Ποιο «σώμα» γίνεται λόγος στο τζοϊσικο «γραπτό»;

JoyceLacanJoyceLacanJoyceJoyceLacanJoyceLacanJoyceJoyceLacanJoyceLacanJoyce

LOM, LOM de base, LOM cahun corps et nan-na Kun. Faut le dire comme ça: il ahun… et non: il estun… (cor/niché). C’est l’avoir et pas l’être qui le caractérise. Il y a de l’avoiement dans le qu’as-tu ? dont il s’interroge fictivement d’avoir la réponse toujours. J’ai ça, c’est son seul être. Ce que fait le f…toir dit épistémique quand il se met à bousculer le monde, c’est de faire passer l’être avant l’avoir, alors que le vrai, c’est que LOM a, au principe. Pourquoi ? ça se sent, et une fois senti, ça se démontre.[1]

Απόσπασμα από το Conférence donnée par J. Lacan dans le grand amphithéâtre de la Sorbonne le 16 Juin 1975 à l’ouverture du 5e Symposium international James Joyce.

Ο Τζόις στην ηλικία του Στίβεν Ντένταλους (ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία του 1904)
Ο Τζόις στην ηλικία του Στίβεν Ντένταλους (ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία του 1904)


α. Ποιο σώμα γίνεται λόγος στο τζοϊσικο γραπτό;

Ένα σώμα ένα στόμα που εκφέρει, το υποκείμενο της εκφοράς, (ο Joyce), το «εγώ» της εκφοράς  υ π ά ρ χ ε ι  και  γ ί ν ε τ α ι  κατά το  λ έ γ ε ι ν  του, κατά τη διάρκεια που λέει που ξεστομίζει  γ λ ώ σ σ α. Έχουμε να κάνουμε με αυτό το εγώ (με την έννοια της προσωπικής αντωνυμίας) με αυτό το στόμα, με αυτό το σώμα που μιλά έχουμε να κάνουμε με ένα συνεχές. Στον Joyce έχουμε να κάνουμε με την ενικότητα του υποκειμένου τής εκφοράς και όχι με την καθολικότητα τής γλώσσας που επικαλείται το υποκείμενο των εκφερομένων. Παραδόξως το λακανικό ομιλόν [όχι ομιλούν ον αλλά ομιλόν, απόδοση του parletre, επινόηση γλωσσική για να εκφράσει το συνεχές είναι και ομιλίας, που είμαστε για να εκφρασει τη  δ ι α φ ο ρ ά  –ανάμεσα σε ομιλία και είναι– που μας διέπει ομιλον /parletre πουήρθε να αντικαταστήσει το διαιρεμένο ή διχασμένο ή διαγραμμένο ή εμποδισμένο υποκείμενο τού σημαίνοντος (για να μην κουραζόμαστε (ιδού η χρησιμότητα των μαθημίων: S/ Sbarre)], αυτό λοιπόν το  ο μ ι λ ό ν  αναδύεται θριαμβευτικά στα  γ ρ α π τ ά,  στα  φ ω ν η τ ι κ ά   γ ρ α π τ ά  τού James Joyce.

____________

…Ο Στίβεν είναι ο Joyce στο βαθμό που αποκρυπτογραφεί [λύνει] το αίνιγμα που είναι. Δεν πάει μακριά γιατί πιστεύει στα συμπτώματά του... (είναι πιστός στα συμπτώματά του) ναι είναι εντυπωσιακό. [...]
Nα τι προτείνει στους μαθητές του ο αγαπητός Joyce, ο Joyce εν είδει Στίβεν, να τι προτείνει ως  α ί ν ι γ μ α

The coq crew
O κόκορας έκραξε
Τhe sky was blue
Ο ουρανός ήταν γαλανός
Τhe bells in heaven
Οι καμπάνες στον ουρανό
Were striking eleven
Xτυπούσαν έντεκα
Τ' is time for this poor soul
Eίναι καιρός γι΄ αυτήν την καημένη ψυχή
To go to heaven
Να πάει στην παράδεισο.

Και ιδού ποια είναι η λέξη-κλειδί, ποια είναι η απάντηση στο αίνιγμα, που ξεφουρνίζει ο Joyce στους μαθητές του που 'χουνε μείνει με ανοιχτό το στόμα:

Τhe fox burrying His grand mother Under the bush
H αλεπού που θάβει τη γιαγιά Της Κάτω από τον θάμνο

