ΔΕΥΤΕΡΑ
Ο Γιώργος Δημητρίου ήταν βλάκας. Όχι, δεν ήταν απλώς βλάκας. Αν οι βλάκες της Θεσσαλονίκης αποφάσιζαν να σχηματίσουν σύλλογο, θα ήταν ο πρόεδρος τους. Το IQ του ήταν τόσο χαμηλό που η ιδιότητα του ως μέλος του ανθρώπινου είδους ήταν υπό αμφισβήτηση κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του. Αλλά ήταν επίσης πελάτης και, όσο και να το ήθελε, ο Αλέξης δεν μπορούσε να του το πει κατάμουτρα αν σκόπευε να διατηρήσει τη δουλειά του στο λογιστήριο. Το τελευταίο κατόρθωμα του Δημητρίου ήταν να ξοδέψει σχεδόν όλη την περιουσία του αγοράζοντας μετοχές σε μια βιοτεχνία εσωρούχων. Είχε αναφέρει στον Αλέξη πολλές φορές ότι είχε τέτοιες προθέσεις. Ίσως όχι για μετοχές της συγκεκριμένης βιοτεχνίας, αλλά ήθελε να αγοράσει. Ο Αλέξης ήταν κάθετος. Ήταν κακή εποχή, του εξήγησε. Αν οι μετοχές άξιζαν, δεν θα ήταν προς πώληση, είπε ξανά και ξανά. Οι συζητήσεις τους αρνούνταν πεισματικά να καταλήξουν κάπου. Δεν θα είχαν καν τέλος, αν ο Αλέξης δεν υπενθύμιζε στον πελάτη του ότι είχε ξοδέψει τέσσερα χρόνια από τη ζωή του σπουδάζοντας με συγκεκριμένο σκοπό η γνώμη του σε τέτοια θέματα να μετράει περισσότερο από κάποιον που δεν είχε κάνει το ίδιο. Όταν το άκουγε αυτό, ο Δημητρίου υποχωρούσε, νιώθοντας κάποια υποτυπώδη μετριοφροσύνη. Αυτή η μετριοφροσύνη, βέβαια, εξαντλούνταν γρήγορα, και, σε κάθε νέα συζήτηση τους, όλες οι προηγούμενες ήταν σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ. Και αυτή τη Δευτέρα, ο Δημητρίου είχε εμφανιστεί στο λογιστήριο, στάζοντας χαρά, για να ανακοινώσει την ιδιοφυή οικονομική του κίνηση. Αυτή τη φορά ο Αλέξης δεν μπήκε στον κόπο να συζητήσει. Ήταν υπερβολικά αργά. Χαμογέλασε στον Δημητρίου, και τον επιβράβευσε για την επιχειρηματικότητα του. Οι πιθανότητες αυτή η βιοτεχνία εσωρούχων να γινόταν η επόμενη Apple δεν ήταν πολλές, αλλά δεν ήταν και μηδενικές. Ο Αλέξης είχε ακόμα λίγες ελπίδες.
ΤΡΙΤΗ
Αυγά, μπανάνες, ψωμί, γάλα, και ψαροκροκέτες. Η γλυκύτατη σύζυγος του έδωσε στον Αλέξη τη λίστα με τα ψώνια πριν φύγει για το λογιστήριο το πρωί. Όταν η ώρα πήγε τρεις και ετοιμαζόταν να σχολάσει, του τηλεφώνησε για να του υπενθυμίσει να πάει στο σουπερμάρκετ. Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε πάει εκείνη για ψώνια. Ακόμα και αν δούλευε δέκα μέρες συνεχόμενα, θα περίμενε με το ψυγείο άδειο να τελειώσει το δεκαήμερο ώστε να στείλει τον Αλέξη να το κάνει. Τέλος πάντων, σκέφτηκε. Δεν είχε σημασία. Δεν θα ερχόταν το τέλος του κόσμου αν πήγαινε με τα νερά της άλλη μια φορά. Έβαλε τα πράγματα στο καλάθι, από το καλάθι στη σακούλα, πλήρωσε με την πιστωτική, πίσω στο αυτοκίνητο, μετά σπίτι. Η γλυκύτατη σύζυγος του εξέτασε προσεκτικά τα περιεχόμενα της σακούλας, και αποφάνθηκε οργισμένη ότι κάτι έλειπε. Ο Αλέξης είχε ξεχάσει τις ψαροκροκέτες. Η σύζυγος του σταμάτησε απότομα να είναι γλυκύτατη και ανέβασε τον τόνο της φωνής της. Εκείνος δεν απάντησε στην πρόκληση της για καβγά. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, της εξήγησε με ήρεμη φωνή, απλά θα πήγαινε να πάρει τις ψαροκροκέτες και θα επέστρεφε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Θα έπαιρνε ακόμα και διαφορετικό δρόμο για να γλιτώσει χρόνο. Καθώς οδηγούσε, μια λάμψη διείσδυσε στο οπτικό πεδίο του. Τον καλούσε, σαν τις σειρήνες του Οδυσσέα. Ο Αλέξης δεν ήταν μυθικός ήρωας, το βρήκε δύσκολο να αντισταθεί. Έπρεπε να μάθει από πού προερχόταν. Σταμάτησε στην άκρη του αυτοκινητοδρόμου, και κινήθηκε με αργά βήματα προς τη λάμψη. Προερχόταν από μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Μέσα στη θάλασσα από λαμαρίνα, το είδε. Ένα μαύρο σεντάν, λουσμένο με φως από τον παράδεισο. Στιβαρό αλλά κομψό, το τέλειο μεταφορικό μέσο για τον σύγχρονο άνθρωπο, αν ο Σάντρο Μποτιτσέλι σχεδίαζε αυτοκίνητα θα έμοιαζαν ακριβώς έτσι. Ένας υπάλληλος τον πρόσεξε και έσπευσε να τον εξυπηρετήσει. Ο Αλέξης του έκανε μόνο μια ερώτηση. Πόσο κοστίζει; Πενήντα πέντε χιλιάδες, απάντησε ο υπάλληλος. Η σύζυγος του άρχισε να ουρλιάζει. Είχε επιστρέψει, και πάλι δεν είχε φέρει τις γαμημένες ψαροκροκέτες. Εκείνος δεν της έδωσε σημασία. Το μυαλό του ήταν αλλού.
ΤΕΤΑΡΤΗ
Ο Αλέξης ποτέ δεν έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία. Την θεωρούσε κάτι που απευθυνόταν σε ανθρώπους με υπαρξιακά προβλήματα, αυτούς που φοβούνταν τον θάνατο και έψαχναν το νόημα της ζωής. Ο ίδιος απλά δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Τα προβλήματα του εδράζονταν αυστηρά στον φυσικό κόσμο. Τώρα, όμως, ανακάλυπτε ότι υπήρχε μια θρησκεία και για τους κοσμικούς, και θεός της ήταν το μαύρο σεντάν. Αυτό σκέφτηκε όταν είδε μια γνώριμη μορφή στην πόρτα του λογιστηρίου. Χωρίς καν να τον χαιρετήσει, ο Δημητρίου πλησίασε τον Αλέξη, και του ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή το πρόβλημα του. Αρκούσε το γεγονός ότι είχε δώσει όλα τα λεφτά του σε μια βιοτεχνία εσωρούχων, αλλά τώρα φαινόταν ότι το σύμπαν αλλοίωνε την υφή του, συνειδητά δημιουργούσε χώρο για ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα. Η εν λόγω βιοτεχνία δεν υπήρχε. Οι υποτιθέμενοι ιδιοκτήτες της πήραν τα λεφτά του και εξαφανίστηκαν. Αν δεν ήταν ο λόγος που ο Αλέξης ήταν τώρα υποχρεωμένος να βγάλει τον Δημητρίου από τον λάκκο όπου είχε βρεθεί, ίσως να τους κερνούσε ένα ποτό στο όνομα της ευφυΐας τους. Το να αρνηθεί να ασχοληθεί δεν ήταν επιλογή. Ο Δημητρίου, παρά τα λοιπά ελαττώματα του, πλήρωνε ανελλιπώς τη συνδρομή του στο λογιστήριο, και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα δεν ήταν σε κατάσταση που επέτρεπε να χάνουν τέτοιους πελάτες. Ο Αλέξης δεν μίλησε. Με ένα αχνό χαμόγελο, τον διαβεβαίωσε ότι θα έλυνε το πρόβλημα του, και άρχισε τη δουλειά. Έσκισε όσα χαρτιά ήταν καρφιτσωμένα στον πίνακα πάνω από το γραφείο του, και σχεδίασε έναν χάρτη, κάθε έσοδο και έξοδο που ήταν σε θέση να προβλέψει ότι θα είχε ο Δημητρίου για τους επόμενους μήνες. Αυτό ήταν το εύκολο κομμάτι του εγχειρήματος του. Το υπόλοιπο, αυτό όπου έπρεπε να βρει έναν τρόπο να διαχειριστεί τα έσοδα και τα έξοδα, ήταν πιο κοντά στη μαγεία παρά στην λογιστική. Στις στιγμές που η δουλειά γινόταν αβάσταχτη, ο Αλέξης δεν ήταν αβοήθητος. Έκλεινε τα μάτια του, σαν σε προσευχή, και ονειρευόταν το μαύρο σεντάν για να πάρει δύναμη. Θα το αγοράσω το γαμημένο, σκέφτηκε, και επέστρεψε στη δουλειά.
ΠΕΜΠΤΗ
Πόσο γελοίος έμοιαζε, στη μέση της νύχτας, να προσπαθεί να σηκωθεί από το κρεβάτι χωρίς να κάνει θόρυβο. Κανείς δεν επιλέγει συνειδητά τη μετριότητα. Στο πανεπιστήμιο, όλοι σχεδίαζαν να γίνουν εκατομμυριούχοι. Ο Αλέξης δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε έναν συμφοιτητή του που να μην θεωρούσε ότι θα έβγαινε από το ΑΠΘ και θα περνούσε αμέσως τις πύλες της πιο επιτυχημένης εταιρίας της δεκαετίας. Της επόμενης Apple. Φαντάζονταν βίλλες, γλυκύτατες συζύγους, πάντα γλυκύτατες, ποτέ επιθετικές ή χειριστικές, γρήγορα αυτοκίνητα. Όλοι τους είχαν καταλήξει ακριβώς όπως ο Αλέξης, σε μέτριες ζωές. Περιστασιακά, έπεφτε πάνω σε φωτογραφίες τους στα social media, και στα βλέμματα τους έβλεπε τον εαυτό του. Ήταν μια στατιστική ανωμαλία, το γεγονός ότι μέχρι και ο τελευταίος είχε εξελιχθεί στον ίδιο άνθρωπο. Ο Αλέξης, όμως, σκόπευε να το αλλάξει αυτό. Το μόνο που ζητούσε ήταν ένα δώρο, ένα αντάλλαγμα για τα οχτάωρα, τις εβδομάδες, τα χρόνια. Από τη στιγμή που αρνούνταν να του κάνει ένα δώρο, θα το έπαιρνε μόνος του. Επομένως ξύπνησε, στη μέση της νύχτας. Με αργά, προσεκτικά βήματα βγήκε από το υπνοδωμάτιο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω του για να βεβαιωθεί ότι η σύζυγος του κοιμόταν ακόμα. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, και πληκτρολόγησε δύο μηνύματα. Το πρώτο απευθυνόταν στη σύζυγο του, εξηγούσε ότι θα έφευγε από το σπίτι νωρίς επειδή είχε πολλή δουλειά, πράγμα που θα ήταν αλήθεια αν το δεύτερο δεν απευθυνόταν στο αφεντικό του, εξηγώντας ότι δεν θα ερχόταν στη δουλειά, επειδή είχε πάθει τροφική δηλητηρίαση από κάτι ψαροκροκέτες. Προγραμμάτισε και τα δύο μηνύματα να σταλούν αυτόματα στις οκτώ και τέταρτο το πρωί. Η τράπεζα άνοιγε στις οκτώ, και η αντιπροσωπεία στις οκτώμισι. Δεν επέστρεψε στο κρεβάτι, αλλά έμεινε στο τραπέζι, περιμένοντας το ξημέρωμα.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Ο υπάλληλος της αντιπροσωπίας τον πλησίασε, το γκρι σακάκι του ξεκούμπωτο, και στην ανάσα του η όχι και τόσο αμυδρή οσμή ενός διπλού καπουτσίνο. Δεν είχε ξαναεμφανιστεί πελάτης τόσο νωρίς. Ο Αλέξης του έδειξε το μαύρο σεντάν, και ρώτησε αν η τιμή ήταν ακόμα πενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ. Φυσικά, απάντησε ο υπάλληλος. Ωραία, είπε ο Αλέξης, θα το αγοράσω αυτή τη στιγμή. Ο υπάλληλος χαμογέλασε αμήχανα, παρατηρώντας το πρόσωπο του συνομιλητή του, αναζητώντας τυχόν ενδείξεις ότι δεν μιλούσε σοβαρά. Δεν εντόπισε καμία. Ο Αλέξης έβαλε το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη του, και έβγαλε ένα πακέτο από χαρτονομίσματα, άτσαλα συγκρατημένα με σπάγκο. Σε λίγα λεπτά, όλα τα απαραίτητα έγγραφα ήταν έτοιμα, και το κλειδί βρισκόταν