Επίκληση στον Τζόις
Διάσπαρτοι σε σκορπισμένες πολιτείες
όλοι μαζί και ταυτόχρονα μόνοι,
υποδυόμασταν τον πρωτόπλαστο Αδάμ
που έδωσε στο κάθε πράγμα τ’ όνομά του.
Απ’ τις πλατιές κατηφοριές της νύχτας
εκεί που συνορεύει με τα χαράματα της μέρας,
γυρεύαμε (ακόμα το θυμάμαι) λέξεις
για τη σελήνη, για το θάνατο, το ξημέρωμα
και τις υπόλοιπες συνήθειες του ανθρώπου.
Γίναμε ο εικονισμός, ο κυβισμός,
οι αποσυνάγωγοι, οι αιρεσιάρχες
που τα μωρόπιστα πανεπιστήμια εκτιμούνε τώρα.
Επινοήσαμε την απάλειψη της στίξης
τα κεφαλαία γράμματα,
στιχουργήματα βιβλιοθηκάριων της Αλεξάνδρειας
σε σχήμα περιστεριού.
Στάχτη το έργο των χειρών μας
και η πίστη μας φλεγόμενη πυρά.
Εσύ, στο μεταξύ,
στις πολιτείες της εξορίας,
αυτής της εξορίας που για σένα ήταν
το αποκρουστικό μα επιλεγμένο σου εργαλείο,
το όπλο της τέχνης σου,
ύψωσες τους δύσβατους λαβυρίνθους,
απειροστικούς και άπειρους
εντυπωσιακά ασήμαντους,
πιο πολυάνθρωπους κι από την ιστορία.
Θα πεθάνουμε χωρίς ν’ αντικρύσουμε
το θηρίο το δίμορφο ή το ρόδο
που αποτελεί το πολυδαίδαλο κέντρο σου,
η μνήμη όμως συγκρατεί τα φυλαχτά της,
τις απηχήσεις της απ’ τον Βιργίλιο,
και έτσι στους δρόμους της νύχτας
διασώζονται οι έξοχοί σου κάτω κόσμοι,
τόσες διακυμάνσεις, τόσες μεταφορές
και τόσα μαλάματα των ίσκιων σου.
Τι σημασία έχει η δικιά μας η δειλία
αν έχει η γη έστω κι έναν γενναίο,
τι σημασία έχει η λύπη
αν μέσα στους καιρούς
κάποιος αισθάνθηκε ευτυχισμένος,
τι σημασία έχει η χαμένη γενιά μου,
αυτός ο θολός καθρέφτης,
αν τα βιβλία σου τη δικαιώνουν.
Είμαι οι άλλοι. Είμαι όλοι εκείνοι
που περισώθηκαν απ’ τον πεισματικό σου μόχθο.
Είμαι όλοι εκείνοι που χωρίς να τους ξέρεις τους σώζεις.
[ Το εγκώμιο της σκιάς, 1969 ]