Ελ-Κάχιρα, 1*
——————
«Ένα τυροπιτάδικο εδώ θα έκανε χρυσές δουλειές». Aκούστηκε σαν Θεία Αποκάλυψη, μια Epiphany καταπώς λένε και οι αγγλόφωνοι, στην πυκνά οικοδομημένη επιφάνεια της ερήμου. Το είπε ένας Ελλαδίτης, άρτι αφιχθείς για εργασιακούς λόγους στην ελληνική και ελληνίζουσα κοινότητα της αιγυπτιακής πρωτεύουσας. Πολύ σωστά, οι ντόπιοι λατρεύουν το τυρί αλλά δεν υπάρχει εδώ κάτι ανάλογο με το veritable τυροπιτάδικο, το κατ’ εξοχήν ιδιαίτερο take away μαγαζί της Αθήνας. Δεν αναφέρομαι στα καθιστικά μπουγατσίδικα του βαλκανικού ελληνικού βορρά, που έχουν πλέον μια διακριτική παρουσία και νοτίως των Φαρσάλων. Μιλάω για το τυροπιτάδικο – αγοράζεις στα γρήγορα και τρως στα εγγύς πέριξ ή περπατώντας κατ’ ιδίαν – περίλαμπρο γευστικό σύμβολο της μοναξιάς του Αθηναίου. Την τυρόπιτα την αγοράζεις να τη φας μόνος, γιατί πεινάς ή/και είσαι μόνος. Είναι μια παρέα στη μοναξιά εν κινήσει, ειδικά αφότου το τσιγάρο έπαψε να είναι trendy. Δεν είναι η τυρόπιτα σαν το παρεΐστικο σουβλάκι. Λέμε «πάμε για σουβλάκια, παρέα»: θα τα φάμε συνήθως παρέα, ακόμη και στα όρθια ή και περπατώντας. (Δεν μιλώ για τα σουβλάκια delivery, που παραβιάζουν εδώ και χρόνια την οικογενειακή εστία του Αθηναίου, έχοντας ζηλώσει την δόξα της ιταλικής πίτσας, αυτής της ζευγαρίστικης, οικογενειακής/φιλικής ή και εργασιακής διατροφικής επιλογής).
Μετά από μέρες το ξανασκέφτηκα. Όχι, δεν θα έπιανε ένα τυροπιτάδικο. Δεν υπάρχει στο Κάιρο αυτή η εν δήμω αίσθηση μοναξιάς της Αθήνας. Ούτε και σε αυτούς που, κατά τα φαινόμενα, κυκλοφορούν ή κάθονται μόνοι. Μια περίεργη ενσυναίσθηση την αποκλείει, μια ενσυναίθηση που έχει την εμβέλεια του hotspot του κινητού, επαρκής σχεδόν πάντα σε μια πόλη συνωστιζόμενων είκοσι εκατομμυρίων. Την βλέπει κανείς καθαρά στα καφενεία των κατ’ επίφαση μοναχικών ανδρών.