Σ’ ένα σπιτάκι στο Ballycastle της Βόρειας Ιρλανδίας, τον Φεβρουάριο του 1993, διάβασα πρώτη φορά, στα πεταχτά, τις επιστολές του Τζόις προς τη Νόρα. Βράδυ στο σπίτι, και ενώ οι ποιήτριες που μας φιλοξενούσαν, η Joan και η Kate Newman, ήταν απούσες, ανακάλυπτα μέσα από τις αγχώδεις, ικετευτικές, απροκάλυπτα αισθησιακές εκκλήσεις του συγγραφέα προς τη γυναίκα του έναν ιδιαίτερα βαθύ, προσωπικό δεσμό που ξεπερνούσε κατά πολύ την συνηθισμένη οικιακή στοργή δυο ανθρώπων που έχουν συνηθίσει να ζουν ο ένας με τον άλλον. Δεν είχαν την ίδια γνώμη οι Newman. Ταγμένες φεμινίστριες και οι δύο, μητέρα και κόρη, θα αποδοκίμαζαν την περιέργειά μας, καταλογίζοντας στον Τζόις αναισχυντία και υπόρρητο μισογυνισμό. Κι έτσι οι επιστολές έμειναν μισοδιαβασμένες, εν αναμονή ευνοϊκότερης αναγνωστικής ατμόσφαιρας.
Δύο δεκαετίες αργότερα, θα τις μετέφραζα για τις εκδόσεις Πατάκη, ξανασυναντώντας τις αντιφάσεις, την αντιπαλότητα, το πάθος, την εξάρτηση που έδενε το ζευγάρι. Πολύ καιρό αφότου «τίποτα πια δεν είχε απομείνει απ’ τα φτωχά μας τα κορμιά που τα συντάραζαν τα πάθη», από «δυο ψυχές που συνεννοούνταν μονάχα με το βλέμμα», όπως γράφει ο Τζόις στη Νόρα στις 22 Δεκεμβρίου του 1909, θα διέκρινα, ανάμεσα στις γραμμές, έμμεσα ή ρητά διατυπωμένες, τις πηγές της έντασης που χαρακτήριζε τη σχέση τους, συνυφασμένες με τους ποικίλους λόγους που κρατούσαν μαζί δύο ιδιοσυγκρασίες τόσο διαφορετικές, αλλά και τόσο αλληλοπεριχωρούμενες. Μολονότι, πλην ελαχίστων, δεν διαθέτουμε τις απαντητικές επιστολές της Νόρας (χάθηκαν, άραγε, στις πολλές περιπλανήσεις των Τζόις, ή καταστράφηκαν από την αποστολέα τους;) τα γράμματα του Τζέιμς φανερώνουν σταδιακή κατανόηση και εμβάθυνση στον ψυχισμό της γυναίκας του και αποκαλύπτουν τις βασανιστικές για τον ίδιο εκδηλώσεις του: την υποτίμηση από τη Νόρα της λογοτεχνικής του δημιουργίας, την αδυναμία της να αναγνωρίσει την πνευματική του ανωτερότητα, την απαξίωση του συγγραφικού του έργου καθώς δεν απέφερε οικονομικές απολαβές, τον εκνευρισμό που της προκαλούσε η επίμονη, αβάσιμη και προσβλητική ζηλοτυπία του, αλλά, κυρίως, την ολόθυμη συμμετοχή της στις σεξουαλικές φαντασιώσεις του.
Όσο για τον ίδιο, παρά την πανθομολογούμενη τραχύτητα τής Νόρας την οποία προσπαθεί να εξευμενίσει με δωράκια και ομολογίες έρωτα, παρά την ανεπάρκειά της ως διαχειρίστριας του φτωχικού νοικοκυριού τους, την αγένειά της που εκφραζόταν ιδιωτικά και δημόσια, την έλλειψη καλλιέργειας, την πεζότητα και τις μικρότητές της, το ότι, εν τέλει, δεν ήταν η αριστοκρατική καλλονή την οποία είχε ονειρευτεί κάποτε να παντρευτεί –ελαττώματα που τον κάνουν, μερικές φορές, να της απευθύνεται με τον τόνο ενός απογοητευμένου Πυγμαλίωνα– δεν θα πάψει να τη βλέπει ως το κέντρο του σύμπαντος και το μέτρο όλων των πραγμάτων. «Δεν είσαι, όπως λες, ένα φτωχό αμόρφωτο κορίτσι», της γράφει στις 31 Αυγούστου του 1909. «Είσαι η γυναίκα μου, αγαπημένη, κι όλη τη χαρά και την απόλαυση που μπορώ να σου δώσω σε τούτη τη ζωή, θα σου τη δώσω». Και μερικές αράδες πιο κάτω: «Ω πες μου, γλυκιά μου αγάπη, ότι είσαι ικανοποιημένη μαζί μου τώρα. Μια μονάχα επαινετική λεξούλα από σένα με γεμίζει χαρά, μια απαλή χαρά σαν την ευωδιά που αναδίνει η καρδιά ενός λευκού ρόδου».