στο τιμόνι του μαύρου σεντάν. Εκείνη την ώρα, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που πήγαιναν στις δουλειές τους. Περνούσε δίπλα τους, φλερτάροντας επιδεικτικά με το όριο ταχύτητας. Μόνο στα φανάρια μείωνε την ταχύτητα αρκετά ώστε να είναι σε θέση να τους παρατηρήσει. Και όταν το χρώμα γινόταν πράσινο, τους χαιρετούσε με ένα περιπαικτικό νεύμα και πατούσε ξανά το γκάζι. Ο Αλέξης σταμάτησε σε ένα πλυντήριο στην άκρη του δρόμου, το λογικό επόμενο βήμα της εγκαινίασης του μαύρου σεντάν. Πήρε τη θέση του σε μια μικρή ουρά αυτοκινήτων, όλα εκ των οποίων εξέπεμπαν την ίδια μεγαλειώδη ακτινοβολία με το δικό του. Ούτε ένα μεταχειρισμένο, στραπατσαρισμένο, ξεβαμμένο, αντιαισθητικό μεταλλικό κατασκεύασμα για να πηγαίνει κανείς στη δουλειά ανάμεσα τους. Ο Αλέξης βρισκόταν επιτέλους με ομοίους του. Όταν ήρθε η σειρά του, δύο νεαροί τον ρώτησαν τι είδους πλύσιμο ήθελε. Τα καρτελάκια με τα ονόματα τους έγραφαν Αμάλ και Φαρούκ. Στο χέρι, είπε. Το δευτερόλεπτο που ολοκλήρωσε την απάντηση του, οι δύο τους ήδη έλουζαν με νερό και σαπούνι τη μαύρη λαμαρίνα. Οι περισσότεροι πελάτες του πλυντηρίου περίμεναν σε ένα κιόσκι λίγα μέτρα μακριά, πίνοντας καφέ και κοιτώντας τα κινητά τους για να μετριάσουν την πλήξη της αναμονής. Ο Αλέξης έμεινε όρθιος, ήθελε να απολαύσει το θέαμα σε όλη του τη διάρκεια. Η απόλαυση δεν διήρκησε πολύ. Σκύβοντας για να καθαρίσει καλύτερα την πόρτα του αυτοκινήτου, ο Αμάλ έχασε την ισορροπία του. Μια στιγμιαία προδοσία των μυών, χωρίς σαφή αιτία. Ο κουβάς που κρατούσε έφυγε από το χέρι του, και έπεσε πάνω στην πόρτα, χαρακώνοντας την βαθιά. Ο Αλέξης δεν αντέδρασε αμέσως. Για λίγες στιγμές έμεινε τελείως ακίνητος, το βλέμμα του άδειο σαν του καρχαρία. Μετά, άρπαξε τον Αμάλ από τον λαιμό και τον έριξε κάτω. Τον χτύπησε, ξανά και ξανά. Σταμάτησε μόνο όταν δεν μπορούσε πια να σηκώσει τη γροθιά του. Ο Αμάλ δεν ανέπνεε. Οι πελάτες του πλυντηρίου χωρίστηκαν γρήγορα σε δύο κατηγορίες, αυτούς που άρχισαν να τρέχουν και σε αυτούς που ήταν υπερβολικά σαστισμένοι για να κάνουν οτιδήποτε. Απομακρύνθηκε σερνόμενος από το σώμα του Αμάλ. Ο Φαρούκ βρισκόταν ακόμα εκεί, κοιτώντας τον έντρομος στα μάτια. Ο Αλέξης προσπάθησε να χαμογελάσει φιλικά, αλλά δεν τα κατάφερε. Έψαξε τις τσέπες του. Εσύ έκανες καλή δουλειά, είπε, θα σου έδινα φιλοδώρημα, αλλά, βλέπεις, ξόδεψα όλα τα λεφτά μου σήμερα το πρωί. Μια ειδοποίηση εμφανίστηκε στο κινητό του Αλέξη. Ήταν από την σύζυγο του. Εξηγούσε ότι της τηλεφώνησαν από την τράπεζα για να την ενημερώσουν ότι είχε αδειάσει τον λογαριασμό, και εκείνη θα έστελνε την αστυνομία να τον βρει. Ο Αλέξης στράφηκε ξανά προς τον Φαρούκ. Πραγματικά, είπε, θα σου έδινα, αλλά τα ξόδεψα όλα.