Μοιάζει αμελητέο μα είναι αδιαμφισβήτητο, ότι πέρα από την ασυναρτησία της εκφοράς, και εδώ θα ήθελα να σας επισημάνω ότι η εκφορά έγινε σε στίχους, πάει να πει πρόκειται για ποίημα, πως ακολουθεί ο ένας στίχος τον άλλον, υπάρχει μια σειρά, πως είναι μια δημιουργία – πέρα λοιπόν από αυτό, έχουμε την αλεπού, αυτή τη μικρή αλεπού που θάβει τη γιαγιά της κάτω από έναν θάμνο, που είναι κάτι πραγματικά στενάχωρο, αξιοθρήνητο …ε ναι... –λοιπόν – Λοιπόν! τι άραγε όλο αυτό «λέει» για τους αναλυτές; Δεν λέω για όλους, μα γι΄ αυτούς που είναι αναλυτές; Τι ακούν οι αναλυτές σε όλο αυτό;
Μα το ότι η ανάλυση είναι ακριβώς αυτό!
Η απόκριση, η απάντηση, η  α ν τ α π ό κ ρ ι σ η  σε ένα  α ί ν ι γ μ α.
Και είναι ακριβώς γι’ αυτό που: πρέπει να κρατάμε, να φυλάμε το σκοινί (να μη χάνουμε το νήμα). Θέλω πω ότι αν δεν έχουμε ιδέα για το πού καταλήγει το σκοινί, [το νήμα, η κλωστή] — στον κόμπο της μη σεξουαλικης σχέσης — ή της μη διάφυλης σχέσης (noeud du non rapport sexuel), — κινδυνεύουμε να λέμε [και να υποσχόμαστε] ό,τι να 'ναι.
Kατεύθυνση ! ΝΟΗΜΑ SENS [νόημα!; νήμα!;) Α! αυτό θα πρέπει να σας το  δ ε ί ξ ω…[2]

____________

Δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση. Λέει ο Λακάν. Δεν υπάρχει σημαίνον για τη σεξουαλικότητα. Πατέρα δεν βλέπεις ότι καίγομαι; Λέει ο Φρόιντ. Αυτό είναι το νήμα· το νήμα του αδύνατου· το νήμα του πραγματικού· το νήμα της δομής του τελεσίδικα εκτός και του ΥπαρχΕνα! Που δεν έχει αποικιστεί από τον Άλλο, τον Άλλον ως τόπο των σημαινόντων και που αυτό το εκτοπισμένο δεν έχει σημαίνον. Ο Άλλος είναι τρύπιος. ΥπαρχΕνα! κι ας είναι ολομόναχο· υπάρχει σύμπτωμα που γίνεται σύνθωμα/sinthome. Που δένει το Φαντασιακό, το Συμβολικό και το Πραγματικό που είμαστε συγκρατώντας τη διαφορά. Υπάρχει η Συνάντηση του Λακάν με τον Joyce.
Για ποιο σώμα γίνεται λόγος στο τζοϊσικό γραπτό; O Joyce πρόσφερε στον Λακάν το παράδειγμα, το «υλικό», την εμπειρία που έλειπε για ένα «επέκεινα του μύθου τού Οιδίποδα». Γραφή που γράφεται διεμβολίζοντας την επικοινωνιακή γλώσσα φανερώνοντας μια απολαυσιακή ηδιυόγλωσσα ( ναι ηδιυόγλωσσα), στηρίζοντας τον Λακάν στην πορεία του προς μια «επανεπινοημένη ψυχανάλυση».
Από τη σημασία στη σημαινότητα: o μονόλογος της Μόλι, η Κίρκη, οι Σειρήνες και βέβαια το Finnegans Wake γραμμένα με τρόπο ώστε να  α κ ο υ σ τ ο ύ ν   τα   σ η μ α ί ν ο ν τ α  αποσπασμένα από τα τρέχοντα σημαινόμενα τους. Κι ακόμα παραπέρα: να ακουστούν τα  γ ρ ά μ μ α τ α.  Γίνεται να ακουστεί η Γραφή; Χμμμμ...

____________

…Ο Στίβεν είναι ο Joyce στο βαθμό που αποκρυπτογραφεί [λύνει] το αίνιγμα που είναι. Δεν πάει μακριά γιατί πιστεύει στα συμπτώματα του... [είναι πιστός στα συμπτώματα του] ναι είναι εντυπωσιακό […] λέει ο Λακάν για τον Joyce του Ulysses. Όμως στην Αγρυπνία των Φίνεγκαν πάει πέρα από την πίστη στα συμπτώματα του, που πάει να πει μετατοπίζεται χάρη στη γραφή του, χάρη στην τροπικότητα της γραφής του χάρη στην τροπικότητά του, από υποκείμενο των εκφερομένων, κατά τη διάρκεια της γραφής του κατά τη διάρκεια αυτού τού  λ έ γ ε ι ν  γίνεται το διαρκώς παρόν μα και διαρκώς υφαιρούμενο υποκείμενο, αυτό το αναποφάνσιμο εγώ της  ε κ φ ο ρ ά ς.  Κι ακόμα παραπέρα· εκφερόμενο γίνεται η ίδια η εκφορά· με όλη την συνεπαγόμενη απολαυσιακή διακινδύνευση.
Γίνεται να ακουστεί η γραφή; Να ακουστουν τα γράμματα. L O M Tρία γράμματα. Που εκφέροντάς τα, ξεστομίζοντάς τα, ακούγονται Λομ, που σημαινει όταν τ΄ ακούς άνθρωπος. Η ηχητικότητα τους τούς αποδίδει περιεχόμενο που η φωνητική γραφή τους ακυρώνει. Το όποιο αναφερόμενο διασαλεύεται ριζικά. Και το παράδοξο είναι ότι αυτή η απολαυσιακή διασάλευση προϋποθέτει ορθογραφία όρθή γραφή. Η αποολοποιητική αναποφανσιμότητα των ομοηχιών ενεργοποιείται χάρη στην (ολοποιητική;) ορθογραφία.
(Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον ποιητή να γράφει ακόμα και αν είναι Εβραίος και η γλώσσα που γράφει είναι τα Γερμανικά, έλεγε ο Πολ Τσελάν)

