Η Μαντώ Αραβαντινού και το τζοϊσικό αρχείο

Ο James Joyce με την εκδότριά του Sylvia Beach στο κατώφλι του βιβλιοπωλείου Shakespeare& Cο, στο Παρίσι
Ο James Joyce με την εκδότριά του Sylvia Beach στο κατώφλι του βιβλιοπωλείου Shakespeare& Cο, στο Παρίσι



Η κοινότυπη παραδοχή ότι η έκδοση του Οδυσσέα στις 2 Φεβρουαρίου 1922 άλλαξε μια για πάντα την ιστορία της λογοτεχνίας και το είδος του μυθιστορήματος κρύβει πολλά περισσότερα. Το μυθιστόρημα αυτό του Ιρλανδού Τζέιμς Τζόις δεν αποτέλεσε μόνο ένα πρωτοποριακό κείμενο, αλλά και ένα πρωτοφανές λογοτεχνικό συμβάν που προήλθε από και πυροδότησε άλλα συμβάντα όπως συζητήσεις, μεταφράσεις, δοκίμια και άλλα κείμενα στα οποία συμμετείχαν κοινότητες ανθρώπων. Ο Οδυσσέας, επομένως, αν και γράφτηκε από τον Τζόις, αποτελεί ένα κείμενο στο οποίο συνέβαλαν πολλοί άλλοι άνθρωποι και συμβάντα. Γιορτάζοντας λοιπόν τα 100 χρόνια από την έκδοση και πρώτη κυκλοφορία του, αναφερόμαστε σε όλα αυτά τα γεγονότα και την πορεία του κειμένου αυτού, η οποία συνεχίζει να εξελίσσεται μέχρι και σήμερα.
Μεταξύ των αναρίθμητων περιπετειών του Οδυσσέα, αξίζει να επισημάνουμε μια λεπτομέρεια της τροχιάς αυτής: τη γυναικεία συμμετοχή στην έκδοση και κυκλοφορία του μυθιστορήματος, που έρχεται σε αντίθεση με την πλοκή του η οποία αφορά κυρίως άντρες και την καθημερινότητά τους. Από τη Sylvia Beach, που ανέλαβε την έκδοση και πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου μέσω του Shakespeare & Company, τη συνεργάτιδά της Andrienne Monnier, τη χορηγό του Τζόις Harriet Shaw Weaver, μέχρι τις Margaret Anderson και Jane Heap του περιοδικού Little Review στις ΗΠΑ, που εξέδιδε τον Οδυσσέα σε συνέχειες μέχρι την απαγόρευσή του λόγω χυδαίου περιεχομένου, η εκδοτική ιστορία του Οδυσσέα ενέπλεξε πολλές γυναίκες, χωρίς τις οποίες το ταξίδι του θα είχε πάρει άλλη, άγνωστη τροπή.
Αξιόλογη γυναικεία συμμετοχή υπήρξε και στη διάδοση του Οδυσσέα, στην αγγλόφωνη και σε άλλες λογοτεχνίες θέτοντας έτσι το ζήτημα της ‘γυναικείας ανάγνωσης’ του πρωτοποριακού αυτού μυθιστορήματος από πολύ νωρίς στην παγκόσμια κυκλοφορία του έργου. Στην ελληνική διαδρομή που μας απασχολεί εδώ, όχι μόνο του Οδυσσέα αλλά και γενικότερα του τζοϊσικού έργου, υπάρχει επίσης σημαντική παρουσία με κυριότερη μορφή την μεταπολεμική ποιήτρια Μαντώ Αραβαντινού η οποία παρείχε κριτικό και μεταφραστικό έργο σχετικά με τον Τζόις: Δουβλινέζοι (1971), Τζιάκομο Τζόις (1977), Η γάτα και ο διάβολος (1977), αλλά και μεταφράσματα από τον Οδυσσέα (1982) και το Finnegans Wake (1974, 1975-1976). Η μελέτη της, Τα ελληνικά του James Joyce, με την οποία έμεινε περισσότερο γνωστή, περιλαμβάνει βιογραφικό έργο και αρχειακή έρευνα και αναδεικνύει την σχέση που είχε ο Ιρλανδός συγγραφέας με την νεοελληνική γλώσσα και τους Έλληνες της διασποράς που γνώρισε στην Τεργέστη (1904-1915) και στην Ζυρίχη (1915-1919).[1] Πέραν της βιογραφικής εξιστόρησης, η Αραβαντινού παραθέτει τη δική της ανάγνωση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ‘ελληνικό τζοϊσικό αρχείο’. Πρόκειται για τις σημειώσεις που διατηρούσε ο Τζόις όταν μάθαινε νέα ελληνικά κατά τη διαμονή του στην Ζυρίχη με δάσκαλο πιθανώς τον Παύλο Φωκά, φίλο του και Έλληνα της διασποράς. Οι ελληνικές σημειώσεις αποτελούν ένα μικρό και σχετικά παραμελημένο κομμάτι του τζοϊσικού αρχείου και ανήκουν στα λεγόμενα τετράδια της Ζυρίχης (Zurich notebooks). Αναπτύσσοντας μια σημειολογική ανάλυση των σημειώσεων αυτών, το βασικό επιχείρημα της μελέτης της Αραβαντινού είναι πως οι περιπλανώμενοι Έλληνες της διασποράς που γνώρισε ο Τζόις αποτέλεσαν οδυσσεϊκά πρότυπα για τη διαμόρφωση του Λίοπολντ Μπλουμ, πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του Οδυσσέα. Ακόμη, ότι η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται στο έργο του Τζόις ως μέσο πειραματισμού και παραβίασης γλωσσικών κανόνων και τρόπος καταγραφής μνήμης.

Αν και η ευρύτερη κριτική ήταν θετικά διακείμενη προς το φιλολογικό έργο της Αραβαντινού, υπήρξαν αρνητικές κριτικές που έθιγαν θέματα σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης του Τζόις και την εισαγωγή ξένων συγγραφέων σε άλλες λογοτεχνίες. Σε κριτική ο Γιάννης Μεταξάς επιρρίπτει στην Αραβαντινού τεχνάσματα «υιοθέτησης» και «οικειοποίησης» κατηγορώντας την για προσωπικές φιλοδοξίες.[2] Μέσω της «ελληνοποίησης» του Τζόις, υποστηρίζει ο Μεταξάς, η Αραβαντινού επιχειρεί, πρώτον να θεσπίσει τον Τζόις ως Έλληνα συγγραφέα λόγω της απουσίας αντίστοιχης μεγάλης μορφής από την νεοελληνική λογοτεχνία, και δεύτερον, να εισαχθεί η ίδια στον κανόνα μέσω της συσχέτισης του ονόματός της και του έργου της με αυτό του Ιρλανδού συγγραφέα. Σε ανάλογο και πιο επικριτικό τόνο, ο Μ. Β. Ραΐζης κατέκρινε την μελέτη της Αραβαντινού ως «ερασιτεχνική», μίλησε για λάθη και παρερμηνείες, οι οποίες παρουσιάζουν ελληνικές λέξεις που δεν υπάρχουν ούτε στα τζοϊσικά κείμενα ούτε στα ακαδημαϊκά γλωσσάρια και «μετατρέπουν τις αθώες παρωδίες αρχαίων ελληνικών του Τζόις σε μεταμφιεσμένη πορνογραφία στα νέα ελληνικά».[3] Σύμφωνα με τον Ραΐζη, τα παραδείγματα που δίνει η ερευνήτρια από τα κείμενα του Τζόις είναι ελλιπή και τυχαία με αποτέλεσμα να δημιουργούν μια μη ξεκάθαρη εικόνα για το πώς ακριβώς ο Τζόις χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα.

Χειρόγραφες ευχές του Τζόις στα ελληνικά

Οι δύο αυτές αρνητικές κριτικές θίγουν σημαντικά θέματα: ξένος και εγχώριος κανόνας, κυκλοφορία λογοτεχνικών κειμένων, τρόποι ανάγνωσης του τζοϊσικού κειμένου, ερμηνεία και παρερμηνεία καθώς και η φύση του λάθους στον Τζόις. Αμφότερες όμως αναδεικνύουν, σε πείσμα του, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που τελικά υποστηρίζουν: ότι η Αραβαντινού προσεγγίζει το έργο του Τζόις λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο γραφής που ο ίδιος ακολουθούσε. Ειδικότερα, λαμβάνει υπόψη της την πολυγλωσσία που αναπτύσσει στο έργο του καθώς και την αίσθηση της πολυγλωσσίας, δηλαδή την αίσθηση που έχει κανείς, κυρίως στο Finnegans Wake, ότι εντοπίζει ή «ακούει» κάποια γλώσσα σε κάποια λέξη ενώ στην πραγματικότητα δεν περιλαμβάνεται στην ετυμολογία της. Επιπροσθέτως, η πρόσφατη ακαδημαϊκή κριτική έχει επισημάνει τον κεντρικό ρόλο που έχει το λάθος κάθε είδους στα κείμενα του Τζόις φτάνοντας ορισμένες φορές να μιλήσει για μια «αισθητική του λάθους» η οποία μπορεί να αποτελέσει τρόπο προσέγγισης του έργου του Τζόις, ανασημασιοδοτώντας ουσιαστικά τον εντοπισμό λαθών σε αναλύσεις και μεταφράσεις του τζοϊσικού έργου.[4] Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, παρ’ ότι ενυπάρχουν στα τζοϊσικά κείμενα και συμπεριλαμβάνονται στην προσέγγιση της ίδιας της Αραβαντινού, αποτέλεσαν αιτίες αρνητικής κριτικής του έργου της.

Υπό αυτούς τους όρους, μια πιο θετική και παραγωγική θεώρηση του έργου της Αραβαντινού, συγκεκριμένα των Ελληνικών του James Joyce, θα αναδείκνυε την καίρια συμβολή της ερευνήτριας στην κριτική και αρχειακή έρευνα περί Τζόις ιδιαιτέρως στα ελληνικά γράμματα. Εξετάζοντας την αξιοποίηση του τζοϊσικού αρχείου στο έργο της Αραβαντινού, οδηγούμαστε σε διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης του αρχείου αλλά και του ίδιου του έργου του Τζόις. Η Αραβαντινού αντιμετωπίζει το αρχείο όχι απλά σαν σύνολο υλικών τεκμηρίων και εγγράφων ιστορικής αξίας με σκοπό την κατανόηση και εκτίμηση ενός συγγραφικού έργου, αλλά σαν ένα δίκτυο κειμένων, στιγμών, μνήμης, ιστορίας και ζωής, όπου η σημείωση αποτελεί έναν παραγωγικό χώρο που αποκαλύπτει την διαδικασία γραφής της και συμπληρώνεται και ξαναγράφεται, αλλά και ένα δίκτυο κειμένων που εμπλέκουν και μνημονεύουν πολλούς άλλους ανθρώπους εκτός από τον ίδιο τον συγγραφέα. Η αντιμετώπιση αυτή του αρχείου συμβαδίζει με την προσέγγιση που υιοθετεί η ερευνήτρια στο έργο του Τζόις, δηλαδή την άρρηκτη συνύφανση ζωής και γραφής σε τέτοιο σημείο ώστε η ζωή να αντιμετωπίζεται ως γραφόμενο κείμενο και η γραφή ως εμπειρία.[5] Γι’ αυτό τον λόγο και στο ελληνικό τζοϊσικό αρχείο η Αραβαντινού συμπεριλαμβάνει τις ιστορίες των Ελλήνων της διασποράς με τους οποίους συναναστρεφόταν ο Ιρλανδός συγγραφέας, δίνοντας έτσι άλλη διάσταση σε ό,τι θεωρείται αρχικά ένα προσωπικό αρχείο. Η ερευνήτρια επομένως αναδεικνύει πώς το μικρό αυτό κομμάτι του τζοϊσικού αρχείου, εκτός από σημειώσεις γλωσσικής κατάκτησης, περιλαμβάνει πολλά περισσότερα στοιχεία, στοιχεία που πολλές φορές συμπληρώνονται ή ξαναγράφονται καθιστώντας το τζοϊσικό αρχείο ένα διαρκώς γραφόμενο κείμενο.

Η Μαντώ Αραβαντινού

Πάνω απ’ όλα, η Αραβαντινού αντιμετωπίζει τις τζοϊσικές ελληνικές σημειώσεις στην αρχειακότητά τους, δηλαδή σε ό,τι τις καθιστά αρχείο: στις ετερόκλητες πληροφορίες εγκυκλοπαιδικής φύσεως που περιέχουν όχι μόνο οι ελληνικές σημειώσεις αλλά και πολλά άλλα κομμάτια του τζοϊσικού αρχείου, και στην την ταξινομική ιεράρχηση που η συγκέντρωσή τους από τον Τζόις υποδηλώνει. Αυτή η αρχειακότητα χαρακτηρίζει και τα ίδια τα κείμενα του Τζόις, κυρίως τον Οδυσσέα και το Finnegans Wake, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν και κείμενα-αρχεία λόγω, όχι μόνο του όγκου των εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών που υπάρχουν σε αυτά, αλλά και της «αναταραχής αρχείου» που προϋποθέτει η συγκέντρωσή τους και προκαλεί η ανάγνωσή τους.[6] Ανάμεσα στις διάφορες ετερόκλητες πληροφορίες που έχει σημειώσει ο Τζόις, υπάρχουν και απλές προτάσεις γραμμένες στα ελληνικά ως ασκήσεις παραγωγής γραπτού λόγου, από τις οποίες κάποιες περιλαμβάνουν θέματα που απασχολούσαν τον Τζόις, όπως ο Οδυσσέας τον οποίο έγραφε τότε. Σε ένα από τα παραδείγματα που παραθέτει από τις σημειώσεις του Τζόις, η Αραβαντινού συνδέει μια συγκεκριμένη πρόταση με το μυθιστόρημα που είχε ήδη κυκλοφορήσει, το Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία: «Έχω γράψει εν μυθιστόρημα το οποίον ονομάζεται Αυτοεικωνγραφία». Και η Αραβαντινού εστιάζει σε αυτήν ακριβώς την εγγραφή, προσεγγίζοντάς την ως παράδειγμα συνύφανσης γραφής και ζωής:

Αυτογραφία ή αυτοεικών, δηλαδή: Γραφή της εικόνας μου ή γραφή του εαυτού μου. Αυτά τα τόσο τέλεια τζοϊσικά ελληνικά αποδίδουν νομίζω και χαρακτηρίζουν όχι μόνο το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη» αλλά και κάθε δικό του βιβλίο. (48)

Συγκεκριμένα, βλέπει τον νεολογισμό αυτόν αλλά και τη δημιουργία του ως πιθανό χαρακτηρισμό για το ιδιόμορφο έργο του Τζόις το οποίο, μας θυμίζει, δεν είναι απλά αυτοβιογραφικό:

Αναρωτιέμαι ήξερε πόσο αυτή η διαγραμμένη μισή λέξη που αναπαριστούσε τόσο ανάγλυφα αυτές τις συνεχείς εναλλαγές από σημαίνοντα και σημαινόμενα; (49)

Για την Αραβαντινού, πρόκειται για κάτι πέρα από την αυτοβιογραφία, για μια «γραφή του εαυτού» η οποία καταργεί την εικόνα (σημαινόμενο) αλλά και τη γραφή (σημαίνον) καθώς και τα δύο αλλάζουν από τον αναγνώστη και από τον συγγραφέα (49). Αυτό τον νεολογισμό η Αραβαντινού βλέπει ως τρόπο περιγραφής του τζοϊσικού έργου στο σύνολό του, έναν όρο που δημιουργεί ο ίδιος ο συγγραφέας «παραβαίνοντας» τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας. Επιπροσθέτως, η ερευνήτρια ξεκλειδώνει αυτήν τη σημείωση και αναζητά την σημασία της στη διαδικασία γραφής της, στην οποία και η ίδια λαμβάνει μέρος μέσω της ανάλυσής της. Αυτή η σημείωση, που ανήκει στο αρχείο και μόνο έτσι μπορεί να αναδείξει τις παλιμψηστικές της πλευρές, γίνεται τώρα ένας παραγωγικός χώρος που δεν περιέχει μόνο το γεγραμμένο αλλά και αυτό που είχε γραφεί και διορθώθηκε, αυτό που πήγε να γραφεί, και όλα αυτά μαζί συμβάλλουν σε ένα σημαίνον που καταγράφει τη ρευστότητα μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου – κάτι που συμβαίνει τόσο στο επίπεδο του σημαίνοντος όσο και σε αυτό του σημαινομένου.

Στην μελέτη της Αραβαντινού αναδεικνύεται ότι οι ελληνικές σημειώσεις δεν είναι εντελώς χωρίς περιεχόμενο. Αντιθέτως, μπορούν να αποκαλύψουν στάδια της γραφής του Τζόις, καθώς και πρόσωπα που ενεπλάκησαν σε αυτήν, πέρα από τον ίδιο τον συγγραφέα. Μεγάλο ρόλο στη συγγραφή, εξηγεί η Αραβαντινού, έπαιξαν οι «ανώνυμοι», Έλληνες και ξένοι διαφόρων κοινωνικών τάξεων που ο Τζόις γνώριζε (76). Έτσι και το οδυσσεϊκό μοντέλο για τον Μπλουμ πρέπει να αναζητηθεί σε όλους τους περιπλανώμενους που γνώρισε και κυρίως στους Έλληνες της διασποράς, όπως ο Νικόλας Σάντας, ο Ambrogio Ralli, ο Fransesco Sordina, ο Παύλος Φωκάς, ο Paul Ruggiero. Η ερευνήτρια δεν εστιάζει αποκλειστικά στον Τζόις, αλλά μιλά και για τους Έλληνες με τους οποίους ο συγγραφέας συναναστρεφόταν ως κοινότητα που συμμετείχε στη διαδικασία γραφής. Η ανάγνωση του αρχείου που παραθέτει η Αραβαντινού περιλαμβάνει και την ιστορία εκείνων των Ελλήνων, ένα κομμάτι της ιστορίας της ελληνικής διασποράς στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Οι άνθρωποι αυτοί εντοπίζονται στον Οδυσσέα όχι μόνο με τη μορφή στοιχείων που συνθέτουν τον Λίοπολντ Μπλουμ, αλλά και ως αυτοαναφορικές μνείες. Πιο συγκεκριμένα, σε έναν κατάλογο υπαρκτών και φανταστικών αγίων στο επεισόδιο ‘Κύκλωπες’, αναφέρεται ο «Άγιος Φωκάς εκ Σινώπης» καθώς και ο «Άγιος Ανώνυμος και ο Άγιος Επώνυμος και ο Άγιος Ψευδώνυμος και ο Άγιος Ομώνυμος και ο Άγιος Παρώνυμος και ο Άγιος Συνώνυμος» (‘… and S. James the less and S. Phocas of Sinope and S. Julian Hospitator […] and S. Owen Caniculus and S. Anonymous and S. Eponymous and S. Pseudonymous and S. Homonymous and S. Paronymous and S. Synonymous…’ U 324). Σε αυτόν τον κατάλογο η ερευνήτρια εντοπίζει μια ιδιαίτερη μνεία στον Παύλο Φωκά, τον φίλο και πιθανώς δάσκαλο ελληνικών του Τζόις που τον καθιστά «άγιο» ως τιμητική αναφορά στον χρόνο που πέρασαν μαζί.[7] Παραφράζοντας το όνομα ως «Άγιος Παύλος Φωκάς ο εκ Σινώπης», η ερευνήτρια τονίζει: «Έτσι ξώφλησε το χρέος του ο Τζόις: ο κ. Παύλος Φωκάς της Ζυρίχης, ο μικροϋπάλληλος σε μικροεπιχειρήσεις έγινε Άγιος. Και παρόμοια μεταχείριση δεν έκανε σε κανένα ο Τζόις, ούτε σε φίλο του, ούτε σε εχτρό!» (134).

Οι οδυσσεϊκοί άγιοι που ακολουθούν τον Άγιο Φωκά στο κείμενο του Οδυσσέα – ο Άγιος Ανώνυμος και λοιποί – που φέρουν το «όνομα» το οποίο όμως καταργείται από το εκάστοτε συνθετικό, αποτελούν, κατά την Αραβαντινού, τιμητική αναφορά, πέραν του Παύλου Φωκά, στις λέξεις και στην ελληνική γλώσσα που ο Τζόις διδάχθηκε από αυτόν. Είναι μια παιγνιώδης λίστα που, με τον δικό της τρόπο, παραπέμπει στις λίστες ελληνικών λέξεων των ελληνικών σημειώσεων του αρχείου. Και ταυτόχρονα αναδεικνύει γιατί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Τζόις μετατρέπει τη σχέση του με τα ελληνικά σε ένα γλωσσικό παιχνίδι με ελληνικά προθήματα και ένα σημαίνον, το «όνομα», καταλήγοντας σε μια αφθονία σημαινόντων τα οποία αποσταθεροποιούν και επαναπροσδιορίζουν το σημαινόμενο της αγιοσύνης. Πρόκειται επομένως για αναφορά του Τζόις στην ελληνική γλώσσα και στις δυνατότητες έκφρασης, γραφής και παιγνίου αλλά και στις δυνατότητες ανθρώπινης επαφής που αυτή του προσέφερε. Ο Τζόις εδώ, σύμφωνα με την Αραβαντινού, παίζει με τις εναλλαγές λέξεων στα ελληνικά (όπως έκανε και σε άλλες γλώσσες) για να απεικονίσει την ανωνυμία και την επωνυμία, τη διαφορετική ονοματοθεσία των διαφόρων Ελλήνων και του κάθε ανθρώπου που συνάντησε κατά την διάρκεια της συγγραφής και για να τους εντάξει στο κείμενό του – που τελικά, παραπέμποντας σε ένα αρχείο σημειώσεων αλλά και γνωριμιών, γραφών αλλά και συναισθημάτων, γίνεται και το ίδιο μέρος του αρχείου).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Οδυσσέας συνδέεται με το ελληνικό αρχείο αποκτώντας αρχειακά χαρακτηριστικά. Η Αραβαντινού διαβάζει το κείμενο ως αρχείο όχι επειδή συγκεντρώνει και απαριθμεί πληροφορίες σε ύφος εγκυκλοπαίδειας, αλλά περισσότερο επειδή καταγράφει και ξαναγράφει μνήμες. Το αρχείο μετατρέπεται σε ζωντανή οντότητα που αλλάζει ιδιότητες, που ξαναγράφεται και επεκτείνεται με την πρόσθεση «τεκμηρίων». Μετατρέπεται σε χώρο προσωπικής και συλλογικής μνήμης και σε ιστορικό ντοκουμέντο μιας κοινότητας. Η Αραβαντινού, επομένως, αξιοποιεί το ελληνικό τζοϊσικό αρχείο σε όλες του τις εκφάνσεις και όχι μόνο ως τεκμήριο ελληνομάθειας όπως θεώρησαν οι αρνητικές κριτικές του Μεταξά και του Ραΐζη.

Στους ‘Λαιστρυγόνες’ ο Λίοπολντ Μπλουμ λέει πως ‘coming events cast their shadows before’ (U 210). Δηλαδή, αυτά που έχουν γίνει ‘στοιχειώνονται’ από τα γεγονότα που έρχονται, το παρελθόν στοιχειώνεται από το μέλλον. Ξαναδιαβάζοντας το αρχείο και τα κείμενα του Τζόις από τη σκοπιά των όσων παρατίθενται στα Ελληνικά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το τζοϊσικό αρχείο ‘στοιχειώνεται’, ετεροκαθορίζεται κατά κάποιο τρόπο από την προσέγγιση της Αραβαντινού, μια προσέγγιση η οποία διεκδικεί σθεναρά τη δική της θέση στο τζοϊσικό αρχείο. Ίσως με αυτό τον τρόπο μπορούμε να μιλήσουμε για μια διαφορετική, «παράξενη» ανάγνωση εκ μέρους της Αραβαντινού, η οποία θεωρεί το τζοϊσικό έργο υπό την οπτική των λιγοστών και ερευνητικά παραμελημένων ελληνικών σημειώσεων.

I’ve put in so many enigmas and puzzles that it will keep the professors busy for centuries arguing over what I meant, and that’s the only way of ensuring one’s immortality
Richard Ellmann, James Joyce,  1982, 521

Όταν κάποιος Γάλλος μεταφραστής που ασχολούνταν με την ‘Πηνελόπη’ ζητούσε περαιτέρω εξηγήσεις ως βοήθεια για το μεταφραστικό έργο του, ο Τζόις αρχικά αρνιόταν λέγοντας πως δεν μπορεί να αποκαλύψει τα πάντα εξαρχής αφού με τα αινίγματα που έχει συμπεριλάβει στο μυθιστόρημα θα απασχολούσε την ακαδημαϊκή κοινότητα για αιώνες – ο μόνος τρόπος να διασφαλίσει την αθανασία του. Ο Τζόις, απασχολημένος καθώς ήταν με την φήμη του, κατέβαλλε πολλές προσπάθειες διαφήμισης και προώθησης. Ανάμεσά τους και η διατήρηση του αρχείου: κάθε λογής πληροφορίες και σημειώσεις που κατέγραφε και που βρέθηκαν στα διάφορα μέρη όπου έμεινε. Το αρχείο αυτό αποτελεί από μόνο του ένα ανοιχτό κείμενο που ξαναγράφεται και συμπληρώνεται και συνδιαλέγεται με το τζοϊσικό έργο και προσθέτει «αινίγματα και γρίφους» σε αυτό: αυτό ακριβώς ανέδειξε η Αραβαντινού με το έργο της. Εν αναμονή λοιπόν των αιώνων που έρχονται απειλητικοί και των αινιγμάτων που φέρνουν, γιορτάζουμε τον έναν αιώνα που έχει παρέλθει από την πρώτη έκδοση και κυκλοφορία του Οδυσσέα, ενός βιβλίου που πέρασε περιπέτειες αντίστοιχες του τίτλου του, ενός βιβλίου που είναι και έργο ανωνύμων, Ελλήνων και μη, ενός βιβλίου που είναι, ανεξίτηλα και παλιμψηστικά, αρχειακά και διεκδικητικά, και έργο γυναικών.

——————

Ευχαριστώ πολύ τον Δημήτρη Παπανικολάου για τα πολύτιμα σχόλια σχετικά με το άρθρο αλλά και τις συζητήσεις περί Μαντώς Αραβαντινού και αρχείου.



 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: