Η υπάλληλος του Μουσείου επιμένει:
— Πολύ αμφιβάλλω, κύριε.
— Σας είπα, ρώτησα τη Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού. Ορισμένα ανάγλυφα τα παιδιά με προβλήματα όρασης έχουν το δικαίωμα να τα ψηλαφήσουν! Σας το λέω υπεύθυνα ως καθηγητής τους!
— Λυπάμαι. Δεν είμαι ενήμερη.
— Τότε σας παρακαλώ να ψάξετε τον φάκελο με τη σχετική νομοθεσία!
— Καλώς, μισό λεπτό...
— Το καλό που σας θέλω!
***
Κάποιες ώρες πριν, το ίδιο πρωί, η Εύα σηκώθηκε από το κρεβάτι, βρήκε το χερούλι της μπαλκονόπορτας και το έσφιξε. Η μπαλκονόπορτα έκλεισε από τον αέρα, μ’ένα τρίξιμο. Πήγε και δυνάμωσε τον ήχο της τηλεόρασης:
«Στο Μουσείο Αρμάτων Μάχης μπορεί κανείς να θαυμάσει την εξέλιξη αυτού του όπλου. Η επιλογή, κατάληψη και απόκρυψη της θέσης μάχης είναι το βασικό μέλημα του σύγχρονου μαχητή».
Ήταν εφτάμιση και το δελτίο του Γενικού Επιτελείου Στρατού είχε ξεκινήσει, μαζί με τον πρωινό κόκορα. Σε μισή ώρα θα περνούσε το σχολικό. Η Εύα έφτασε ψηλαφητά στο μπάνιο, άρχισε να γδύνεται αργά, αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα για να μπορεί να ακούει την τηλεόραση. Μιλούσαν στην εκπομπή για τα αεροσκάφη Sky Blazers:
«Γρήγοροι, αφανείς, θανατηφόροι! Επίλεκτα εκπαιδευμένοι μαχητές, που θα κατατροπώσουν όσους επιβουλεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία».
Oι πιλότοι παλεύουν με τους έλικες. Είχε διαβάσει σε Μπράιγ τις λεπτομέρειες. Πώς οι έλικες γυαλίζουν στα σύννεφα. Πόσο λευκά είναι τα σύννεφα. Τα σώματα των πιλότων τα φαντάστηκε ψηλά, επιβλητικά. Έπειτα, σε μια μεγάλη πεδιάδα, τους πιλότους ντυμένους σε παραλλαγή. Την κοιλάδα των πολεμικών επιχειρήσεων. Φύτρωναν δέντρα κάποτε, εδώ. Άνθρωποι περπατούσαν στον ήλιο και δεν είχαν ανάγκη να κρυφτούν σε υπόγεια καταφύγια. Μωρά γεννιούνταν και δεν τα σκότωναν μετά. Οι έγκυες είχαν όρεξη για βόλτες και οι φοιτητές διάβαζαν τα μαθήματά τους και συζητούσαν για την πολιτική και για τα τριαντάφυλλα.
Η Εύα έκλεισε την κουρτίνα και άνοιξε το ντους. Το νερό καυτό στην πλάτη της. Δεν έπρεπε να αργήσει: θα τους πήγαιναν στο Μουσείο Κεραμεικού. Έκλεισε τη βρύση κι άρχισε να σαπουνίζεται, μετά ρύθμισε το νερό στο πιο δροσερό. Καταρράκτες από ζεστή σαπουνάδα στους μηρούς, στα γόνατα, στους γλουτούς, μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της.
Έπιασε το στήθος της, το φαντάστηκε λευκό. Φαντάστηκε πως το στήθος των στρατιωτών θα ήταν, αντίθετα, πολύ σκοτεινό. Δεν ήταν σίγουρη αν τα δάχτυλά της βυθίζονταν στο γρασίδι ή στο μαλλιαρό στήθος ενός στρατιώτη.
***
Στην πτέρυγα με τις επιτύμβιες στήλες, το φως είναι περιορισμένο. Ομάδες ομάδες οι μαθητές μαζεύονται μελίσσι γύρω από τον ξεναγό. Ο καθηγητής, με έκφραση θριάμβου στο πρόσωπο, ευχαριστεί τη δύσπιστη υπάλληλο και οδηγεί την Εύα στο επιλεγμένο ανάγλυφο, ώστε να το ψηλαφήσει.
Η αρχαία μητέρα, καθιστή, αποχαιρετά την πεθαμένη κόρη της, που βαδίζει προς τα αριστερά κοιτώντας προς τα πίσω με νοσταλγία. Το ανάγλυφο γατάκι της κοιτάζει κι αυτό, όμως δεν μπορεί να κάνει το βήμα που κάνει η χαμένη κυρά του στον υπερβατολογικό αυτόν χώρο. Το σανδάλι στο προτεταμένο πόδι της εμποδίζει τα δάχτυλα της Εύας να κυλήσουν. Το κορίτσι ψηλαφεί και σταματά στο σανδάλι, στον αστράγαλο. Τυλίγει όλο το ανάγλυφο σε μια μεγάλη αγκαλιά.
— Παιδιά, σιγά σιγά μαζευόμαστε. Σε πέντε λεπτά φεύγουμε.
Προχωρά με τ’ ακροδάκτυλά της στους γοφούς της νεκρής κόρης. Ακολουθεί το χνάρι της πτύχωσης του αραχνοΰφαντου πέπλου της. Αγκαλιάζει τη μέση της γυναίκας και οσμίζεται. Η πτύχωση μοιάζει σαν κυματιστό νερό που κυλά, και μυρωδιά σαπουνιού χτυπά τα ρουθούνια της Εύας. Σφίγγει την επιτύμβια στήλη. Ακουμπά τα χείλη της στο κρύο στήθος της νεκρής. Στον νου της έρχεται ο στρατιώτης. Ο στρατιώτης δεν ξέρει γιατί πολεμάει. Φοβάται πολύ. Παραλύουν τα μέλη του. Η Εύα νιώθει τον φόβο του. Απέναντι από τον στρατιώτη στέκεται ο ηγέτης. Ο ηγέτης είναι χασάπης και εκδοροσφαγέας. Ελαφριές πέτρες πέφτουν πάνω στην ελαστική επιφάνεια της επένδυσης του μπουφάν του κι επιστρέφουν με επιτάχυνση. Τις πέτρες τις εκσφενδονίζει με μανία η Εύα, που τώρα στέκεται γυμνή έξω από τα σύνορα: υπολογίζει πως η μεγεθυμμένη εικόνα του ηγέτη βρίσκεται μπροστά, γι’αυτό σκύβει, πασπατεύει το χορτάρι, σηκώνει μια πέτρα και την πετάει καταπάνω στην εικόνα του ηγέτη.
***
Πολεμικό ανακοινωθέν: ο ηγέτης στρέφεται και ρίχνει το βλέμμα του στην Εύα. Η Εύα νιώθει αυτό το ενοχλητικό βλέμμα και τον πόθο του βιαστή. Σκέφτεται πως ο ηγέτης μπορεί βέβαια να δει, αλλά το βλέμμα του είναι κενό. Και πως τώρα κοιτάζει προς τα σύνορα. Τα σύνορα Ασίας και Ευρώπης, που στο άρρωστο μυαλό του ηγέτη απειλούνται.
Ο αρχηγός έχει βλέμμα κενό. Δεν έχει αντίληψη της καταστροφής. Ή, μάλλον, έχει! Έχει αντίληψη της καταστροφής! Δεν έχει όμως αντίληψη του μέρους που λέγεται κόλαση, που ο Δάντης το είπε Κόλαση.
Το μέρος αυτό έχει πολλά ονόματα. Το λένε Βελιγράδι, το λένε Σρεμπρένιτσα, το λένε Σεράγεβο. Το λένε Δαμασκό, Βηρυττό, Μαριούπολη.
Αν η Εύα ψηλαφήσει τον χάρτη, όλα αυτά τα ονόματα θα τα βρει εντός συνόρων. Όχι στην παραμεθόριο. Τώρα, όπως στέκεται έξω από τα σύνορα, τα αισθάνεται όλα αυτά να σβήνουν από τον χάρτη. Όταν τα αναζητά στον ανάγλυφο χάρτη, τα ακροδάκτυλά της δεν επιβεβαιώνουν την πληροφορία σε ένα δεύτερο πέρασμα: αυτά τα μέρη έχουν πια σβηστεί από τον χάρτη. Από τα μέρη αυτά πέρασαν οι στρατιές και πριν από τις στρατιές εδώ υπήρχε πράσινο χρώμα. Από εδώ διάβηκαν οι στρατιές των Γερμανών, οι στρατιές των Γάλλων, οι στρατιές των Ρώσων. Άνθρωποι από μάρμαρο, άνθρωποι από σίδερο. Αποκαθηλωμένοι, σταυρωμένοι, στρατιές ανθρώπων που τους έστειλαν να υπηρετήσουν το όραμα του ηγέτη. Ήχοι αεροπλάνων, σμήνη βομβαρδιστικών, στίφη βαρβάρων. Στρατιές γρήγορες, αφανείς, θανατηφόρες. Αν η Εύα ήταν στρατιώτης θα κρυβόταν καλά. Θα ήταν ο ορισμός της παραλλαγής: δεν θα την έβρισκε ο ηγέτης, δεν θα την έβρισκε ποτέ.
— Παιδιά τελειώνετε, φεύγουμε!
Η Εύα δεν ακούει τον δάσκαλο, δεν ακολουθεί.
Αγγίζει τα γκρεμισμένα νοσοκομεία, τα ερειπωμένα βρεφοκομεία, μπορεί ξεκάθαρα να δει τις γριές να κλαίνε στα καταφύγια, τα γατιά και τα σκυλιά να τρέχουν μες στα ερείπια, τις γυναίκες με τα παιδιά να σπρώχνονται ποια θα περάσει τα σύνορα. Μπορεί να τα δει τα σύνορα, έναν χώρο πολύ απτό, μπορεί να πλάσει μιαν άλλη εικόνα από μάρμαρο, πολύ διαφορετική. Σφίγγει το κρύο μάρμαρο.
Δεν ακούει το πρόσταγμα. Μένει εκεί, καρφωμένη στην επιτύμβια στήλη, με το πρόσωπο κολλημένο στο λευκό στήθος της πεθαμένης αρχαίας γυναίκας.