____________

Γίνεται να ακουστεί η γραφή; Να ακουστούν τα γράμματα; Να  α κ ο υ σ τ ο ύ ν  καθώς αναπόφευκτα δεν μπορούν να  δ ι α β α σ τ ο ύ ν  αλλιώς παρά κατά τη ροϊκότητα και την  η χ η τ ι κ ό τ η τ ά  τους, ήχοι, φωνήματα, φωνή, φθόγγοι σε ένα σχεδόν αδιάλειπτο  σ υ ν ε χ έ ς  έτσι ώστε να αναδύεται διασαλευτική μα και παρηγορητική η απελευθερωμένη από σημασίες μα ενδεχομένως ικανή να παράξει νόημα α νόητη  ο μ ο η χ ί α  τους, στο βαθμό που έχει επίπτωση στο πραγματικό.

(Εδώ πάει ο νους μου στην ιστορία με τον Λακάν και το savoir faire με την ομοηχία GESTAPO/GESTE A PEAU.)

Τότε αυτό το αποτύπωμα νοήματος στο  π ρ α γ μ α τ ι κ ό  δε θα έχει να κάνει με το σημαίνον μα με την έκχυση του· δε θα έχει να κάνει με την υποτιθέμενη σημασία μα με το  λ έ γ ε ι ν.  Mε τη ροϊκότητα της έκχυσης των σημαινόντων. Aπό ένα στόμα. Απο ένα σώμα. Από ένα ομιλόν.
Για να με καταλάβεις ή μάλλον για να με ανα-γνωρίσεις πρέπει να ακούσεις τα σημαίνοντά μου, «τα αποσπασμένα από τις σημασίες και τα καθ’ ύπόθεσιν και κατά πεποίθησιν σημαινόμενα» να αφουγκραστείς τα απολύτως ενικά και τα εγγεγραμμένα στο σώμα μου που τα απολαμβάνει, που πάει να πει ότι διασαλεύεται από αυτά και εκπίπτει από την αναμενόμενη «ομοιοστασία», διεγείρεται. Ταράζεται. Και έχουμε ίσως εδώ την ανάδυση των τζοϊσικών επιφανιών. Ο αναγνώστης-ακροατής παύει να ακούει το υποκείμενο των εκφερομένων (παύει να ακούει ή να διαβάζει το έχειν ) και αίφνης (μετρά από πολλή βραδύτητα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση) αίφνης έρχεται αντιμέτωπος με την  π α ρ ο υ σ ί α  του τζοϊσικού σώματος (σώματος με όλα τα διφορούμενα και δυναμοποιώντας όλες τις πιθανές λανθάνουσες σημασιοδοτήσεις). Παρουσιάζεται το απόλυτα ενικό εγώ της εκφοράς, που άλλο δεν είναι από σωματικό συμβάν.

Lff! Lps
Lff! Lps
Lff therrblemoremens Avelaval I see them rising! Save me from those therrble prongs! Two me. All. But one clings still. I'll bear it on me. To remind me of. Lff! So more. Onetwo moremens more. So. Avelaval. My leaves have drifted from soft this morning, ours. Yes. Carry me along, taddy, like you done through the toy fair! If I seen him bearing down on me now under whitespread wings like he'd come from Arkangels, I sink I'd die down over his feet, humbly dumbly, only to washup. Yes, tid. There's where. First. We pass through grass behush the bush to. Whish! A gull. Gulls. Far calls. Coming, far! End here. Us then. Finn, again! Take. Bussoftlhee, mememormee! Till thousendsthee. Lps. The keys to. Given! A way a lone a last a loved a long the

Να τι αναφέρει ο Άρης Μαραγκόπουλος διαβάζοντας τις «Σειρήνες» στο Ulysses:

