Αυτό που τράβηξε την προσοχή μου ήταν το μακρύ, γούνινο παλτό της κυρίας· αληθινή γούνα αστρακάν, όχι αστεία, δηλαδή καμιά σαρανταριά νεογέννητα προβατάκια Καρακούλ, τα οποία αν ήταν ζωντανά κάλλιστα θα μπορούσε να τα μετράει για να κοιμηθεί όταν την πιάνουν αϋπνίες -θα έχει στάνταρ αϋπνίες η κύρια, έτσι λένε, «οι ηλικιωμένοι έχουν προβλήματα στον ύπνο». Όχι πως τα ‘χω μαζί της, όχι, τότε –όταν την απόκτησε– χαμπάρι δεν είχε ο κοσμάκης περί οικολογίας, προστασίας των δικαιωμάτων των ζώων και περί κοινωνικής ευθύνης. Η κυρία ήθελε άπλα να είναι αφοπλιστικά ωραία, να είναι σίγουρη πως είναι ωραία – όταν είσαι ωραία, σ’ αγαπούν, το λέει και το τραγούδι. Φορούσε το παλτό της, τα μπιζού της, τα δερμάτινα γοβάκια της και βολτάριζε για να την δουν, στη χειρότερη πήγαινε και καμιάν επίσκεψη. Στις επισκέψεις μικρή η χαρά, μόλις έφτανε έπρεπε να τη βγάλει κι άντε μετά να τους κάνει να την αγαπούν. Αγορά «για μια ζωή», μοιάζει καινούρια, μα χάλασε, δε λειτουργεί· κανένας πια δεν την αγαπά. Την πλήρωσε τόσα μεροκάματα ο μακαρίτης, μια περιουσία. Και αυτή χάλασε – έλεος, τώρα βρήκε να χαλάσει, που την χρειάζεται όσο ποτέ; Kι ας τη φοράει αυτή συνέχεια, ολόκληρο τον χρόνο, ακόμη και τώρα που είναι καλοκαίρι – ας το καλό τους, δεν την αγαπούν. Θα λένε ύστερα, «κρυώνουν εύκολα οι ηλικιωμένοι» και επιστημονικά θα εξηγούν «λόγω μειωμένης καρδιαγγειακής λειτουργίας». Ψέματα λένε, είναι επειδή πια δεν τους αγαπούν.