«Ταξίδεψε. Γνώρισε τη μελαγχολία των καραβιών, τα κρύα ξυπνητήρια κάτω απ’ την τέντα, τον ίλιγγο των τοπίων και των ερειπίων, την πίκρα των εφήμερων δεσμών. Ξαναγύρισε». Γκιστάβ Φλομπέρ, Η αισθηματική αγωγή
Περπατώντας στους δρόμους του Χαρτούμ, ή στις κοινωνικές συναναστροφές, οι άντρες, τις περισσότερες φορές, κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου. Αγόρια, έφηβοι, ώριμοι και ηλικιωμένοι δείχνουν την αμοιβαία εκτίμησή τους στο πρόσωπο του συντρόφου τους, κρατώντας τις παλάμες τους ενωμένες. Αυτό που είναι αδιανόητο να συμβεί μεταξύ ανδρών και γυναικών, λόγω του επιβεβλημένου κάθετου διαχωρισμού των φύλων στις δημόσιες εκφάνσεις των Μουσουλμάνων, θεωρείται φυσιολογικό και αυτονόητο μεταξύ των αρρένων όλων των κοινωνικών τάξεων. Τα ζευγάρια των αντρών, εκδηλώνοντας απερίφραστα τη συμπάθεια τους και την αβίαστη εκλογή του Άλλου, είναι προφανές ότι δεν διανοούνται να προκαλέσουν με τη συμπεριφορά τους συμπολίτες και περαστικούς. Ούτε βέβαια τολμούν να υπαινιχθούν δήθεν παρα-ερωτικές προτιμήσεις. Αυτό θα ισοδυναμούσε με κατάφωρη προσβολή των ηθών, η οποία επισύρει αυτομάτως αυστηρότατες ποινές. Τα ενωμένα χέρια πιστοποιούν δόξα φιλίας και τίποτε άλλο.
Διασχίζω την αίθουσα δεξιώσεων του «Χίλτον», χέρι-χέρι με τον Πρέσβη των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων, ο οποίος την περίοδο αυτή είναι και ο Πρύτανης του Διπλωματικού Σώματος του Χαρτούμ. Μού το πήρε πρώτος και το άφησε πρώτος, όταν χρειάστηκε να με συστήσει σε δυο τρεις γνωστούς του. Το χέρι μου, τελείως ασυνήθιστο στην εθιμοτυπία των Αράβων, παραδέχεται το αδιέξοδό του. Σαν ξεκρέμαστο. Ένα παράρτημα ζωής, που το ξέχασε τελείως η βούληση.
Η πλούσια γενειάδα σκεπάζει τον λαιμό, φτάνει έως το στέρνο του. Περιποιημένος, ψηλός. Η κελεμπία του κρύβει κάπως το στομάχι του. Αυτοπεποίθηση, αργές κινήσεις, γυαλιά με χρυσό σκελετό. Τον έχω ξαναδεί, πρέπει να μένει κάπου εδώ κοντά. Στέκεται δίπλα μου, στο ταμείο του παντοπωλείου που βρίσκεται δυο βήματα από το σπίτι μου. Πληρώνει πρώτος. Μου φέρνει στο νου τους δικούς μας Μητροπολίτες, αλλά και τον Συνταγματάρχη Καντάφι, τον αρχηγό της γειτονικής Λιβύης, που χρόνια τώρα προτρέπει με τον χαρακτηριστικό, εκκωφαντικό του τρόπο, τους αδελφούς Μουσουλμάνους να καταργήσουν επιτέλους τις κελεμπίες, διότι έτσι, υποστηρίζει, αντιγράφουν άθελά τους την παραδοσιακή και προϋπάρχουσα βεβαίως του Ισλάμ ενδυμασία, την οποία φέρουν οι ορθόδοξοι κληρικοί των Χριστιανών. Σε λίγο, φτάνοντας σχεδόν μαζί στην έξοδο, μού γνέφει να προηγηθώ. Χαμογελάει, κρατώντας το χερούλι της πόρτας. Με την ευγένεια και την οικειότητα μαζί του νέου φίλου, παραχωρεί τη σειρά του σ’ έναν ξένο. Η αντίφαση αυτή με ακινητοποιεί για μερικά δευτερόλεπτα. Είναι φανερό ότι διστάζω, ότι δυσκολεύομαι ενδόμυχα να κατανοήσω την ποιότητα της αυθόρμητης κατά τα άλλα συμπεριφοράς του. Τότε παρατηρώ τα προφανώς ολοκαίνουργια πέδιλά του. Και τα έντονα βαμμένα κόκκινα νύχια των ποδιών. Συγκρατώντας την έκπληξή μου όσο ήταν δυνατό, τον ευχαριστώ στη γλώσσα του. Απομακρύνομαι αργά, χωρίς να κοιτάξω προς το μέρος του. Πέρασε καιρός για να τον συναντήσω ξανά στο ίδιο μαγαζί, μπροστά στον ίδιον ακριβώς ταμία. Αργότερα έμαθα ότι το χρώμα που τόσο με αιφνιδίασε προέρχεται από ειδική χένα και δηλώνει νεόνυμφο.
Στον μισοκατεστραμμένο Ναό του Αμούν, στα ερείπια της πόλης
Νάκα, διακόσια εξήντα περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Χαρτούμ,
άνοιξη του 2005. Συντροφιά με τον φίλο, ποιητή Δημήτρη Χουλιαράκη, που
ήρθε να μείνει μαζί μου για μια βδομάδα. Είναι η πρώτη φορά που
επισκεπτόμαστε το περίφημο αυτό κτίσμα, ένα από τα ελάχιστα της
ευρύτερης περιοχής, το οποίο ξεπέρασε αισίως το φάσμα της λήθης από
έρημο. Καυτός ήλιος, αχνά περιγράμματα, προπύλαια που εξαϋλώνονται αργά
μέσα στο τυραννικό φως. Η σκόνη παραφυλάει, έτοιμη να σηκώσει τα πέπλα
της να μας σκεπάσει μαζί με όσους μάρτυρες της Ιστορίας απέμειναν εδώ,
τα εξαντλημένα μάρμαρα. Λιγοθυμισμένο τοπίο. Νόμιζα ότι ήμασταν μόνοι
μας. Εκτός από τον οδηγό του αυτοκινήτου μας, που νοικιάσαμε για μια
μέρα, δεν έχουμε δει άλλο άνθρωπο, από το πρωί έως αργά το απόγευμα, που
φτάσαμε εδώ. Δεν χρειάστηκε να σταματήσαμε πουθενά. Τριάντα πέντε αιώνες πριν, κάπου σ’ αυτά τα δώματα εστέφετο κάθε
φορά το νέο βασιλικό ζεύγος της Μερόης. Οι διακοσμητικοί λέοντες
πιστοποιούν ακόμη την ξεχασμένη επί αιώνες, αναμφισβήτητη όμως δόξα του
μεροϊτικού πολιτισμού. Κοντεύαμε να τελειώσουμε τα σκαρφαλώματα και τις διαδρομές στο
εσωτερικό των αφύλακτων ανασκαφών, όταν κάτι γρήγορο, ντυμένο στα άσπρα,
ξεφύτρωσε ξαφνικά πίσω από τις σπασμένες κολώνες, κραδαίνοντας ένα
μαύρο, χοντρό βιβλίο. Ήταν ένα μικρόσωμο αγόρι, γύρω στα δώδεκα με
δεκατρία. Μάς πλησίασε. με την άνεση που διακρίνει τους άρχοντες ενός
τόπου. Μιλώντας μια τελείως άγνωστη γλώσσα, προφανώς ιδιωματική, άνοιξε
τις σελίδες του βιβλίου, δυσανάλογα μεγάλου σε σχέση με το μπόι του και
μας έδειξε, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, μια σελίδα μισογεμάτη με
υπογραφές και λιγοστές, βιαστικά γραμμένες παρατηρήσεις. Ήταν οι
εντυπώσεις, στα αγγλικά κυρίως και στα γερμανικά, όσων επισκέφθηκαν τους
τελευταίους μήνες αυτά τα απροστάτευτα ίχνη του μακρινού σουδανικού
παρελθόντος. Τότε καταλάβαμε ότι έπρεπε να μιμηθούμε από αβροφροσύνη και
μόνον το παράδειγμα εκείνων που προηγήθηκαν. Πρώτος υπέγραψε ο
Δημήτρης. Μάλιστα σε λίγο είχε ανακαλύψει έναν κώδικα επικοινωνίας με το
παιδί. Προφανώς οι δικοί του, που θα ήταν κάπου αλλού απασχολημένοι,
τού ανέθεσαν τον ρόλο του περιστασιακού εφόρου αρχαιοτήτων.
Στα μάτια του ξεχώρισα μια δύναμη, ικανή να το κάνει να διασχίσει
την έρημο ως την Αίγυπτο και να επιστρέψει εδώ· η ίδια υπερηφάνεια, το
πείσμα και η συνέπεια στους τρόπους του, οι οποίοι διέκριναν προφανώς
και τους νομάδες προγόνους του.
