες ζωγραφικής που απλώνονται μπροστά μας με όλους τους ήχους της φύσης, της πόλης, είναι μουσικές εξαίσιες και φωνές που ξεφεύγουν από τις λέξεις του για να μας δείξουν σαν μικρά ρυάκια τον μεγάλο ποταμό από τον οποίο επήγασαν. Και ο ποταμός αυτός είναι η ελληνική παράδοση, η παγκόσμια λογοτεχνία και τέχνη, ο κόσμος ο όμορφος και αγγελικά πλασμένος αλλά και σοβαρά πληγωμένος.
Τι προσφέρει ένα τέτοιο βιβλίο στον αναγνώστη; Αναγνωστική απόλαυση, γνώσεις και ήχους από ένα ρόπτρο που χτυπάει πάνω σε ξένες πόρτες. Συμπυκνωμένη πληροφορία για κάποιον που έτυχε ποτέ να μη διάβασες και τώρα τον έχεις μπροστά σου ολόκληρο, με τη θεωρία και τα ποιήματά του, με τα μάτια ενός ευαίσθητου ποιητή, ανθρώπου των γραμμάτων και της τέχνης, της πράξης την ημέρα και του ονείρου τη νύχτα. Ωστόσο, την απάντηση την έχει δώσει ο ίδιος ο Κουτσούνης, στη σελίδα 396:
«Με το διάβασμα μπορείς … να ζήσεις ποικίλες ζωές, να εμπλουτίσεις τη δική σου, να αντισταθμίσεις τη μειωμένη όραση, να εισχωρήσεις στο βάθος της ψυχής… Διότι το διάβασμα δεν είναι απλώς μία δραστηριότητα της ζωής, είναι μια αυτούσια πολύπτυχη ζωή, ερωτική και απολαυστική…»