Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη

Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη

Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη, εκδ. Οδός Πανός

————


Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε σε αυτό το βιβλίο τη συγγραφική πρόθεση του ποιητή, θα προσφύγουμε στον τίτλο με τον οποίο έχει στεγάσει τα ποιήματα,
προβάλλοντας μια πιθανή σύνοψή τους. Ο τίτλος είναι Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη, άρα σε αυτή τη συλλογή το χώρο αποτελεί η πόλη (οι ανθρώπινες
κοινότητες), το αντικείμενο είναι το πένθος και ο τρόπος της εκφοράς της
ομιλίας ο ψιθυριστός.

Πράγματι, βοηθούμενοι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, όπου εκτίθενται από τον ποιητή ορισμένες εκδοχές της έννοιας του πένθους, αλλά κυρίως από δικές μας σκέψεις που προκύπτουν από την ανάγνωση των σελίδων του, θα διατυπώσουμε ότι ως πένθος εδώ νοείται κάθε απώλεια προσώπων και πραγμάτων, κάθε τελείωμα σχέσεων, καταστάσεων και εποχών, πένθος είναι η συνειδητοποίηση του χαμένου χρόνου και αγώνα και της έλλειψης μελλοντικής ελπίδας, η αποδοχή της μη δυνατότητας παρέμβασης σε γεγονότα που μας υπερβαίνουν. Με τη χρήση της υπερρεαλιστικής τεχνικής, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, με τις απρόσμενες εικόνες και τους περίεργους συνειρμούς, ο ποιητής δεν αφήνει τον αναγνώστη του να εισχωρήσει πλήρως στο σύνολο των δεδομένων του (ίσως μάλιστα η επίγνωση του γεγονότος αυτού τον οδηγεί στην προαναφερόμενη στο οπισθόφυλλο παράθεση και αποσαφήνιση των εννοιών που θεωρεί ότι εκφράζουν τη στάση του). Είναι ξεκάθαρο όμως ότι βαδίζει στο έδαφος του πραγματικού κόσμου, απλώς οι αναφορές, όταν δεν είναι εμφανείς, κάποτε είναι απλώς υπαινικτικές και κάποτε δυσδιάκριτες. Η παρατήρηση του περιβάλλοντος χώρου και μάλιστα επίμονη, γίνεται από μια θέση εκτός κάδρου, αφού «η μοναξιά (είναι) η ερωμένη του καλλιτέχνη», διότι πράγματι η ποίηση και η τέχνη γενικότερα ανθίζουν στους χώρους της περίσκεψης και όχι «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες» (με τα λόγια του Καβάφη βέβαια εδώ). Η απόσταση αυτή είναι μερικές φορές επιβεβλημένη προκειμένου ο καλλιτέχνης να εξηγήσει τον κόσμο ή και να τον νοηματοδοτήσει. Η επιδερμικότητα των σχέσεων, η προσφυγή στην ψυχολογία της μάζας ή από την άλλη οι μικροαστικές ευκολίες και η ρηχότητα του φαίνεσθαι, μοιάζει να ενοχλούν το ποιητικό υποκείμενο. Έτσι με μικρές άλλοτε αφηγήσεις που στέκονται αυτόνομα ή άλλοτε με πιο αποσπασματικού χαρακτήρα ποιήματα των οποίων το νόημα συναρτάται στα πλαίσια της ευρύτερης σύνθεσης, η οποία εξ άλλου —όπως και σε άλλα έργα του— είναι δομημένη σε επί μέρους ενότητες, επιτελείται