————
πέντε η ώρα που βραδιάζει
————
————
πέντε η ώρα που βραδιάζει
————
Μέρες οκτώ βολόδερνα, κι οι μπότες μου σκισμένες
στου δρόμου τα λιθάρια. Ήρθα στη Σαρλερουά.
Στο Καπηλειό το Πράσινο φέτες βουτυρωμένες
και χοιρομέρι ζήτησα, όλα μισοζεστά.
Μακάριος, τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι
το πράσινο τα τέντωσα, κοιτούσα τις χαζές
πάνω στον τοίχο ζωγραφιές, κι ήταν σαν πετιμέζι,
με τα ολόρθα τα βυζιά και τις καυτές ματιές,
κόρη —τρελή για φίλημα!— που μου χαμογελούσε,
τις αλειμένες μου ’φερε φέτες και με κερνούσε
ζαμπόν χλιαρό μες σ’ όμορφο πιάτο ζωγραφιστό,
ζαμπόν ροζέ και μια λευκή σκελίδα μυρωδάτη
σκόρδου, και μια θεόρατη ξανθή μπύρα δροσάτη,
που τον αφρό της χρύσωνε ο ήλιος το δειλινό.
Οκτώβριος 1870
———— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Η ————
Ένα ποίημα του δρόμου και της περιπέτειας, του Αρθούρου Ρεμπό, γραμμένο το 1870, κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του στο Βέλγιο, κι επηρεασμένο από αντίστοιχα ποιήματα των παρνασσιακών ποιητών. Αναφέρεται στο Πράσινο Σπίτι, ένα πανδοχείο για ταξιδιώτες που υπήρχε στη Σαρλερουά. Δημοσιεύθηκε στις 15 Μαρτίου του 1890.
Το μετέφρασα κατά παραγγελία του φίλου Αχιλλέα Κυριακίδη, στον οποίο και το αφιερώνω. (Στον υπότιτλο —cinq heures du soir— χρησιμοποιώ στίχο ποιήματος του Λόρκα σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου.)