Αργότερα, την ίδια μέρα, στον παραπλήσιο Ναό του Λέοντος. Κτίσμα του 1ου
μεταχριστιανικού αιώνα συνιστά έναν από τους κύριους τόπους λατρείας του
τρομερού θεού Απαντεμάκ. Πρόκειται για το ανάγλυφο τεράστιο ον, το
οποίο ορθώνεται σε αρκετά καλή κατάσταση και στις δύο πλευρές του
κεντρικού πυλώνα. Φέρει κορμό πύθωνα και τρία κεφάλια λιονταριού, τα
οποία ξεπροβάλλουν συμμετρικάμέσα από το άνθος ενός
ευμεγέθους λωτού. Το διάσημο αυτό σύμβολο της ακήρατης, της αιώνιας
ζωής, μια τελείως συμπτωματική, σαφής πάντως ένδειξη βουδισμού στην
καρδιά του πολιτισμού της Νάκα με υποχρεώνει να παραδεχτώ τη διαχρονική
μεταφυσική υφή ενός συγκεκριμένου είδους της ανθοκομικής τέχνης.
Κατά την διάρκεια ενιαύσιων τελετών ή άλλων, οι οποίες πλαισίωναν
τον θρίαμβο των βασιλέων, όταν επέστρεφαν στη Μερόη νικηφόροι, μετά από
την επιτυχή έκβαση των εκστρατειών τους, λιοντάρια ή σκυλιά κατεσπάραζαν
γύρω από αυτές τις κολώνες, σύμφωνα με διάφορες πηγές, εκατοντάδες
αιχμαλώτους πολέμου. Μια παρόμοια σκηνή βίας ξεχωρίζει εύκολα στον ίδιο
πυλώνα. Το θεολογικό δάνειο της γειτονικής Αιγύπτου, η θεά Ίσις,
εγγυήτρια της αιωνιότητας, αλλά και της στρατηγικής νίκης του μεροϊτικού
βασιλείου στο πεδίο των μαχών, κρατά με το δεξί της χέρι από τα μαλλιά
μιαν ολόκληρη ομάδα αιχμαλώτων. Είναι έτοιμοι να θυσιασθούν. Ένα
λιοντάρι μάλιστα κατασπαράσσει έναν από αυτούς, που μάταια δοκίμασε να
ξεφύγει από τη θεϊκή αρπάγη. Ο παρακείμενος φοίνικας υπενθυμίζει με τη
σειρά του την αφθαρσία της ψυχής. Πιο πέρα διακρίνονται οι ιδρυτές του Ναού, ο Νατακαμάνι και η
Αμανιτάρε, με υψωμένα τα χέρια, σε στάση προσευχής. Έπεται, μαθαίνω, ο
διάδοχός τους, ο μελλοντικός άναξ Αρικανκχάρερ. Οι θεοί τούς ραίνουν με
σταυρουδάκια, τα λεγόμενα ανκχ, σύμβολα κι αυτά της πολυπόθητης αθανασίας. Το εποπτικό άνθος του λωτού, αγέρωχο και αειθαλές, παραπέμπει ασφαλώς σε μια μελλοντική κάθαρση των πάντων.
Επιστροφή στο Χαρτούμ. Φοιτητές, σπουδαστές, αλλά και μαθητές
των τελευταίων τάξεων των λυκείων κυκλοφορούν πρωί – βράδυ ανάμεσά μας,
φορώντας τις γνωστές, καστανοπράσινες στολές εκστρατείας. Επείγονται να
δείξουν ότι βρίσκονται κι αυτοί, μαζί με τους επαγγελματίες στρατιώτες ή
τους κληρωτούς, σε πολεμική εγρήγορση. Έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ανά
πάσα στιγμή θρασείς εισβολείς ή απερίσκεπτους πράκτορες της Δύσης, οι
οποίοι εποφθαλμιούν το Ισλάμ, επαγρυπνούν και συστρατεύονται,
υποδυόμενοι τρόπον τινά αγνούς, υποψήφιους μάρτυρες της πίστης. Γι’ αυτό
το Χαρτούμ μερικές στιγμές θυμίζει στρατόπεδο.
Ένα τεράστιο, ανοικτό από παντού θέατρο ασκήσεων, θέλει να πείσει
ακόμη και τον πιο καχύποπτο παρατηρητή ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον
εαυτό του, ότι ο θρίαμβος της αραβοϊσλαμικής πολιτικής είναι η μόνη
πραγματικότητα, η αδιαπραγμάτευτη εθνική αξία, για την οποία η
πολιτοφυλακή και κατ’ επέκταση το ίδιο το άτομο μπορεί να νοιώσει
δικαιολογημένη υπερηφάνεια. Η απροσχημάτιστη προπαγάνδα αποβλέπει στον
απώτερο στόχο της: στην ταύτιση όλων ει δυνατόν των πολιτών – οιονεί
μαχητών με την περιλάλητη ανά τους αιώνες αρετή της ανδρείας, σε μια
έμπρακτη, μεταπλατωνική εκδοχή. Ίσως να την επαινούσε ακόμη και ο
Αμπουλγκουαλίντ Μουχάμετ Ιμπν Αχμάντ ιμπν-Μουχάμαμεντ ιμπν Ρουσντ ή
Μπενραϊστ ή Αβενρίζ ή Αμπέν-Ρασάντ ή Φίλιους Ροσάντις, πάντως
γνωστότατος ως Αβερόης.
Τα γεράκια πετούν πολύ χαμηλά. Πολύ συχνά λίγο πιο πάνω από
τα κεφάλια μας. Σχεδόν εξημερωμένα· σαν να ήταν περιστέρια, που άφησαν
τις στέγες μας πριν από πολύ καιρό και θέλουν τώρα να γυρίσουν πίσω.
Πολλές φορές με κάνουν να θυμάμαι τα άλλα γεράκια και τους κορμοράνους,
που πετούσαν ανάμεσα στους ουρανοξύστες του Χονγκ Κονγκ. Δεν δοκίμαζαν
όμως ποτέ να φτάσουν τόσο χαμηλά. Ίσως στο Χαρτούμ να αισθάνονται πιο
ασφαλή ή περισσότερο άνθρωποι.
Πλησιάζω την πύλη της κατοικίας ενός φίλου Άραβα πρέσβη. Έχει ήδη
τρία χρόνια εδώ. Όσα περίπου κι εγώ. Ίσως σε λίγους μήνες να μάθει για
το νέο του πόστο. Με περιμένει να πιούμε τσάι. Είχαμε πει να βρεθούμε
μαζί ένα απόγευμα, πάνε κάτι μήνες τώρα. Σήμερα κατά τύχη είμαστε και
δύο εύκαιροι. Ο φρουρός κάθεται σε μια πλαστική καρέκλα. Απορροφημένος·
ένα χοντρούτσικο βιβλίο τσέπης, προφανώς το Ιερό Κοράνιο, ανοικτό με
εμφανή ευλάβεια στις ενωμένες του παλάμες. Κουνιέται ρυθμικά μπρος-πίσω· ο κυματιστός ψίθυρος των απανταχού πιστών, το πεντάλεπτο της
έκστασης. Πότε πότε ρίχνει μια ματιά στο κείμενο, μετά απαγγέλλει με
μισόκλειστα μάτια. Όταν με καλωσορίζει, είναι πάλι ο επαγγελματίας
αστυνομικός. Τον ρώτησα να μάθω τι διάβαζε λίγο πριν. «Την εκατοστή σούρα, τα “Ελ-Αντιγιάτ”, δηλαδή “Τα άλογα”, ένα από τα τελευταία κεφάλαια του Ιερού Βιβλίου», μου απαντά σε στρωτά αγγλικά. Το βράδυ, στο σπίτι μου ανέτρεξα στα αντίστοιχα χωρία των ελεγμένων
μεταφράσεων που διαθέτω σε τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη γλώσσα μας
ηχούν κάπως έτσι: «Ορκίζομαι στα άλογα που τρέχουν λαχανιασμένα – στα
άλογα που βγάζουν φλόγες απ’ τα πόδια τους – που ορμούν εναντίον του
εχθρού το πρωινό, – που σηκώνουν σκόνη κάτω απ’ τα πόδια τους, - που
ανοίγουν δίοδο μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο, –πως ο άνθρωπος είναι
αληθινά αχάριστος απέναντι στον Κύριό του. – Ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται
μάρτυρας κατηγορίας του εαυτού του. – Φλέγεται από τον πόθο της
απόλαυσης των αγαθών του κόσμου τούτου».
Προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα ήδη συναντήσει στα διαβάσματά μου
κάποιον να ορκίζεται στα άλογα. Προτού με πάρει ο ύπνος πρόσεξα το εξής
στην εκατοστή τρίτη σούρα: «Ορκίζομαι στο δειλινό που έρχεται
μετά το μεσημέρι, – ότι ο άνθρωπος εργάζεται για την καταστροφή του».
Συσχέτισα αμέσως τον όρκο στο φεγγάρι, τον οποίο απορρίπτει χωρίς
κανέναν δισταγμό η σεξπιρική Ιουλιέτα. Το πρωί με βρήκε γεμάτο όρκους στα όνειρα. Μπροστά στα αραβικά άλογα, τα δικά μου «ουδέν».
Αντιλαμβάνομαι ότι θα μπορούσε να αφορά, κατάλληλα επεξεργασμένο,
όλους τους υπερασπιστές των μεταφυσικών δογμάτων· έτυχε να το συναντήσω
τις προάλλες: «…θα έρθει η ώρα, πρέπει να έρθει η άγια ώρα της αιώνιας
ειρήνης, όπου η Νέα Ιερουσαλήμ θα είναι η πρωτεύουσα του κόσμου· κι ως
τότε να είστε γεμάτοι χαρά και θάρρος μπροστά στους κινδύνους των
καιρών, σύντροφοι της πίστης μου, να κηρύχνετε με τον λόγο και τις
πράξεις σας το θείο Ευαγγέλιο και να μένετε στην πίστη, την αληθινή και
την άπειρη, πιστοί άχρι θανάτου». Πόσο καθαρά προβάλλει, πόσο καθαρά
ακούγεται, εδώ στον μεγάλο στρατώνα της ερήμου, ο ευγενής από την Κάτω
Σαξονία, ο οποίος υπογράφει εν θερμώ τα παραπάνω, ο Γκέοργκ Φίλιπ
Φρίντριχ φον Χάρντεμπεργκ (1772-1801) ή, όπως τον ξέρουν οι
περισσότεροι, Νοβάλις, ο σπουδαιότερος δηλαδή εκπρόσωπος του πρώιμου
γερμανικού ρομαντισμού.
«Μην σπρώχνεις τον ζητιάνο». Είναι μια από τις σαφέστερες εντολές
του Κορανίου. Περιέχεται, μεταξύ άλλων, στην δέκατη παράγραφο της
ενενηκοστής τρίτης σούρα, της επονομαζομένης «Ελ-Ντουχά», που
σημαίνει «Ο Αυγερινός». Παρά ταύτα δεν συνάντησα ιδιαίτερα φορτικούς
ζητιάνους, που θα ήθελαν ενδεχομένως να εκμεταλλευτούν την ειδική ιερή
πρόνοια, η οποία τους αφορά αποκλειστικά. Αν αρνηθεί κάποιος να
ανταποκριθεί στο πρώτο κάλεσμά τους, παραιτούνται αμέσως. Οι λίγοι που
θα επανέλθουν στον αλύγιστο περαστικό, έχουν κάτι από το παράπονο ενός
παιδιού.
Το σπίτι μου απέχει ένα χιλιόμετρο από την φαρμακοβιομηχανία Ελ
Σίφα, την οποία βομβάρδισαν αμερικανικά αεροπλάνα το 1988. Η γειτονιά
μου είναι ήσυχη. Με ένα σχολείο, που είναι μάλλον ιδιωτικό· έχει λίγους
μαθητές, ούτε που τους ακούω. Εκείνος είναι το άλλο σημάδι της
συνοικίας· έχει τη δική του γωνία. Βράδυ πρωί στο ίδιο μέρος. Με τα
σφραγισμένα βλέφαρα του τυφλού· πάντα οκλαδόν. Τα εξαθλιωμένα δεκανίκια
στον τοίχο· το δεξί του πόδι κομμένο κάτω από το γόνατο· ούτε πλαστική
ούτε ξύλινη προσθήκη. Σπάνια μιλάει. Σπάνια τον προσέχουν· λίγα κέρματα
αντηχούν στο βρώμικο τάσι. Τότε όμως παρέχει αφειδώς ευλογία. Ένα
ζωντανό τοτέμ ρητής χάριτος. Δεν χρειάζεται να παραφράσω τα λόγια του,
να μεταβώ δηλαδή στη χώρα μιας γλωσσικής σύγχυσης, απλώς κλείνω μέσα μου
τον χείμαρρό του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ Ιερό Κοράνιο, Αραβικό κείμενο –
απόδοση στη Νέα Ελληνικά από τη Φιλολογική Ομάδα Κάκτου – σύμφωνα με τις
ερμηνευτικές εκδοχές της κλασικής μετάφρασης του Κ. Ι. Πεντάκη,
εκδ. Κάκτος, 2002. Νοβάλις, Η Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη, μετάφραση-ερμηνευτικά σημειώματα: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Εκκρεμές, 2004. Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η αισθηματική αγωγή, μετάφραση-προλεγόμενα-σημειώσεις: Παναγιώτης Μουλλάς, εκδ. Γαλαξία, 1971.