συχνά ένας σχολιασμός του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος. Οι θρησκευτικοί φανατισμοί που οδηγούν σε θανάτους από εκρηκτικά, η κυριαρχία της παρουσίας των σκουπιδιών ως δεικτών της υπερκατανάλωσης, τα γρανάζια της γραφειοκρατίας με τους «γηραλέους γραφειοκράτες» της, η έλλειψη δικαιοσύνης (όπως άλλοτε το χαραγμένο στο κομμάτι του πηλού προς εξοστρακισμό το όνομα του δίκαιου Αριστείδη, τώρα εκπεφρασμένη με άλλες ίσως μορφές), η δίψα του χρήματος, το ρατσιστικό ζήτημα, οι επιπτώσεις του πυρηνικού πολέμου, το γδαρμένο σώμα των ζώων στις κρεαταγορές του Πεκίνου, ο Παράδεισος που έπρεπε —κατά την άποψη του ποιητή— να έχει ελευθέρας στην κυκλοφορία, με σαφείς υπαινικτικές αναφορές σε σημερινά τεκταινόμενα. Ακόμα η υποκρισία («το χάιδεμα πριν τη θανάτωση»), η κατάσταση υποταγής («η σχέση της αρκούδας με το ντέφι»). Έτσι λοιπόν συμπλέκεται ο ρεαλισμός με τον υπερρεαλισμό, τα «γυμνάσια με πραγματικά πυρά» (τι ποιο πραγματικό;) με έναν διάβολο με την πηρούνα του. Μέσα από τις γραμμές αναδύεται η κριτική του κατασκευασμένου ανθρώπινου κόσμου, αποφεύγοντας όμως τη φωνασκία και κρατώντας τόνους χαμηλούς. Κάποτε οι υπαινιγμοί αφορούν απλώς μια δυο λέξεις μέσα στο σύνολο του ποιήματος. Ο ποιητής, με το να μην ανοίγει όλα τα χαρτιά του, μοιάζει να θέλει να αναγκάσει τον αναγνώστη να εισχωρήσει στο σύμπαν του, οδηγούμενος από τα ράκη των λέξεων. Προτιμάει μια λεπτοδουλεμένη υποδόρια ειρωνεία από τις βαρύγδουπες διατυπώσεις. Βρίσκω το κλίμα λίγο διαφορετικό από αυτό του συνόλου του βιβλίου μόνο στο ποίημα με τίτλο «Η ανισότητα», όπου το ύφος —μεταξύ των άλλων με τη διαρκή επανάληψη της ίδιας λέξης— γίνεται πιο επιδεικτικό και ηχηρό, καταλήγoντας όμως σε μια ωραιότατη εικόνα στο τέλος του. Ακόμη μεγάλη σημασία στην ποίηση του Βαγγέλη Αλεξόπουλου έχουν οι τίτλοι των ποιημάτων, οι οποίοι συχνά είναι εκτενέστατοι, αποτελούν συνήθως την κεντρική ιδέα, ή έστω την αρχική έμπνευσή της και θα μπορούσε κάλλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις το υπόλοιπο μέρος του ποιήματος να λείπει, με το ίδιο νοηματικό αποτέλεσμα. Το υπαρξιακό ζήτημα αναμοχλεύεται στο βιβλίο επίσης. Ο θάνατος είναι παρών, πώς θα μπορούσε να απουσιάζει, αφού είναι μέρος της ζωής; Ωστόσο ο ποιητής υποδεικνύει ότι τα παιδιά ξέρουν να φτιάχνουν ένα κόσμο χωρίς θάνατο, το ίδιο και κάποιοι από τους ποιητές αφού «Στο υπόγειο ο Μίλτος Σαχτούρης/ καθισμένος στο δάπεδο οκλαδόν/ τραντάζεται από τα γέλια κάθε φορά/ που κερδίζει το θάνατο στην πρέφα». Μάλιστα όπως διατυπώνει, «οι πεθαμένοι υπαγορεύουν τα ποιήματα». Γιατί πράγματι, πώς να ξεχάσει κανείς πρόσωπα αγαπημένα, τα λόγια, τις πράξεις και τις ιδέες τους; 

Το σύνολο του βιβλίου —όπως μας αφήνει να εννοήσουμε το εισαγωγικό ποίημα— είναι μια παρτίδα σκάκι με το διάβολο. Ο διάβολος όμως δεν είναι κάποια υπερουράνια οντότητα. Είναι ο ίδιος ο απανθρωποποιημένος άνθρωπος. Εκείνος που είτε με επίγνωση πλήρη, είτε απλώς με ανοχή πράττει το κακό και το λάθος. Ο ποιητής δεν εξαιρεί τον εαυτό του από την ιστορία. Κλείνει ο ίδιος το διάβολο στο δωμάτιό του. Έχει συνείδηση ότι πολλά συμβαίνοντα υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας, ότι ίσως δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης στα πράγματα ή διαφυγής. Η απόκρυψη στο τέλος των σελίδων του σε μια «μήτρα αρχέγονη, φιλόξενη και ζεστή» είναι η ανάγκη του για μια ξεκούραση από τα δύσκολα καθημερινά, μια επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα, την παραδείσια εκείνη αμεριμνησία πριν να υπάρξει η ενοχή του πράττειν, μια απόσυρση από έναν κόσμο παράλογο. Και ένας παράλογος κόσμος πώς μπορεί να παρασταθεί και να κοινοποιηθεί παρά με παράλογες εικόνες; Στην κατεύθυνση αυτή έχει αναπτύξει μια προσωπική γλώσσα, όχι εύκολα αντιληπτή στα σημεία, που αφήνει όμως μια χαρακτηριστική επίγευση. Βεβαίως είναι φανερά τα διαβάσματά του και η επαφή του με την σύγχρονη αμερικανική ποίηση, αφού θα αναφερθεί στο βιβλίο σε αμερικάνους ποιητές π.χ. τη Rosa Alcalá, συνεχίζοντας το μοτίβο κάποιου ποιήματος της, ή τον Έντουαρτ Χηρς. Πράγμα που για τον απλό αναγνώστη δημιουργεί μια επί πλέον δυσκολία στην κατανόηση. Δεν θα παραλείψει όμως την αναφορά και σε εντόπιους ποιητές, όπως το Μίλτο Σαχτούρη (στον οποίο δείχνει να έχει ιδιαίτερη προτίμηση), στο ποίημα που προαναφέρθηκε, αλλά και σε άλλο σημείο, όπου κάνει έναν συσχετισμό με το ποίημα τού τελευταίου «Ο τρελός άνεμος Αγίρ», όπου κατά τα από το Σαχτούρη εκεί περιγραφόμενα, «το μυαλό (ήταν) γεμάτο ιστορίες από έρωτες (κι) από θανάτους», υποδεικνύοντας ίσως πλαγίως και τη δική του οπτική, παρ' όλο που η ζωή με τους ταλαιπωρημένους αγγέλους της και τα προβλήματά τους, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη συμμετοχή σε αυτό το βιβλίο. 

Βεβαίως η φωνή εναντίωσης του ποιητή μας σε μια δυσλειτουργική κατάσταση της ανθρώπινης πολιτείας και του κόσμου είναι ψιθυριστή —αφού η ποίηση με τους δικούς της τρόπους ξέρει να πορεύεται— αλλά κατά τους στίχους του, ο άνθρωπος «συνεχίζει να κλωτσάει/ τη μπάλα από σίδερο/ που του 'χουν δέσει/ στο πόδι». Που σημαίνει ότι κουβαλώντας στο βίο του τα βάρη των επιλογών του ή αυτά που έξωθεν του επιβάλλονται, συνεχίζει αναγκαστικά την πορεία του. Βεβαίως η απελπισία είναι υπόκωφη στο βιβλίο αυτό, αλλά δεν κρύβεται. Διότι τελικά απέναντι σε μια δύσμορφη πραγματικότητα που σε απελπίζει, «πώς να περιορίσεις την απελπισία με λέξεις;» Το μόνο που απομένει είναι να σαρκάσεις την πραγματικότητα αυτή. Και μάλλον αυτό επιχειρεί με το παρόν, αλλά και με το γενικότερο έργο του ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: