Η γούνα

Η γούνα

Αυτό που τρά­βη­ξε την προ­σο­χή μου ήταν το μα­κρύ, γού­νι­νο παλ­τό της κυ­ρί­ας· αλη­θι­νή γού­να αστρα­κάν, όχι αστεία, δη­λα­δή κα­μιά σα­ρα­ντα­ριά νε­ο­γέν­νη­τα προ­βα­τά­κια Κα­ρα­κούλ, τα οποία αν ήταν ζω­ντα­νά κάλ­λι­στα θα μπο­ρού­σε να τα με­τρά­ει για να κοι­μη­θεί όταν την πιά­νουν αϋ­πνί­ες -θα έχει στά­νταρ αϋ­πνί­ες η κύ­ρια, έτσι λέ­νε, «οι ηλι­κιω­μέ­νοι έχουν προ­βλή­μα­τα στον ύπνο». Όχι πως τα ‘χω μα­ζί της, όχι, τό­τε –όταν την από­κτη­σε– χα­μπά­ρι δεν εί­χε ο κο­σμά­κης πε­ρί οι­κο­λο­γί­ας, προ­στα­σί­ας των δι­καιω­μά­των των ζώ­ων και πε­ρί κοι­νω­νι­κής ευ­θύ­νης. Η κυ­ρία ήθε­λε άπλα να εί­ναι αφο­πλι­στι­κά ωραία, να εί­ναι σί­γου­ρη πως εί­ναι ωραία – όταν εί­σαι ωραία, σ’ αγα­πούν, το λέ­ει και το τρα­γού­δι. Φο­ρού­σε το παλ­τό της, τα μπι­ζού της, τα δερ­μά­τι­να γο­βά­κια της και βολ­τά­ρι­ζε για να την δουν, στη χει­ρό­τε­ρη πή­γαι­νε και κα­μιάν επί­σκε­ψη. Στις επι­σκέ­ψεις μι­κρή η χα­ρά, μό­λις έφτα­νε έπρε­πε να τη βγά­λει κι άντε με­τά να τους κά­νει να την αγα­πούν. Αγο­ρά «για μια ζωή», μοιά­ζει και­νού­ρια, μα χά­λα­σε, δε λει­τουρ­γεί· κα­νέ­νας πια δεν την αγα­πά. Την πλή­ρω­σε τό­σα με­ρο­κά­μα­τα ο μα­κα­ρί­της, μια πε­ριου­σία. Και αυ­τή χά­λα­σε – έλε­ος, τώ­ρα βρή­κε να χα­λά­σει, που την χρειά­ζε­ται όσο πο­τέ; Kι ας τη φο­ρά­ει αυ­τή συ­νέ­χεια, ολό­κλη­ρο τον χρό­νο, ακό­μη και τώ­ρα που εί­ναι κα­λο­καί­ρι – ας το κα­λό τους, δεν την αγα­πούν. Θα λέ­νε ύστε­ρα, «κρυώ­νουν εύ­κο­λα οι ηλι­κιω­μέ­νοι» και επι­στη­μο­νι­κά θα εξη­γούν «λό­γω μειω­μέ­νης καρ­διαγ­γεια­κής λει­τουρ­γί­ας». Ψέ­μα­τα λέ­νε, εί­ναι επει­δή πια δεν τους αγα­πούν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: