Το πιο όμορφο αγόρι


Σ’ αγα­πώ όπως εί­σαι, αλ­λά μη μου λες πως εί­σαι
Antonio Porchia

Είναι που με­γά­λω­σα μέ­σα στην ομορ­φιά. Όμορ­φα ρού­χα, όμορ­φα έπι­πλα, όμορ­φο σπί­τι. Η μη­τέ­ρα μου έλε­γε πως η αι­σθη­τι­κή του κα­θε­νός εί­ναι η προ­σω­πι­κή του ηθι­κή. Το ωραίο εί­ναι πά­ντα το ζη­τού­με­νο, το ύψι­στο αγα­θό. Δεν εί­ναι απο­ρί­ας άξιο λοι­πόν που πή­γα και ερω­τεύ­τη­κα το πιο όμορ­φο αγό­ρι της Αθή­νας.
Ο Άρης εί­χε τις με­γα­λύ­τε­ρες πλά­τες και τα πιο πρά­σι­να μά­τια που εί­χα δει πο­τέ. Τα κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­να του δά­χτυ­λα και οι αλ­φα­δια­σμέ­νες γω­νί­ες του σα­γο­νιού του με έκα­ναν να ξε­ρο­στα­λιά­ζω τα πε­ρισ­σό­τε­ρα βρά­δια στο μπαρ που δού­λευε. «Εί­σαι σί­γου­ρη πως αντέ­χεις τέ­ταρ­το πο­τό;» με ρώ­τη­σε ένα βρά­δυ. Πο­τέ πριν δεν εί­χα θε­λή­σει να πω τό­σα πολ­λά αλ­λά κα­τα­φέ­ρει ν’ αρ­θρώ­σω τό­σα λί­γα, «εν­νο­εί­ται» εί­πα και κοί­τα­ξα τρι­γύ­ρω μου την μπά­ρα. Όλα τα σκα­μπό κα­τει­λημ­μέ­να από γυ­ναί­κες. Γυ­ναί­κες μό­νες, όπως και εγώ, νε­α­ρές, ώρι­μες, κά­ποιες ντρο­πα­λές άλ­λες αι­μο­βό­ρες. Ο Άρης έβρε­ξε το χεί­λος ενός ψη­λού πο­τη­ριού με μια σφή­να γκρέιπ­φρουτ και το βού­τη­ξε σε χο­ντρό αλά­τι. Έπει­τα έβα­λε πά­γο, λευ­κή τε­κί­λα, χυ­μό από γκρέιπ­φρουτ και φρε­σκο­στυμ­μέ­νο λάιμ, λί­γο σι­ρό­πι αγαύ­ης και ανα­κά­τε­ψε το μείγ­μα επι­δέ­ξια μ’ έναν μα­κρύ, ατσά­λι­νο ανα­δευ­τή­ρα. Τέ­λος στε­ρέ­ω­σε μια φέ­τα γκρέιπ­φρουτ στην άκρη του πο­τη­ριού και έκλει­σε το μά­τι στη σερ­βι­τό­ρα που πε­ρί­με­νε υπνω­τι­σμέ­νη -όπως και όλο το μα­γα­ζί- να με­τα­φέ­ρει το πο­τό στον πε­λά­τη.
«Να σε πλη­ρώ­σω;» τον ρώ­τη­σα συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας πως ού­τε και σή­με­ρα θα ήταν η τυ­χε­ρή μου νύ­χτα.
«Τριά­ντα πέ­ντε ευ­ρώ» εί­πε. Του έδω­σα σα­ρά­ντα και πή­γε να φέ­ρει τα ρέ­στα.
«Σχο­λάω στις τέσ­σε­ρις» μου εί­πε κοι­τώ­ντας με στα μά­τια. Έβα­λε τα ρέ­στα και την από­δει­ξη με το κι­νη­τό του στο χέ­ρι μου και μου γύ­ρι­σε την πλά­τη.

*

Από εκεί­νη τη νύ­χτα πέ­ρα­σαν δέ­κα χρό­νια. Ο Άρης και εγώ έχου­με μια κό­ρη εν­νιά χρό­νων, την Έλε­να, το πιο όμορ­φο κο­ρί­τσι του κό­σμου. Μέ­νου­με μα­ζί στο όμορ­φο σπί­τι που μου άφη­σαν οι γο­νείς μου αλ­λά έκα­να τη χά­ρη της μη­τέ­ρας μου και δεν τον πα­ντρεύ­τη­κα για­τί ο Άρης εί­ναι από τα Λιό­σια και οι άν­θρω­ποι από τα Λιό­σια δεν εν­δια­φέ­ρο­νται για την ομορ­φιά. Κά­θο­μαι εδώ στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας, με­σά­νυ­χτα και κα­θα­ρί­ζω φα­σο­λά­κια. Θα τα μα­γει­ρέ­ψω με γλυ­κο­πα­τά­τες και κο­λο­κυ­θά­κια που εί­ναι το αγα­πη­μέ­νο φα­γη­τό του να τρώ­ει, όταν γυρ­νά­ει μαύ­ρα χα­ρά­μα­τα από το μα­γα­ζί. Έχω πά­ρει επί­σης μπό­λι­κη φέ­τα και ένα καρ­βέ­λι ξι­νό ψω­μί. Εξα­κο­λου­θώ να πι­στεύω πως εί­ναι ο ομορ­φό­τε­ρος άν­δρας που έχω δει όμως αυ­τός εκνευ­ρί­ζε­ται όταν του το λέω. Αγα­πώ τον Άρη για­τί επι­μέ­νει πως μια μέ­ρα θα γί­νει συγ­γρα­φέ­ας και ας έχει να γρά­ψει δύο χρό­νια και επει­δή κά­θε φο­ρά που η Έλε­να κλαί­ει αυ­τός την παίρ­νει αγκα­λιά και της χαϊ­δεύ­ει τα μαλ­λιά για ώρες. Δε με πει­ρά­ζει που πα­ρά­τη­σα τη Φι­λο­σο­φι­κή για να με­γα­λώ­σω και τους δύο, ο Άρης φρο­ντί­ζει να μη μας λεί­πει τί­πο­τα. Ού­τε ξέ­ρω πως τα κα­τα­φέρ­νει με το με­ρο­κά­μα­το του μπάρ­μαν, ίσως να εξαρ­γυ­ρώ­νει την ομορ­φιά του με φι­λο­δω­ρή­μα­τα.
«Έλα Μα­ρί­να, με βλέ­πω να αρ­γώ»
«Πά­λι βρε Άρη;»
«Και τι να κά­νω; Να πω στ’ αφε­ντι­κό να διώ­ξει τους πε­λά­τες;»
«Κα­λώς, η κα­τσα­ρό­λα στο μά­τι έχει φα­γη­τό. Να προ­σέ­χεις».

*

Ο Άρης κλεί­δω­σε το μα­γα­ζί και έβγα­λε από την τσέ­πη του τζιν το κι­νη­τό. Κα­νέ­να μή­νυ­μα από πε­λά­τισ­σα και η ώρα ήταν ήδη τρεις πα­ρά. Τέ­λος της εβδο­μά­δας έπρε­πε να πλη­ρώ­σει τα σι­δε­ρά­κια της μι­κρής. Έστει­λε μή­νυ­μα στο Δή­μο αν έπαι­ζε κα­μιά δου­λειά. Εκεί­νος απά­ντη­σε πως θα πέρ­να­γε να τον πά­ρει από τα Everest σε κά­να τέ­ταρ­το για κοι­μη­τή­ριο Πε­ντέ­λης. Ανέ­βη­καν με τη μη­χα­νή τη Λε­ω­φό­ρο Πε­ντέ­λης και μό­λις έφτα­σαν στο «Πέ­τρι­νο του Στα­μά­τη» έστρι­ψαν δε­ξιά για Ντρά­φι. Ο Άρης έκα­νε νό­η­μα στο Δή­μο να ανοί­ξει το τζά­μι του κρά­νους «Φί­λε, σβή­σε φώ­τα και μη­χα­νή. Εί­ναι κα­τη­φό­ρα, άσε να τσου­λή­σου­με». Έκρυ­ψαν τη μη­χα­νή στον πα­ρά­δρο­μο, πί­σω από τους κά­δους ανα­κύ­κλω­σης και σκυ­φτοί στά­θη­καν στο τοι­χά­κι που πε­ρι­κύ­κλω­νε το πάρ­κινγκ. Ο Δή­μος έκα­τσε στο πε­ζο­δρό­μιο και άνα­ψε τσι­γά­ρο.
«Πας κα­λά, ρε μα­λά­κα, για εκ­δρο­μή ήρ­θα­με;» εί­πε ο Άρης σκα­νά­ρο­ντας το νε­κρο­τα­φείο
στην απέ­να­ντι πλευ­ρά του δρό­μου.
«Χα­λά­ρω­σε, ο σε­κιου­ρι­τάς εί­ναι ενή­με­ρος, δεν θα κά­νει γύ­ρα για την επό­με­νη ώρα», απά­ντη­σε ο Δή­μος
«Οι βα­ριο­πού­λες;» ρώ­τη­σε ο Άρης
«Σου ‘χω νέα, οι τρεις τά­φοι στην ανα­το­λι­κή με­ριά δεν εί­ναι σφρα­γι­σμέ­νοι, μό­νο να ση­κώ­σου­με το μάρ­μα­ρο».
Ο Άρης έτρι­ψε το σβέρ­κο του, «και υπάρ­χει ψω­μί, εί­σαι σί­γου­ρος;»
«Ο τύ­πος στο κη­δειών μί­λη­σε για πο­λύ χρυ­σα­φι­κό και πο­λύ χρυ­σό δό­ντι. Πά­με;»

*

Ο Άρης γέ­μι­σε το πιά­το του φα­σο­λά­κια, πα­τά­τες και τυ­ρί. Κά­θι­σε στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας, έρι­ξε το κε­φά­λι του προς τα πί­σω και έκλει­σε τα μά­τια για με­ρι­κές στιγ­μές. Τι­νά­χτη­κε όρ­θιος, πή­γε γρή­γο­ρα στο νε­ρο­χύ­τη και άρ­χι­σε να πλέ­νει τα χέ­ρια του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: