Η σκιά ενός συμβατικού έρωτα


Κώστας Λογαράς, Όταν βγήκε απ’ τη σκιά, εκδ. Καστανιώτη 2021

————


Α. Στο τελευταίο μυθιστόρημά του με τίτλο Όταν βγήκε από τη σκιά, ο Κώστας Λογαράς αφηγείται την ιστορία ενός έρωτα. Δηλαδή αφηγείται τη συμβατική αρχή του έρωτα της Αμαρυλλίδας ή Μαρίας ή Μαρυλλίδας ή Μαριγώς ή της Μάριαν και του Ερρίκου.

«Ήταν νέος τότε. Λεπτός πολύ, μελαχρινός, είχε μόλις εγκατασταθεί στην περιοχή, νεαρός αρχιτέκτονας μηχανικός της ΜΟΜΑ. Κι αυτή ερωτεύτηκε τη μέση του, τη γυμνή του πλάτη. Το μελαψό του δέρμα την έκανε να λαχταράει το κορμί του, διέκρινε τις φουσκωμένες φλέβες, τις γεμάτες ένταση στην επιφάνεια των χεριών τα μακριά λεπτά του δάχτυλα.» (σελ. 10-11)

Και ο Ερρίκος από την άλλη μεριά

«Πού και πού έστρεφε το βλέμμα του αυτός και κοίταζε ψηλά, τυχαία δήθεν ή αδιάφορα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το μπαλκόνι της. Ένα μικρό, σπαστό χαμόγελο σαν νεύμα μυστικό-«είσαι στη σκέψη μου»-χαράσσονταν στα χείλη του. Ένας διάλογος μεταξύ τους, κρυφός απ’ όλους.»(11)

Είναι ένας έρωτας του βλέμματος.

Αφηγείται επίσης ο συγγραφέας την καμπή του συμβατικού έρωτα.

«Ο Ερρίκος κάθεται στο γραφείο και φαντασιώνεται τον κόσμο. Εγώ αντίθετα, θέλω να ζω. Πώς μπορεί να ξοδεύει τη ζωή του έτσι? Με λόγια. Λέξεις που φεύγουν στον αέρα.»(8) (σκέφτεται η Μάριαν)

Επίσης αφηγείται το τέλος ενός ουσιαστικά ανύπαρκτου έρωτα.

«Κάθεται τώρα απέναντί του και τον παρακολουθεί. Στα σταυρωμένα χέρια του πανάδες, στίγματα, οι φλέβες του μπλαβιές, γεροντικές. Το ροχαλητό τραντάζει το κορμί του.(…)Ένας ξαφνικός λαρυγγισμός που της φέρνει θυμηδία-,Δεν ήταν έτσι πάντα ,αναλογίζεται η Μάριαν.(…)Παίρνει τη ματιά της από πάνω του, γυρίζει το κεφάλι αλλού, κοιτάζει έξω. Πέρα απ’ το παράθυρο, στον κήπο της (…)Πώς γίνεται άραγε, αναρωτιέται. Πώς γίνεται κι αυτό που κάποτε σε συγκινούσε είναι το ίδιο που τώρα το αποστρέφεσαι-αλλά και σε κρατάει παγιδευμένη?»(12-13)

Όλα αυτά συμπυκνώνουν την πορεία ενός συμβατικού έρωτα, και όλα λέγονται στην αρχή του μυθιστορήματος, στις 7 πρώτες σελίδες, όταν η ηρωίδα Μάριαν είναι 50 χρόνων!


Β. Γιατί το κάνει αυτό ο συγγραφέας? Γιατί κατασκευάζει μια αντισυμβατική αφήγηση ενός συμβατικού έρωτα? Προφανώς θέλει να μελετήσει με άνεση, στις υπόλοιπες 240 περίπου σελίδες, τα δύο πρόσωπα ,τη Μάριαν και τον Ερρίκο, τους δύο χαρακτήρες, και εν τέλει δύο διαφορετικούς κόσμους, όπου ανήκουν τα δύο πρόσωπα.