O συγγραφέας αφήνει εδώ τις λέξεις γυμνές, απογυμνώνοντάς τες ακόμα και από αναφερόμενα (όπως στις εξήντα εισαγωγικές φράσεις του επεισοδίου), α-νόητες και δυσ-νόητες. Aκρωτηριάζει αλύπητα τις λέξεις (π.χ.: «Έσωσε την κατάστα. Σφιχτά παντελ. Θαυμάσια ιδέ»), τις «παντρεύει» ανίερα μεταξύ τους (εδώ πολύ διαφορετικά απ' ό,τι συμβαίνει στο υπόλοιπο κείμενο του Ulysses, όπως π.χ.: χειλιαλόγια, αγαπησαπαλής παλησαγαπημένη, Λιντλιδιαίσως, απειρουπειροπειρόπειρο, ζεστοκαλτσωμένο) και τέλος, τις συντάσσει ανορθόδοξα, καταργώντας τον γραμματικό κανόνα: «H δεσποινίς Nτους, η δεσποινίς Λίντια, δεν πίστευε· η δεσποινίς Kένεντι, η Mίνα, δεν πίστευε· ο Tζορτζ Λίντγουελ, όχι· η δεσποινίς Nτου όχι δεν· ο πρώτος, ο πρώτος· ο κύριος με το ζυθοπό· πίστευε, όχι, όχι· όχι δεν, η δεσποινίς Kεν· η Λιντλιντιαίσως· ο ζύθος.» Tα σημαίνοντα μετακυλίονται έτσι σε ένα ρευστό σημαινόμενο. O αναγνώστης πρέπει υποχρεωτικά να αυξήσει τον χρόνο, να αναπροσαρμόσει το τέμπο της ανάγνωσης, να ξαναδιαβάσει για να μπορέσει να ξανακούσει. Beauty of music you must hear twice = Oμορφιά της μουσικής που πρέπει να την ακούσεις δυο φορές για να τη νιώσεις, υπογραμμίζει με νόημα (διά στόματος Mπλουμ) ο Τζόις. Aπό το άκουσμα στο ορατό σημάδι, από τη φωνή στη γραφή. O συγγραφέας ως συνθέτης ανασυγκροτεί σ' αυτό το επεισόδιο-φούγκα τη λειτουργία της γραφής στην αρχέτυπη, πρωτόπλαστη, ωσάν αφηρημένη μουσική, μορφή της.[3]


Η τελευταία σελίδα τυν τυπογραφικών δοκιμίων του «Ulysses» με αναρίθμητες αλλαγές του Τζόις. Διορθώνοντάς το, ο όγκος του βιβλίο τριπλασιάστηκε...


Τώρα ίσως γίνεται πιο φανερό τι προσπαθήσαμε να πούμε παραπάνω.
Ας επαναλάβουμε. Δεν πειράζει· (άλλωστε η επανάληψη είναι αδύνατον να είναι ίδια).
Εν τέλει το αποτύπωμα νοήματος στο  π ρ α γ μ α τ ι κ ό  δεν θα έχει να κάνει με το σημαίνον μα με την έκχυση του· δεν θα έχει να κάνει με τη σημασία μα με το  λ έ γ ε ι ν. Με την έλευση του συμβάντος που έρχεται να διεμβολίσει τον Άλλον, τον Άλλον ως τόπο των σημαινόντων και να τον ρηγματώσει ζωοφόρα.
Και να που η γλώσσα (γραμμένη ως μία λέξη), η διεμβολισμένη από το το τζοϊσικό συμβάν, μη όλη πια, ακρωτηριασμένη επικοινωνιακή γλώσσα, αντί να απονεκρώνει συμβολοποιώντας το σώμα ενδεχομένως (ενδεχομένως γιατί η Συνάντηση είναι της τάξης του ενδεχόμενου ) αν και  γ ρ α φ ή  αναδείξει ένα σώμα απολαυσιακό κι απολαμβάνον.
Γραφή μαζί και γλώσσα και ομιλία που ίσως εγκαινιάζει εν τέλει μιαν άλλη τάξη του λόγου που να μπορεί να δεξιώνεται τις επιπτώσεις της στο Πραγματικό – Προς μια ψυχανάλυση επομένως που προσπερνά την τάξη τού λόγου τού Πατέρα. Η, παραφράζοντας κάπως την ψυχαναλύτρια Colette Soler, ο Joyce, ο Joyce της συνάντησης της ηδυιόγλωσσας των γραπτών του με τη λακανική λαλάνγκ/lalangue/λαλόγλωσσα, και τους (βορρόμειους και όχι μόνο) κόμπους του, γίνεται άγιος/saint και αμαρτωλός/sin (έμπλεος jouissance/απόλαυσης λοιπόν αλλα όχι μόνο ) γίνεται LE SINTHOME (που μέχρι τώρα αποδίδουμε στα ελληνικά ως ΣΥΝΘΩΜΑ) σύνθωμα /λέγειν (dire), που δένει και συνέχει πραγματικο, φαντασιακό και συμβολικό συγκρατώντας τη διαφορά και διασώζοντας από τη σύγχυση, γίνεται για τον Λακάν παράδειγμα που δείχνει, εκτός ψυχανάλυσης, αυτό που δεν θα πρέπει να διστάσουμε να ονομάσουμε επάρκεια τού υποκειμένου, του υποκειμένου ως ομιλούντος όντος, του υποκειμένου του σημαίνοντος κατά τι μετατοπιζόμενου ακατάπαυστα κατά την εκχυση του λόγου του. Του υποκειμένου εν τέλει ως ομιλόντος (parletre) που μακριά από το να είναι μόνο επίπτωση, επίπτωση σημαίνοντος, επίπτωση ενός διατεταγμένου λόγου είναι και προέλευση, η δυνατή αιτία ενός συγκροτητικού –εν τέλει– λ έ γ ε ι ν.

