Έτρεξα μακριά αλλά δεν υπήρχε φυγή
AΝΤΗΟΝΥ BOURDAIN
Κλείνεις μαλακά την πόρτα πίσω σου. Κρεμάς από την αρπάγη του πολύφωτου την ζώνη από το μπουρνούζι σου αφού έχεις κάνει στην άκρη της θηλιά. Μια θηλιά που τυλίγεις καλά γύρω από τον λαιμό σου και ανεβαίνεις προσεκτικά στο σκαμνί με τις γυμνές σου πατούσες, τα γόνατα σου τεντωμένα, τα πόδια σου έτοιμα να βυθιστούν στον θάνατο. Αλλά την τελευταία στιγμή αλλάζεις γνώμη γιατί σου έρχεται μια ιδέα αστραπή, στην αρχή ακαθόριστη μετά αμέσως όλο και πιο συγκεκριμένη και με φανερή αδημονία ξεγυμνώνεσαι, βγάζεις παντελόνι, πουκάμισο, εσώρουχα, στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη γυμνός και παράφρων, κοιτάζεις το είδωλο σου μα δεν βλέπεις κάποιον που αξίζει να σωθεί. Με χέρια που τρέμουν οπλίζεις το περίστροφο, θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα κάπως έτσι πρέπει να γίνεται, μονολογείς, βάζοντας την κάνη στο διάπλατα ανοιγμένο στόμα σου, αλλά την τελευταία στιγμή αλλάζεις γνώμη. Τρέχεις στο παράθυρο, κοιτάζοντας τον άδειο σκοτεινό δρόμο ανεβαίνεις στο περβάζι, δεν λογαριάζεις τίποτα πλέον και έτσι μισοκρεμασμένος όπως είσαι, μισός μέσα μισός έξω, δεν είναι ώρα για αστοχίες, ψιθυρίζεις, γνωρίζοντας ότι δεν πρέπει να κάνεις τίποτα λάθος ακόμα και αν δεν κάνεις τα πάντα σωστά, αλλά την τελευταία στιγμή αλλάζεις γνώμη. Στροβιλίζεσαι σαν την σβούρα πανικόβλητος στο δωμάτιο, σκοντάφτεις πάνω στην μικρή βαλίτσα σου, η καλή μεταξωτή σου πουά γραβάτα με το σταμπωτό μοτίβο ξεχύνεται από μέσα, την αρπάζεις με τα εξαιρετικά επιδέξια δάχτυλα σου και σφίγγεις τον κόμπο της γύρω από τον λαιμό σου με νταηλίκι, αλλά την τελευταία στιγμή αλλάζεις γνώμη. Έξαλλος, αναζητώντας το μοιραίο λάθος, μπαίνεις στην κουζίνα, τα διάφανα αλμυρά σου δάκρυα τρέχουν από μόνα τους πιτσιλίζοντας το κρύο πλακάκι. η τραγική πλευρά σου γεμάτη σημάδια και γρατσουνιές - μα πως γίνεται να είναι τόσο βαθειά η μοναξιά σου. Με σπασμωδικές κινήσεις ανοίγεις ένα ένα τα ντουλάπια και τα συρτάρια ψάχνοντας το μικροσκοπικό φακελάκι με την θανατηφόρα σκόνη που δεν θυμάσαι που το έβαλες, σηκώνεις παρορμητικά το καπάκι της χύτρας και ένα ζωντανό σαρκοβόρο ερπετό κουλουριασμένο στον πάτο της πετάγεται ιλιγγιωδώς πάνω σου, σε δαγκώνει με οργή στον γυμνό σου λαιμό και σε λίγα λεπτά πεθαίνεις.