Η Μάριαν από μικρή είναι η ίδια η φύση, ανυπότακτη, λατρεύει τη φύση. Θα την μεταφυτεύσει στην πόλη, όπου θα την φέρει ο Ερρίκος, και στο τέλος θα την προστατεύσει και θα την προβάλλει σε ένα σύγχρονο περιβάλλον.

«Τα παιδικά της χρόνια ,λέει ο αφηγητής που μπαίνει στη σκέψη της Μάριαν, μύριζαν λεβάντα. Διάσπαρτες λεβαντιές, στενόφυλλες, άνθιζαν στην άκρη του μπαξέ.(…) Έκοβε τα αρωματικά μωβ άνθη στη βάση του βλαστού και τα έπλεκε περίτεχνα. Τα έκανε μικρά ματσάκια σαν αδράχτια ή έβαζε τα άνθη σκόρπια σε πάνινα πουγκιά (…) και τα’ χωνε κάτω απ’ τα ρούχα στις ντουλάπες, στα συρτάρια ανάμεσα στις μπλούζες και στα εσώρουχα. (…) (14) «Παιδί που ήταν, στα χρόνια της λεβάντας περπάταγε ξυπόλυτη, καβάλαγε ασέλωτο το άλογο κρατώντας το σφιχτά από τη χαίτη (…) και χανόταν στα χωράφια, πέρα στα δέντρα, στο ποτάμι.» (16)

«Όλα μύριζαν λεβάντα το σχολείο, το ποτάμι, τα βλέμματα των αγοριών. Τα καημένα! Άβγαλτα και ανήξερα, πάσχιζαν να συναντήσουν το δικό της ανήσυχο, σχεδόν πάντα αγριεμένο βλέμμα.» (17)

Και όταν αργότερα θα έρθει στα νότια μέρη

«Ήταν ενθουσιασμένη με τη μυρωδιά και τα χρώματα της θάλασσας, τις καινούργιες γεύσεις. (…) Μα περισσότερο από κάθε τι την είχε σαγηνεύσει η γλύκα της ελιάς. Στον τόπο τον δικό της-χιόνια και παγωμένα κλίματα-δεν ευδοκιμούσαν οι ελιές, δεν υπήρχαν τέτοια δέντρα. Από τις μεγάλες εμπειρίες της και τα καινούργια θαυμαστά που γνώρισε στο νέο κόσμο ήταν το χρώμα της ελιάς. Το πράσινο χρώμα της, αθόρυβο, βελούδινο σαν ψίθυρος. Και τα κλαδιά της. Ενώ κρατάνε πλούσια σκιά, αφήνουν γενναιόδωρα να περνάει ανάμεσά τους το φως της μέρας, σου επιτρέπουν να βλέπεις, ανεμπόδιστα σχεδόν, τον ουρανό.» (37)

Ένας κόσμος γεμάτος οσμές, χρώματα και ήχους ήταν ο κόσμος της Μάριαν.

Ο κόσμος της φύσης. Ενώ ο Ερρίκος είναι μη φύση. Είναι ο εαυτός του και τον λατρεύει. Είναι αυτός που τον έφτιαξε το περιβάλλον-και κυρίως η μητέρα του.

Οι σελίδες που αναφέρονται στις σχέσεις με τη μητέρα του είναι διδακτικές του πώς χτίζεται ένας χαρακτήρας.

«Του άρεσε να μιλάει και να ακούει τη φωνή του-βαθιά φωνή, αρρενωπή-γοητευμένος περισσότερο από τον ήχο της παρά από την ιστορία την ίδια. Και σαν τον σκηνοθέτη που σχεδιάζει τις κινήσεις του για να φτάσει στην κορύφωση του έργου, ήξερε τι να πει, μπροστά σε ποιους και πότε. Εντυπωσίαζε, κέρδιζε το ενδιαφέρον, γινόταν αρεστός.» (25)

«Η Δόμνα, (η μητέρα του Ερρίκου) είχε κάνει δουλειά.