Ο έπαινος δεν θα έρθει ποτέ από τα χείλη της Νόρας· ωστόσο μόνη η παρουσία της («ξέρω και νιώθω ότι αν είναι να γράψω κάτι άρτιο και καλό στο μέλλον θα το κατορθώσω μονάχα αν αφουγκραστώ τι συμβαίνει πίσω από τις πύλες της καρδιάς σου» της γράφει) θα ωθήσει τον Τζόις προς την συμβολική έκφραση της πράξης της δημιουργίας στην ολότητά της, προς εκείνη την «ιερή παρόρμηση» που θα κορυφωθεί στον μέγα ύμνο στην ζωή με τον οποίο κλείνει ο Οδυσσέας διά στόματος της αισθησιακής Μόλι. Οι διαδοχικές λογοτεχνικές ενσαρκώσεις της – Γκρέτα Κονρόι στους Νεκρούς, Μπέρτα στους Εξόριστους, Μόλι Μπλουμ στον Οδυσσέα, Άννα Λίβια Πλουραμπέλ στο Finnegans Wake –απηχούν την αντίληψη του Τζόις για την θηλυκή εκδοχή του κόσμου όπως την είδε να κρυσταλλώνεται στη βιοτική διαδρομή της γυναίκας του∙ όσο για το ασθματικό, διακεκομμένο, συνειρμικό, ανεπιτήδευτο και ακαλλώπιστο ύφος πολλών από τους γυναικείους μονολόγους του Οδυσσέα, αυτό αδιαμφισβήτητα έλκει την καταγωγή του από το επιστολικό ιδίωμα της Νόρας: «Αγαπημένε Τζιμ νιώθω τόσο κουρασμένη απόψε που δεν μπορώ να πω πολλά ευχαριστώ πολύ για το γλυκό σου γράμμα που έλαβα απροσδόκητα σήμερα το βράδυ ήμουν πολύ απασχολημένη όταν ήρθε ο Ταχυδρόμος έτρεξα και κλειδώθηκα σ’ ένα δωμάτιο να διαβάσω το γράμμα σου με κάλεσαν πέντε φορές αλλά καμώθηκα πως δεν άκουσα τώρα είναι εντεκάμισι και δεν χρειάζεται να σου πω ότι με το ζόρι κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά και είμαι κατευχαριστημένη που θα ξεραθώ στον ύπνο τώρα δεν μπορώ να σε σκεφτώ όσο θέλω όταν ξυπνήσω το πρωί δεν θα σκέφτομαι τίποτ’ άλλο έξω από σένα αύριο το απόγευμα στις 7 μ.μ.» του γράφει η μικρή καμαριέρα του Finn’s Hotel, θαρρείς με μια ανάσα, στις 16 Σεπτεμβρίου 1904.
Παρότι έχει απόλυτη επίγνωση για την αδιαφορία ή και την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζει η γυναίκα του τις διανοητικές του πτήσεις («θα μπορούσα να σου εκμυστηρευτώ όλα όσα περνούν απ’ το μυαλό μου, όμως καταλαβαίνω από το βλέμμα σου ότι θα με βαριόσουν»), ο Τζόις λαχταρά να πορευτεί στη ζωή μ’ εκείνη στο πλευρό του, λέγοντάς της «ολοένα περισσότερα, ώσπου να φτάσει η στιγμή που θα συναποτελούσαμε μια ενιαία και αδιαχώριστη ύπαρξη και θα μέναμε έτσι, ως την ώρα που θα ερχόταν ο θάνατος». Θέλει τη Νόρα πηγή έμπνευσης και συνένοχή του, μαθήτριά του και καθοδηγήτριά του, ερωμένη και εξομολόγο του, συμπονετική μητέρα και αγέρωχη dominatrix που τιμωρεί και ταπεινώνει, αφοσιωμένη συνομιλήτρια ακόμα κι όταν δεν «ακούει», ολοκληρωτικά δική του. «Όλα όσα είναι ιερά, κρυμμένα από τους άλλους, πρέπει να μου τα δώσεις ανεπιφύλακτα. Θέλω να είμαι ο κύριος της ψυχής και του κορμιού σου», της γράφει στις 22 Αυγούστου 1909.
Η αλληλογραφία τους αρχίζει στις 15 Ιουνίου 1904, με ένα σύντομο γράμμα του Τζόις, με το οποίο ζητάει από τη Νόρα να συναντηθούν, και συνεχίζεται, αρκετά πυκνή, ως τις 29 Σεπτεμβρίου. Είναι η τρυφερή, διερευνητική περίοδος του έρωτά τους∙ οι επιστολές που ανταλλάσσουν αυτό το διάστημα καταφάσκουν σ’ αυτόν τον έρωτα, ταυτόχρονα, όμως, καθώς αποτελούν μια απόπειρα αυτοπροσδιορισμού και καταδήλωσης προθέσεων του Τζόις, τόσο απέναντι στη Νόρα όσο και απέναντι στη ζωή, δίνουν ολοζώντανη την εικόνα του νεαρού αντιρρησία που αδιάκοπα αντιδικεί με τη συμβατική, μικρόψυχη, ασφυκτική κοινωνία του καιρού του και αναζητεί διέξοδο στην τέχνη. Αργότερα, το 1909, όταν θα αφήσει τη Νόρα στην Τεργέστη αναζητώντας επαγγελματικές διεξόδους στη γενέτειρά του, το Δουβλίνο, ο τόνος των επιστολών θα αλλάξει. Είναι η εποχή του εκρηκτικού ξεσπάσματος της συναισθηματικής και σεξουαλικής του εξάρτησης από την «χιλιάκριβη» γυναίκα του.
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τον αχαλίνωτο ερωτισμό ορισμένων από αυτές τις επιστολές, γραμμένες μέσα σε ένα σεξουαλικό παραλήρημα που δίνει σχήμα στις πιο ακραίες φαντασιώσεις από τις οποίες δεν απουσιάζουν ο σαδομαζοχισμός ή η κοπροφιλία. Όμως η βωμολοχική τολμηρότητα των περιγραφών συνυπάρχει με μια σχεδόν μυστικιστική έξαρση: «Τη μια στιγμή σε βλέπω σαν παρθένα ή σαν μαντόνα και την επόμενη στιγμή σε βλέπω αναίσχυντη, αγέρωχη, μισόγυμνη, πρόστυχη», της γράφει στις 2 Σεπτεμβρίου 1909. Και τρεις μήνες αργότερα: «Το πέος μου είναι ακόμα καυτό, σκληρό, παλλόμενο από την τελευταία βάναυσή μου ώθηση, όταν αρχίζει να αναδύεται από τις σκοτεινές μονές της καρδιάς μου ένας σιγανός, τρυφερός και ελεητικός, λατρευτικός ύμνος σε σένα». «Σπάνια τα σεξουαλικά ερέβη του ρομαντικού έρωτα έχουν αποκαλυφθεί με τόση ειλικρίνεια και θάρρος», σημειώνει ο Αντρέ Τοπιά στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης των Επιστολών προς τη Νόρα. «Όμως, αντίθετα από τον Ντ. Χ. Λόρενς, που δεν έπαψε να επιτίθεται στην αποξενωτική και αποδυναμωτική υποκρισία του ρομαντικού έρωτα εν ονόματι μιας γνήσιας φαλλικής θρησκείας, ο Τζόις παίζει με την ίδια τη διαστροφή και τοποθετείται στο σημείο καμπής όπου η σεξουαλικότητα χρειάζεται τη μάσκα της τελετουργίας για να κατακτήσει την απόλαυση και η θρησκευτική έκσταση αφήνει αδιάκοπα ερωτικούς υπαινιγμούς».
Να, λοιπόν, τι είχαν επιλέξει να αγνοήσουν οι δύο Ιρλανδές ποιήτριες όταν επιτιμούσαν το ενδιαφέρον μας για τις συναρπαστικές αυτές επιστολές: ότι η ερωτική ασέλγεια ενδέχεται να είναι το άλλο όνομα της ελευθερίας· ότι το «άνευ ορίων άνευ όρων» των επιστολών του Τζόις είναι η στιγμή που το φθαρτό σώμα γίνεται ο τόπος της ανταρσίας, επιτελώντας τη ρήξη με την υλικότητα και την ιστορικότητά του, προσβλέποντας στο επέκεινα.