Επινοημένες συναντήσεις και στιχομυθίες ανάμεσα στον Τζόις και τον Σβέβο, καταγεγραμμένες μετά από μια επίσκεψη στην πόλη της Τεργέστης.
Οι Τριεστίνοι
Eίχε προλάβει, μικρός, την εποχή που οι εγκληματίες απαγχονίζονταν κι όποιος ήθελε ήταν ελεύθερος να παρακολουθήσει την τρομερή αγχόνη να σκοτώνει. Έτσι και εκείνος είχε δει κάποτε έναν που τον έφεραν στην κρεμάλα και στεκόταν αγέρωχος κι ακίνητος σαν τον θήλιαζαν. Και μετά σαν άνοιξαν την καταπακτή, πάλι στητός σαν καλάμι έπεσε και ξεψύχησε ασάλευτος, όρθιος.
——————
Προσκεκλημένοι σε μια ποιητική βραδιά, άκουσε ένα ποίημα, όμως δεν κατάλαβε τίποτε. Του ζήτησε να το εξηγήσει. «Η κατανόηση θα καταστρέψει την απόλαυση» απάντησε ο ένας. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και ζήτησε με συστολή να διαβάσει για δεύτερη φορά το ποίημα.
——————
«Φαντάζομαι με πόσο κόπο τα συλλέξατε» είπε, «σας θαυμάζω». Ο άλλος απάντησε: «Αναζητώντας την ομορφιά, πρέπει να την κουβαλάμε μαζί μας, αλλιώς δεν τη βρίσκουμε». Εκείνος επέμεινε χαμογελώντας σκωπτικά: «Σας θαυμάζω».
——————
Όταν ρώτησε τι χρώμα έχει η σκακιέρα που πάνω της έπαιζαν ντάμα, «άσπρη» είπε ο ένας, «μαύρη» φώναξε ο άλλος κι επέμεναν δείχνοντας με πείσμα ο καθένας τα δικά του τετραγωνάκια.
——————
Περπατούσε αμέριμνος στην πόλη κι έφτασε έξω από ένα παραμελημένο μεγαλόπρεπο κτήριο κάποιου ιδρύματος. Η βαριά ξύλινη πύλη κλειδωμένη με ένα μεγάλο λουκέτο. Κάποιος είχε καρφώσει στο χοντρό ξύλο ένα χαρτί με ανορθόγραφα Ιταλικά: Οι πήλες του ελέους έκλεισαν. Η φράση ήχησε στο μυαλό του πολύ εύστοχη και τρομαχτική.
——————
Καθόνταν μπροστά στο λευκοστρωμένο τραπέζι κι από την τζαμαρία χάζευαν το νερό που ήταν ακίνητο σαν ασήμι. «Τι θέλετε για πρωινό;» ρώτησε υποκλινόμενο το γκαρσόνι. Δεν απάντησε, και το γκαρσόνι στράφηκε στον δεύτερο. «Μια φιλοδοξία» απάντησε εκείνος με στόμφο.
——————
«Δε φοβάστε μήπως γίνετε άπληστος;» ρώτησε. Απάντησε: «Επιζητώ να κερδίζω χρήματα. Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μια τέτοια επιδίωξη; Τίποτα. Είναι καθαρή και αγνή σαν προσευχή. I’m in it for the money! Όπως λέτε στη γλώσσα σας...».
——————
«Είναι συνώνυμη της εξουσίας». «Δηλαδή πείθεις διά της εξουσίας;» επέμεινε. «Μάλιστα» αποκρίθηκε. «Και εξουσιάζεις διά της πειθούς;». «Δεν σας το συνιστώ» είπε, «υπάρχουν προσφορότερες μέθοδοι».
——————
«Γέρασες, κουράστηκες, βάρυνες» είπε βλέποντάς τον. «Η φιλοδοξία μου θα έπρεπε να ήταν φτιαγμένη από πιο άκαμπτο υλικό» απάντησε, «ή τουλάχιστον ας ήταν λαστιχένια».
——————
Η σιγή βυθίστηκε σαν μουσική στο απόγευμα. Από τότε ο ψίθυρος έγινε η μητρική τους γλώσσα.
——————
Αναρωτήθηκε: «Προς τι αυτή η πληθώρα των βιβλίων;» και ο οικοδεσπότης αποκρίθηκε: «Όταν περπατώ δεν σκέφτομαι. Κι όταν δεν περπατώ, διαβάζω. Γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ, κι αφήνω τα βιβλία να σκέφτονται για μένα».
——————
«Σας ζηλεύω» είπε με ειρωνικό θαυμασμό, «αποδεσμευμένο από τις επιδιώξεις. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει πλέον κάτι που να ταράζει την ησυχία του νου». Ο συγγραφέας απάντησε χωρίς πολύ σκέψη: «Η δουλεία του καφέ, του φλιτζανιού, και του αργυρού κοχλιαρίου». Αντιλήφθηκε μια ενοχλητική έπαρση.
——————
Ρώτησαν κάποτε ποια είναι η πιο χρήσιμη, περιεκτική και σαφής συμβουλή που θα μπορούσε να δώσει. Και εκείνος απάντησε «Μη».
——————
«Στη φύση δεν υπάρχουν αμοιβές και τιμωρίες. Υπάρχουν μόνο συνέπειες και αποτελέσματα». Η απάντηση δεν τον ικανοποίησε, εξακολουθεί να πιστεύει πως η ρίζα της ιδιοφυίας παραμένει ασύλληπτη, ίσως κρυφή.
——————
«Οι πίνακες είναι επικίνδυνες άυλες οντότητες που κρύβονται ανάμεσα στο πράγμα και τη σκέψη» λέει και αποφεύγει τα έντονα, λαμπερά χρώματα. Γι' αυτό κι εγώ αφήνω τη γυναίκα μου να αγοράζει εκείνη τα έργα τέχνης του σπιτιού.
——————
«Εγώ κύριε δεν πιστεύω και γι’ αυτό βιάζομαι. Δεν μπορώ να περιμένω. Δεν μπορώ, γιατί δεν ξέρω». Ο άπιστος αυτός τα θέλει όλα δικά του, σκέφτηκε.
——————
Απεχθανόταν κήρυκες, δασκάλους, παπάδες, πολιτικούς και στρατηγούς. Προσπαθούσε να τον πείσει πως υπερέβαλλε. Εκείνος παραδεχόταν πως αν πράγματι ήταν άδικη μια τέτοια γενίκευση, επέμενε να σιχαίνεται αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων. Τις ελάχιστες εξαιρέσεις, τους λιγοστούς άξιους ανθρώπους ανάμεσά τους, τους αδικούν πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι, κι έτσι εκείνος είχε κάθε δικαίωμα να είναι απόλυτος γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
——————
Πίστευε πως αν οι δέκα εντολές συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, αν μπορούν να εκληφθούν ως ένα σύστημα οργανωμένων αξιών κατάλληλο να διαμορφώσει ένα στέρεο τρόπο, τότε θα πρέπει να τις διέπει μια ανώτατη αρχή, μια πρωταρχική παραδοχή, ένας Νόμος που καθιστά ικανή τη σύλληψή τους και ορίζει αναγκαία τον αριθμό τους σε δέκα, έτσι που αν ήταν έντεκα, η μια θα ήταν περιττή, και αν ήταν εννιά, θα ήταν ελλιπείς κατά μία. Κατάφερε να διατυπώσει τον πρωταρχικό Νόμο ως εξής «Κάνε αυτό που λέω και μην παραδειγματίζεσαι από αυτό που κάνω».
——————
«Η υστεροφημία είναι κάτι που εμείς δεν χαιρόμαστε» είπε, «τα έργα μας είναι καταδικασμένα να καταλήξουν μια μικρή παρένθεση στην ιστορία της λογοτεχνίας». Απόρησε με την ελαφρότητα της σκέψης του. «Ο νεκρός δεν χρειάζεται τίποτα. Η παρένθεση είναι το στοίχημα, νότιε φαφλατά!» σκέφτηκε.
——————
Δεν είχε τίποτα περισσότερο να πει, από εκείνον τον παλιό στίχο του Σέλεϊ «Μουσική, όταν απαλές φωνές πεθαίνουν».
——————
Φιλοδοξούσε να μάθει για την Αλήθεια και το Ψεύδος. Είπε «Η Αλήθεια είναι το όπλο της ψυχής. Μα όταν η ψυχή αποκάμει, το ψέμα την αγκαλιάζει προστατευτικά σαν πανοπλία». Ευχαρίστησε ψυχρά κι έφυγε χωρίς σκέψεις.
——————
«Είστε θαυμάσιος υπηρέτης. Μα, πιστέψτε με, τρομερός αφέντης».
——————
«Είμαι δυνατότερος απ’ τον χρόνο». Έκπληκτος άκουσε τη δήλωση. «Ακόμα κι αν ρωτούσα μετά από μερικά χρόνια;» σκέφτηκε χωρίς να μιλήσει. Ο άλλος απάντησε λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του. «Ακόμα και τότε» είπε κουνώντας περιπαιχτικά το ροζάριο.
——————
Είχε βαθιά συναίσθηση του χρέους και αγαπούσε τις ηθικές προτάσεις που στήριζαν την πίστη του. Η βεβαιότητά του ήταν η πηγή του κακού: «Δεν υπάρχει ανθρώπινη φρίκη που να μην ξεκινά από τη μήτρα μιας γυναίκας γεμάτης αγάπη».
——————
«Χρειάζεται μεγάλη τέχνη για να τελειώσεις ένα γράμμα σαν το μελάνι σου σώνεται. Πρέπει ν’ αφήσεις μια τελευταία σταγόνα για την έσχατη τελεία». Δεν ξαναμίλησε.
Τ Ε Λ Ο Σ