«Είμαστε η εικόνα που δείχνουμε στους άλλους, οι άνθρωποι θα πιστέψουν

για σένα αυτό που θα τους πεις, όχι αυτό που είσαι-αυτό μπορεί να μη το

μάθουνε ποτέ» άκουγε σαν ψίθυρο στ’ αυτιά του τη φωνή της.»(51)

Έτσι υπήρχε ένας τοίχος ανάμεσα στη Μάριαν και τον Ερρίκο.

«Καθώς πέταγαν πάνω απ’ το πέλαγο σε ύψος χαμηλό, κάτω σπαρμένα στο νερό νησιά και βράχια, κι αυτός ήταν πάντα βυθισμένος στα χαρτιά του, «Ασ’ τα τώρα, θα ασχοληθείς μετά, κοίτα τη μαγεία των νησιών», γύρισε και του είπε η Μάριαν. Ήταν καλοδιάθετη, γεμάτη ζωή.

Έριξε εκείνος απ’ το φινιστρίνι μια αδιάφορη ματιά και ανέκφραστος ξανάσκυψε μπροστά του. Σαν να μην τον άγγιξε το απέραντο που έβλεπε έξω, σαν να μην τον συγκίνησε τόσο φως.

«Έξω είναι η ομορφιά, Ερρίκο! Και η φύση. Η δημιουργία δεν είναι μόνο στα χαρτιά.» (53)


Γ. Ο καθένας, λοιπόν, ακολουθεί το δρόμο του και φτάνει στην κορυφή, την επιτυχία. Ο Ερρίκος θα γίνει επιτυχημένος συγγραφέας. «Με το τελευταίο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, ανταγωνίστηκε τα φαβορί της χρονιάς. Ένα αουτσάιντερ διέψευσε τις φιλοδοξίες πολλών. Βγήκε μπροστά, καθιερώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους.» (79)

«Ο Ερρίκος είχε καταφέρει στα σαρανταπέντε του να αποκτήσει εκτόπισμα. Αυτό του πνευματικού ανθρώπου. Η γνώμη του και η υπογραφή του κάτω από οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή πολιτική καταγγελία μέτραγαν πολύ. Ζύγιαζε πάνω του ο λόγος του διανοούμενου εξίσου με το κύρος του επιστήμονα.» (80)

Από την άλλη μεριά η Μάριαν γνωρίζει πολύ καλά τους καρπούς της φύσης, τους παράγει και μπορεί να τους χρησιμοποιεί άριστα. Είναι μια επιτυχημένη μαγείρισσα. Βάζει όλη της την τέχνη στο μαγείρεμα. Είχε μεγαλώσει με παππούδες και γιαγιάδες, μέσα σε καλλιέργειες και μποστάνια και η φροντίδα για τους άλλους ήταν ενσωματωμένη στην καθημερινή ζωή. Η δοτικότητα και η προσφορά. Κι ένα πλήθος συνταγές, τεχνικές μαγειρικές, τις θυμάται από τότε.

«Η καλή μας διάθεση είναι το συμπλήρωμα για ν’ αποκτήσει ένα φαΐ γεύση και νοστιμιά» έλεγε η μητέρα της. Και η Μάριαν μεγαλώνοντας έμαθε ότι η ψυχική γενναιοδωρία μπορεί να χορτάσει και τα πιο πεινασμένα στόματα.»(88-89)

Και οι δύο επιτυχημένες διαδρομές θα διασταυρωθούν στο λαμπερό δείπνο που θα οργανώσει στο σπίτι ο Ερρίκος για τον κριτικό λογοτεχνίας και το σινάφι των διανοούμενων. Θα διασταυρωθούν και θα συγκρουστούν. Το κεφάλαιο όπου περιγράφεται το δείπνο είναι από τα καλύτερα του βιβλίου και επιγράφεται ακριβώς «Δύο κόσμοι» (90-105). Από την εποχή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας το δείπνο είναι ένας χώρος και χρόνος, όπου εκδηλώνεται η αγάπη, η φιλία, η ανθρωπιά. Σε αυτό όμως το κεφάλαιο, όπως και το επόμενο, όπου το ρήγμα ευρύνεται μεταξύ Μάριαν και Ερρίκου, γιατί αποκαλύπτεται η ψεύτικη επιφάνεια της ζωής του Ερρίκου (106-112) γίνεται ορατή η αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ των δύο κόσμων που εκπροσωπούν η Μάριαν και ο Ερρίκος. Δεν είναι πια δύο πρόσωπα. Είναι δύο κόσμοι. Είναι αλήθεια, ότι αυτή η αντίθεση είχε φανεί καθαρά όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά η Μάριαν και η Δόμνα, η μητέρα του Ερρίκου, αρχικά σε γλωσσικό επίπεδο. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό το παιχνίδι γλώσσας και συμπεριφοράς μεταξύ Μάριαν και οικογένειας Ερρίκου. Η Μάριαν όταν έφτασε στα νότια μέρη στην πόλη του Ερρίκου ενθουσιάστηκε γιατί όλοι μικροί μεγάλοι, άντρες και γυναίκες μιλούσαν την ίδια γλώσσα, Ελληνικά, που μιλούσε και ο Ερρίκος. Γιατί στην πατρίδα της στο βορρά μιλούσαν, εξαιτίας των ποικίλων μεταναστεύσεων, και διάφορες άλλες γλώσσες ή ιδιώματα. Βλάχικα, τούρκικα, ποντιακά. Και αισθάνθηκε ανακούφιση από αυτή τη γλωσσική ομαλότητα και το εκδήλωσε στη μητέρα του Ερρίκου.

«Τι ωραία μιλάς τα ελληνικά, μητέρα!» είπε πρόσχαρη. Σχεδόν με θαυμασμό.

«Όχι «μητέρα» γλυκιά μου!» ξεκαθάρισε εξαρχής τη θέση της η άλλη, κοιτάζοντας κατευθείαν στα μάτια το κορίτσι. «Προτιμώ «κυρία Δόμνα», της χαμογέλασε ψυχρά. «Και θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιείς πληθυντικό» ολοκλήρωσε, με ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση.» (41)

Και ο Ερρίκος της έδινε μαθήματα πώς να συμπεριφέρεται στις διάφορες συναντήσεις με άλλους.

«Αρνήσου ευγενικά. Πες «όχι, ευχαριστώ». Να επιμείνει ο άλλος δεύτερη φορά και τρίτη. Προσδίδει κύρος. Και στο τέλος δέξου, προσποιήσου πως υποχωρείς. «Ε! αφού επιμένετε». Όλο αυτό το θέατρο ήταν για τη Μάριαν αποκρουστικό.» (43)


Δ. Δύο κόσμοι, λοιπόν. Και από δω και πέρα θα πορευθούν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Και θα είναι άνοδος για τον Ερρίκο, κάθοδος για τη Μάριαν, μέχρι την πτώση της.

Είναι αξιοπρόσεκτο πώς ο συγγραφέας, δηλαδή ο Κ. Λογαράς, συνθέτει το λόγο του από δω και πέρα. Υπάρχει μια ισορροπία αφηγηματική μεταξύ ανόδου-καθόδου σε όλη την αφήγηση μέχρι τέλους.

Αλλά η άνοδος και η κάθοδος δεν είναι μονόπλευρες. Στη διαδοχή των κεφαλαίων ο συγγραφέας διαπλέκει την πορεία των δύο προσώπων «κατά το εικός και το αναγκαίον». Δηλαδή η επιτυχία η συγγραφική του Ερρίκου του έφερε κοινωνική αναγνώριση και αυτή με τη σειρά της την επιθυμία για μεγαλύτερη επιτυχία και αυτή στη συνέχεια έφερε το άνοιγμα στην πολιτική δραστηριότητα.

Η Μάριαν από την άλλη μεριά νιώθοντας απομονωμένη και περιφρονημένη από τον Ερρίκο εγκλωβίζεται σε έναν αόρατο φόβο και άρρητες απειλές. Όλα φωνάζουν την ήττα της, της δείχνουν την αποτυχία της. Όλα την οδηγούν στην κατάθλιψη. Η κάθοδος σκαλί- σκαλί προς την αυτοκτονία περιγράφεται με ακριβή και συνταρακτικό τρόπο. Αντιγράφω από το τέλος των δύο συνεχόμενων κεφαλαίων αποσπάσματα που περιγράφουν την άνοδο (του Ερρίκου) και την κάθοδο (της Μάριαν).

«Θα δημιουργούσε, υπολόγιζε, έναν κύκλο με τους πιο σπουδαίους. Θα τους είχε γύρω του. Τους άλλους ποιος τους λογαριάζει? Θυμήθηκε τα λόγια της Δόμνας «με τη γροθιά και το μυαλό», κορνιζαρισμένα στον τοίχο της παιδικής του κρεβατοκάμαρας, κι εκείνο το άλλο που του έλεγε «Οι άνθρωποι είναι παράξενοι. Περισσότερο να τους υποτιμάς παρά να τους παινεύεις. Αυτός είναι ο τρόπος για να τους εξουσιάζεις». Τώρα θα το έκανε πράξη.» (133)

Και η πράξη της Μάριαν

«Και τότε κράτησε σφικτά στο δεξί της χέρι το μικρό κοφτερό μαχαίρι της κουζίνας και χάραξε τις φλέβες του αριστερού καρπού.» (139)

Όλο το κεφάλαιο «Σάλτο μορτάλε» (134-139) περιγράφει την πορεία/κάθοδο της Μάριαν προς την αυτοκτονία. Αντιγράφω μερικά αποσπάσματα.

«Ήταν μέρες πολλές, αναθυμάται τώρα, που σηκωνόταν με δυσκολία από το κρεβάτι. Ξύπναγε με βάρος όχι στο κεφάλι, στην ψυχή. Την τύλιγε ένα πέπλο ατονίας που σε λίγο γινότανε βαρυθυμιά, απογοήτευση (…) Κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέφτη, έβλεπε το πρόσωπό της να θολώνει, κάποιες φορές να σβήνει μέσα στο θαμπό γυαλί. (…) Μέχρι το βράδυ όμως τίποτα δεν άλλαζε. Έπινε βαλεριάνα για να κοιμηθεί. Και κοιμόταν. «Αυτό είναι, και δεν γίνεται αλλιώς» μιλούσε στον εαυτό της. Το είχε πάρει απόφαση. Ήρεμα λόγια, τελειωμένα, απ’ όπου έλειπε η ελπίδα. Παραδομένη στο αποτρόπαιο.(…) Όλα φώναζαν την ήττα της, της έδειχναν την αποτυχία. (…) Ένιωθε ασήμαντη. (…) Βούλιαζε συνεχώς όλο και πιο βαθιά.(…) Έμμονες ιδέες, ότι βύζαινε απ’ το στήθος μιας μητέρας που δεν ήταν η δική της, σε κρεβάτι που δεν ήταν το δικό της, σε σπίτι σκοτεινό, με θορύβους από τρωκτικά κάτω απ’ τα ξύλινα πατώματα. (…) Η απομόνωση, πέρναγαν απ’ το μυαλό της σκοτεινές ιδέες, ήταν μια λύση, που την πήγαινε ακόμη πιο βαθιά στην ήττα της. Ήταν εγκλωβισμένη από παντού. Είχε φτάσει η ώρα πέντε ή έξι το απόγευμα. (…) Σε λίγο θα ‘ρχόταν το σκοτάδι. Θα πλησίαζαν ξανά τα φαντάσματα της νύχτας. (…) Ξάφνου ακούστηκε θόρυβος. (…) Ο κάθε θόρυβος έμοιαζε απειλή. Και μπορούσε ξάφνου η φριχτή μορφή να εμφανιστεί απ’ το σκοτάδι. Απ’ το πουθενά. Και να σταθεί μπροστά της. Ίδια ο θάνατος.»

Η αυτοκτονία της Μάριαν αποτέλεσε καμπή στην πορεία και των δύο. Επέρχεται οριστική απόκλιση στην πορεία τους και συμβαίνει η αντιστροφή της. Αρχικά πλαταίνει ο κόσμος και η δραστηριότητά τους. Όμως ουσιαστικά και λυτρωτικά για τη Μάριαν, επιφανειακά και καταστροφικά για τον Ερρίκο.

Η Μάριαν είναι αποφασισμένη. «Με πνίγει ο τόπος. Η πόλη. Οι άνθρωποί της. (…) Ας κρατήσουμε ο καθένας τον εαυτό του από δω και μπρος» του είπε. (…) Θα φύγω. Θέλω να βρεθώ στα μέρη μου.» (143-144)

Και έφυγε. Πήρε μαζί της και το γιο της. Περίμενε ότι εκεί θα βρει την παλιά ζωή της. Αλλά δεν ήταν έτσι. Όλα σχεδόν είχαν αλλάξει. Μερικοί άνθρωποι, φίλοι από τα παλιά, ήταν εκεί προσαρμοσμένοι στη νέα κατάσταση. Επίσης υπήρχαν μερικά σημάδια, ευοίωνα, της νέας εποχής. Όμως ο τόπος δεν είναι έτοιμος να την δεχτεί ούτε και αυτή άλλωστε ήταν έτοιμη. Και γυρίζει πίσω στα νότια μέρη. Η επιστροφή δεν είναι εύκολη. Ο γιος τσακώνεται με τον Ερρίκο και φεύγει χωρίς να αφήσει ίχνη. Της Μάριαν όμως η ζωή πλαταίνει. Άνοιξε πια ο κόσμος της. Ένα νέο όργανο, ο υπολογιστής, θα την συνδέσει με ένα καινούργιο κόσμο. Θα συνδεθεί με το γιο της και παλαιούς γνωστούς στην πατρίδα της. Με αυτούς θα οργανώσει πια τη ζωή της στην πατρίδα της. Θα στήσει εκεί μια μοντέρνα ουτοπία, μια ισορροπία μεταξύ φύσης και νεωτερικότητας. «Ένα στέκι να μοιραστεί και να μοιράσει το φαΐ και το ψωμί της. Τα μπερεκέτια του μπαξέ της. Σ’ έναν κήπο ανοιχτό στον κόσμο. Μακριά απ’ τα σκοτάδια του μυαλού που συνθλίβουν τη ζωή. Και ο Ερρίκος επιχειρεί να ευρύνει και αυτός τους ορίζοντες. Εγκαταλείπει το μικρό κόμμα που τον είχε προβάλει και πηγαίνει σε άλλο μεγαλύτερο και άλλης ιδεολογίας κόμμα. Εκεί θα δημιουργήσει αντιθέσεις, θα προκαλέσει υποψίες και θα υπάρξουν βεβαιότητες σκανδάλων. Η πολιτική του σταδιοδρομία θα τερματιστεί. Η συντριβή θα τον οδηγήσει σε οίκο ευγηρίας. Εκεί θα τον συναντήσει για τελευταία φορά η Μάριαν Και εκεί ακόμα θα πει στη Μάριαν «Δεν ταίριαζες στον κόσμο μου…»(234)



Ε. Μέχρι το τέλος οι δύο κόσμοι.

Νομίζω ότι ο Κώστας Λογαράς αρχικά ήθελε να γράψει ένα δοκίμιο γι’ αυτούς τους δύο κόσμους. Ή έστω για τον ένα. Τον κόσμο των λογίων, των πνευματικών ανθρώπων, των πολιτικών.

Τον κέντριζε η αντιπαλότητα των δύο κόσμων και προ παντός η φθορά του κόσμου της πολιτικής. Έβλεπε την παθολογία της πολιτικής ζωής να γεννά και να πολλαπλασιάζει τον εαυτό της.

Και από την άλλη παρατηρούσε τη φυσιολογία της πραγματικής ζωής και τα προβλήματά της που όμως γεννούσαν τις λύσεις τους.

Τελικά δεν έγραψε ένα δοκίμιο/μελέτη αλλά ένα πετυχημένο μυθιστόρημα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: