Ξύπνησα στη μέση της νύχτας κάθιδρος. «Βανέσσα είδα έναν τρομακτικό εφιάλτη», είπα. «Τι;» είπε «με τα μάτια ακόμη κλειστά». «Ότι ήμουν σε μια πιρόγα στον Αμαζόνιο που έβαζε νερά και γύρω-γύρω περίμεναν να με κατασπαράξουν εκατοντάδες πιράνχας». «Και σε κατασπάραξαν;» είπε. «Μόλις με δάγκωσε το πρώτο πιράνχας ξύπνησα», είπα. «Που σε δάγκωσε;» είπε. «Εκεί είπα. «Εκεί που;» είπε. «Εκεί!» είπα. Α! Εκεί!» είπε. «Είναι προφανής ο λόγος που είδες αυτό το όνειρο». «Δηλαδή;» είπα. «Μίλησες εχθές με την πρώην σύζυγό σου!», είπε. «Τι δουλειά έχουν τα πιράνχας με την πρώην σύζυγό μου;» είπα. «Είναι δυνατόν να είσαι τόσο αφελής;» είπε. «Πως φαίνεται ότι δεν έχεις κάνει ποτέ σου ψυχανάλυση!» «Λες αυτό να φταίει;» είπα. «Τι πρέπει να κάνω για να γλιτώσω;» «Να διαβάσεις για αρχή όλα τα έργα του Φρόιντ, του Άντλερ, του Γιούνγκ, του Ρανκ, του Φερέντσι, του Φρομ, του Μπινσβάνγκερ», είπε. «Όλα;» είπα. «Μα αυτό θα πάρει χρόνια. Ως τότε θα βλέπω τρομακτικούς εφιάλτες;» «Μην ανησυχείς! Θα στους ερμηνεύω εγώ», είπε, «και σιγά-σιγά θα πάψεις να τους βλέπεις». «Ωραία λοιπόν! Προχθές είδα ότι την ώρα που έτρωγες ιμάμ μπαϊλντί πνίγηκες και δεν μπορούσα να κάνω κάτι να σε σώσω! Αυτό τι σημαίνει;» είπα. «Χάχα! Η γιαγιά τής πρώην σου από που ήταν;» είπε. «Από τη Σμύρνη», είπα. «Άρα;» είπε. «Κατάλαβα», είπα.