Αυτό που είναι ενδιαφέρον και που ο Α. Μ. νιωθει είναι ότι όλη αυτή η γιορτή των ήχων και του στόματος, ενεργοποιείται χάρη στο  γ ρ α π τ ό  μια που, παραδόξως, χάρη στο γραπτό ακούγονται οι  ο μ ο η χ ί ε ς,  η πολλαπλότητα των καθ' υπόθεσιν σημασιών και το  α ν α π ο φ ά ν σ ι μ ο  εν τέλει που χαρακτηρίζει τη γλώσσα που, όσο κι αν θελουμε να την εκκαθολικεύσουμε, είναι πάντα  ε ν ι κ ή  στο βαθμό που  ε κ φ έ ρ ε τ α ι   από ένα  π ά σ χ ο ν   σ ώ μ α   που πάει να πει ένα σώμα απολαυσιακό, ένα σώμα σε διέγερση εκτός ομοιοστασίας, ένα σώμα που έχει κατακλυσθεί από το πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης ένα αδύνατον να καθρεπτιστεί σώμα, ένα σώμα απολαμβάνον – και απόλαυση δεν είναι άλλο από τη σχέση του υποκειμένου του σημαίνοντος με ό,τι αποκαλούμε σώμα. Και εδώ ίσως αξιζει να πούμε με τα λόγια τού Λακάν, πως ίσως αυτό το χωρίς ρούχα που αποκαλούμε σώμα ίσως δεν είναι άλλο από το αδύνατον να μπει στον λόγο μικρό «α», αλλά μια που εδώ δεν είμαστε σε περιβάλλον που γνωρίζει τη λακανική ιδιόγλωσσα, ίσως αυτό το χωρίς ρούχα που αποκαλούμε σώμα είναι ό,τι αδύνατον να μπει στο λόγο.

Και για δες, έχω την αίσθηση ότι αυτή η τιθάσσευση του σώματος, του σώματος που ο Joyce δεν είχε αλλά  ή τ α ν, διέπει όλο του το έργο.

(Στο σημείο αυτό θα άξιζε να παραθέσουμε και να διαβάσουμε τις απίστευτης ενδελέχειας περιγραφές του πάσχοντος ή απολαμβάνοντος σώματος του στο Πορτρέτο του καλλιτέχνη).

Ο Joyce γράφοντας αναδύεται και καθηλώνεται ως  σ ω μ α τ ι κ ό   σ υ μ β ά ν. Ένα σωματικό συμβάν έκχυσης σημαινόντων ένα λέγειν/dire εν τέλει που ερχεται να «δέσει» με απόλυτα ενικό τρόπο Πραγματικό, Φαντασιακό και Συμβολικο.

β.
Γράφει ο Joyce κλείνοντας Το πορτρέτο του καλλιτέχνη:

26 Απριλίου: Η μητέρα τακτοποιεί τα κανούργια από δεύτερο χέρι ρούχα μου. Λέει ότι προσεύχεται τώρα να μάθω στη δική μου ζωή, μακριά από το σπίτι και τους φίλους, τι είναι η καρδιά και τι αισθάνεται. Αμήν. Ας είναι. Καλώς όρισες ζωή ! Φεύγω για να συναντήσω για εκατομμυριοστή φορά την πραγματικότητα της εμπειρίας κ να σφυρηλατήσω στο αμόνι τής ψυχής μου την  α δ η μ ι ού ρ γ η τ η   σ υ ν ε ί δ η σ η    τ η ς    φ υ λ ή ς   μου.
27 Απριλιου Αρχαίε πατέρα,αρχαίε τεχνίτη, γίνου αρωγός και συμπαραστάτης μου τωρα και για πάντα

Και να πως τελειώνει το Finnegans Wake:

I see them rising! Save me from those therrble prongs! Two me. All. But one clings still. I'll bear it on me. To remind me of. Lff! So more. Onetwo moremens more. So. Avelaval. My leaves have drifted from soft this morning, ours. Yes. Carry me along, taddy, like you done through the toy fair! If I seen him bearing down on me now under whitespread wings like he'd come from Arkangels, I sink I'd die down over his feet, humbly dumbly, only to washup. Yes, tid. There's where. First. We pass through grass behush the bush to. Whish! A gull. Gulls. Far calls. Coming, far! End here. Us then. Finn, again! Take. Bussoftlhee, mememormee! Till thousendsthee. Lps. The keys to. Given! A way a lone a last a loved a long the

Je les vois se lever ! Sauve-moi de ces fourches therribles ! Encore deux. Encore un ou deux mhomments. Sois. Avelaval. Mes euilles m’ont quitté, dérivent. Toutes. Mais l’une s’accroche encore. Je la porterai sur moi. Pour me souvenir de. Lff ! Si doux ce matin nous. Oui. Emporte-moi, papa, comme tu l’as fait à la foire du trône ! Si je le voyais fonçant sur moi maintenant avec ses ailes déployées blanches comme il est venu des Archanges, je pense que je m’abimerais morte et couvrant ses pieds, clochue mafflue, rien que pour les laver. Oui, reflux. Là où c’était. Premier. Nous passons à travers herbe en silence par le buisson vers. Whish ! Une mouette. Mouettes. Appels de loin. Ca vient, loin ! Fin ici. Nous alors. Finn encore ! Prends. Baisouille-toilui, memormoilui ! Jusqu’à millefinti. Lps. Baisers-clés. Ciel donne ! Allez voir le seul dernier l’aimé le long le

Μερικά σημεία

Ο Joyce στην πραγματικότητα δεν κρύβει ότι o Η.C. Earwicker, το κεντρικό πρόσωπο είναι μια φιγούρα του πατέρα του. Ενώ γίνεται H.C.E Here comes everybody/Eδώ έρχεται οποιοσδήποτε, και συνέχεια το ακρονύμιο H.C.E που στη συνέχεια αναπτύσσεται σε σχεδον εκατό διαφορετικά ονόματα, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν ο Joyce δεν αναπληρώνει suppleer μια απούσα πατρική μεταφορά με μια ατελείωτη μετωνυμία, αφου κατέστησε τον πατέρα του ανώνυμο. Την τελική θέση τού Λακάν τη γνωρίζουμε: «το ego /[ ‘εγω’ αλλά όχι με την τρέχουσα έννοια] αναπληρώνει το Ονομα-τού-Πατέρα. Όμως ας μην βιαζόμαστε και ας πούμε καλύτερα πως έχουμε να κάνουμε με μια πολλαπλότητα ονομάτων και πως αυτός ο πολλαπλασιασμός, αυτή η πληθώρα ονομάτων που δεν σταματα σε κανένα είναι ακριβώς αυτό που μας κάνει να υποψιαζόμαστε την απουσία μιας πατρικής μεταφοράς. Ακόμα θα πρέπει ίσως να τονίσουμε ότι η πατρική μεταφορά, παρότι δένει την επιθυμία με τον νόμο, εμπεριέχει / comporte μια παγίδα, την υπόθεση τι θα μπορούσε να υπάρχει / υπάρξει ένα όνομα που θα ταίριαζε / conviendrait στον πατέρα. H φαντασίωση εγκλείει τον νευρωσικό σε αυτήν ακριβλως την παγίδα από την οποία o Joyce εξαιρείται, το υποκείμενο δεν βγαίνει παρά βλαστημώντας. Για να απαντήσουμε θετικά, θα έπρεπε να δεχτούμε ότι οι όποιοι ψυχίατροι δεν διάβασαν το κείμενο μέχρι τέλους γιατί στην τελευταία σελίδα τού Finnegans Wake βρίσκουμε ένα κάλεσμα στον πατέρα και ένα κάλεσμα τού πατέρα. Παραθέτω αυτές τις συγκινητικές φράσεις: "Ναι. Πάρεμε μαζί σου μπαμπά (taddy) όπως τόκανες a travers στο πανηγυρι με τα παιχνίδια […] O Πατέρας φωνάζει. Ερχομαι πατέρα". (Far calls. Coming, far. Αμέσως μετά από αυτά τα λόγια διαβάζουμε "Finn again"). Aυτό το αμοιβαίο κάλεσμα συμπίπτει με την ανάσταση τού Finn. To όνειρο, η επικήδεια αγρυπνία καταλήγει στην αφύπνηση τού πατέρα. Αυτό το τελικό επείγον ενός νοήματος επιβεβαιώνεται με τουλάχιστον δυο τρόπους.»
Ο Έλμαν παραθέτει ένα λεχθεν τού Joyce σχετικά με την τελευταία λέξη τού βιβλίου του: «Αυτή τη φορα βρήκα την πιο ολισθηρή την λιγότερο έντονη την περισσότερο αδύναμη λέξη της αγγλικής γλώσσας, μια λέξη που δεν είναι καν μια λέξη που μόλις που κουδουνίζει μόλις που αντηχεί ανάμεσα στα δόντια, μια εκπνοή ένα φύ σημα ένα τίποτα, το άρθρο The.
H κατ΄ εξοχήν τζοϊσικη πράξη: έντοπισμός του σημείου κατάρρευσης ή έστω ριζικής διασάλευσης της γλώσσας απ΄ όπου αναδρομικά ένα νόημα ένα νήμα μια κατευθυνση  ε ν δ ε χ ο μ έ ν ω ς  αναδυθεί με δεδομένη τη συγκροτητική της ανθρώπινης συνθήκης ενδεχομενικότητα. Ας παρατηρήσουμε ακόμα ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια μανική αιώνια επιστροφή: το τέλος του κειμένου δεν συνεχίζεται στην αρχή. Δεν έχουμε κανενός είδους κυκλική κίνηση και κανένα δράκο που τρώει την ουρά του. Αναμεσα στο τέλος και την αρχή, δεν υπάρχει συνέχεια, καμιά κυκλική κίνηση, μα υπάχει το λευκό της γλώσσας «κενό και παύση» σιωπή που χωρίς αυτήν καμιά σημασία δεν έχει επίπτωση νοήματος στο πραγματικό.

Περάσματα και όρια

Ο Λακάν δεν παρέλειψε στο σεμινάριο το «σύνθωμα» / Le sithome να αναδείξει μια φράση τού Joyce: «αδημιούργητη συνείδηση της φυλής μου». Πρόκειται για μια κρίσιμη φράση. Υπάρχει για τον καθένα μια γενεαλογία αλλά το να θέλει κανείς να εξαντλήσει αυτήν την γενεαλογία πηγαίνοντας από πρόγονο σε πρόγονο άλλο δεν Ο Λακάν δεν παρέλειψε στο σεμιναριο το «σύνθωμα» / Le sithome να αναδείξει μια φράση τού Joyce: «αδημιούργητη συνείδηση της φυλής μου». Πρόκειται για μια κρίσιμη φράση. Υπάρχει για τον καθένα μια γενεαλογία αλλά το να θέλει κανείς να εξαντλήσει αυτήν την γενεαλογία πηγαίνοντας από πρόγονο σε πρόγονο άλλο δεν κάνει από το να προσεγγίζει, δίχως βεβαίως να συμπίπτει ποτέ, ούτε συγχρονικά ούτε διαχρονικά, έναν καθ' υπόθεσιν αρχέγονο πατέρα ή μια λευκή θεά. Την θρυλούμενη αρχή και το θρυλούμενο πρωτότυπο. Η «αδημιούργητη συνείδηση της φυλής μου» ξεκόβει με την φαντασίωση της αναγωγής μας σε ένα γενεαλογικό είναι.
Υπάρχει και ένα άλλο πέρασμα-όριο: οι επιφανίες ( l' epiphanie), που ο Joyce χαρακτηρίζει ως εξής: «Οι επιφανίες είναι η στιγμή όπου η πραγματικότητα του πράγματος μας κατακλύζει σαν μια αποκάλυψη μας αποκαλύπτεται και μας κατακλύζει». Με τις τζοϊσικές επιφανίες έχουμε να κάνουμε με εκδήλωση, με φανέρωση παρουσίας και επομένως θέτουν σε αχρηστία το ζήτημα της adequatio τού πράγματος με την αναπαράστασή του, αφού το πράγμα δεν αναπαρίσταται μα παρουσιάζεται.
Με αυτην την έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο όνειρο έχουμε ακριβώς να κάνουμε με αυτό που ο Joyce αποκαλεί επιφaνία.[4] Βρισκόμαστε επέκεινα και εκτός του ζητήματος της αρχής της πραγματικότητας.

Joyce Όνειρο και Aφύπνιση

Και μια και ως πυλώνας προσέγγισης του Joyce έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά στα όνειρα ποιές άραγε είναι οι συνέπειες της τζοϊσικής γραφής όσον αφορά τη λεγόμενη Ερμηνεία των ονείρων;
Η Αγρυπνία των Φίνεγκαν είναι η αφήγηση ενός τεχνητού ονείρου, για το οποιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα μπορούσε να έχει την προσίδια ερμηνεία του. Για όσους γνωρίζουν τα δυο άρθρα τού Lacan για τον Joyce αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Το ego δηλαδή το sinthome (που μέχρι στιγμής έχουμε αποδώσει στα ελληνικά με το σημαίνον σύνθωμα) είναι ο τεχνίτης αυτού τού αποτελέσματος. Το ego (το λακανικό τζοϊσικό ego/εγώ) δεν είναι ούτε το εγώ της ψυχολογίας τού γω (moi) ούτε το υποκείμενο· αντίθετα έρχεται εκεί όπου κανένα υποκείμενο δεν μπορεί να πει την αλήθεια για την αλήθεια. Όσο για την ερμηνεία δεν έχει τίποτα να κάνει με ένα μετα-όνειρο. Πρόκειται για ένα επινοημένο λέγειν που αποσπά ένα πραγματικό νόημα. Η άρθρωσή του αρχίζει μαζί με την αφήγηση του ονείρου και καταλήγει στην απόσπαση της ευχής. Αυτή η ευχή στον Joyce είναι το άπειρο διάστημα που χωρίζει το οριστικό άρθρο «The», την τελευταια λέξη του κειμένου, από το «riverrun», την κοίτη τη ροή τού ποταμού de la riviere, που είναι η πρώτη λέξη, λέξη που τώρα μπορούμε να θυμηθούμε πως είναι το ποτάμι Liffey, η μητέρα του. (Πιο λακανικός πεθαίνεις, όπως λένε και τα παιδιά.)

Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα σύμφωνα με την οποία η αποκρυπτογράφηση τού ονείρου έγκειται στο να βρούμε την αρχική την πρώτη –προ συμβολικής τάξης– «γλώσσα» τού ονείρου που έχει παραμορφωθεί από τη λογοκρισία του ασυνειδήτου η δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, δεν ευσταθεί. Δεν θέλω να πω με αυτό πως λογοκρισία δεν υπάρχει, αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε πως έγκειται σε τούτο: το υποκείμενο εκπροσωπούμενο από ένα σημαίνον (S1) του οποίου η γνώση δεν μπορεί να συλληφθεί παρά κατά τον Άλλον (τόπο των σημαινόντων), δηλαδή εκεί όπου υποκείμενο δεν υπάρχει, αυτό συνεπάγεται ότι το εν λόγω σημαίνον (S1) είναι προελευσιακά απωθημένο. Βρισκόμαστε λοιπόν ήδη στο συμβολικό. Ένα προ-συμβολικό δεν μπορεί παρά είναι θρυλούμενο· θρυλούμενο και αδιανόητο· επομένως μυθικό.
Αντίθετα, η εξεργασία του ονείρου παράγει συμβολικό ξεκινώντας από αυτό το πράγμα που αποκαλούμε απόλαυση, η οποία ενώ δεν αναδύεται παρά μόνο αφ' ης στιγμής μπαίνουμε στη γλώσσα, είναι ριζικά έτερη της γλώσσας. Και προσοχή εδώ όταν λέμε γλώσσα εννοούμε τη δομημένη γλώσσα, την επικοινωνιακή γλώσσα αλλά όχι μόνο. Εννοούμε τη γλώσσα ως ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό. Ο Λακάν προκλητικός καθώς ήταν δεν παρέλειπε σχετικά να επικαλείται την άποψη του Στάλιν ότι η γλώσσα δεν ανήκει στο εποικοδόμημα. – Αλλά όλα αυτά μας πάνε πολύ μακριά οπότε σταματώ εδώ.

Ας επιστρέψουμε σε ό,τι αναδεικνύει η τελευταία λέξη της Αγρυπνίας των Φίνεγκαν. Είναι κάτι που μπορούμε να εφαρμόσουμε στη λεγόμενη ερμηνεία των ονείρων και που μετά τον Joyce μπορούμε ευκολότερα να αποκαλούμε όχι σημασία μα σημαινότητα των ονείρων. Κάθε όνειρο εκτός και αν διακοπεί από κάτι που συμβαίνει στην πραγματικότητα έχει ένα είδος τέλους, που είναι μια τομή, και που κατά κανόνα επιτρέπει στον ονειρευόμενο να μετρά τα όνειρά του. Είναι ένα πέρασμα στο καταμετρήσιμο. Ένα όνειρο, δυο όνειρα κοκ. Υπάρχουν φορές που ο ονειρευόμενος δίχως κάτι να τον διακόψει από τον εξωτερικό χώρο ξυπνά και εμποδίζει το όνειρο να κλείσει, άλλες πάλι φορές το όνειρο δεν τελειώνει προσπαθώντας να βρει το κλείσιμό του. Κλείσιμο που πάει να πει αυτή τη στιγμή έκλειψης νοήματος που επιτρέπει στο σημαίνον να πάψει να σημαίνει κάτι να γίνει γράμμα (α=α) και αίφνης να καταστήσει αναγνώσιμη τη μεταφορά που συγκροτεί το όνειρο και που εκπληρώνει την ευχή: Ο James Joyce σηκώνεται από το κρεβάτι της μητέρας του· έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει ο ψυχαναλυτής Pierre Bruno.

____________

Ας τον διαβάζουμε λοιπόν. Δίχως αρχή μέση και τέλος. Ανοίγοντας την Αγρυπνία όπου να 'ναι. Ας διαβάσουμε και ας ακούσουμε. Ξανά και ξανά. Διαβάστε το ξανά και ξανά, ελεγε ο Τσέλαν γι΄ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΝ ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟ, ξανά και ξανά ώσπου θα έρθει η στιγμή που το κείμενο «θα ανοίξει από μόνο του». Ίσως εν τέλει καταφέρουμε να ακούσουμε και αυτό το οριστικό Τhe, που μουγκρίζει ανάμεσα στα δόντια να κουδουνίζει ανάμεσα στα δόντια και να γλιστρά ξέπνοο, ίσως ακόμα και πνοούλα. Ποιος ξέρει. Και διαβάζοντας κι ακούγοντας και σιγολαλώντας με αγαλλίαση τα τζοϊσικά γράμματα, τους φθόγγους, τα φωνήματα, να νιώθουμε τα χειλικά στα χείλια τ' άλλα στον ουρανίσκο και όλα να αντηχούν στον ρυθμό της αναπνοής στο στέρνο μα και στις παρειές καθώς τα προφέρουμε  φ ω ν α χ τ ά,  ίσως μπορέσουμε να ακούουμε, ναι να ακούουμε κι εμεις σαν τον Philippe Sollers την πρώτη λέξη Αγρυπνίας RIVERRUN=ΡΙΒΕΡΑΝ ως RIREVERSLUN (ΓΕΛΩΝΤΑΣΠΡΟΣΤΟΕΝΑ) ακόμα και ως ΤΗΕRIVERRUN = TOΠΟΤΑΜΙΤΡΕΧΕΙ μα και ΤΗREE VER UN = TΡΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΝΑ.

Ο γνωστός (;) λακανικός Βορόμμειος κόμπος (ναι κόμπος και όχι κόμβος) είναι τριαδικός (Πραγματικό, Συμβολικό, Φαντασιακό) και η παιγνιώδης (και όχι μόνο) σχέση του Joyce με την Άγια Τριάδα γνωστή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: